Το 2011, μετά τους πρώτους μήνες του πολέμου, η συριακή κυβέρνηση έμοιαζε απομονωμένη στην περιφερειακή σκακιέρα. Τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, με πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας και του Κατάρ, η Συρία αποβάλλεται από τον Αραβικό Σύνδεσμο, του οποίου αποτελεί ιδρυτικό μέλος. Τον Μάρτιο του 2013, ο οργανισμός εξετάζει το ενδεχόμενο να παραχωρηθεί η έδρα της Συρίας στη συριακή αντιπολίτευση, όμως τρία κράτη αντιτίθενται στην απόφαση αυτή: η Αλγερία, το Ιράκ και ο Λίβανος. Ωστόσο, η απομόνωση της χώρας δεν είναι καθολική. H μπααθική συριακή κυβέρνηση έχοντας, από καιρό, ως λάβαρό της τον αραβικό εθνικισμό, διατηρεί υποστηρικτές σε όλες τις «αδελφές χώρες» (1) , γεγονός που δεν την εμποδίζει να εκφράζει την πικρία της. Στις 22 Μαρτίου 2013, ο Μπασάρ αλ Τζααφάρι, εκπρόσωπος της Συρίας στον ΟΗΕ, σε συνέντευξή του στο παναραβικό τηλεοπτικό κανάλι Al-Mayadeen, περιέγραψε τον αραβισμό σαν μια δεσμευτική υποχρέωση, στην οποία η χώρα του είναι ολοκληρωτικά αφοσιωμένη και απαρίθμησε τρία περιστατικά που μαρτυρούν την αλτρουιστική πολιτική ανοίγματος της Συρίας προς τον υπόλοιπο αραβικό κόσμο: την υποδοχή που επιφύλαξε η χώρα στον Εμίρη Αμπντελκαντέρ, στρατιωτικό και θρησκευτικό ηγέτη της Αλγερίας το 1855, την ανακήρυξη του Φαϊζάλ ως προσωρινού βασιλιά της Συρίας το 1920 από τη Χετζάζ (ιστορική περιοχή στο δυτικό κομμάτι της αραβικής χερσονήσου) και την αποδοχή του πρωταγωνιστικού ρόλου της Αιγύπτου υπό τον Γκαμάλ Αμπντέλ Νάσερ στα πλαίσια της Ηνωμένης Αραβικής Δημοκρατίας (1958-1961).
Έτσι, για τη συριακή κυβέρνηση, η «προδοσία» εντοπίζεται σε δύο επίπεδα: στο επίπεδο των αραβικών κρατών που της έχουν γυρίσει την πλάτη και στο επίπεδο του διακρατικού τζιχάντ (ενθαρρυμένου από ορισμένα κράτη, ανάμεσά τους και οι πετρομοναρχίες του Κόλπου), το οποίο έχει μετατρέψει τη Συρία στο προνομιακό θέατρο των επιχειρήσεών του. Από την πλευρά της, η Δαμασκός μπορεί να υπολογίζει στο συμμαχικό της Ιράν και κυρίως στη ρωσική επιρροή, τόσο σε πολιτικό επίπεδο (η Ρωσία αποτελεί μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών) όσο και σε στρατιωτικό, ιδίως μετά την άμεση ανάμειξή της μετά το φθινόπωρο του 2015. Η Δαμασκός επωφελείται επίσης από το ισχυρό φιλοϊρανικό δίκτυο πολιτοφυλακών, συμπεριλαμβανόμενης ιδίως της λιβανικής Χεζμπολάχ. Από το 2014, η ανάδυση της οργάνωσης του Ισλαμικού Κράτους (ΙΚ) ως τρομοκρατικής απειλής ευρείας κλίμακας και οι στρατιωτικές νίκες των καθεστωτικών απέναντί του ευνόησαν σταδιακά την «ομαλοποίηση» των σχέσεων μεταξύ αρκετών αραβικών πρωτευουσών και της συριακής κυβέρνησης. Κατέστησε επίσης άνευ αντικειμένου την έως τότε περιστασιακή συμμαχία εναντίον της Δαμασκού που είχε σχηματιστεί μεταξύ περιφερειακών παραγόντων με αντικρουόμενα συμφέροντα, όπως η Σαουδική Αραβία και η Τουρκία.
Απέναντι στους πιστούς καθεστωτικούς της Συρίας και, γενικότερα, απέναντι στον «άξονα αντίστασης» (όπως ενσαρκώνεται από την Τεχεράνη, τη Δαμασκό και τη Χεζμπολάχ), οι προθέσεις και οι προτεραιότητες ήταν αποκλίνουσες. Από τη μια πλευρά, η ισλαμική-μεταρρυθμιστική συμμαχία μεταξύ Τουρκίας και Κατάρ στόχευε στην ανατροπή του καθεστώτος του Μπασάρ Αλ Άσαντ προς όφελος της ευνοούμενής τους Μουσουλμανικής Αδελφότητας. Από την άλλη πλευρά, και παρά την αντεπαναστατική της στάση, η Σαουδική Αραβία, σε συμμαχία με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, επιθυμούσε πάνω απ’ όλα να εμποδίσει την επιρροή του Ιράν στη Μέση Ανατολή, κόβοντας τον στρατηγικό δεσμό μεταξύ Δαμασκού και Τεχεράνης. Η απροσδόκητη επιβίωση του καθεστώτος της Δαμασκού, χάρη στη ρωσική στρατιωτική υποστήριξη, συνέβαλε στον διχασμό του αντίπαλου στρατοπέδου και στην ανάδυση μιας άγριας αντιπαράθεσης μεταξύ του άξονα Άγκυρας-Ντόχα και του άξονα Ριάντ-Αμπού Ντάμπι. Τον Ιούλιο του 2013, η αντιπαράθεση έγινε αισθητή στην Αίγυπτο με αφορμή το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μοχάμεντ Μόρσι, μέλους της Μουσουλμανικής Αδελφότητας: ένα πραξικόπημα που υποστηρίχθηκε από τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (επιδοκιμάστηκε από τη Μόσχα και τη συριακή κυβέρνηση), αλλά καταδικάστηκε από την Τουρκία και το Κατάρ, συμμάχους του έκπτωτου προέδρου.
Η αποτελεσματικότητα της ρωσικής στρατηγικής στη Συρία (με νίκες σε αποφασιστικές μάχες κατά των ανταρτών, όπως στο Χαλέπι, στην Νταράα ή στην Ανατολική Γούτα) και η έναρξη των ειρηνευτικών συνομιλιών στην Αστάνα τον Μάϊο του 2017 (συμφωνία μεταξύ Ρωσίας, Ιράν και Τουρκίας ενόψει μιας πολιτικής λύσης στο συριακό ζήτημα, με την Άγκυρα ως ανάδοχο της συριακής αντιπολίτευσης) κατέστησαν σχεδόν μάταιες τις απόπειρες ανατροπής του καθεστώτος Άσαντ. O ρόλος της Ρωσίας έχει γίνει ακόμα πιο καθοριστικός, καθώς οι σχέσεις της με το σύνολο των πρώην εχθρών της Δαμασκού έχουν ολοφάνερα βελτιωθεί, τόσο σε διμερές επίπεδο όσο και στη διαχείριση του συριακού ζητήματος.
Για τη Μόσχα, η επανένταξη της Συρίας στην «αραβική οικογένεια» –μια διατύπωση που χρησιμοποιείται τακτικά από τη ρωσική διπλωματία– χρησιμεύει ως μέσο για την εκ νέου νομιμοποίηση του συριακού καθεστώτος στη διεθνή σκηνή, αλλά και για την προετοιμασία της υλικής ανοικοδόμησης της χώρας, κάτι που κρίνεται ακόμα πιο σημαντικό από τις πολιτικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις. Για τη Ρωσία, οι χώρες του Κόλπου είναι οι πλέον κατάλληλες για να διευκολύνουν τόσο την «αποκατάσταση» της Δαμασκού στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου όσο και την παροχή οικονομικής βοήθειας για την ανοικοδόμηση της χώρας.
Εάν το Κατάρ, εν μέρει λόγω της προνομιακής σχέσης του με την Τουρκία, και η Σαουδική Αραβία, για την οποία το Ιράν παραμένει ο κύριος εχθρός, διστάζουν ακόμα να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους με τη Δαμασκό, η ρωσική διπλωματία μπορεί να υπολογίζει στην προσέγγιση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων με το καθεστώς Άσαντ. Τουλάχιστον τρία γεγονότα καταδεικνύουν την εκατέρωθεν προσέγγιση: η επαναλειτουργία της πρεσβείας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη Δαμασκό στα τέλη του Δεκεμβρίου 2018, η συμμετοχή μιας μεγάλης αντιπροσωπείας των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων στη Διεθνή Έκθεση της Δαμασκού στα τέλη του Αυγούστου 2019 και μια τηλεφωνική συνομιλία μεταξύ του πρίγκηπα διάδοχου του Αμπού Ντάμπι Μοχάμεντ Μπιν Ζαγέντ (γνωστού ως «ΜΒΖ», από τα αρχικά του ονόματός του) και του προέδρου της Συρίας στα τέλη Μαρτίου 2020 (2). Η αλληλεγγύη απέναντι στην πανδημία του κορωνοϊού ήταν στο επίκεντρο της συνομιλίας μεταξύ των δύο ηγετών.
Η απόφαση των Εμιράτων να αποκτήσουν και πάλι επαφές με το καθεστώς Άσαντ δεν έχει όμως ως μοναδικό σκοπό την ικανοποίηση της Ρωσίας. Κατ’ αρχάς, η υποστήριξη που παρέχεται στη συριακή κυβέρνηση έρχεται σε απόλυτη αρμονία με τη ρητορική της επιτακτικής ανάγκης για σταθερότητα που προωθεί το Αμπού Ντάμπι, το οποίο δεν φοβάται να πει τον αυταρχισμό με το όνομά του (3). Εν συνεχεία, και παρά τη συμμαχία που υφίσταται μεταξύ Αμπού Ντάμπι και Ριάντ, αλλά και την ιδιαίτερη σχέση που δένει τους πρίγκηπες διαδόχους των δύο χωρών (ο Μοχάμεντ Μπιν Ζαγέντ περιγράφεται συχνά ως μέντορας του Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, γνωστού ως «ΜΒS»), οι πολιτικές και στρατηγικές θέσεις των Εμιράτων δεν ευθυγραμμίζονται με τις αντίστοιχες θέσεις της Σαουδικής Αραβίας. Για το Αμπού Ντάμπι, η καταπολέμηση των δικτύων του πολιτικού Ισλάμ (και ειδικότερα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας) μοιάζει πιο σημαντική από την αναμέτρηση με το Ιράν. Τέλος, η αυξανόμενη αντιπαλότητα με την Τουρκία –στη Λιβύη αλλά και στην Ερυθρά Θάλασσα– ωθεί τα Εμιράτα να θέλουν να αντισταθμίσουν την επιρροή της στη Συρία. Εξάλλου, στο Ιντλίμπ, ο τουρκικός στρατός και οι υπό την προστασία του αντάρτες βρίσκονται σχετικά απομονωμένοι. Ο καιρός που οι ένοπλες αντικαθεστωτικές ομάδες της Συρίας λάμβαναν όπλα και χρήματα από τις μοναρχίες του Κόλπου μοιάζει να ανήκει στο μακρινό παρελθόν (4).
Πέρα από την ιδιαίτερη περίπτωση των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων, η Δαμασκός, ήδη από την αρχή της σύγκρουσης, μπορούσε να υπολογίζει στη σχετικά καλή θέληση πολλών άλλων αραβικών κρατών. Τέτοια είναι η περίπτωση των γειτόνων της Ιράκ (που συμμετείχε στη ρωσική στρατιωτική επέμβαση στη Συρία τον Σεπτέμβριο του 2015) και Λιβάνου, αλλά και της Αλγερίας ή ακόμα και του Σουλτανάτου του Ομάν. Άλλες χώρες πέρασαν από την ανοιχτή εχθρότητα στη σύγκλιση. Τρία χρόνια μετά το πραξικόπημα του 2013, η Αίγυπτος του Αμπντέλ Φατάχ Αλ Σίσι επέλεξε να υποστηρίξει ανοιχτά τον Αλ Άσαντ, με ένα επιχείρημα παρόμοιο εκείνου της Ρωσίας και των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων: οι εθνικοί στρατοί είναι πάντα προτιμότεροι από τον εξτρεμισμό και την τρομοκρατία.
Η στάση της Τυνησίας εξελίχθηκε με παρόμοιο τρόπο. Το 2012, το νέο καθεστώς, που προέκυψε από την επαναστατική διαδικασία και υπό την ηγεσία του προέδρου Μονσέφ Μαρζουκί, διέκοψε κάθε διπλωματική σχέση με τη Δαμασκό, μια απόφαση που δέχθηκε δριμεία κριτική από μεγάλο μέρος της τυνησιακής Αριστεράς. Σήμερα, η Τυνησία δεν αποκλείει το ενδεχόμενο αποκατάστασης των σχέσεων της με το καθεστώς Άσαντ. Ο Χιμές Τζινάουι, ο τότε υπουργός Εξωτερικών της Τυνησίας (και πρώην πρέσβης της χώρας στη Ρωσία), διαβεβαίωνε στις αρχές του 2019 πως η «φυσική θέση» της Συρίας ήταν στους κόλπους του Αραβικού Συνδέσμου, χωρίς να θέτει ως προαπαιτούμενο την αποχώρηση του Σύριου προέδρου. Το φθινόπωρο του 2018, και η Ιορδανία έδειξε την πρόθεσή της για προσέγγιση. Σε συνέχεια μιας συμφωνίας μεταξύ Αμάν και Δαμασκού, άνοιξε ξανά ο συνοριακός σταθμός του Νασίμπ. Τέλος, κάποιες άλλες χώρες αρκούνται προς το παρόν σε μια έμμεση εξομάλυνση των σχέσεών τους με τη Συρία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Κατάρ, με τη μεγάλη επιστροφή της αεροπορικής εταιρείας Qatar Airways στον συριακό εναέριο χώρο την άνοιξη του 2019.
Το ζήτημα της ομαλής ανάκαμψης των σχέσεων με τον Λίβανο τίθεται αναγκαστικά με ιδιαίτερους όρους. Στις απαρχές της συριακής διένεξης (από το 2011 έως το 2013), η επικράτεια του Λιβάνου αποτελούσε πηγή αστάθειας για τη συριακή κυβέρνηση. Τα λεγόμενα «αντισυριακά» κόμματα (το Κίνημα του Μέλλοντος του Σαάντ Χαρίρι, οι Λιβανικές Δυνάμεις του Σαμίρ Γκεαγκέα και το Προοδευτικό Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ουαλίντ Τζουμπλάντ), αλλά και ορισμένες σαλαφιστικές ομάδες (όπως για παράδειγμα η οργάνωση του «σεΐχη» Αχμέντ αλ Ασίρ), συνήθιζαν να υποστηρίζουν δημόσια την εξέγερση και συνηγορούσαν υπέρ της πτώσης του καθεστώτος. Το 2012, στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπλα μεταφέρονταν παράνομα μεταξύ των δύο επικρατειών μέσω του λιμένα της Τρίπολης του Λιβάνου. Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για έναν διπλό τζιχαντιστικό κίνδυνο: από το λιβανικό έδαφος προς το συριακό και από το συριακό έδαφος προς το λιβανικό.
Μεταξύ της άνοιξης και του καλοκαιριού του 2013, δύο μάχες περιόρισαν την απειλή αυτή: η μάχη της Σαΐντα (Ιούνιος 2013) και η μάχη του Κουσέιρ (Μάιος-Ιούνιος 2013). Στην πρώτη, ο λιβανικός στρατός συγκρούστηκε με τους υποστηρικτές του «σεΐχη» Αχμέντ Αλ Ασίρ, τρέποντάς τον σε φυγή. Η δεύτερη διεξήχθη στην επαρχία της Χομς, κοντά στο σύνορα με τον Λίβανο, μεταξύ του συριακού στρατού και της Χεζμπολάχ από τη μία πλευρά και τζιχαντιστικών ομάδων (κυρίως του Μετώπου Αλ Νούσρα) από την άλλη. Κατέληξε στη νίκη του φιλοκυβερνητικού στρατοπέδου. Η παρέμβαση της Χεζμπολάχ στη Συρία (σε ολόκληρη την επικράτεια και όχι μόνο στις περιοχές κοντά στα σύνορα με τον Λίβανο) ακόμα διχάζει τις πολιτικές δυνάμεις του Λιβάνου: οι σύμμαχοί της (με τον πρόεδρο Μισέλ Αούν στην πρώτη γραμμή) υποστηρίζουν την επέμβαση και θεωρούν πως επιτρέπει την προστασία του Λιβάνου από την «τρομοκρατική απειλή». Αντιθέτως, οι πολέμιοί της (με τη υποστήριξη της Σαουδικής Αραβίας), και ιδίως το κόμμα των Λιβανικών Δυνάμεων, εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους για το ειδικό καθεστώς που απολαμβάνει η Χεζμπολάχ στον Λίβανο και κατακρίνουν την εμπλοκή της στη συριακή σύγκρουση.
Μεταξύ 2016 και 2018, η πολιτική κατάσταση στον Λίβανο εξελίχθηκε ευνοϊκά για τη Δαμασκό. Η εκλογή του Μισέλ Αούν στην προεδρία της χώρας τον Οκτώβριο του 2016 και οι βουλευτικές εκλογές του Μαΐου 2018 (με το αποτέλεσμα να αναδεικνύει μια ευνοϊκή προς τη Δαμασκό πλειοψηφία) ενίσχυσαν το αποκαλούμενο «φιλοσυριακό» στρατόπεδο. Σήμερα, αν και η πολιτική και οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα των Κέδρων και η καταστροφή εξαιτίας των εκρήξεων του Αυγούστου καθιστούν το ζήτημα δευτερεύον, οι πολιτικές δυνάμεις του Λιβάνου παραμένουν διχασμένες σχετικά με το μέλλον των σχέσεων με το συριακό καθεστώς. Βέβαια, δεν υφίσταται πραγματική ρήξη, όπως παρατηρήθηκε σε άλλες περιπτώσεις, όμως η Χεζμπολάχ και οι σύμμαχοί της επιθυμούν στενή συνεργασία, ενώ οι πολιτικοί αντίπαλοί τους παραμένουν επιφυλακτικοί.
Το ακανθώδες ζήτημα της επιστροφής των εγκατεστημένων στον Λίβανο Σύριων προσφύγων πιθανότατα θα επηρεάσει την πορεία των διμερών σχέσεων. Σύμφωνα με τη Διεθνή Αμνηστία, τον Ιούνιο του 2019, στον Λίβανο υπήρχαν 938.531 Σύριοι πρόσφυγες, καταγεγραμμένοι από την Ύπατη Αρμοστεία των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες (UNHCR) και 31.000 Παλαιστίνιοι πρόσφυγες προερχόμενοι από τη Συρία. Σύμφωνα με την κυβέρνηση του Λιβάνου, στους αριθμούς αυτούς προστίθενται 550.000 μη καταγεγραμμένοι πρόσφυγες (5). Η επιστροφή τους, την οποία επιθυμεί μεταξύ άλλων και ο πρόεδρος Αούν, εξακολουθεί να μην είναι ορατή στο άμεσο μέλλον.
Τελικά, ενώ στη Συρία κυρίαρχο ρόλο έχουν μη αραβικοί παράγοντες, όπως η Ρωσία, το Ιράν και η Τουρκία, η ιδέα της επιστροφής της Δαμασκού στους κόλπους της αραβικής οικογένειας ανοίγει νέες προοπτικές στους ηγέτες της χώρας. Την ίδια στιγμή που η Μόσχα δείχνει ενοχλημένη από τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις των φατριών της Δαμασκού και η γερμανική δικαιοσύνη έχει ήδη παραπέμψει σε δίκη δύο αξιωματούχους της συριακής κυβέρνησης με την κατηγορία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας –διαδικασία που θα μπορούσε να δημιουργήσει προηγούμενο και για άλλες διώξεις κατά ηγετικών στελεχών της Δαμασκού– η επανένωση με τα «αδελφά έθνη» θα επέτρεπε στον Μπασάρ Αλ Άσαντ να ζητωκραυγάσει ότι το καθεστώς του έχει σωθεί οριστικά.