Είναι η χειρότερη στιγμή στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Η πανδημία που οι προφήτες της καταστροφής μάς προανήγγελλαν επί δεκαετίες τελικά ενέσκηψε, χωρίς να είμαστε έστω κι ελάχιστα προετοιμασμένοι γι’ αυτήν. Η υπερμεγέθης κυβέρνησή μας, τόσο πρόθυμη, σε φυσιολογικούς καιρούς, να υπερεκμεταλλευτεί ακόμη και το παραμικρό αντανακλαστικό φόβου, ιδίως όταν ωφελεί την ακροδεξιά, παρέμεινε απαθής απέναντι σε τούτη την ιστορική κρίση. Ο πρόεδρός μας, η πρώην βεντέτα τηλεοπτικών ριάλιτι Ντόναλντ Τραμπ, όχι μόνο φανέρωσε την πλήρη ανεπάρκειά του, αλλά έθεσε παράλληλα σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία με τις ανόητες αερολογίες του, που σερβίρονται κάθε μέρα, ή σχεδόν κάθε μέρα, σε όλα τα αμερικανικά σπιτικά. Τη στιγμή που γράφω αυτές τις αράδες, σχεδόν ολόκληρη η χώρα βρίσκεται σε περιορισμό. Η πόλη της Νέας Υόρκης, όπου ο ιός προκάλεσε τον μεγαλύτερο όλεθρο, πριν μερικές εβδομάδες εξακολουθούσε να θάβει τις σορούς με μπουλντόζες σε ομαδικούς τάφους.
Η επιβολή της καραντίνας στη χώρα απαιτούσε, φυσικά, την αναστολή της οικονομικής ζωής, που βρισκόταν σε πλήρη λειτουργία πριν από δύο μήνες. Στην Αμερική δεν υπάρχει μηχανισμός που να αποσβένει τις συνέπειες ενός τέτοιου παγώματος –ο κόσμος απλώς χάνει τη δουλειά του ή κλείνει την επιχείρησή του, αυτό είναι όλο. Μία από τις πιο ακμαίες οικονομίες του κόσμου πέρασε στο στάδιο μιας νέας Μεγάλης Ύφεσης εν ριπή οφθαλμού, παρακάμπτοντας όλα τα ενδιάμεσα στάδια, με μαζική ανεργία και σειρά χρεωκοπιών μεγάλων ή μικρών επιχειρήσεων.
Σ’ αυτή τη χώρα του ατόμου-βασιλιά, το άτομο κυριολεκτικά καταβυθίστηκε, παρασυρμένο από τα ανώνυμα ρεύματα της ασθένειας και της οικονομικής κατάρρευσης. Συγγενείς και φίλοι πεθαίνουν, μόνοι, κάπου, σε κάποιο νοσοκομείο, και τα υπερπλήρη εστιατόρια όπου εχθές ο κόσμος συνωστιζόταν είναι κλειστά, ενώ οι νέοι και φιλόδοξοι σεφ τους είναι απασχολημένοι με τη συμπλήρωση των αιτήσεων εγγραφής τους στο μητρώο ανέργων, όπως εκατομμύρια συνάνθρωποί τους.
Και όλα αυτά εκτυλίσσονται κάτω από εξαιρετικές καιρικές συνθήκες. Εδώ, στη μικρή μου γωνιά της Αμερικής [τη Βηθεσδά, προνομιούχο προάστιο της Ουάσινγκτον] απολαμβάνουμε την πιο θεαματικά απολαυστική άνοιξη που έχουμε ζήσει ποτέ. Για τους εύπορους «ασπρογιακάδες» που ζουν γύρω μου, η επιδημία έκανε την εμφάνισή της σε ένα τοπίο που κάποιος θα έλεγε πως το έχει ζωγραφίσει ο Φραγκονάρ: τη στιγμή των πρώτων φόβων φούντωναν οι νάρκισσοι, ύστερα οι τουλίπες. Οι μανόλιες και οι κερασιές άνθιζαν, κι ύστερα ήρθε η σειρά για τις αζαλέες και τα ροδόδεντρα. Αυτή τη στιγμή, οι ανθισμένες κρανιές σχηματίζουν μια αψίδα επάνω από τα κεφάλια μας καθώς κάνουμε το τζόγκινγκ μας στα πεζοδρόμια και στους ήσυχους δρόμους της Βηθεσδά.
Η αίσθηση της ειρωνικής αντίθεσης επιβεβαιώνεται όπου και να κοιτάξεις. Όποιος διαθέτει μια φωνή που να ακούγεται στις Ηνωμένες Πολιτείες, αυτές τις μέρες την χρησιμοποιεί προκειμένου να συγχαρεί τον εαυτό του επειδή η πανδημία επιβεβαιώνει περίλαμπρα όλες τις παλαιότερες πεποιθήσεις του. Για ορισμένα μέσα ενημέρωσης, η πανδημία αποδεικνύει ό,τι μας επαναλαμβάνουν ξανά και ξανά τα ίδια σχετικά με την αμάθεια και τον παραλογισμό του Τραμπ. Για τους συντηρητικούς, μαρτυρά αυτό που μας επαναλαμβάνουν, κι εκείνοι εδώ και χρόνια, σχετικά με τους αριστερούς με την ευαίσθητη ψυχή και την αυτοκτονική επιθυμία να επιτρέψουν σε οποιονδήποτε να εισέλθει στη χώρα τους. Για όλους τους, η πανδημία ήταν η πρόφαση για ένα πανηγύρι αυταρέσκειας.
Καθίσταται ολοένα σαφέστερο, ωστόσο, ότι αντί να ενισχύσει τις προσφιλείς πεποιθήσεις της αμερικανικής συναίνεσης, το περιστατικό αυτό τις εξάλειψε. Επί σειρά δεκαετιών, τούτη η χώρα μετέφερε στο εξωτερικό τις παραγωγικές ικανότητές της, με την αιτιολογία πως όλος ο κόσμος είχε παραδεχθεί ότι αυτό ήταν το τίμημα για την είσοδο στην εποχή της πληροφορίας. Θα ήμασταν ένα έθνος «ασπρογιακάδων», το οποίο θα παρήγε καινοτόμα αντικείμενα όπως φάρμακα ή νομικά εγχειρίδια: πράγματα του πνεύματος, πολύ μεγάλης αξίας αλλά πολύ μικρού βάρους. Και ορίστε πού βρισκόμαστε τώρα, θύματα έλλειψης μασκών, τεστ, ακόμη και αντισηπτικού τζελ, με τους διακεκριμένους ηγέτες μας όλως περιέργως ανίκανους να πείσουν τους παλιούς εμπορικούς συνεταίρους μας ότι η Γη είναι επίπεδη και ότι υποχρεούνται να μας παραδώσουν εδώ και τώρα τα εμπορεύματα που έχουμε ανάγκη.
Το αμερικανικό σύστημα δημόσιας υγείας με τα ιδιωτικά κέρδη, κτισμένο κατά τη διάρκεια δεκαετιών μέσα από την ενθουσιώδη συμβολή των δύο πολιτικών κομμάτων που εναλλάσσονται στην εξουσία, αποδείχθηκε εντελώς ακατάλληλο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της επιδημίας. Για έναν απλό λόγο: στην πραγματικότητα δεν σχεδιάστηκε ποτέ έχοντας ως στόχο τη δημόσια υγεία. Κατά τη διάρκεια της ζωής μου, το έμμεσο μήνυμα που πάντοτε εξέπεμπε προς τους χρήστες του ήταν ότι η υγεία είναι ένα προνόμιο, στο οποίο η πρόσβαση γίνεται μόνο μέσω της ατομικής επιτυχίας και ευημερίας. Υποτίθεται πως είναι ένα αξιοκρατικό σύστημα, τόσο λόγω των ανταμοιβών που παρέχει στους μεγαλογιατρούς και στις διάνοιες της φαρμακοβιομηχανίας όσο και λόγω του τρόπου που κατηγοριοποιεί τις θεραπείες. Οι φτωχοί ασθενείς, είτε χωρίς ασφαλιστική κάλυψη είτε με ελλιπή ασφάλιση, οι οποίοι παρ’ όλα αυτά ζητούν περίθαλψη για τα σπασμένα κόκαλα ή για τα άρρωστα όργανά τους, συχνά καταλήγουν να καταστρέφονται οικονομικά από τους αστρονομικούς λογαριασμούς. Η ιδέα πως θα έπρεπε να σταματήσουμε να αφαιμάσσουμε τους ανθρώπους αυτούς και ότι θα ήταν καλύτερο να σκεφτούμε να τους παρέχουμε δωρεάν εξετάσεις ή θεραπείες ενάντια στην Covid-19, αυτή τη στιγμή αντίκειται στην τρέχουσα αντίληψή μας για την πολιτική της υγείας στη χώρα. Σε τέτοιο βαθμό που δυσκολευόμαστε να εκτιμήσουμε πότε και πώς θα ληφθεί, εν τέλει, αυτή η απαραίτητη απόφαση.
Φαίνεται πως η επιδημία έχει τουλάχιστον μία ευεργετική συνέπεια: ότι ξεγύμνωσε τον τρόπο που καταλαβαίνουμε την κοινωνία. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που ο μορφωμένος, καθωσπρέπει Αμερικανός θεωρούσε ότι ένα επάγγελμα για το οποίο δεν ήταν απαραίτητο κάποιο πτυχίο πανεπιστημίου ήταν ένα αναξιοπρεπές επάγγελμα (1). Ήταν κάτι βαρύ, δυσάρεστο και ρυπογόνο, και το έκαναν άνθρωποι που καμιά φορά ψηφίζουν Τραμπ και των οποίων η ζωή αποσυντίθεται γιατί της αξίζει να διαλυθεί. Μόλις πριν από λίγα χρόνια, ο Δημοκρατικός δισεκατομμυριούχος Μάικλ Μπλούμπεργκ ενθουσίαζε τους φοιτητές του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης με τις αυτάρεσκες θεωρίες του σχετικά με τις ελίτ που γνωρίζουν «πώς να σκέφτονται και να αναλύουν», εν αντιθέσει με την άγνοια των αγροτών και των εργατών, που θεωρείται δεδομένη.
Τώρα, εκείνοι οι αγρότες και εκείνοι οι εργάτες αντιπροσωπεύουν όλα όσα μας προστατεύουν από την άβυσσο. Πολλοί ανάμεσά τους, αυτήν ακριβώς τη στιγμή, βρίσκονται έξω θέτοντας σε κίνδυνο τη ζωή τους, καθώς έρχονται σε επαφή με τον ιό. Άλλοι αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στο πόστο τους για μια άθλια αμοιβή, χωρίς κανείς να ενδιαφέρεται για το πόσο ευάλωτοι είναι μπροστά στην επιδημία. Αρρωσταίνουν μέσα στα καταστήματα τροφίμων ή στα εργοστάσια μεταποίησης κρέατος, ενώ οι εργοδότες που τους διατάζουν να εργαστούν –οι περίφημοι «ασπρογιακάδες» της εποχής της πληροφορίας– έχουν προνοήσει να προστατευτούν μένοντας στο σπίτι τους, απλωμένοι στον καναπέ, απολαμβάνοντας τη θαυμαστή αντοχή των χρηματιστηριακών τιμών (ευχαριστούμε Κογκρέσο, ευχαριστούμε Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ). Η δική τους εργασία προσαρμόζεται πολύ καλά σε μια προφυλαγμένη καθημερινότητα, αποτελούμενη από αποστολές ηλεκτρονικών μηνυμάτων και τηλεδιασκέψεις.
Εάν υποθέτετε ότι οι εργαζόμενοι έχουν κουραστεί να ανέχονται μια τέτοια κατάσταση, ασφαλώς δεν έχετε άδικο. Μολονότι η πληροφόρηση στο θέμα αυτό είναι σπάνιο αγαθό, εφόσον η κοινωνική δημοσιογραφία έχει σχεδόν εξαφανιστεί από τη χώρα αυτή, υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι η συνδικαλιστική δράση στον εργασιακό χώρο έχει αναθερμανθεί. Πρόσφατα, ένας από τους πιο επιδραστικούς λομπίστες κατά των συνδικάτων στην Αμερική προειδοποίησε τους πελάτες του για τον κίνδυνο μιας «μερικής εξέγερσης της εργατικής δύναμης» (2). Πράγματι, πολλές αδέσποτες απεργίες ξέσπασαν τις τελευταίες εβδομάδες στις τέσσερις γωνίες της χώρας (3).
Κάθε μία από αυτές τις διαπιστώσεις δείχνει προς την ίδια κατεύθυνση: εκείνη ενός ξαφνικού σβησίματος του βολικού οράματος περί του κόσμου που υιοθετήθηκε και επιβλήθηκε στον υπόλοιπο πλανήτη από τους ηγέτες των ΗΠΑ κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970, του 1980 και του 1990. Η εντόπια κατάσταση εγκυμονεί πολλά ενδεχόμενα. Τα πάντα μπορούν να συμβούν.
Προς το παρόν, ωστόσο, εξακολουθούμε να σκοντάφτουμε στη σκοτεινή και παθολογική ειρωνεία του αμερικανικού φιλελευθερισμού. Το θεσμικό όργανο που θα όφειλε να μας βοηθήσει να ξεπεράσουμε τις παλιές απόψεις είναι το Κόμμα των Δημοκρατικών –μάλιστα, είναι το μόνο θεσμικό όργανο που είναι σε θέση να καταφέρει κάτι τέτοιο σήμερα. Κι όμως, λίγες μόνο εβδομάδες πριν από την έκρηξη του κορωνοϊού στην Αμερική, το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα κατάφερε, ευλογώντας περιχαρές τα γένια του δημοσίως, να εξαλείψει κάθε πιθανότητα αλλαγής της αμερικανικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον. Οι ηγέτες του φαίνονται αποφασισμένοι να αφήσουν την κρίση αναξιοποίητη.
Κάποιες εξηγήσεις: Κατά τη διάρκεια των περασμένων μηνών, οι υποψήφιοι για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές έδωσαν πολλές μάχες. Απηχώντας το πνεύμα της Αριστεράς στη χώρα, πολλές εξέχουσες προσωπικότητες φαινόταν, σε ένα πρώτο στάδιο, πως είχαν κόψει τα δεσμά, ξεκάθαρα και όχι στερούμενες δημιουργικότητας, με τις παλιές, αναχρονιστικές ιδέες του κόμματός τους. Εντούτοις, αφότου ο αγαπημένος του κατεστημένου, ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, κέρδισε στις προκριματικές της Νότιας Καρολίνας στα τέλη Φεβρουαρίου, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους υποψήφιους έσπευσαν να προστατευτούν διακηρύσσοντας την υποστήριξή τους στον νικητή. Ο μόνος που βρισκόταν ακόμη στην κονίστρα, ο γερουσιαστής του Βερμόντ Μπέρνι Σάντερς –κύριος μεταρρυθμιστής της εποχής μας και αγαπημένος της νεολαίας– προσπάθησε να αντισταθεί λίγο ακόμη, προτού τελικά παραιτηθεί μπροστά στην ακαταμάχητη ροή των πραγμάτων.
Ο άνθρωπος που αναδύθηκε μέσα από αυτόν τον αναβρασμό, ο Μπάιντεν, ήταν εκείνος που υποσχόταν να πράξει τα λιγότερα. Τώρα, το κόμμα του προετοιμάζεται για μια εκλογική διαδικασία που δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από ένα δημοψήφισμα υπέρ ή κατά της μισητής μορφής του Τραμπ. Βρισκόμαστε λοιπόν σε ένα παράδοξο πολιτικό κλίμα, όπου μια μεγάλη μερίδα των Αμερικανών ψηφοφόρων θα ήθελε να επιλέξει την αποφασιστική αλλαγή η οποία του προτείνεται, αλλά το κόμμα που ενσαρκώνει αυτή την επιθυμία έχει κανονίσει να μην την ικανοποιήσει. Και έτσι θα υποχρεωθούμε να επιλέξουμε μεταξύ δύο λευκών, ηλικιωμένων και συντηρητικών ανδρών, γνωστών για την ελαστική σχέση τους με την αλήθεια, που κατηγορούνται για σεξουαλικές επιθέσεις και που, τόσο για τον έναν όσο και για τον άλλον, η ελπίδα για μια δημοκρατική μεταρρύθμιση είναι κάτι άγνωστο. Για μία ακόμη φορά, αποκαταστάθηκε θεόσταλτα η παλαιά τάξη πραγμάτων.
Ωστόσο, το επαναλαμβάνω: η κατάσταση της κοινής γνώμης στην Αμερική είναι τέτοια που με έναν ορθά επιλεγμένο ηγέτη θα μπορούσαν να συμβούν αξιοσημείωτα πράγματα. Αντ’ αυτού, οι ορίζοντές μας περιορίζονται στον Μπάιντεν, έναν προσηνή βετεράνο της Ουάσινγκτον με εμπλοκή σε ένα μεγάλο μέρος των συμφορών που σημάδεψαν τις τρεις τελευταίες δεκαετίες: τις εμπορικές συμφωνίες που αντιτίθενται στα συμφέροντα των εργαζομένων, τον πόλεμο στο Ιράκ, τη βάναυση νομοθεσία για τις χρεωκοπίες, τις μαζικές φυλακίσεις, την άνευ προηγουμένου επίθεση στις ατομικές ελευθερίες που ονομάζεται Πατριωτικός Νόμος… Ο ίδιος επαίρεται ακόμη και για το ότι, στην αρχή της πολιτικής σταδιοδρομίας του, ευνόησε κάποιους υπέρμαχους των φυλετικών διακρίσεων.
Εξυπακούεται πως έχει πολλές πιθανότητες να νικήσει. Παρά την πορεία του, ο Μπάιντεν είναι ένας κλασικός, γνώριμος και δημοφιλής πολιτικός, ενώ ο Τραμπ, σφηνωμένος μέσα στον παθολογικό ναρκισσισμό του, εκπέμπει μνησικακία και βρίσκει μονίμως νέους τρόπους να γίνεται κατάπτυστος. Επιπλέον, φαίνεται δύσκολο κάποιος να διαχειριστεί μια υγειονομική και οικονομική κρίση με τρόπο εξίσου ολέθριο με αυτόν του τωρινού προέδρου και να ελπίζει πως οι ψηφοφόροι θα του ζητήσουν να επιδείξει εκ νέου τις ικανότητές του.
Ένα έξοχο σύνθημα
Μολαταύτα, «τίποτα δεν θα αλλάξει εκ θεμελίων» εάν ο Μπάιντεν γίνει πρόεδρος, όπως διαβεβαίωσε ο ίδιος τους δωρητές του. Ορίστε ένα έξοχο σύνθημα για μια περίοδο όπως η σημερινή. Οι αριστεροί φίλοι μου έχουν μελαγχολήσει, το λένε όλοι. Ο ήρωάς τους, ο Σάντερς, που τον Ιανουάριο φάνταζε αήττητος, ηττήθηκε. Είναι κλεισμένοι στα σπίτια τους και μετρούν τις προσβολές που ανταλλάσσουν μεταξύ τους οι χρήστες του διαδικτύου στο Twitter.
Συμμερίζομαι την κακή διάθεσή τους, ωστόσο οι προκλήσεις έχουν εντελώς διαφορετική φύση. Η προοπτική μιας πλήρους στασιμότητας μετά την έξοδο από την παρούσα καταστροφή αρκεί από μόνη της να μας κάνει δυστυχισμένους –παρ’ όλα αυτά, κάθε μέρα ο Τύπος μάς ενημερώνει ότι η παλαιά τάξη πραγμάτων ενδυναμώνεται ασταμάτητα. Συνεχώς εμφανίζεται κάποιο νέο σχέδιο για την εισροή δημόσιου χρήματος στα χρηματοκιβώτια των μεγάλων εταιρειών ή για την επίσπευση της κατάληψης της εξουσίας από τη Σίλικον Βάλεϊ. Αυτήν ακριβώς τη στιγμή, ο Δημοκρατικός κυβερνήτης της Πολιτείας της Νέας Υόρκης Άντριου Κουόμο επωφελείται από τον κατ’ οίκον περιορισμό του πληθυσμού προκειμένου να ζητήσει από τον Μπιλ Γκέιτς και τους λοιπούς δισεκατομμυριούχους της τεχνολογίας να επαναπρογραμματίσουν το μέλλον της περιφέρειάς του. Και προς το παρόν δεν μπορούμε να κάνουμε απολύτως τίποτα ώστε να τους εμποδίσουμε.
Ο φόβος που μας κατατρώει μέσα στην πανδημία είναι να αναδιαμορφωθεί η ίδια η δημοκρατία εν τη απουσία μας. Το σύστημα μας εξαπάτησε, σχεδιασμένο καθώς ήταν γι’ αυτόν τον σκοπό, όμως, όσο εμείς είμαστε άφαντοι, άλλοι λαμβάνουν αποφάσεις που θα αλλάξουν το μέλλον μας. Ξαναγράφουν το κοινωνικό συμβόλαιό μας ενόσω εμείς βλέπουμε τηλεόραση και παρηγορούμαστε πίνοντας ένα ποτηράκι.