Σπάνια μια ασθένεια χτυπάει τόσο στοχευμένα: το 90-95% των ατόμων που έχουν προσβληθεί από νευρική ανορεξία –τη διαταραχή της διατροφικής συμπεριφοράς που εκδηλώνεται με την αυστηρή και εκούσια στέρηση τροφής για περίοδο αρκετών μηνών, έως και ετών– είναι γυναίκες. Παρόμοια ανισορροπία μεταξύ των δύο φύλων έχει καταγραφεί μονάχα στην περίπτωση του καρκίνου του στήθους (άντρες είναι μόνο το 1% των ασθενών) ή… των παθήσεων των γεννητικών οργάνων. Άλλη ιδιαιτερότητα αυτής της ασθένειας: η κοινωνική σύνθεση του αφορώμενου πληθυσμού. Ενώ η επικινδυνότητα όσον αφορά την υγεία συνήθως καταμετράται εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων, στην περίπτωση της νευρικής ανορεξίας παρατηρείται το αντίθετο. Έτσι, τα κορίτσια των ανώτερων κοινωνικών τάξεων (με γονείς στελέχη επιχειρήσεων, επιχειρηματίες, ελεύθερους επαγγελματίες που ασκούν επαγγέλματα με κοινωνικό κύρος) αντιμετωπίζουν 1,6 φορές μεγαλύτερο κίνδυνο να προσβληθούν από τις κόρες των εργατών, ενώ τα κορίτσια της μεσαίας τάξης (με γονείς υπαλλήλους και τεχνικούς) 1,3 φορές (1). Τέλος, το ηλικιακό προφίλ διαφέρει από εκείνο των υπόλοιπων ψυχικών διαταραχών: η ανορεξία σπάνια αρχίζει μετά τα 25 έτη και η πιθανότητα εμφάνισής της μειώνεται με την πάροδο του χρόνου, τη στιγμή που η κατάθλιψη παραμένει συχνή στην ενήλικη ζωή.
Το 2010, η νευρική ανορεξία –η οποία παρουσιάστηκε από την γαλλική Ανώτατη Αρχή Υγείας ως ένα «σημαντικό διακύβευμα της δημόσιας υγείας, το οποίο δεν λαμβάνεται επαρκώς υπόψη από την χώρα μας», καθώς δεν υιοθετούνται μέτρα για την πρόληψή της– αποτέλεσε αντικείμενο ενός νόμου, που τέθηκε τελικά σε εφαρμογή το 2017 και επιδιώκει να αντιμετωπίσει τα κοινωνικά αίτια της μάστιγας. Σύμφωνα με την τελευταία διαθέσιμη μελέτη, δημοσιευμένη το 2008, η ανορεξία αφορούσε σχεδόν το 5% των νεαρών Γαλλίδων (βλ. ένθετο). Ο νόμος βάζει στο στόχαστρό του κυρίως τη μόδα και τη διαφήμιση και αποσκοπεί, μεταξύ άλλων, στην προστασία της υγείας των μοντέλων.
Θα υποχωρήσει όμως η έκταση της ανορεξίας αν στραφούμε εναντίον των κλάδων που προωθούν παθογόνες αναπαραστάσεις του γυναικείου σώματος; Πιθανότατα, λιγότερο απ’ όσο αναμένεται. Διότι, κάτω από τη γυαλιστερή επιφάνεια του ιλουστρασιόν χαρτιού, φωλιάζουν οι κοινωνικές αιτίες της ασθένειας: ενώ το σύνολο του πληθυσμού εκτίθεται στις ίδιες εικόνες ισχνών σωμάτων, η πιθανότητα να ασθενήσει κάποιος ποικίλλει σημαντικά από άτομο σε άτομο, κατά κύριο λόγο ανάλογα με το κοινωνικό περιβάλλον του.
Οι παράγοντες που ευθύνονται για την ανορεξία είναι πολλαπλοί και αλληλεπιδρούν με την προσωπική διαδρομή κάθε ατόμου: δυσλειτουργίες του νευρικού συστήματος, οικογενειακά και ψυχολογικά μοτίβα σχέσεων, αγχογόνα περιστατικά. Παρ’ όλα αυτά, το κοινωνικο-δημογραφικό πορτρέτο που μπορούμε να σκιαγραφήσουμε δεν παύει να είναι εντυπωσιακό. Σε αυτό το ζήτημα, το οποίο σπάνια σχολιάζεται από τους επαγγελματίες της υγείας, η κοινωνιολογία και η ιστορία της ιατρικής προσφέρουν μια χρήσιμη προσέγγιση.
Στα ιατρικά συγγράμματα, η διάγνωση της «νευρικής ανορεξίας» εμφανίζεται –και αρχίζει να αποκτά μεγαλύτερη ακρίβεια– κατά τη διάρκεια του δευτέρου μισού του 19ου αιώνα. Οι διαρκείς διατροφικοί περιορισμοί (που μπορούν να φτάσουν ακόμα και στην απόλυτη νηστεία και δεν εξηγούνται από διαταραχές της πέψης) αποτελούσαν καταρχάς το κυριότερο σύμπτωμα. Ο Γάλλος γιατρός Ερνέστ-Σαρλ Λαζέγκ (2) , όπως και ο Βρετανός συνάδελφός του Ουίλιαμ Γκαλ (3) , παρατήρησαν ότι η ασιτία συνοδευόταν, παραδόξως, από μια εντυπωσιακή ενεργητικότητα. Όπως παρατηρεί ο Λαζέγκ, «αντί να καταβάλλει τις μυϊκές δυνάμεις, η μείωση της τροφής τείνει να αυξάνει την κινητική ικανότητα. Η ασθενής συνεχίζει να αισθάνεται πιο ενεργή, ελαφρύτερη, ιππεύει, κάνει μεγάλες πεζοπορίες, δέχεται και κάνει επισκέψεις και, αν παραστεί ανάγκη, διάγει μια κουραστική κοσμική ζωή χωρίς να δείχνει σημάδια κούρασης, για την οποία υπό κανονικές συνθήκες θα παραπονιόταν».
Οι πρώτες κλινικές περιγραφές του Λαζέγκ αναδεικνύουν επίσης την πρωτοκαθεδρία των νεαρών γυναικών μεταξύ των πασχόντων, ενώ παράλληλα οι ασχολίες των ασθενών του παραπέμπουν στις ασχολίες της αστικής τάξης, στην οποία αναμφίβολα ανήκουν. Μερικά χρόνια αργότερα, ο νευρολόγος Ζαν-Μαρτέν Σαρκό (1883) και άλλοι Ευρωπαίοι γιατροί άρχισαν να αναφέρουν συμπτώματα που θα αποκτήσουν κομβική θέση στη διάγνωση της νευρικής ανορεξίας: τη φοβία ότι θα πάρουν βάρος και την πεποίθηση ότι είναι υπερβολικά χοντρές (4).
Θα πρέπει άραγε να συμπεράνουμε ότι η παθολογία αυτή γεννήθηκε στα τέλη του 19ου αιώνα; Ή μήπως απλά πρόκειται για μια ιατρική ετικέτα που μπήκε σε πολύ παλαιότερες πρακτικές; Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι πρακτικές παρατεταμένης νηστείας δεν είναι πρόσφατο φαινόμενο. Η δομινικανή αδελφή Αικατερίνη της Σιένας (1347-1380), που τον 15ο αιώνα αγιοποιήθηκε από την Καθολική Εκκλησία, στερούσε ήδη τον εαυτό της από τροφή μέχρι να καταρρεύσει από την εξάντληση. Όμως, εκείνη την εποχή, τέτοιοι διατροφικοί περιορισμοί εντάσσονταν στο πλαίσιο ενός μυστικιστικού εγχειρήματος, κάτι εντελώς διαφορετικό από όσα συνέβαιναν τον 19ο αιώνα. Τότε, το κίνητρο της νηστείας ήταν πλέον η κοινωνική διάκριση: η σιλουέτα της αστής οφείλει να είναι λεπτή, δεδομένου ότι το πάχος αρχίζει να γίνεται χαρακτηριστικό των λαϊκών τάξεων, καθώς η πείνα αρχίζει να εξαφανίζεται (5). Η ψυχιατρική, εκείνη την εποχή σε μεγάλη άνθηση, δημιουργεί ένα νέο ιατρικό λεξιλόγιο με βάση τις πιο ακραίες περιπτώσεις. Συνεπώς, όσο κι αν είναι αλήθεια ότι υπήρχαν περιπτώσεις εκούσιας στέρησης της τροφής και πριν από την εμφάνιση της διάγνωσης της νευρικής ανορεξίας, η γέννηση και η εξέλιξη της ασθένειας είναι αξεδιάλυτα συνυφασμένες με τη διάδοση της κουλτούρας της αστικής τάξης.
Ενάμιση αιώνα αργότερα, η αξία που έχει η λεπτή σιλουέτα για τη γαλλική κοινωνία εξακολουθεί να επηρεάζεται από αυτήν την ιστορική εξέλιξη (6). Σύμφωνα με μια γαλλική μελέτη του 2008 σε δείγμα σχεδόν 40.000 εφήβων 17 ετών, οι κοπέλες φιλοδοξούν να αποκτήσουν βάρος μικρότερο από τα ιατρικά όρια του αδύνατου σώματος (6) : ο μέσος όρος των κοριτσιών με ύψος 1,70 μ. θεωρεί ως ικανοποιητικό βάρος τα 52 κιλά, τη στιγμή που ένα βάρος κατά 1-20 κιλά υψηλότερο θεωρείται φυσιολογικό. Για τα κορίτσια των ανώτερων κοινωνικών τάξεων (με γονείς στελέχη επιχειρήσεων ή επιχειρηματίες), το ιδανικό βάρος είναι ακόμα χαμηλότερο, με αποτέλεσμα να διευρύνεται η διαφορά με τα κορίτσια των λαϊκών τάξεων (με γονείς εργάτες).
Η αντίθεση με τα αγόρια είναι διπλή: όχι μόνον θεωρούν καλή μια σωματική διάπλαση με μεγαλύτερο βάρος (γι’ αυτά, το ιδανικό μέσο βάρος ενός ατόμου με ύψος 1,70 μ. είναι τα 62 κιλά, δηλαδή δέκα κιλά περισσότεροα απ’ ό,τι για τα κορίτσια), αλλά και η διαφορά της κοινωνική τάξης δεν επηρεάζει σχεδόν καθόλου αυτήν την εκτίμηση. Με άλλα λόγια, οι αναπαραστάσεις για το τέλειο σώμα αποτελούν παράγοντα κοινωνικής διαφοροποίησης για τα κορίτσια, όχι όμως και για τα αγόρια. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση της πραγματικής σωματικής διάπλασης, η οποία παρουσιάζει ελάχιστες διακυμάνσεις στα αγόρια ανάλογα με την κοινωνική προέλευσή τους, τη στιγμή που παρατηρούνται σημαντικές διακυμάνσεις στα κορίτσια. Οι αποκλίσεις καταδεικνύουν τη μεγάλη κοινωνική αξία που έχει το λεπτό σώμα για τα κορίτσια, καθώς καθορίζει τη θέση τους σε μια διπλή ιεραρχία. Σχηματικά, το βάρος εμφανίζεται ταυτόχρονα ως ένδειξη κατωτερότητας των γυναικών απέναντι στους άντρες, αλλά ανωτερότητας των εύπορων γυναικών απέναντι σε εκείνες των λαϊκών τάξεων.
Οι έφηβες καταβάλλουν ιδιαίτερη προσπάθεια να επιδεικνύουν ένα (εξαιρετικά) λεπτό σώμα, σε μια ηλικία όπου δεν έχουν τη δυνατότητα να αντλήσουν κύρος από άλλες ιδιότητες που χρησιμεύουν συνήθως για την κατάταξη των ενηλίκων σε κατηγορίες (το εισόδημα, το επάγγελμα κ.λπ.). Ο συγκεκριμένος παράγοντας θα μπορούσε να εξηγήσει την πολύ συχνή εμφάνιση της ανορεξίας σε νεαρή ηλικία, καθώς επίσης και το γεγονός ότι συχνά συνδέεται και με άλλες συμπεριφορές. Όπως έχουν δείξει οι μελέτες της κοινωνιολόγου Μυριέλ Νταρμόν, το λεπτό σώμα και οι σχολικές επιδόσεις αποτελούν μέρος της ίδιας αναζήτησης της κοινωνικής αριστείας, στην οποία επιδίδονται περισσότερο τα κορίτσια συγκριτικά με τα αγόρια, και κυρίως τα κορίτσια των ανώτερων τάξεων (7). Συνεπώς, δεν είναι διόλου παράδοξο το γεγονός ότι στα προπαρασκευαστικά τμήματα για τις «μεγάλες σχολές» (8) συναντάμε συχνά ανορεξικές μαθήτριες.
Καθώς το λεπτό σώμα αποτελεί δείκτη κοινωνικής επιτυχίας, σπάνια εκλαμβάνεται ως δώρο της γενετικής. Αντίθετα, θεωρείται ως ένα «αγαθό» που επιτυγχάνεται με τον έλεγχο της διατροφής και, ακόμα περισσότερο, των παρορμήσεων της πείνας. Κατ’ επέκταση, το λεπτό σώμα συμβολίζει τον αυτοέλεγχο. Αυτό το στοιχείο περιγράφεται ως τυπικό χαρακτηριστικό των ανορεξικών πρακτικών –και πρώτα απ’ όλα από τα ίδια τα άτομα που τις ασκούν. Όπως περιγράφει η συγγραφέας Ντελφίν ντε Βιγκάν στις Ημέρες δίχως πείνα, την αυτοβιογραφική αφήγησή της σε τρίτο πρόσωπο, «αισθανόταν ολοένα καλύτερα, ελαφρύτερη, αγνότερη. Γινόταν δυνατότερη από την πείνα, ισχυρότερη από την ανάγκη. Όσο περισσότερο έχανε βάρος, τόσο περισσότερο αναζητούσε αυτήν την αίσθηση για να κυριαρχήσει πάνω της» (9).
Τυραννικές απαιτήσεις
Αυτό που παρουσιάζεται ως παθολογική επιθυμία για αυτοπειθαρχία σε ατομικό επίπεδο, στην πραγματικότητα πιθανώς να αποτελεί στοιχείο μιας σχέσης με τον κόσμο που διαμορφώνεται από κοινωνικούς παράγοντες. Πράγματι, μαθαίνουμε στις νεαρές κοπέλες να «φέρονται σωστά», να «έχουν αυτοέλεγχο», να «μην αφήνονται να παρασυρθούν», τη στιγμή που στους άνδρες ανήκει το προνόμιο να ελέγχουν τους άλλους. Τέτοιες προσταγές τις συναντάμε πολύ περισσότερο στις μεσαίες και ανώτερες τάξεις οι οποίες, συγκριτικά με τις λαϊκές τάξεις, έχουν περισσότερο την τάση να πιστεύουν στη δυνατότητα ότι ένα άτομο μπορεί να είναι ο κύριος του κοινωνικού του πεπρωμένου. Η προσταγή για αυτοέλεγχο ενδέχεται να προδιαθέτει για διαταραχές της διατροφικής συμπεριφοράς, αποτελώντας μια δεξαμενή πρακτικών από τις οποίες τα άτομα αντλούν τα μέσα που χρειάζονται για να αντιμετωπίσουν αγχογόνες καταστάσεις ή οδυνηρά γεγονότα (όπως ακριβώς συμβαίνει με την κατανάλωση οινοπνευματωδών ή άλλων ψυχοτρόπων ουσιών).
Καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους, οι γυναίκες βιώνουν την εμπειρία των αντιφατικών προσταγών: να έχεις «γυναικεία σιλουέτα» χωρίς όμως κυτταρίτιδα, να προσέχεις διαρκώς την εμφάνισή σου χωρίς όμως και να είσαι «επιφανειακή», να ελέγχεις την πείνα σου ενώ παράλληλα θα ετοιμάζεις το γεύμα της οικογένειας, να έχεις την κυριαρχία του σώματός σου αλλά και να το διαφυλάσσεις ώστε να είναι έτοιμο για την εγκυμοσύνη, να θηλάζεις όποτε το χρειάζεται το μωρό αλλά να συνεχίζεις να εργάζεσαι κ.λπ. Οι απαιτήσεις αυτές, που διαφέρουν ανάλογα με την ηλικία και την κοινωνική θέση, αποτελούν το πλέγμα πάνω στο οποίο αναπτύσσεται η νευρική ανορεξία.
Κατά παράδοξο τρόπο, στον βαθμό που η ασθένεια κερδίζει έδαφος, ο έλεγχος πάνω στην διατροφή γίνεται ανεξέλεγκτος. Η αίσθηση κυριαρχίας που νοιώθουν απολαυστικά οι νεαρές γυναίκες βλέποντας να μειώνεται το βάρος στην ένδειξη της ζυγαριάς γίνεται τόσο απαραίτητη γι’ αυτές ώστε δεν μπορούν πλέον να φτάσουν σε ένα φυσιολογικό βάρος. Βρίσκονται τότε αντιμέτωπες με κίνδυνο θανάτου, πολύ υψηλότερο απ’ ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό, λόγω αυτοκτονιών ή επιπλοκών που μπορεί να προκληθούν από τα επεισόδια παρατεταμένης νηστείας. Και έτσι, οι κοινωνικές νόρμες μετατρέπονται σε πρόβλημα δημόσιας υγείας.