Με 660 εκατομμύρια πιστών, λοιπόν, ο χριστιανικός ευαγγελισμός –κλάδος του προτεσταντισμού– αναπτύσσεται με αστραπιαίο ρυθμό (1). Στις αρχές του 20ου αιώνα, το 94% του πληθυσμού της Νότιας Αμερικής ήταν καθολικοί και μόνο το 1% των κατοίκων ισχυριζόταν ότι ήταν προτεστάντες. Σήμερα, οι προτεστάντες αποτελούν το 20% και το ποσοστό των πιστών στο Βατικανό έχει πέσει στο 69%. Στη Βραζιλία, το 1970, 92% των κατοίκων δήλωναν καθολικοί. Το 2010 δεν υπερέβαιναν το 64%, και οι «αποχωρήσεις» ευνόησαν τις πολλές Ευαγγελικές Εκκλησίες και κυρίως τις Πεντηκοστιανές, που πληθαίνουν εκεί (2). Και ο υποψήφιος για την προεδρία το 2018, Ζαΐρ Μπολσονάρο, επωφελήθηκε της ψήφου του 70% των ευαγγελικών. Οι έντεκα εκατομμύρια ψήφοι τους έκαναν τη διαφορά με τον Φερνάντο Αντάτζι, τον υποψήφιο του Εργατικού Κόμματος. Το 2016, πιο απροκάλυπτα ακόμη κι από τους Ρεπουμπλικανούς προκατόχους του, Ρόναλντ Ρέιγκαν και Τζορτζ Μπους, ο Ντόναλντ Τραμπ «φλέρταρε» με το συγκεκριμένο εκλογικό σώμα το οποίο θεωρούσε κρίσιμο για την επανεκλογή του τον περασμένο Νοέμβριο. Ανεξάρτητα εάν έχασε ή όχι, οι ευαγγελικοί πλέον «κάνουν ρίμα» με την πολιτική.
Το σημείο εκκίνησης της εξέλιξης βρίσκεται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο πεντηκοστιανισμός γεννήθηκε εκεί κατά τη δεκαετία του 1910, δίνοντας βάρος στην αφήγηση της Πεντηκοστής και στην επίδραση του Αγίου Πνεύματος στους Αποστόλους του Ιησού Χριστού. Ιεραπόστολοι άρχισαν τότε να οργώνουν τον πλανήτη προκειμένου να διαδώσουν τις θεμελιώδεις αρχές του πεντηκοστιανισμού: αφ’ ενός, την αναγέννηση ή την έναρξη μιας νέας ζωής μέσω της προσωπικής μεταστροφής και μιας «δεύτερης βάπτισης», και, αφ’ ετέρου, την κεντρική θέση της Βίβλου στην καθημερινή ζωή και το «αλάθητό» της, δηλαδή τη δογματική επιβεβαίωση ότι δεν περιέχει κανένα λάθος. Σε αυτά προστίθεται και η σημασία της προσωπικής μαρτυρίας στην έκφραση της πίστης. Αναβιωμένο από το «δεύτερο κύμα» της δεκαετίας του 1960, το κίνημα γνωρίζει και ένα τρίτο, είκοσι χρόνια αργότερα, όταν παρουσιάζεται –στις Ηνωμένες Πολιτείες πάντα– ο νεοπεντηκοστιανισμός. Το «τρίτο κύμα» αυτό έδωσε στους πιστούς την υποχρέωση να εντάξουν στη ζωή τους την αναπόφευκτη καθημερινή μάχη ενάντια στο κακό και στον δαίμονα. Οφείλουν επίσης να δίνουν ιδιαίτερη σημασία στα σημεία και τα θαυμαστά πράγματα που ανήκουν στη σφαίρα του θείου. Τα θαύματα, οι θεραπείες, η «προφητοποίηση» και η γλωσσολαλία (ομιλία σε μια πνευματική, υπερφυσική γλώσσα μέσω της οποίας ο πιστός «επικοινωνεί» απευθείας με τον Θεό) είναι οι πυλώνες αυτής της ανοικτά προσηλυτιστικής θρησκείας (3).
Ταυτόχρονα, τα κέντρα των νεοπεντηκοστιανών διαδίδουν τη θεολογία της ευημερίας που μετατρέπει την πίστη σε μέσο επίτευξης της οικονομικής άνεσης. Έτσι, ο πλούτος παρουσιάζεται ως ένδειξη πνευματικής υγείας και δεν θεωρείται καταδικαστέος (αντιθέτως, η φτώχεια συχνά χαρακτηρίζεται ως θεία τιμωρία). Οι πιστοί καλούνται να καταβάλλουν τακτικά δωρεές προκειμένου να υποστηρίξουν την Εκκλησία τους. Η δωρεά χρημάτων γίνεται επίσης μια προφυλακτική κίνηση η οποία θεωρείται πως απομακρύνει το κακό, λύνει τα προσωπικά προβλήματα και επιτρέπει τη θεραπεία. Πότε-πότε, ηχηρά οικονομικά σκάνδαλα αμαυρώνουν αυτήν την πρόσοδο (4). Πιστοί που έχουν πέσει θύματα εξαπάτησης καταφεύγουν στη δικαιοσύνη, και τηλε-ευαγγελιστές όπως ο ιδιαίτερα διάσημος Τζίμι Σουάγκαρτ, εκρηκτικός μαχητής του κακού ενώπιον των καμερών, υποχρεώνονται να προβούν σε πράξεις μεταμέλειας επειδή υπέκυψαν στους πειρασμούς της σάρκας, κάτι που θα αποτελέσει την έμπνευση για το δημοφιλές τραγούδι «Jesus, He Knows Me» («Ο Ιησούς Με Γνωρίζει»), του ροκ συγκροτήματος «Genesis». Ωστόσο, το πράγμα προχωρά. Σταδιακά, εμφανίζονται και διακρατικές οργανώσεις ευαγγελικών. Οι συναλλαγές μεταξύ χωρών πληθαίνουν. Τους Αμερικανούς ιεραποστόλους διαδέχονται τοπικά στελέχη που στρατολογούν νέους οπαδούς. Ξεφυτρώνουν σχολεία, πανεπιστήμια, πνευματικά κέντρα και νοσοκομεία: τα πάντα οφείλουν να συνδράμουν στην εξάπλωση του δόγματος.
Ανεξάρτητα από τη χώρα στην οποία βρίσκονται, συμπεριλαμβανομένης και της Γαλλίας όπου το κίνημα δεν παύει να αναπτύσσεται και αριθμεί περί τους 700.000 πιστούς (5) , η δύναμη των ευαγγελικών έγκειται στην ικανότητά τους να ανατρέπουν τις παλιές ιεραρχικές δομές και να αποδεικνύουν έμπρακτα τον ρεαλισμό τους. Μπορούν να στήσουν μια εκκλησία οπουδήποτε: σε ένα εγκαταλελειμμένο σινεμά, ένα οικογενειακό εστιατόριο ή ένα παλιό γκαράζ. Δεν υπάρχει επαγγελματική κρίση στους πάστορες: την ίδια στιγμή που η καθολική εκκλησία δυσκολεύεται να στρατολογήσει, οποιοσδήποτε δύναται να αναλάβει καθήκοντα ευαγγελικού ιερέα. Αρκεί να έχει λίγο χάρισμα, και να τοποθετήσει πλαστικές καρέκλες γύρω από ένα ηλεκτρικό πιάνο και μια Βίβλο. Η μέθεξη μεταξύ ευαγγελικών είναι ισχυρότερη απ’ ό,τι σε άλλες Εκκλησίες επειδή η ιεροτελεστία βασίζεται στο συναίσθημα: ο κόσμος τραγουδά, γελά, κλαίει με την αναφορά στη σταύρωση του Χριστού, φτάνει σε έκσταση. Η μουσική είναι το κεντρικό στοιχείο της τελετής, και η πνευματική κληρονομιά απ’ όπου αντλείται η έμπνευση τεράστια: γκόσπελ, χριστιανική ροκ, ευαγγελική κάντρι κ.λπ. Στο πλαίσιο αυτής της δυναμικής, η επικοινωνία και η δημιουργία μέσων ενημέρωσης είναι καθοριστικά μέσα επιτυχίας, όπως και ο προσηλυτισμός στον δρόμο ή οι εντατικές εκστρατείες ευαγγελικής προπαγάνδας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Ο γαλαξίας των ευαγγελικών απέχει πολύ από το να είναι ομοιογενής. Οι βαπτιστές, που υπάρχουν από τον 17ο αιώνα και σήμερα αριθμούν εκατό εκατομμύρια πιστούς, περιέχουν στους κόλπους τους ένα πλήθος Εκκλησιών, μάλλον προοδευτικών ή μετριοπαθών, κι ο πρώην Αμερικανός πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ, ο οποίος κέρδισε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2002 είναι μια από τις προεξέχουσες μορφές τους. Από την πλευρά τους, οι νεοπεντηκοστιανοί δεν ασπάζονται όλοι τη θεολογία της ευημερίας. Και δεν ψηφίζουν όλοι κάποιον δεξιό υποψήφιο, ορισμένοι εξ αυτών, δε, αποτέλεσαν τεράστιο στήριγμα για τους Προέδρους της Βενεζουέλας Ούγο Τσάβες και Νικολάς Μαδούρο. Εντούτοις, ο πυρήνας του ρεύματος που σχηματίζουν παραμένει υπερσυντηρητικός, για να μην πούμε αντιδραστικός. Συχνά τασσόμενος υπέρ της θανατικής ποινής, αμείλικτα αντίθετος στην άμβλωση, ο νεοπεντηκοστιανισμός απορρίπτει, εν ονόματι της «υπεράσπισης της οικογένειας», τις νομοθεσίες που είναι ευνοϊκές προς τις LGBT+ μειονότητες. Στην Ουγκάντα, οι Ευαγγελικές Εκκλησίες βρίσκονται διαρκώς σε εκστρατεία για τη σκλήρυνση των νόμων οι οποίοι ήδη έχουν ποινικοποιήσει την ομοφυλοφιλία, και ζητούν νέα κείμενα προκειμένου να επιτραπεί η εφαρμογή «θεραπειών μετατροπής», οι οποίες υποτίθεται πως θα «θεραπεύσουν» τους ομοφυλόφιλους αλλάζοντας τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Στο Μαλάουι, όπως στη Νότιο Αφρική ή στη Ζιμπάμπουε, η ομοφοβική και η αντιμεταναστευτική ρητορική ενισχύονται από τους τηλε-ευαγγελικούς, εκ των οποίων οι διασημότεροι, όπως ο «προφήτης» Σέπερντ Μπούσιρι έχουν κολοσσιαίες περιουσίες.
O κοσμικισμός βρίσκεται στο στόχαστρο των ευαγγελικών. Στη Βραζιλία, όπως και στη Νιγηρία ή στη Νότια Κορέα, ο πολιτικός λόγος είναι εμποτισμένος με θρησκευτικές αναφορές οι οποίες κάποιες φορές είναι εχθρικές προς τον σύγχρονο τρόπο ζωής και την πρόοδο. Για τον Βάλντεμαρ Φιγκέρντο, Βραζιλιάνο καθηγητή Πολιτικής Επιστήμης και θεολόγο, στόχος πολλών ευαγγελικών ηγετών είναι «το πισωγύρισμα, ενάντια στο κοσμικό κράτος, την αυτόνομη επιστήμη, τη σπουδαιότητα των πανεπιστημίων, την ελεύθερη σκέψη, τη θέση των γυναικών, τα θέματα φύλου, τα δικαιώματα των μειονοτήτων. Είναι μεσαιωνικές ομάδες με τη χειρότερη έννοια. Πολιτικά, αυτό αλλάζει τα πάντα, δεν βρισκόμαστε πλέον σε μια συζήτηση μεταξύ συντηρητικών και προοδευτικών, σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Αφ’ ης στιγμής το σύνθημα της κυβέρνησης είναι “πάνω απ’ όλα ο Θεός”, αυτό σημαίνει πως τα πάντα τίθενται υπό αμφισβήτηση».
Ενσαρκωτής της ελπίδας μιας εναλλακτικής αριστερής διακυβέρνησης, ο πρόεδρος του Μεξικού, Αντρές Μανουέλ Λόπες Ομπραδόρ δεν διστάζει, ούτε κι εκείνος, να υιοθετήσει την πολιτικο-βιβλική γλώσσα, αυτόανακηρυσσόμενος «μαθητής του Ιησού Χριστού» και συμμαχώντας με έναν μικρό συντηρητικό σχηματισμό, το Partido Encuentro Social (Κόμμα Κοινωνική Συνάντηση), κατευθυνόμενο από χριστιανούς ευαγγελικούς που επιθυμούν να βοηθήσουν τον Μεξικανό πρόεδρο «στα θέματα της ζωής και της οικογένειας». Παντού, λοιπόν, οι ευαγγελικοί κερδίζουν στα σημεία. Οι σχέσεις μεταξύ θρησκειών επηρεάζονται άμεσα από αυτό. Ενώ η Καθολική Εκκλησία και οι παραδοσιακοί προτεστάντες συνομιλούν τακτικά με τους διάφορους εκπροσώπους του Ισλάμ, οι ευαγγελικοί, που υποστηρίζουν το κράτος του Ισραήλ, δεν κρύβουν την εχθρότητά τους προς τους μουσουλμάνους, οι οποίοι συχνά θεωρούνται πιθανοί εχθροί ή πληθυσμοί προς προσηλυτισμό.