Παρ’ όλο που κάποτε θεωρούνταν ουτοπικός, κατά τη διάρκεια των τριών τελευταίων δεκαετιών ο θεσμός των δημοκρατικών εκλογών εξαπλώθηκε στην Αφρική. Καθώς όμως η ήπειρος προσκολλάται όλο και περισσότερο στο διαδίκτυο, ο κίνδυνος της ψηφιακής χειραγώγησης μεγαλώνει, κυρίως μέσω της χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Η απειλή μοιάζει ακόμα πιο σοβαρή, καθώς συχνά περνά απαρατήρητη.
Μια λεπτομέρεια επιβεβαιώνει τον κίνδυνο: ήταν στην Αφρική, και ιδίως στη Νιγηρία και στην Κένυα, όπου η εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Cambridge Analytica εφάρμοσε τις παράνομες πρακτικές της συγκέντρωσης προσωπικών δεδομένων, πρακτικές γνώριμες και από το δημοψήφισμα για το Brexit αλλά και από τις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 2016 (1). Οι ψηφοφόροι στις χώρες αυτές χρησιμοποιήθηκαν, εν αγνοία τους, σαν πειραματόζωα μιας στρατηγικής που περιλάμβανε τρία στάδια. Αρχικά, τη συλλογή, κυρίως μέσω του Facebook, των δημοσιευμένων στο διαδίκτυο προσωπικών δεδομένων εκατομμυρίων πολιτών: ηλικία, φύλο, αισθητικές, πολιτιστικές ή πολιτικές προτιμήσεις. Εν συνεχεία, την ανάλυση των πληροφοριών για τον καθορισμό υποκατηγοριών. Τέλος, τη χειραγώγηση των προσωπικών επιλογών, με τη βοήθεια αλγορίθμων, μέσω μιας προσωποποιημένης προπαγάνδας, στις ψηφιακές πλατφόρμες (2).
Δύο πρώην εργαζόμενοι της Cambridge Analytica, η Μπρίττανι Κάιζερ (3) και ο Κρίστοφερ Γουάιλι, αποκάλυψαν ότι, κατά τη διάρκεια των προεδρικών εκλογών του 2013 και του 2017 στην Κένυα, η βρετανική εταιρεία-σύμβουλος του προέδρου της χώρας Ουχούρου Κενυάτα συγκέντρωσε τα προσωπικά δεδομένα ψηφοφόρων και χρησιμοποιώντας τα προφίλ τους ανέπτυξε μια προπαγάνδα που έβριθε ψεμάτων και υπερβολών (4).
Στη Νιγηρία, έξι εβδομάδες πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2015, ένας ντόπιος δισεκατομμυριούχος, ο οποίος, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Γουάιλι, «είχε τρομοκρατηθεί από το ενδεχόμενο νίκης του υποψηφίου της αντιπολίτευσης» Μουχαμαντού Μπουχάρι, πρόσφερε δύο εκατομμύρια δολάρια (1,75 εκατομμύρια ευρώ) για τις υπηρεσίες της Cambridge Analytica. Η εταιρεία, χρησιμοποιώντας ειδικούς στην κλοπή ψηφιακών πληροφοριών (χάκερς), διέρρευσε στα κοινωνικά δίκτυα τον ιατρικό φάκελο του υποψήφιου Μπουχάρι, 72 ετών τότε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η υγεία του δεν θα του επέτρεπε να ασκήσει εξουσία. Αναπαρήγαγε επίσης βίντεο με δολοφονίες πολιτών που αποδίδονταν σε ισλαμιστές, υποδηλώνοντας ότι μια νίκη στις εκλογές του υποψηφίου του κόμματος της αντιπολίτευσης, μουσουλμάνου με καταγωγή από το Βορρά, θα πυροδοτούσε μια αύξηση των περιστατικών βίας. Παρά τις προσπάθειες αυτές, τις εκλογές κερδίζει τελικά ο υποψήφιος της αντιπολίτευσης.
Το τέλος ενός μακρόχρονου ειδυλλίου
Το Facebook, η πιο διάσημη πλατφόρμα στην αφρικανική ήπειρο, με πάνω από 200 εκατομμύρια χρήστες, προσφέρει καταφύγιο σε κάθε είδους χειραγώγηση. Μέσω της δημιουργίας σελίδων υπό ψευδείς ταυτότητες, ο όμιλος Αρχιμήδης, που ιδρύθηκε στο Τελ Αβίβ του Ισραήλ και εξαφανίστηκε έκτοτε, κατά τη διάρκεια του 2019 παρείχε υποστήριξη σε υποψηφίους στις προεδρικές εκλογές του Τόγκο, της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό, της Νιγηρίας και της Τυνησίας (5). Στοχοποιήθηκαν σχεδόν 2,8 εκατομμύρια χρήστες. Στη Ζάμπια και στην Ουγκάντα, οι κυβερνήσεις, με τη βοήθεια υπαλλήλων του κινεζικού γίγαντα τηλεπικοινωνιών Huawei, οργάνωσαν την ηλεκτρονική παρακολούθηση προσωπικοτήτων της αντιπολίτευσης και των συλλογικοτήτων (6). Στην Ουγκάντα, η αστυνομία μπόρεσε να αποκτήσει πρόσβαση, εν αγνοία του, στο λογαριασμό WhatsApp του Μπόμπι Γουάιν, δημοφιλούς μουσικού και πολέμιου του προέδρου Γιουέρι Μουσεβένι. Οι υποκλοπές προσωπικών δεδομένων επέτρεψαν στις αρχές την αποτροπή των κινητοποιήσεων των πολιτικών αντιπάλων τους.
Η σωρεία ανάλογων αποκαλύψεων σήμανε το τέλος ενός μακρόχρονου ειδυλλίου. Πράγματι, τα κοινωνικά δίκτυα για καιρό λειτούργησαν ως καταλύτες στην πολιτική συμμετοχή, ως μέσο για τη διεύρυνση των τρόπων κινητοποίησης και ως τόπος έκφρασης για όσους δεν είχαν φωνή σε ολόκληρη την ήπειρο (7). Το 2010, o Γκούντλακ Τζόναθαν ανακοίνωσε μέσω Facebook την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές της Νιγηρίας –μια πρωτοφανής κίνηση που σηματοδότησε την είσοδο των πολιτικών παραγόντων της Αφρικής στη σύγχρονη πολιτική επικοινωνία. Κατά τη διάρκεια της μετεκλογικής κρίσης στην Κένυα το 2008, νεαροί μηχανικοί υπολογιστών και μπλόγκερς δημιούργησαν μια πλατφόρμα, την Ushahidi, ένα είδος συνεργατικής χαρτογράφησης των βιαιοτήτων που ακολούθησαν τις εκλογές (8). Το όνειρο των προφητών της «τεχνο-ουτοπίας» έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα.
Παρ’ όλα αυτά, από τα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας, πολλοί Αφρικανοί ηγέτες προφασίστηκαν την ύπαρξη ψηφιακών χειραγωγήσεων ως δικαιολογία για να επιχειρήσουν να ασκήσουν έλεγχο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Το 2006, η κυβέρνηση της Αιθιοπίας μπλόκαρε την πρόσβαση σε ορισμένες ιστοσελίδες, εγκαινιάζοντας αυτή την ελευθεριοκτόνα πρακτική στην υποσαχάρια Αφρική. Ανάλογα μέτρα θα υιοθετήσουν το Τσαντ, το Μπουρούντι, η Ουγκάντα, η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Καμερούν και το Τόγκο. Μεταξύ των ετών 2016 και 2019, είκοσι δύο αφρικανικές χώρες μπλόκαραν ή επιβράδυναν την πρόσβαση στο διαδίκτυο, συχνά κατά τη διάρκεια εκλογικών αναμετρήσεων. Παράλληλα με τους ψηφιακούς περιορισμούς, ηγέτες της αντιπολίτευσης αλλά και υποστηρικτές της κοινωνίας των πολιτών συνελήφθησαν ή τέθηκαν σε κατ’ οίκον περιορισμό (9). Όμως, η καταστολή αυτή έχει και ένα σημαντικό οικονομικό κόστος, από τη στιγμή μάλιστα που σημαντικοί τομείς της οικονομικής ζωής εξαρτώνται ολοένα και περισσότερο από την πρόσβαση στο διαδίκτυο. Οι αποκλεισμοί εκτιμάται ότι κόστισαν στις χώρες της υποσαχάριας Αφρικής περισσότερα από 2,1 δισεκατομμύρια δολάρια (1,85 δισεκατομμύρια ευρώ) για το έτος 2019 (10). Παράλληλα, θίγεται η υπόληψη των χωρών που υιοθετούν τέτοια μέτρα ενάντια στην ελευθερία της έκφρασης.
Πιο πρόσφατα, οι αφρικανικές κυβερνήσεις αποφάσισαν να φορολογήσουν την πρόσβαση στα κοινωνικά δίκτυα. Στην Ουγκάντα, προκειμένου να αποκτήσει κάποιος πρόσβαση στο Facebook, στο Twitter ή στο WhatsApp πρέπει πλέον να πληρώνει 200 σελίνια Ουγκάντας (περίπου 0,50 λεπτά του ευρώ) την ημέρα. Στο Μπενίν, η πρόσβαση κοστίζει 5 φράγκα CFA Δυτικής Αφρικής (0,70 λεπτά του ευρώ) ανά ΜΒ (11). Η φορολόγηση αυτή ενισχύει τις ανισότητες στην πρόσβαση στο διαδίκτυο, αποκλείοντας ακόμη περισσότερο τα πιο χαμηλά κοινωνικοοικονομικά στρώματα του πληθυσμού. Επίσης, με δυσκολία μπορεί κάποιος να κατανοήσει πώς μια τέτοια πρακτική μπορεί να αποδειχθεί αποτελεσματική στον περιορισμό των ψηφιακών χειραγωγήσεων, στο μέτρο που αυτές πραγματοποιούνται συνήθως από εταιρείες με σημαντικούς οικονομικούς πόρους και λειτουργία στο εξωτερικό.
Μετά από πρωτοβουλίες ενώσεων και εθνικών νομοθετών, οι νόμοι πλέον περιορίζουν ή θέτουν όρια στη συλλογή προσωπικών δεδομένων σε εικοσιπέντε αφρικανικές χώρες. Ωστόσο, η πραγματική πρόκληση εξακολουθεί να παραμένει η χειραγώγηση μέσω του διαδικτύου. Στη Νότια Αφρική, η Εκλογική Επιτροπή απασχολεί εκατοντάδες άτομα για τον εντοπισμό περιστατικών απάτης και για την ευαισθητοποίηση των χρηστών. Επιβάλλεται, ωστόσο, τα εθνικά θεσμικά όργανα κάθε χώρας να διαθέτουν μια πραγματική εξουσία ελέγχου και επιβολής κυρώσεων έναντι εταιρειών όπως η Cambridge Analytica ή ακόμα και γιγάντων των τηλεπικοινωνιών όπως το Facebook και το Twitter.
Όπως ακριβώς η σπανιότητα και το υψηλό κόστος της σταθερής τηλεφωνίας ευνόησαν τη διείσδυση της κινητής τηλεφωνίας στην Αφρική στη δεκαετία του 2000, έτσι και η σπανιότητα και το υψηλό κόστος των ηλεκτρονικών υπολογιστών ευνόησαν, μία δεκαετία αργότερα, τη διάδοση των λεγόμενων έξυπνων κινητών, τα οποία εξελίχθηκαν στο κύριο μέσο πρόσβασης στο διαδίκτυο και στα κοινωνικά δίκτυα. Χάρη στους Κενυάτες μηχανικούς υπολογιστών μπορούμε σήμερα να επωφελούμαστε από τεχνολογίες πληρωμής μέσω κινητών εφαρμογών. Κάθε φορά που το επέβαλλαν οι περιστάσεις, η Αφρική φρόντιζε να ανοίγει το δρόμο σε νέες πρακτικές που κατόπιν γίνονταν παγκόσμιες τάσεις, όπως η χρήση των ηλεκτρονικών πορτοφολιών (12).
Οι διαδικτυακές πλατφόρμες έχουν μετασχηματίσει τις κοινωνικές σχέσεις στην αφρικανική ήπειρο, με πολύ πιο ενεργό τρόπο απ’ ότι η μαζική εισαγωγή της κινητής τηλεφωνίας. Μέσω της εφαρμογής WhatsApp, o χρόνος και η απόσταση μεταξύ των Αφρικανών έχουν συρρικνωθεί σημαντικά. Όντας η πιο δημοφιλής εφαρμογή ανταλλαγής μηνυμάτων στην Αφρική, ιδιοκτησία της εταιρείας Facebook, με εκατομμύρια ανταλλαγές μηνυμάτων καθημερινά, δίνει τον ρυθμό σε όλα τα πεδία της τοπικής ζωής. Μέσα από κείμενα, φωτογραφίες και βίντεο, σχεδόν 200 εκατομμύρια Αφρικανοί ανταλλάσσουν πληροφορίες, ενημερώνονται και κρατούν άμεση επαφή με τα αγαπημένα τους πρόσωπα ακόμα και αν βρίσκονται διασκορπισμένα σε όλη την επικράτεια. Σε αντίθεση με άλλες περιοχές του κόσμου όπου οι χρήστες συχνά χρησιμοποιούν περισσότερες από μία διαδικτυακές υπηρεσίες ανταλλαγής μηνυμάτων, στην Αφρική η κυριαρχία του WhatsApp είναι αδιαμφισβήτητη, διαμορφώνοντας έτσι μια οιονεί μονοπωλιακή κατάσταση.
Ορισμένες μορφές κοινωνικής αλληλεπίδρασης μεταξύ των Αφρικανών οφείλουν στην εφαρμογή, χωρίς αμφιβολία, τη διατήρηση της ύπαρξής τους σε πείσμα των αποστάσεων και των αναγκαστικών μετακινήσεων για λόγους επιβίωσης. Σε πολλές κοινότητες της Δυτικής Αφρικής για παράδειγμα, όπου η αναζήτηση εποχικής εργασίας και η μετανάστευση με σκοπό την εύρεση εργασίας υποχρεώνουν άντρες και γυναίκες σε μετακίνηση, στις περιπλανήσεις τούς ακολουθούν τα κηρύγματα των ιμάμηδων των κοινοτήτων καταγωγής τους. Μια χαρακτηριστική σκηνή μερικούς μήνες πριν, στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου Λομέ στο Τόγκο, μαρτυρά τη δυναμική αυτή: μια έμπορος με καταγωγή από το Μάλι, ταξιδεύοντας προς την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, ακούει ζωντανά το κήρυγμα του ιμάμη της από το Μπαμάκο. Στο ίδιο αεροδρόμιο, μια έμπορος από το Κονγκό ακούει ζωντανά το κήρυγμα ενός ιερέα από το Κισαγκάνι, τον τόπο καταγωγής της, τον οποίο εγκατέλειψε μερικές ημέρες νωρίτερα για να κάνει τις αγορές της στο Λομέ. Και οι δύο χρησιμοποιούν την εφαρμογή WhatsApp και τη δωρεάν σύνδεση που τους παρέχει το αεροδρόμιο του Λομέ. Παρόμοιες σκηνές, από το Γιοχάνεσμπουργκ έως το Ναϊρόμπι, μας δίνουν το πορτρέτο ενός πλήθους Αφρικανών εν κινήσει σε ολόκληρη την ήπειρο, που όμως παρακολουθούν με κάθε λεπτομέρεια την τοπική και οικογενειακή τους «καθημερινότητα», σε συνθήκες όπου δεν υπάρχει πρόσβαση στον Τύπο του τόπου τους. Πριν από δύο δεκαετίες, η διατήρηση τέτοιων κοινωνικών σχέσεων ήταν στην καλύτερη των περιπτώσεων δύσκολη, δαπανηρή και προνόμιο των ευκατάστατων.
Τρεις μεγάλες τάσεις θα διαμορφώσουν τις πολιτικές εξελίξεις που συνδέονται με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η πρώτη αφορά την αύξηση του αριθμού των Αφρικανών που συνδέονται στο διαδίκτυο. Εάν μόνο το 39% του πληθυσμού της αφρικανικής ηπείρου συνδέεται σήμερα στο διαδίκτυο, συγκριτικά με ποσοστό τουλάχιστον 50% σε άλλα μέρη του κόσμου, τότε η αναλογία αυτή μπορεί να αυξηθεί με γρήγορους ρυθμούς. Σύμφωνα με τον διεθνή ιστότοπο Internet World Stats (IWS), μεταξύ του 2010 και του 2020, ο αριθμός των συνδεδεμένων χρηστών αυξήθηκε από λιγότερα από 5 εκατομμύρια σε περισσότερα από 500 εκατομμύρια. Ακόμα πιο καθοριστικής σημασίας είναι το γεγονός ότι οι τρέχουσες επενδύσεις υποδηλώνουν πως η αύξηση αυτή μπορεί να συνεχιστεί με ταχύτερους ρυθμούς. Στις 17 Μαΐου 2020, μια κοινοπραξία οκτώ εταιρειών –Facebook, Orange, China Mobile International, MTN (Νότια Αφρική), STC (Σαουδική Αραβία), Vodafone (Ηνωμένο Βασίλειο), Telecom Egypt, West Indian Ocean Cable Company (νησί του Μαυρίκιου)– ξεκίνησε την κατασκευή ενός υποθαλάσσιου καλωδίου 37.000 χιλιομέτρων, το οποίο ονόμασε 2Africa, με στόχο τον δεκαπλασιασμό της δυνατότητας πρόσβασης της ηπείρου στο διαδίκτυο έως το 2024.
«Στόχος της ρητορικής μίσους»
Δεύτερη μεγάλη τάση: η με έντονους ρυθμούς μεταπήδηση του αφρικανικού πολιτικού διαλόγου στις ψηφιακές πλατφόρμες. Στην απαξίωση από την οποία δοκιμάζεται ο παραδοσιακός Τύπος, έρχεται να προστεθεί η σχετική ευκολία σύνδεσης στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στο Μάλι, η προεκλογική εκστρατεία του 2018 ξεκίνησε από τα κοινωνικά δίκτυα επί ίσοις όροις με τη φυσική εκκίνησή της από τις πόλεις και τα χωριά.
Τέλος, η τρίτη και πιο καθοριστική τάση αφορά τη στάση που θα κρατήσουν οι ιδιοκτήτριες εταιρείες των διαδικτυακών πλατφορμών: θα επιδιώξουν τη διαφύλαξη της ακεραιότητας μιας συχνά εύθραυστης εκλογικής διαδικασίας ή, αντιθέτως, θα εφαρμόσουν στην Αφρική τη λογική που τους εξασφαλίζει αλλού άνετα έσοδα, δηλαδή την εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων των χρηστών; H τύχη των εκλογών, που συχνά συνοδεύεται από κλιμάκωση της βίας, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις απαντήσεις σε αυτές τις ερωτήσεις. «Στο άμεσο μέλλον, οι εκλογές των δημοκρατιών του αναπτυσσόμενου Νότου θα είναι στόχος της ρητορικής μίσους, της παραπληροφόρησης, των εξωτερικών παρεμβάσεων και χειραγωγήσεων στις ψηφιακές πλατφόρμες» (13) , προειδοποιεί μια έκθεση του Ιδρύματος Κόφι Ανάν.
Δεδομένου ότι μια εκστρατεία χειραγώγησης είναι πολύ περισσότερο προσιτή στους πιο πλούσιους, ενώ για τους λιγότερο ευκατάστατους υποψηφίους απομένει μια μαύρη αγορά ειδικών που πωλούν με ελάχιστο κόστος κλικ, «λάικ» και κατάλληλα προσαρμοσμένα σχόλια, η πιθανότητα τριών δεκαετιών με πολυκομματικές εκλογές στην Αφρική να καταλήξουν σε μια μαζική εκλογική απάτη μιας νέας, πρωτόγνωρης μορφής δεν είναι διόλου αποκύημα της φαντασίας.