Για μία φορά ακόμα. Καθώς όμως ο εχθρός είναι συχνά μη ανιχνεύσιμος, η καταστροφή του απαιτεί πάντα ένα οπλοστάσιο πιο ισχυρό από το προηγούμενο. Όχι –ή όχι ακόμα– κανόνια ή αλεξιπτωτιστές, αλλά επιπλέον περιορισμούς στις ατομικές ελευθερίες. Πράγματι, ποιος τολμά να τις υπερασπιστεί μετά από μια τρομοκρατική επίθεση ή κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας; Οι περιορισμοί λοιπόν επιβάλλονται και γίνονται αποδεκτοί χωρίς δημόσιο διάλογο. Μας λένε ότι πρόκειται για παρένθεση: θα την κλείσουν μόλις καταπολεμηθεί ο ιός, ή ο τρομοκράτης, και θα επιστρέψουν οι ευτυχισμένες μέρες. Οι ευτυχισμένες μέρες δεν θα ξανάρθουν. Και υποταγμένη σ’ ένα τέτοιο καθεστώς, μια κοινωνία μπορεί να λυγίσει.
Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, το έγκλημα του φανατικού ισλαμιστή που, βασισμένος σε μια ψευδή μαρτυρία που διακινήθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αποκεφάλισε έναν εκπαιδευτικό τον οποίο δεν γνώριζε άφησε εμβρόντητο και αναστατωμένο έναν ολόκληρο λαό. Ένας Τσετσένος χωρίς άμεση σχέση με τρομοκρατική οργάνωση, ελάχιστοι συνεργοί, σχεδόν ανύπαρκτη στήριξη στη χώρα: σε διαφορετική περίοδο, η δολοφονία του Σαμυέλ Πατί θα έμοιαζε με τραγωδία που προκάλεσε ένας παρανοϊκός. Έρχεται όμως ως συνέχεια ισλαμιστικών τρομοκρατικών ενεργειών που μία ή δύο λέξεις συνδέουν μεταξύ τους: Σαλμάν Ρουσντί, 11η Σεπτεμβρίου, Μπαλί, Μαδρίτη, Μωχάμεντ Μερά, «Charlie Hebdo», Μπατακλάν, Νίκαια… Αντίστοιχες αιματηρές επιθέσεις ή απειλές θανάτου με στόχο συγγραφείς, Εβραίους, σκιτσογράφους, χριστιανούς. Και που είχαν επίσης ως θύματα μουσουλμάνους.
Μετράμε λοιπόν την ανευθυνότητα εκείνων που, μόλις έγινε γνωστός ο αποκεφαλισμός στην πόλη Κονφλάν-Σέντ-Ονορίν, έκαναν την υπέρβαση του συναισθήματός τους για να διατυμπανίσουν, αδίκως, ότι «τίποτα δεν έχει γίνει εδώ και τριάντα χρόνια» στον τομέα της επιτήρησης και της καταστολής. Κι αυτό για να απαιτήσουν στην συνέχεια από το κράτος να λάβει κατ’ εξαίρεση μέτρα ενάντια στους μουσουλμάνους και τους μετανάστες. Έτσι, η Δεξιά μιλά για αναθεώρηση του Συντάγματος, ο υπουργός Εσωτερικών ανησυχεί για τους «διαδρόμους με τρόφιμα εθνικών κοινοτήτων» στα σούπερ-μάρκετ, οι δημοσιογράφοι ζητούν να πάψουν να εισακούγονται το Συνταγματικό Συμβούλιο, το Συνταγματικό Δικαστήριο και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ώστε τίποτε πια να μην μπορεί να παρακωλύσει τα αυθαίρετα διοικητικά διατάγματα και τις φυλακίσεις με απλή απόφαση της αστυνομίας. Οι ίδιοι προσθέτουν ότι πρέπει να απαγορευθεί η «ρητορική μίσους» στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, χωρίς να σημειώνουν ότι και οι ίδιοι μεταφέρουν μια εξίσου φαρμακερή ρητορική, αλλά στα τηλεοπτικά δίκτυα συνεχούς ενημέρωσης.
Η φρίκη ενός εγκλήματος θα μπορούσε να έχει ευνοήσει την –επιτέλους σύσσωμη– στήριξη του πληθυσμού στους εκπαιδευτικούς, των οποίων τον ρόλο οι διαδοχικές κυβερνήσεις έχουν υποβαθμίσει σε μια μεταβλητή της δημοσιονομικής προσαρμογής, εγκαταλείποντάς τους στις πιέσεις των γονέων των μαθητών, που ασχολούνται λιγότερο με τις συνθήκες εργασίας τους και περισσότερο με το περιεχόμενο των μαθημάτων τους. Αντί γι’ αυτό, η μυρωδιά του «σοκ των πολιτισμών» αναδύεται και πάλι. Δεν θα μπορέσει παρά να διχάσει ακόμη περισσότερο τα τμήματα του γαλλικού πληθυσμού –και όχι μόνο τους μουσουλμάνους φονταμενταλιστές ή τους ακροδεξιούς– που συστηματικά στέλνονται πίσω στην «κοινότητά» τους, στην οικογένειά τους, στον Θεό τους. Ενάντια σε αυτή τη δαιμονική μηχανή είναι που «τίποτα δεν έχει γίνει εδώ και τριάντα χρόνια».