Μετά από αρκετές ημέρες αγωνίας, ο Τζο Μπάιντεν επικράτησε του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Όμως η οριακή νίκη δεν ισοδυναμεί με τον οριστικό εξοβελισμό του αντιπάλου που τόσο πολύ είχαν επιθυμήσει οι Δημοκρατικοί. Για την ακρίβεια, οι εκλογές αποδείχθηκαν αρκετά καταστροφικές για τους Δημοκρατικούς. Παρά τον πακτωλό χρημάτων που έλαβαν για την προεκλογική εκστρατεία τους (1,5 δισεκατομμύριο δολάρια μέσα σε μόλις τρεις μήνες, από τον Ιούλιο έως τον Σεπτέμβριο (1) ), μόνο μετά από τις επαναληπτικές εκλογές στην Πολιτεία της Γεωργίας κατόρθωσαν να ανακτήσουν τον οριακό έλεγχο της Γερουσίας, έχασαν έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων, ενώ δεν κατάφεραν ούτε να ελέγξουν τα περισσότερα πολιτειακά κοινοβούλια, τα οποία διαθέτουν σημαντική εξουσία στο αμερικανικό ομοσπονδιακό σύστημα.
Η πικρή αλήθεια είναι ότι, χωρίς την πανδημία του Covid-19 και την οικονομική καταστροφή που την συνοδεύει –η ανεργία εκτινάχθηκε μέχρι το 14,7% τον Απρίλιο του 2020, ποσοστό που δεν είχε καταγραφεί από τη δεκαετία του 1930– ο Τραμπ είχε πολύ σοβαρές πιθανότητες να επανεκλεγεί. Έχοντας εκτεθεί επί τέσσερα χρόνια στα αμέτρητα ψεύδη του προέδρου, στις παλινωδίες του κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης, στις πολλαπλές προβοκατόρικες κινήσεις του, ο αμερικανικός λαός απάντησε δίνοντάς του τουλάχιστον 73,7 εκατομμύρια ψήφους (2) , δηλαδή περισσότερες από όσες έλαβε οποιοσδήποτε άλλος Ρεπουμπλικανός υποψήφιος στην ιστορία.
Τον Φεβρουάριο του 2020, η αμερικανική οικονομία βρισκόταν σε καλή κατάσταση. Η ανεργία κυμαινόταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα (3,5%), ο πληθωρισμός δεν ξεπερνούσε το 2,3% και, κατά το τελευταίο τρίμηνο του 2019, το ΑΕΠ είχε καταγράψει ισχυρό ρυθμό αύξησης 2,3% (σε ετήσια βάση). Ο δυναμισμός αυτός, σε συνδυασμό με την έλλειψη κάποιου πολέμου μεγάλης κλίμακας –σε μια συγκυρία όπου ο απομονωτισμός κυριαρχεί στην αμερικανική κοινή γνώμη– και με το εκλογικό πλεονέκτημα που διαθέτει κάθε εν ενεργεία πρόεδρος, οδηγούσε τότε πολλούς πολιτικούς και οικονομικούς αναλυτές να προβλέπουν νίκη του Τραμπ (3). Και, μολονότι η επιδείνωση της υγειονομικής και οικονομικής κατάστασης τελικά στέρησε στον Τραμπ την επανεκλογή του, το πολιτικό τοπίο στην Αμερική δεν έχει καθόλου απαλλαχθεί από τον τραμπισμό.
Ο Τραμπ διατηρεί την υποστήριξη δεκάδων εκατομμυρίων ένθερμων και αφοσιωμένων οπαδών, αλλά και πολλών συντηρητικών οργανώσεων, όπως το Club for Growth (Λέσχη για την Ανάπτυξη, εχθρική απέναντι στη φορολογία και τις αναδιανεμητικές πολιτικές) ή το Family Research Council (ομάδα Ευαγγελιστών χριστιανών που αντιτίθεται στις αμβλώσεις, στο διαζύγιο, στα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων…), καθώς και αρκετών μέσων ενημέρωσης, όπως το Fox News ή το Breibart News. Εξάλλου, τα συστατικά που είχαν επιτρέψει την επιτυχία του Τραμπ το 2016 εξακολουθούν να υπάρχουν: η εχθρότητα απέναντι στους μετανάστες, σε μια χώρα που διανύει τον βαθύτερο δημογραφικό μετασχηματισμό της εδώ και έναν αιώνα, η φυλετική εχθροπάθεια, η περιφρόνηση της αφρόκρεμας των πτυχιούχων προς τα λαϊκά στρώματα και η διάχυτη πλέον αίσθηση ότι η παγκοσμιοποίηση εξυπηρέτησε τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των ανώτερων κοινωνικών στρωμάτων σε βάρος των πολλών.
Ο τραμπισμός εγγράφεται στο πλαίσιο μιας παγκόσμιας εξέγερσης του «λαϊκισμού» ενάντια στις πολιτικές, οικονομικές και πολιτιστικές ελίτ, στην οποία συμμετέχουν ιδίως όσοι έχουν δει τις ζωές τους να ανατρέπονται από την παγκοσμιοποίηση και την αποβιομηχάνιση. Όπως παρατηρεί ο Τζον Τζούντις, ο «δεξιός λαϊκισμός» έχει την τάση να ευδοκιμεί όταν τα μεγάλα κόμματα αδιαφορούν ή υποβαθμίζουν τα πραγματικά προβλήματα (4). Επομένως, οι Δημοκρατικοί φέρουν συντριπτική ευθύνη για τη γέννηση και την εδραίωση του τραμπισμού. Η υποστήριξη του Μπιλ Κλίντον στη Βορειοαμερικανική Συμφωνία Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA), που τέθηκε σε ισχύ την 1η Ιανουαρίου 1994, καθώς και οι πιέσεις που άσκησε ο ίδιος για να διευκολυνθεί η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ), κατάφεραν βαρύ πλήγμα στην αμερικανική αγορά εργασίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του αμερικανικού Ινστιτούτου Οικονομικής Πολιτικής (Economic Policy Institute), η ένταξη του Πεκίνου στον ΠΟΕ φέρεται να κόστισε 2,4 εκατομμύρια θέσεις εργασίας στη μεταποιητική βιομηχανία των ΗΠΑ (5).
Ο Μπαράκ Ομπάμα δεν έκανε κάτι περισσότερο προκειμένου να δείξει ότι το Δημοκρατικό Κόμμα ενδιαφερόταν για την τύχη των λαϊκών στρωμάτων: διόρισε στη θέση του υπουργού Οικονομικών έναν άνθρωπο της Γουόλ Στριτ (τον Τίμοθι Γκάιτνερ), δεν θέλησε να οδηγήσει στη δικαιοσύνη τους τραπεζίτες που ήταν υπεύθυνοι για την κρίση του 2008 και δεν κατόρθωσε να προστατεύσει τα εκατομμύρια Αμερικανών που έχασαν τότε την κατοικία και τις συντάξεις τους. Πριν από τέσσερα χρόνια, οι Δημοκρατικοί πλήρωσαν πολύ ακριβό τίμημα για την υποστήριξή τους στη φρενίτιδα του ελεύθερου εμπορίου. Σύμφωνα με μελέτη που επέβλεψε ο Ντέιβιντ Όουτορ (6) , οικονομολόγος στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης (MIT), οι απώλειες θέσεων εργασίας που συνδέονται με την ανάπτυξη του κινεζικού εμπορίου πιθανότατα προσέφεραν το 2016 στον Τραμπ τις λίγες ποσοστιαίες μονάδες που χρειαζόταν στις αποφασιστικής σημασίας για την εκλογή του βιομηχανικές πολιτείες του Μίσιγκαν, του Ουισκόνσιν και της Πενσυλβάνια.
Το Δημοκρατικό Κόμμα, ιστορικά θεωρούμενο ως το «κόμμα των εργατών», βιώνει εδώ και καιρό διάβρωση της επιρροής του στα λαϊκά στρώματα, ιδιαίτερα σε όσους δηλώνουν «λευκοί». Η τάση αυτή επιβεβαιώθηκε το 2020. Σύμφωνα με τις τελευταίες διαθέσιμες δημοσκοπήσεις μετά την έξοδο από την κάλπη, ο Τραμπ φέρεται να απέσπασε το 67% της ψήφου των λευκών μη πτυχιούχων (έναντι 32% του Μπάιντεν). Με βάση τα ίδια στοιχεία, ο Τραμπ είναι πολύ δημοφιλής μεταξύ των λευκών Ευαγγελιστών χριστιανών (76%) και των κατοίκων αγροτικών περιοχών (57%). Οι πιο φτωχές εκλογικές περιφέρειες της χώρας, όπου οι συντηρητικοί άρχισαν να διεισδύουν το 2000, έχουν πια την τάση να δίνουν την πλειοψηφία στους Ρεπουμπλικανούς, ενώ 44 από τις 50 πλουσιότερες εκλογικές περιφέρειες –και οι 10 πλουσιότερες στο σύνολό τους– ψηφίζουν σήμερα Δημοκρατικούς. Η αντιστροφή της σχέσης μεταξύ κοινωνικής τάξης και πολιτικών προτιμήσεων αποτελεί γόνιμο έδαφος για την επανεμφάνιση του τραμπισμού χωρίς τον Τραμπ. Εάν οι Δημοκρατικοί δεν προβούν σε ριζική αλλαγή πορείας, τα φτωχότερα στρώματα μπορεί να συνεχίσουν να στρέφονται προς τους Ρεπουμπλικανούς, οι οποίοι διαθέτουν ολόκληρο κατάλογο αποδιοπομπαίων τράγων για να εξηγήσουν ποιος φταίει για τα προβλήματά των δυνητικών ψηφοφόρων τους: οι μετανάστες, οι μαύροι, οι ξένοι, οι «ελίτ»…
Ας μην γελιόμαστε: το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχει γίνει ένα ακροδεξιό κόμμα, από πολλές απόψεις εξίσου επικίνδυνο με τα αυταρχικά μορφώματα που κυβερνούν σήμερα την Ουγγαρία ή την Τουρκία. Με την εσωκομματική αντιπολίτευση να έχει τεθεί στο περιθώριο –τον γερουσιαστή της Αριζόνα Τζέφρι Φλέικ (2013-2019), τον βουλευτή της Νότιας Καρολίνας Μαρκ Σάνφορντ (2013-2019) κ.ο.κ.– το κόμμα βρίσκεται πλέον στα χέρια των τραμπιστών και μάλλον εκεί θα παραμείνει στο εγγύς μέλλον. Ο κίνδυνος που εγκυμονεί ο «δεξιός λαϊκισμός» είναι ακόμη μεγαλύτερος στις Ηνωμένες Πολιτείες από ό,τι σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες, όπου το αναλογικό αντιπροσωπευτικό σύστημα συχνά περιορίζει –μολονότι υπάρχουν εξαιρέσεις– τα ακροδεξιά κόμματα στο περιθώριο του πολιτικού παιχνιδιού, όπως στην Ολλανδία (όπου το Κόμμα Ελευθερίας έλαβε μόνο 13% στις βουλευτικές εκλογές του 2017) ή στην Ισπανία (όπου το Vox έφθασε μέχρι το 15% στις βουλευτικές εκλογές του 2019). Οι οπαδοί του απερχόμενου Αμερικανού προέδρου, από την άλλη, ελέγχουν ένα από τα δύο μεγαλύτερα κόμματα, ενώ το πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα σε έναν γύρο αποτελεί ανυπέρβλητο εμπόδιο για την εμφάνιση νέων κομματικών σχηματισμών. Επομένως, το σκηνικό έχει στηθεί για την εμφάνιση ενός δημαγωγού ακόμη πιο επικίνδυνου από τον Τραμπ. Φανταστείτε, για παράδειγμα, κάποιον που θα συνδυάζει το επικοινωνιακό χάρισμα του Ρόναλντ Ρέιγκαν με την ευφυΐα και την πειθαρχία του Μπαράκ Ομπάμα…
Ο Μπάιντεν έρχεται στην εξουσία σε μια χώρα πολωμένη, όπου ο Covid-19 έχει παροξύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις. Σύμφωνα με το αμερικανικό υπουργείο Εργασίας, οι ΗΠΑ διανύουν αυτή τη στιγμή την οικονομική κρίση με τις μεγαλύτερες ανισότητες στην ιστορία τους, καθώς η τηλεργασία ευνοεί ξεκάθαρα όσους διαθέτουν περισσότερα πτυχία. Στο ζενίθ της κρίσης, ο ρυθμός καταστροφής λιγότερο καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας ήταν οκτώ φορές ταχύτερος από τον αντίστοιχο για τις θέσεις εργασίας με καλές απολαβές. Οι μισθωτοί και οι ελεύθεροι επαγγελματίες με πανεπιστημιακό δίπλωμα που είχαν τη δυνατότητα να ασκήσουν την επαγγελματική δραστηριότητά τους από το σπίτι ήταν αναλογικά τετραπλάσιοι σε σχέση με τους εργαζόμενους χωρίς πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (7). Την ίδια περίοδο, οι πλουσιότεροι Αμερικανοί γέμισαν ακόμη περισσότερο τις τσέπες τους. Από τις 18 Μαρτίου, ημέρα έναρξης των περιορισμών μετακίνησης, έως τις 20 Οκτωβρίου, η περιουσία των 643 δισεκατομμυριούχων που αριθμεί η χώρα αυξήθηκε κατά 931 δισεκατομμύρια δολάρια, ποσό που ισοδυναμεί σχεδόν με το ένα τρίτο του συνολικού πλούτου τους. Ο Μπάιντεν είναι ιδιαίτερα υποχρεωμένος απέναντι στους πολύ πλούσιους συμπατριώτες του, οι οποίοι, με δωρεές 100.000 δολαρίων και άνω, συγκέντρωσαν για την προεκλογική εκστρατεία του 200 εκατομμύρια δολάρια μέσα σε έξι μήνες. Τα βασικά κέντρα οικονομικής εξουσίας στις Ηνωμένες Πολιτείες –η Γουόλ Στριτ, η Σίλικον Βάλεϊ, το Χόλιγουντ, τα επενδυτικά ταμεία- αναγνωρίζουν στο πρόσωπο του Μπάιντεν έναν πρόεδρο που δεν πρόκειται να απειλήσει τα συμφέροντά τους.
Με οριακή πλειοψηφία στη Γερουσία, ο Μπάιντεν θα συναντήσει δυσκολίες στην εφαρμογή μέτρων που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμά του. Από την άλλη, θα δέχεται πιέσεις από την αριστερή πτέρυγα του κόμματός του, με επικεφαλής τον Μπέρνι Σάντερς και την Ελίζαμπεθ Γουόρεν. Μια τέτοια κατάσταση θα έφερνε σε δύσκολη θέση ακόμη και τους πιο αποφασισμένους ηγέτες. Πόσο μάλλον τον «Sleepy Joe» (8) … Χωρίς να υπολογίζουμε και το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος θα πρέπει να πάρει αποστάσεις από τις πολιτικές του Ομπάμα, τις οποίες ο Μπάιντεν υπηρέτησε πιστά ως αντιπρόεδρος, αλλά οδήγησαν στην ανάδυση του Τραμπ και του κινήματός του. Για να κατορθώσει κάτι τέτοιο, ο Μπάιντεν θα πρέπει να απομακρυνθεί από τη νοοτροπία του συνετού κεντρώου, που έχει σφραγίσει την πολιτική διαδρομή του, πραγματοποιώντας, μαζί με το κόμμα του, ριζική πολιτική στροφή.
Τι μορφή θα μπορούσε να έχει μια τέτοια στροφή; Μια δημοφιλής στρατηγική θα περιλάμβανε την εξαγγελία φορολόγησης των υπερκερδών, η οποία θα αφορούσε ιδιαίτερα όσους αύξησαν την περιουσία τους μέσα στην πανδημία –στην ίδια λογική με τη φορολογία που επιβλήθηκε την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Το σχέδιο οικονομικής ανάκαμψης, που η προεδρία Μπάιντεν οπωσδήποτε θα προσπαθήσει να προωθήσει, θα μπορούσε να απευθύνεται όχι στις μεγάλες εταιρείες (όπως το σχέδιο Ομπάμα το 2009), αλλά σε όσους επλήγησαν περισσότερο από την κρίση: τους εργαζόμενους με χαμηλό εισόδημα, τους ανέργους και τις μικρές επιχειρήσεις. Επίσης, ο Μπάιντεν θα μπορούσε να προτείνει έναν μηχανισμό πραγματικής προστασίας για τα εκατομμύρια ενοικιαστές και μικροϊδιοκτήτες που απειλούνται με έξωση μέσα σε συνθήκες πανδημίας.
Φυσικά, μια Γερουσία με εύθραυστη πλειοψηφία των Δημοκρατικών θα δυσκολευόταν να εγκρίνει τέτοια μέτρα. Αλλά, εάν οι Δημοκρατικοί τα υπερασπίζονταν σθεναρά, θα εξέφραζαν με σαφήνεια την ανανεωμένη δέσμευσή τους απέναντι στα λαϊκά στρώματα, στο πνεύμα του Νιου Ντιλ του Φράνκλιν Ρούζβελτ. Μια τέτοια στάση θα τους επέτρεπε να παρουσιαστούν, στις ενδιάμεσες εκλογές του 2022, ως εναλλακτικό πρότυπο στην ακινησία των Ρεπουμπλικανών. Και εκεί ακριβώς βρίσκεται ο καλύτερος τρόπος να αποτραπεί η επιστροφή ενός νέου είδους τραμπισμού, ακόμη πιο τοξικού από τον πρωτότυπο.