«Θα πρέπει να με θεωρείτε πολύ αφελή», τραγουδάει ο Έντουιν Κόλινς με το συγκρότημα Orange Juice, καθώς ξεκινάει ο αγαπημένος δίσκος του Βρετανού ηγέτη των Εργατικών Κιρ Στάρμερ «You Can’t Hide Your Love Forever» («Δεν μπορείς να κρύβεις την αγάπη σου για πάντα»). «Είναι αλήθεια ότι βλέπω μονάχα όσα θέλω να δω.» Το 2020, κατά τη διάρκεια του οποίου ο Κιρ Στάρμερ κατόρθωσε όχι μόνο να τεθεί επικεφαλής των Εργατικών αλλά και να πραγματοποιήσει εκκαθαρίσεις στους κόλπους του κόμματος από τις οποίες δεν γλίτωσαν ακόμα και υποστηρικτές του, υπήρξε χαρακτηριστικό παράδειγμα για τα οφέλη της προσποιητής αφέλειας.
Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου για την ανάδειξη της ηγεσίας του κόμματος, οι προτάσεις του Κιρ Στάρμερ σχεδόν φάνταζαν υπερβολικά ωραίες για να είναι αληθινές: ικανοποιούσαν όλα τα αιτήματα της κομματικής βάσης, η οποία μόλις είχε βγει από μια συλλογική τραυματική εμπειρία. Η πλειονότητα των μελών είχε στηρίξει τον Τζέρεμι Κόρμπιν και είχε υποστεί όλες τις ανατροπές που είχαν σημαδέψει τη θητεία του, από την ήττα του με μικρή διαφορά στις βουλευτικές εκλογές του 2017 έως την ταπεινωτική συντριβή του Δεκεμβρίου 2019, όταν στοχοποιήθηκε από μια εκστρατεία των Συντηρητικών, την οποία προωθούσαν μέσω του Τύπου αποστάτες των Εργατικών. Στα μέλη και στα στελέχη που δοκιμάστηκαν από αυτήν την εμπειρία, ο Στάρμερ πρότεινε μια πλατφόρμα «δέκα δεσμεύσεων» που υιοθετούσε τα ουσιώδη του σοσιαλισμού α λα Κόρμπιν: την επανεθνικοποίηση των σιδηροδρόμων και όσων υπηρεσιών στο παρελθόν ήταν δημόσιες, ένα «Πράσινο Νιου Ντιλ», την κατάργηση των διδάκτρων στα πανεπιστήμια, τον έλεγχο των ενοικίων και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα κοινωνικής στέγασης… Κι όλα αυτά προωθούνταν από μια πολύ πιο «στρογγυλεμένη» προσωπικότητα: όχι πλέον από έναν δηλωμένο αντιιμπεριαλιστή, αλλά από μια εξέχουσα φυσιογνωμία της καλής κοινωνίας, ιδρυτή ενός δικηγορικού γραφείου ειδικευμένου στα ανθρώπινα δικαιώματα, πρώην γενικό εισαγγελέα με τίτλο ευγενείας απονεμημένο από τη βασίλισσα. Αυτή η θεόσταλτη σύνθεση έδειχνε να είναι σε θέση να επανενώσει το κόμμα και να κινητοποιήσει τον κομματικό μηχανισμό ώστε να εξασφαλιστεί η νίκη στις επόμενες εκλογές.
Ο Στάρμερ δεν δυσκολεύτηκε καθόλου να νικήσει με μεγάλη διαφορά τις δύο αντιπάλους του: τη Ρεμπέκα Λονγκ-Μπέιλυ, εκπρόσωπο της πιο αριστερής πτέρυγας του κόμματος, και τη Λίζα Νάντυ, επικεφαλής της (ολοένα πιο) δεξιάς πτέρυγας. Στις εσωκομματικές εκλογές του Απριλίου 2020 απέσπασε την υποστήριξη των μισών περίπου μελών που είχαν στηρίξει τον Κόρμπιν στις αντίστοιχες εκλογές του 2015 και του 2016. Την υποψηφιότητά του στήριξαν «βαριά» ονόματα του κορμπινισμού, όπως η Λώρα Πάρκερ, ιδρύτρια του Momentum, της φιλοκορμπινικής τάσης των Εργατικών. Όμως, εννέα μήνες αργότερα, αυτή η πολλά υποσχόμενη σύνθεση έχει ήδη γίνει θρύψαλα.
Η κρίση αναζωπυρώθηκε, πιο οξεία από ποτέ. Υιοθετώντας τις κατηγορίες περί αντισημιτισμού που προσήπταν στον προκάτοχό του, ο Στάρμερ έφθασε στο σημείο να εκδιώξει τον Κόρμπιν από την κοινοβουλευτική ομάδα των Εργατικών. Ο Ντέιβιντ Έβανς, γενικός γραμματέας του κόμματος, εμποδίζει κάθε συζήτηση στις τοπικές οργανώσεις του κόμματος για την αποπομπή. Και το πρόγραμμα που επέτρεψε στη σημερινή ηγεσία να αναλάβει τα ηνία του κόμματος πετάχτηκε στον κάλαθο των αχρήστων: οι «δέκα δεσμεύσεις» που υπόσχονταν ένα νέο ξεκίνημα για τους Εργατικούς διαγράφηκαν από την ιστοσελίδα του κόμματος.
Σταθερότητα στις απόψεις με μεταβλητή γεωμετρία
Ήδη από την αρχή, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι η στρατηγική του Στάρμερ περιείχε μια δόση οπορτουνισμού και χειραγώγησης. Λόγου χάρη, κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης στο Λίβερπουλ, την πλέον αριστερή πόλη της χώρας, διακήρυξε ότι κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου δεν θα μιλούσε στη «Sun», το αντιδραστικό ταμπλόιντ του μεγιστάνα Ρούπερτ Μέρντοχ. Αυτή του η απόφαση ενθουσίασε τη βάση, που μποϋκοτάρει την εφημερίδα από το 1989, λόγω της παραπληροφόρησης στην οποία επιδόθηκε κατά την κάλυψη της τραγωδίας του Χίλσμπορο (1). Μονάχα που, μόλις εξελέγη, έσπευσε να παραχωρήσει συνέντευξη σε αυτήν ακριβώς την εφημερίδα.
Στο πρώτο βίντεο της προεκλογικής εκστρατείας του, που μεταδόθηκε λίγο μετά την οδυνηρή εκλογική ήττα του Δεκεμβρίου 2019, ο Στάρμερ παρουσιαζόταν ως κήρυκας των αγώνων της δεκαετίας του 1980 και 1990 –μιας περιόδου κατά την οποία η πλειονότητα των μελών της γηράσκουσας αριστερής πτέρυγας του κόμματος είχε ολοκληρώσει την πολιτική διαδρομή της. Η συμμετοχή του σε κινητοποιήσεις όπως η απεργία των τυπογράφων του Γουάπινγκ εναντίον του Ρούπερτ Μέρντοχ (1986) ή η υποστήριξη δύο υπερμάχων των δικαιωμάτων των ζώων που είχαν δεχθεί επίθεση από τα McDonald’s (κατά τη δεκαετία του 1990) τεκμηριωνόταν από παλιωμένες φωτογραφίες αρχείου. Όμως, μετά το 2003, τίποτα. Ούτε μια εικόνα, ιδίως μετά το 2008, όταν ο Στάρμερ αντάλλαξε το ένδυμα του στρατευμένου σε υψηλούς σκοπούς δικηγόρου με τη σεβάσμια τήβεννο του διευθυντή της Δημόσιας Εισαγγελίας της Αγγλίας και της Ουαλίας (Director of Public Prosecutions). Από αυτή τη θέση, το παιδί της εργατικής τάξης (ο πατέρας του ήταν μηχανοδηγός και η μητέρα του νοσοκόμα) ικανοποίησε πλήρως την κυρίαρχη τάξη με τις τοποθετήσεις του, συχνά σκληρές και σπάνια προοδευτικές. Κατά κάποιον τρόπο, οι πρώτοι μήνες της ηγεσίας του στο Εργατικό Κόμμα αναπαράγουν, σε ταχύτερη μορφή, τη διαδικασία της μετάλλαξης ή της προσαρμογής που πραγματοποίησε μετά τον διορισμό του στο αξίωμα του εισαγγελέα από τον πρωθυπουργό των Εργατικών Γκόρντον Μπράουν.
Εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής το 2015, σε μια σίγουρη για το κόμμα εκλογική περιφέρεια του Λονδίνου, και έναν χρόνο αργότερα διορίστηκε σκιώδης υπουργός των Εργατικών αρμόδιος για την προετοιμασία της εξόδου του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση –σε μια στιγμή όπου πολλά μέλη του κόμματος επιθυμούσαν την παραμονή της χώρας στην Ε.Ε., ενώ πολλοί ψηφοφόροι του τάσσονταν υπέρ του Brexit, όπως αποδείχθηκε στις εκλογές του 2019. Εν μέρει λόγω της δικής του άποψης πάνω στο ζήτημα, οι Εργατικοί πορεύτηκαν σε αυτή την αναμέτρηση ζητώντας τη διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος, ένα χλιαρό και αδέξιο αίτημα που δεν προκάλεσε τον ενθουσιασμό του εκλογικού σώματος και το οποίο ο Στάρμερ βιάστηκε να ενταφιάσει μόλις ανήλθε στην ηγεσία του κόμματος. Ήξερε ότι η ταμπέλα του «φιλοευρωπαϊστή» μπορούσε να του προξενήσει ένα ιδιαίτερα μεγάλο πολιτικό κόστος και απαλλάχθηκε από αυτή με την ίδια αποφασιστικότητα που είχε επιδείξει το 2008 όταν χρειάστηκε να πείσει ότι δεν θα ήταν ένας «ανθρωπιστής εισαγγελέας» –μια ατιμωτική ρετσινιά σε μια χώρα όπου τα ταμπλόιντ θεωρούν παραλογισμό ακόμα και την ίδια την έννοια των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Το σκάνδαλο του αντισημιτισμού που υποτίθεται ότι συγκάλυπτε ο Κόρμπιν όταν διηύθυνε το κόμμα (σύμφωνα πάντα με τα ΜΜΕ που κρατούσαν εχθρική στάση απέναντί του) διαδραμάτισε ελάσσονα ρόλο στην εσωκομματική προεκλογική εκστρατεία του Στάρμερ. Απαντώντας στα ερωτήματα και στις καταγγελίες που διατυπώθηκαν κυρίως από το Jewish Labour Movement (Εβραϊκό Εργατικό Κίνημα), οι εσωκομματικές αντίπαλοί του Λονγκ-Μπέιλυ και Νάντυ δήλωσαν προς γενική έκπληξη σιωνίστριες, πράγμα το οποίο αρνήθηκε να πράξει ο Στάρμερ. Ωστόσο, μόλις εξελέγη, αφιέρωσε την πρώτη δημόσια δήλωσή του –ένα μήνυμα παράδοξα βιντεοσκοπημένο μπροστά σε μια γκαρνταρόμπα, που τον έδειχνε με κατακόκκινο και πανικόβλητο πρόσωπο– σε δύο μονάχα ζητήματα: στην Covid-19 και στην «κηλίδα του αντισημιτισμού», θέματα που αποτελούν μέχρι στιγμής το κύριο μέλημα της έως τώρα θητείας του. Όσον αφορά την Covid, περιορίστηκε στην αρχική πολιτική, που συνίσταται στη μη άσκηση κριτικής στην κυβέρνηση για την καταστροφική διαχείριση της πανδημίας. Πότε-πότε, απευθύνει μια επιγραμματική, τεχνοκρατικού τύπου, δήλωση προς την κυβέρνηση προκειμένου να «προειδοποιήσει» τις αρχές.
Σε ένα πλαίσιο όπου η αντιπολίτευση στην πολιτική του Μπόρις Τζόνσον έχει εξοβελιστεί, οι επιθέσεις εναντίον της Αριστεράς ενισχύονται ακόμη περισσότερο. Η Λονγκ-Μπέιλυ υπήρξε ο πρώτος στόχος. Τον Ιούνιο του 2020 παραιτήθηκε από τη θέση της σκιώδους υπουργού Παιδείας των Εργατικών επειδή κοινοποίησε στο Twitter μια συνέντευξη όπου η ηθοποιός Μαξίμ Πηκ συσχέτιζε την αμερικανική αστυνομική τεχνική καθήλωσης υπόπτων «με το γόνατο στον σβέρκο» με μια χαρακτηριστική πρακτική των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών –μια εύλογη κατηγορία, η οποία δεν έχει όμως τεκμηριωθεί, που καταλάμβανε μισή γραμμή σε μια συνέντευξη επί της ουσίας αφιερωμένη στην υποστήριξη της Πηκ στο Εργατικό Κόμμα.
Καταγγέλλοντας μια «αντισημιτική συνωμοσιολογική θεωρία», ο Στάρμερ αποφάσισε αμέσως να επιβάλει κυρώσεις στην πρώην εσωκομματική αντίπαλό του, η οποία ωστόσο επιθυμούσε να ανακαλέσει δημοσίως. Δημιουργήθηκαν έξαφνα υποψίες για ολόκληρη την αριστερή πτέρυγα των Εργατικών. Επιπλέον, ο ηγέτης των Εργατικών υποσχέθηκε ότι θα καθαιρέσει οποιονδήποτε κατηγορηθεί ως αντισημίτης, ανεξαρτήτως του κατά πόσον ευσταθούν οι κατηγορίες. Ωστόσο, αυτός ο κανόνας προφανώς δεν ίσχυσε για ορισμένους συμμάχους του, όπως η Ρέιτσελ Ρηβς, που δήλωσε ότι θαυμάζει τη φιλοναζί πρώην βουλευτή Νάνσυ Άστορ, ή ο Στηβ Ρηντ ο οποίος, τον Ιούλιο του 2020, χαρακτήρισε στο Twitter έναν Εβραίο επιχειρηματία «μαριονετίστα» που κινεί τα νήματα στο Συντηρητικό Κόμμα (2). Μετά την παραίτηση της Λονγκ-Μπέιλυ, από εσωτερικά έγγραφα του κόμματος προέκυψε ότι η σύγκρουσή της με τον Στάρμερ οφειλόταν σε πολιτικές διαφωνίες.
Στη συνέχεια, τον Οκτώβριο, επήλθε η κλιμάκωση της έντασης με την αναστολή της κομματικής ιδιότητας του Κόρμπιν μετά την παράδοση μιας έκθεσης της Επιτροπής για την Ισότητα και για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (EHRC) σχετικά με τον αντισημιτισμό στους κόλπους του κόμματος, συνέχεια μιας άλλης εσωτερικής έκθεσης, που είχε διαρρεύσει στον Τύπο, την οποία είχε ζητήσει η κορμπινική ηγεσία προκειμένου να την υποβάλει στην κρίση της EHRC. Αυτό το τελευταίο έγγραφο περιείχε αποσπάσματα μηνυμάτων ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και συνομιλιών στο WhatsApp που αποδείκνυαν ότι πολλά στελέχη των Εργατικών, φημισμένα για την αδιάλλακτη στάση τους απέναντι στον αντισημιτισμό, στην πραγματικότητα δεν είχαν δώσει καμία συνέχεια σε διάφορες καταγγελίες σχετικά με το ζήτημα.
Η έκθεση της EHRC επιβεβαίωσε τα στοιχεία και θεώρησε ότι η ηγεσία ευθύνεται σε τρία σημεία: πρώτον, για την παθητική στάση της απέναντι σε δηλώσεις του πρώην δημάρχου του Λονδίνου Κεν Λίβινγκστον και ενός άσημου δημοτικού συμβούλου του Λανκασάιρ, που θεωρήθηκαν αντισημιτικές. Δεύτερον, για τις παρεμβάσεις της ώστε να μπλοκαριστούν οι εσωκομματικές διαδικασίες (η μία αφορούσε σχόλια στη σελίδα Facebook του Κόρμπιν σχετικά με αντισημιτικές γελοιογραφίες και η άλλη την επιτάχυνση της αποπομπής του Λίβινγκστον). Τρίτον, την ανεπάρκεια της ηγεσίας όσον αφορά τη σωστή διαπαιδαγώγηση των στελεχών του κόμματος σχετικά με τη διαχείριση των κρουσμάτων αντισημιτισμού. Αυτές οι μομφές δεν συνάντησαν ιδιαίτερες ενστάσεις μέσα στο κόμμα, ακόμα και από την αριστερή πτέρυγά του. Παρ’ όλη την αυστηρότητα απέναντι στην ηγεσία, η EHRC απέφυγε να υιοθετήσει τις εξωφρενικές κατηγορίες που διέσπειρε ο Τύπος, ενθουσιασμένος που είχε βρει την ευκαιρία να εξοντώσει τον Κόρμπιν, παρουσιάζοντάς τον ως «υπαρξιακή απειλή» για τους Εβραίους –ο συντηρητικός αρθρογράφος Σάιμον Χέφερ έφτασε στο σημείο να τον κατηγορήσει ότι επιθυμεί να «ξανανοίξει το Άουσβιτς» (LBC, Ιούλιος 2019).
Ο Κόρμπιν επιφύλαξε θετική υποδοχή στην έκθεση της EHRC, κάνοντας την παρατήρηση –χωρίς έκπληξη, αλλά με κάποια αδεξιότητα– ότι το πρόβλημα «είχε διογκωθεί σημαντικά» από τα μέσα ενημέρωσης, καθώς και από «τους αντιπάλους [του], τόσο εντός όσο και εκτός του κόμματος». Αυτή η δήλωση δύσκολα μπορούσε να αμφισβητηθεί από τον Στάρμερ, καθώς θα ισοδυναμούσε με την παραδοχή ότι είχε χρηματίσει μέλος μιας σκιώδους κυβέρνησης υπό την ηγεσία ενός αντισημίτη. Εντούτοις, την χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να επιβάλει στον Κόρμπιν την αναστολή της κομματικής του ιδιότητας.
Οι λόγοι της αναστολής εξακολουθούν ακόμα και σήμερα να παραμένουν στο σκοτάδι. Τιμωρήθηκε επειδή είχε υποτιμήσει τα κρούσματα αντισημιτισμού ή επειδή «βύθισε το κόμμα στην ανυποληψία», σύμφωνα με την ηθελημένα ασαφή έκφραση που χρησιμοποίησε ο Ντέιβιντ Έβανς; Το αρμόδιο συμβούλιο μελών της Εθνικής Εκτελεστικής Επιτροπής (NEC), αντιπροσωπευτικό όλων των τάσεων του κόμματος, αποφάσισε ομόφωνα να επιστρέψει στον Κόρμπιν την κομματική κάρτα του, αλλά ο Στάρμερ εξακολουθεί να αρνείται να του επιτρέψει να συμμετέχει στην κοινοβουλευτική ζωή ως βουλευτής των Εργατικών. Δεκάδες συλλογικότητες σχετιζόμενες με τους Εργατικούς, κυρίως συνδικάτα και κινήματα νεολαίας, έχουν εκφράσει την υποστήριξή τους στον πρώην ηγέτη του κόμματος. Ο Έβανς ανακοίνωσε την πρόθεσή του να αναστείλει και τη δική τους κομματική ιδιότητα, προτού διευκρινίσει ότι το ζήτημα δεν τίθεται σε συζήτηση, εξωθώντας σε απεργία ένα μέρος των μελών της NEC.
Έχει πυροδοτηθεί ένας καταστροφικός φαύλος κύκλος. Δεν χρειάστηκαν παρά μονάχα μερικοί μήνες πριν αρκετά συνδικάτα αρχίσουν να εξετάζουν την αποσύνδεσή τους από το κόμμα, ενώ είχαν χρειαστεί χρόνια κατά την περίοδο της ηγεσίας του Τόνι Μπλερ πριν καταφύγουν σε ένα τόσο ακραίο μέτρο. Δεδομένης της γενικής έγκρισης που έτυχε η έκθεση της EHRC, το ζητούμενο δεν είναι εάν όντως υφίσταται πρόβλημα αντισημιτισμού στους κόλπους των Εργατικών, αλλά κατά πόσον διευκολύνει ή δυσκολεύει την υλοποίηση των συστάσεων της έκθεσης η ρετσινιά του αντισημιτισμού με την οποία επιχειρείται να στιγματιστεί οποιαδήποτε κριτική στις εν εξελίξει εσωκομματικές εκκαθαρίσεις.
Ποιες θα ήταν σήμερα οι συνθήκες που θα συνέβαλαν στην επανένωση του κόμματος; Μια εσωτερική έκθεση για τα αίτια της εκλογικής συντριβής του 2019, η «Labour Together» («Οι Εργατικοί Μαζί») προβαίνει σε αρκετές προτάσεις. Όσο κι αν οι συντάκτες της συμφωνούν ότι το συγκεχυμένο αίτημα για διεξαγωγή ενός δεύτερου δημοψηφίσματος για το Brexit αποτέλεσε τη σημαντικότερη αιτία της ήττας, και μάλιστα με μεγάλη διαφορά από τις υπόλοιπες, συνιστούν να αντιμετωπιστεί η κρίση με περισσότερο «επαγγελματισμό» και «πατριωτισμό», προκειμένου να κατευναστεί η δεξιά πτέρυγα, αλλά επίσης και με μεγαλύτερη υποστήριξη στους κοινωνικούς αγώνες και με τολμηρότερο πρόγραμμα, προκειμένου να μην αποστασιοποιηθούν οι νεαροί σοσιαλιστές του Momentum. Ωστόσο, η ηγεσία του κόμματος δείχνει να έχει παρερμηνεύσει αυτές τις ολοφάνερα εξισορροπιστικές προτάσεις: για οτιδήποτε αφορά την τάξη και την ασφάλεια συνεχίζει να επαφίεται στους Τόρις, ενώ σχετικά με τα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα συνεχίζει να περιορίζεται στις κεντρώες θέσεις που ενσαρκώνει η άχρωμη Ανελίζ Ντοντς, σκιώδης υπουργός Οικονομικών. Δεδομένης της δημοσιονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τζόνσον, που προχώρησε σε αύξηση των δημόσιων δαπανών και του κατώτατου μισθού, οι διαφορές μεταξύ Εργατικών και Συντηρητικών γίνονται ολοένα και πιο δυσδιάκριτες.
H άρνηση του Στάρμερ να υιοθετήσει μια έστω και ελάχιστα προοδευτική πολιτική γραμμή είναι εκείνη που έχει προκαλέσει τις περισσότερες αναταράξεις μετά την άνοδό του στην ηγεσία. Ο νέος ηγέτης των Εργατικών ξεχώρισε καταρχάς με τα περιφρονητικά σχόλιά του για το αμερικανικό κίνημα Black Lives Matter («Οι ζωές των μαύρων μετράνε»), υποβιβάζοντάς το σε «απλό συμβάν», ενώ στη συνέχεια αντιτάχθηκε στην καταγγελία των βιαιοπραγιών της αστυνομίας στις Ηνωμένες Πολιτείες: «Ως διευθυντής της Δημόσιας Εισαγγελίας συνεργάστηκα επί πέντε χρόνια με τις αστυνομικές δυνάμεις της Αγγλίας και της Ουαλίας, συμβάλλοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στην προσαγωγή χιλιάδων ατόμων ενώπιον της δικαιοσύνης. Συνεπώς, καθένας μπορεί να διαπιστώσει ότι η υποστήριξή μου στις αστυνομικές δυνάμεις είναι ανεπιφύλακτη, απολύτως ανεπιφύλακτη, όπως μαρτυρούν και οι ενέργειες που είχα την ευκαιρία να διεξάγω μαζί τους» (3).
Οι εντάσεις έφθασαν στο αποκορύφωμά τους όταν μια ομάδα σοσιαλιστών που συμμετείχε στη σκιώδη κυβέρνηση εξωθήθηκε σε παραίτηση επειδή είχε καταψηφίσει δύο νομοσχέδια της κυβέρνησης Τζόνσον με στόχο τη διασφάλιση ατιμωρησίας σε στρατιωτικούς και σε πράκτορες των υπηρεσιών πληροφοριών εάν διέπρατταν εγκληματικές πράξεις κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων όπου θα εμπλέκονταν. Η επίσημη γραμμή των Εργατικών ήταν η αποχή και όχι η καταψήφιση: περίεργη θέση για ένα κόμμα που διευθύνεται από έναν πρώην μεγαλοδικηγόρο με ειδίκευση στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Στο οικονομικό επίπεδο, οι Εργατικοί μπορούν να ισχυριστούν ότι τα δειλά κοινωνικά μέτρα που υποχρεώθηκε να λάβει ο υπουργός Οικονομικών Ρίτσι Σουνάκ οφείλονται στη φιλική πίεση που του ασκήθηκε από την Ντοντς. Όμως, εάν αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει το κόμμα στους υποστηρικτές του Κόρμπιν ως αντιστάθμισμα των δημόσιων ταπεινώσεων που δεν παύουν να υφίστανται, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να μην θεωρηθεί αρκετό.
Μέχρι σήμερα, ο Στάρμερ έχει αρκεστεί στον ρόλο του βοηθητικού προσωπικού της κυβέρνησης, με άσκηση εξαιρετικά ήπιας κριτικής. Στο εσωτερικό του κόμματος, η δράση του καταλήγει να εμποδίζει τις καμπάνιες πόρτα-πόρτα, να αποθαρρύνει τα πλέον αφοσιωμένα μέλη και να αποξενώνει τα συνδικάτα. Ωστόσο, ο στόχος αυτών των αποκηρύξεων εξακολουθεί να παραμένει ακατανόητος, κυρίως όταν έχει καθορισθεί από έναν ηγέτη τόσο πολύ απροσδιόριστο πολιτικά. Ο υπερασπιστής των ανθρώπινων δικαιωμάτων που αρνείται να καταψηφίσει το συγχωροχάρτι στα εγκλήματα πολέμου, ο ευρωπαϊστής που έχει μετατραπεί σε ένθερμο οπαδό του Brexit, ο ενωτικός υποψήφιος που οργανώνει εκκαθαρίσεις στο κόμμα του: όσο κι αν αυτές οι μεταμορφώσεις δεν φαίνεται να έχουν απήχηση στην κοινή γνώμη, όπως διαπιστώνεται από τις δημοσκοπήσεις, χειροκροτούνται ενθουσιωδώς από τον Τύπο. Μήπως η πραγματική αφέλεια του Στάρμερ συνίσταται στην πεποίθησή του ότι η στήριξη αυτή θα αποδειχθεί αρκετή για να τον οδηγήσει στην εξουσία;