el | fr | en | +
Accéder au menu

Αίμα και δάκρυα πάνω στα μαλαισιανά γάντια

Τη στιγμή που λόγω της πανδημίας Covid-19 αυξάνεται με εκρηκτικούς ρυθμούς η χρήση των γαντιών λάτεξ ή νιτριλίου, οι Μαλαισιανοί βιομήχανοι, οι μεγαλύτεροι παραγωγοί παγκοσμίως, επωφελούνται από ένα φθηνό εργατικό δυναμικό που κατάγεται από τις φτωχές γειτονικές χώρες. Όμως, αυτοί οι μετανάστες έχουν πιαστεί στο δόκανο του χρέους, καθώς είναι υποχρεωμένοι να δανείζονται για να έχουν το δικαίωμα να εργάζονται. Αποστολή στη Μαλαισία

Κουάλα Λουμπούρ, τέλη του 2019. Ο Σελίφ Σ. (1) δειπνεί σε ένα φτωχικό εστιατόριο ενός βιομηχανικού προαστίου της μαλαισιανής πρωτεύουσας. Μας επιβεβαιώνει ότι η καταναγκαστική εργασία αποτελεί μια ιδιαίτερα διαδεδομένη πρακτική στην Μαλαισία: «Όλοι οι άνθρωποι που ξέρω είναι οικονομικά κατεστραμμένοι για χρόνια ολόκληρα, επειδή πρέπει να πληρώνουν ατζέντηδες που υποτίθεται ότι τους βρίσκουν δουλειά». Και οι εργοδότες, για να είναι βέβαιοι ότι θα παραμείνουν στη δουλειά, τους κατάσχουν τα διαβατήρια.

Ο Σελίφ Σ. εργάζεται εδώ και περισσότερα από δέκα χρόνια σε έναν από τους μεγαλύτερους κατασκευαστές γαντιών από καουτσούκ, που προμηθεύει κατά κύριο λόγο τον υγειονομικό τομέα των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Όμως, το φαινόμενο αφορά το σύνολο των κλάδων της μαλαισιανής οικονομίας που έχουν στραφεί προς τις ξένες αγορές, όπως τα ηλεκτρονικά, η ένδυση και τα κάθε είδους προϊόντα από καουτσούκ. Το 2018, οι εξαγωγές μικροηλεκτρονικών εξαρτημάτων ανήλθαν στα 44,8 δισ. δολάρια (38 δισ. ευρώ), ενώ των ενδυμάτων και αξεσουάρ στα 4,2 δισ. δολάρια. Το 2019, δεδομένου ότι η Μαλαισία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός γαντιών από καουτσούκ παγκοσμίως, κάλυψε το 63% της παγκόσμιας ζήτησης, που ανερχόταν σε 300 δισ. ζευγάρια (2). Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Εργασίας (ΔΟΕ/ILO), οι μετανάστες εργαζόμενοι αποτελούν το 20-30% του εργατικού δυναμικού της χώρας. Οι μισθοί της Μαλαισίας κάνουν τους Νεπαλέζους, τους Μπαγκλαντεσιανούς, τους Βιρμανούς και πολλούς άλλους να ονειρεύονται ότι θα κατορθώσουν να βελτιώσουν τη μοίρα της οικογένειάς τους που έχει μείνει πίσω στην πατρίδα τους, παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιο συνεπάγεται πολλά και οδυνηρά χρόνια εξορίας. Το 2018, τα εμβάσματα από τους μετανάστες προς τις χώρες καταγωγής τους άγγιξαν τα 9 δισ. ευρώ (3).

Όμως, η απομάκρυνση από τον τόπο τους δεν είναι το μοναδικό τίμημα που οφείλουν να πληρώσουν. Πολλοί ανάμεσά τους έχουν χρεωθεί βαρύτατα πριν καν την αναχώρησή τους, με εξωφρενικά επιτόκια, από τοπικούς δανειστές προκειμένου να πληρώσουν τους στρατολογητές που έχουν στείλει στη χώρα τους οι μαλαισιανές εταιρείες. Όλες οι μαρτυρίες που συγκεντρώσαμε μοιάζουν μεταξύ τους. Όπως και ο Σελίφ Σ., οι εργάτες ζουν σε εστίες. Βιάζονται να φάνε το βραδινό τους για να επιστρέψουν πριν από την έναρξη της απαγόρευσης κυκλοφορίας. Εάν αργήσουν να επιστρέψουν ή περάσουν τη νύχτα εκτός εστίας χωρίς να έχουν λάβει προηγουμένως άδεια, κινδυνεύουν να τους επιβληθεί πρόστιμο που μπορεί να φτάνει έως και το ήμισυ του βασικού μισθού. «Τα πρόστιμα και οι αναστολές σύμβασης εργασίας είναι συχνά φαινόμενα», διαβεβαιώνει ο Σελίφ Σ. και μας μιλάει για την αναστολή σύμβασης που επιβλήθηκε σε έναν νεαρό επειδή αποκοιμήθηκε στη δουλειά. Για τους νεοαφιχθέντες, η δωδεκάωρη εργασία, συχνά χωρίς κανένα ρεπό επί ένα μήνα, αποτελεί μια βάναυση αλλαγή τρόπου ζωής.

Πριν φύγουν από την πατρίδα τους, οι Μπαγκλαντεσιανοί εργάτες που συναντήσαμε είχαν καταβάλει στους στρατολογητές μεταξύ 3.700 και 4.300 ευρώ ο καθένας. Για τους Νεπαλέζους, τα ποσά κυμαίνονταν μεταξύ 1.100 και 1.250 ευρώ. Δεδομένου ότι στη Μαλαισία ο κατώτατος μηνιαίος μισθός ανέρχεται στα 240 ευρώ και με τις υπερωρίες μπορεί να φθάσει το πολύ τα 400 ευρώ (μετά παύουν να πληρώνονται υπερωρίες), εύκολα καταλαβαίνει κάποιος ότι θα χρειαστούν αρκετά χρόνια μέχρι να αποκτήσουν την ελευθερία τους.

Επιθεωρήσεις χρηματοδοτούμενες από τις πολυεθνικές

Πολλοί προσπαθούν να ξεφύγουν από την παγίδα του χρέους πολλαπλασιάζοντας τις υπερωρίες, νόμιμες ή μη. Άλλοι θα προτιμούσαν να επιστρέψουν στον τόπο τους, αλλά οι δυσκολίες αποδεικνύονται μεγαλύτερες από το κουράγιο τους. O Άσαντ Ι. εκμυστηρεύεται: «Δεν αντέχω άλλο. Αν μπορούσα, θα επέστρεφα στον τόπο μου, αν και κάτι τέτοιο θα μου στοίχιζε πολύ ακριβά και θα σήμαινε ακόμη μεγαλύτερο δανεισμό. Είναι όμως αδύνατον: μου έχουν κατάσχει το διαβατήριο. Και φοβάμαι ότι θα με ξυλοκοπήσουν αγρίως εάν με πιάσουν».

Η Ουρμίλα Μπούλα, ειδική εισηγήτρια του ΟΗΕ για τις σύγχρονες μορφές δουλείας την περίοδο 2014-2020, το επιβεβαιώνει: «Οι στρατολογητές αποσπούν από τους μετανάστες τεράστια ποσά τάζοντάς τους θέσεις εργασίας στο εξωτερικό οι οποίες, τις περισσότερες φορές, δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι, οι εργαζόμενοι βρίσκονται απόλυτα εξαρτημένοι από τους εργοδότες τους, που γνωρίζουν πολύ καλά πώς λειτουργεί το σύστημα».

Οι δυτικές επιχειρήσεις επωφελούνται από το φτηνό εργατικό δυναμικό, ολοένα πιο πολυάριθμο εξαιτίας της μεταφοράς της παραγωγικής δραστηριότητας σε χώρες με χαμηλά κόστη. Κι αν πολλές διεθνείς εταιρείες επιβάλλουν στους προμηθευτές τους κανονισμούς δεοντολογίας που απαγορεύουν ρητά την καταναγκαστική εργασία, αυτή εξακολουθεί να ανθεί μέσα στις παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού.

Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση αρκετών παραγωγών γαντιών, των οποίων οι Αμερικανοί πελάτες συγκαταλέγονται στον ετήσιο κατάλογο το περιοδικό «Fortune» με τις 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις. Ανάμεσά τους βρίσκουμε τη McKesson (16η μεγαλύτερη επιχείρηση παγκοσμίως με κριτήριο τον κύκλο εργασιών), την Owens & Minor (25η), αλλά και τη Henry Schein (66η) και τη Medline. Όταν ρωτήθηκαν, οι McKesson, Henry Schein και Medline μάς διαβεβαίωσαν ότι απαιτούν από τους προμηθευτές τους «να συμμορφώνονται με τις ισχύουσες ρυθμίσεις», χωρίς να τοποθετηθούν στο ζήτημα των πραγματικών συνθηκών εργασίας που επικρατούν στις επιχειρήσεις των μαλαισιανών υπεργολάβων τους.

Οι μέτοχοί τους δεν είναι διόλου πιο ομιλητικοί, κυρίως οι μεγάλοι οίκοι διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων που κατέχουν μερίδιο αυτών των ομίλων, όπως η BlackRock, η State Street Global Advisor (SSGA) και η Vanguard Group. Η τελευταία δηλώνει ότι «αποδίδει μεγάλη σημασία στον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από τις εταιρείες του χαρτοφυλακίου της», καθώς και ότι διαχειρίζεται τις αλυσίδες εφοδιασμού σε στενή συνεργασία μαζί τους. Η BlackRock, παρά το γεγονός ότι έχει εκφράσει την επιθυμία να ευνοήσει τις αειφόρες επενδύσεις, δεν απάντησε στις ερωτήσεις που της θέσαμε. Ούτε και η SSGA.

Η έλλειψη διαφάνειας και χειροπιαστής δέσμευσης δεν είναι καθόλου περίεργη: ο έλεγχος των ξένων προμηθευτών ανατίθεται τις περισσότερες φορές σε ιδιωτικούς ελεγκτικούς οίκους, που φροντίζουν ιδιαίτερα να αποφεύγεται οποιαδήποτε δημοσιοποίηση των συμπερασμάτων τους. Σύμφωνα με εσωτερικές πηγές που προτίμησαν να διατηρήσουν την ανωνυμία τους, οι συνθήκες εργασίας στις μαλαισιανές επιχειρήσεις κατασκευής γαντιών αποτελούν όντως αντικείμενο ελέγχου από οίκους με κέρδη πολλών εκατομμυρίων, όπως οι αμερικανικοί Intertek και Underwriters Laboratories (UL) ή ο ελβετικός SGS. Ωστόσο, κανένας από αυτούς τους οίκους δεν δέχθηκε να σχολιάσει τα αποτελέσματα της έρευνάς μας που αποδεικνύουν την ύπαρξη καταναγκαστικής εργασίας. Σύμφωνα με τους επαγγελματίες που εμπλέκονται άμεσα στην πραγματοποίηση των ελέγχων για τα εργασιακά δικαιώματα, η αβυσσαλέα υπερχρέωση των εργατών κατά τη διάρκεια της στρατολόγησής τους δεν αποτελεί μυστικό για κανέναν, οι οίκοι όμως δεν βλέπουν απόδειξη ότι υφίσταται ζήτημα δουλείας στη συγκεκριμένη πρακτική.

Επιπλέον, οι έλεγχοι χρηματοδοτούνται από τις ίδιες τις πολυεθνικές. Το 2019, η Μη Κυβερνητική Οργάνωση Clean Clothes Campaign («Εκστρατεία για καθαρά ρούχα») κατέγραψε 200 περιπτώσεις παράτυπων ελέγχων. Ο Μπεν Βανπεπερστρέτε, ένας από τους συντάκτες της έρευνας, εκφράζει τη βαθύτατη λύπη του για την κατάσταση: «Τα γεγονότα αποδεικνύουν ότι το σύστημα των ελέγχων για τα εργασιακά δικαιώματα δεν είναι αποτελεσματικό για την προστασία των εργαζόμενων. Το μόνο που προστατεύει είναι η φήμη και η κερδοφορία των εταιρειών, ενώ παράλληλα εμποδίζει τη δημιουργία ικανοποιητικότερων οικονομικών μοντέλων» (4).

Μερικές φορές, κάποιες μικρές οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών κατορθώνουν με μια καλά ενορχηστρωμένη εκστρατεία στα μέσα ενημέρωσης να υποχρεώσουν τους επενδυτές και τις πολυεθνικές να αναλάβουν δράση για την αντιμετώπιση του προβλήματος, επιτυγχάνοντας εκεί όπου η έννοια της εταιρικής κοινωνικής ευθύνης, που συχνά προτάσσεται, αποτυγχάνει. Το 2019, μετά από πολύμηνη έρευνα και πιέσεις, η αμερικανική ΜΚΟ Transparentem απέσπασε ποσό 1,6 εκατομμυρίων ευρώ ως αποζημίωση για λογαριασμό 2.500 μεταναστών που εργάζονταν στον κλάδο ένδυσης της Μαλαισίας και είχαν πληρώσει για να προσληφθούν (5). Η ολλανδική ΜΚΟ Electronics Watch απέσπασε 9 εκατομμύρια ευρώ για να αποζημιωθούν 10.000 μετανάστες εργαζόμενοι στη βιομηχανία ηλεκτρονικών της Ταϊλάνδης (6). Η δε Workers Rights Consortium, με έδρα την Ουάσιγκτον, 4 εκατομμύρια ευρώ για 2.000 εργάτες της μαλαισιανής υφαντουργίας (7).

Από την 1η Οκτωβρίου του 2019 πνέει ένας άνεμος αλλαγής, τουλάχιστον στη Μαλαισία. Οι αμερικανικές τελωνειακές αρχές έλαβαν τη –σπάνια για τα δεδομένα τους– απόφαση να απαγορεύσουν την εισαγωγή των γαντιών μίας χρήσεως της μαλαισιανής εταιρείας WRP Asia Pacific, καθώς υπήρχαν υποψίες για καταναγκαστική εργασία στους κόλπους της. Η απόφαση προκάλεσε σεισμό στο σύνολο του κλάδου. Ο υπουργός Ανθρώπινων Πόρων υποσχέθηκε να ενσωματώσει στον Εργατικό Κώδικα νέες διατάξεις που θα προστατεύουν περισσότερο τους εργαζόμενους (8) , ενώ παράλληλα προειδοποίησε τις επιχειρήσεις ότι διέτρεχαν τον κίνδυνο να προκαλέσουν την οργή της Ουάσιγκτον και τις εμπορικές κυρώσεις της εάν δεν έβαζαν τέλος στην καταναγκαστική εργασία. Η πρόβλεψή του επαληθεύτηκε τον Ιούλιο του 2020, όταν οι ΗΠΑ αυτή τη φορά απαγόρευσαν οποιαδήποτε εισαγωγή από τα μαλαισιανά εργοστάσια της Top Glove, του μεγαλύτερου κατασκευαστή γαντιών παγκοσμίως.

Οι επιπτώσεις αυτού του δεύτερου προειδοποιητικού χτυπήματος υπήρξαν άμεσες, αλλά και πρωτοφανούς έκτασης. Τρεις εβδομάδες αργότερα, η Top Glove ανακοίνωσε ότι θα καταβάλει 10 εκατομμύρια ευρώ στους αλλοδαπούς εργάτες της, ως αντιστάθμισμα των εξόδων που κακώς είχαν επωμισθεί προκειμένου να προσληφθούν. Η Hartalega, ένας από τους γίγαντες του κλάδου, ακολούθησε το παράδειγμά της ανακοινώνοντας αποζημιώσεις ύψους 8 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ η Supermax δήλωσε ότι έχει αρχίσει τους υπολογισμούς των αποζημιώσεων που οφείλει να καταβάλει. Τον Οκτώβριο του 2020, η Top Globe τριπλασίασε σχεδόν την αποζημίωσή της (28 εκατομμύρια ευρώ), ενώ η Kossan Rubber Industries υποσχέθηκε να καταβάλει 10 εκατομμύρια ευρώ στους μετανάστες εργαζομένους της. Ανησυχώντας στην ιδέα ότι θα κλείσουν και γι’ αυτούς οι πόρτες της αμερικανικής αγοράς, αρκετοί από τους ανταγωνιστές τους έσπευσαν να τους μιμηθούν.

Η WRP Asia Pacific είχε επίσης κινήσει τη διαδικασία για την αποζημίωση 1.600 εργαζομένων της με 4,4 εκατομμύρια ευρώ, γεγονός που της εξασφάλισε, από τον Μάρτιο του 2020, την άρση των αμερικανικών κυρώσεων που της είχαν επιβληθεί. Για την ώρα, πρόκειται κυρίως για ανακοινώσεις: αυτές οι διαδικασίες δεν θα οδηγήσουν σε κάποιο αποτέλεσμα προτού περάσουν αρκετοί μήνες, ακόμα και χρόνια, και θα πρέπει να υπάρξει στενή παρακολούθησή τους. Θα μπορούσαν μάλιστα να οδηγήσουν πολλούς εργαζόμενους να αποδεχθούν αποκρουστικές συνθήκες εργασίας, από φόβο μήπως χάσουν κάθε δυνατότητα αποζημίωσης εάν εγκαταλείψουν την επιχείρηση. Όσο για τις ξένες επιχειρήσεις, που επί χρόνια επωφελήθηκαν από αυτή την εκμετάλλευση των εργαζόμενων, δεν θα πληρώσουν ούτε ένα ευρώ.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν τιμωρεί τους μεγάλους ομίλους. Διαθέτει ωστόσο τα εμπορικά εργαλεία που της επιτρέπουν να στερεί από ολόκληρες χώρες την προνομιακή πρόσβαση στην εσωτερική αγορά της, εφόσον παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα. Πλέον, «η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να αποκτήσει τη δυνατότητα να αποκλείει την εισαγωγή προϊόντων ή υπηρεσιών που παράγονται με προσφυγή στη δουλεία ή στην εκμετάλλευση ευάλωτων πληθυσμών, κυρίως μεταναστών», μας δηλώνει η αντιπρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Χάιντι Χοτάλα. «Παρά το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δείχνει απρόθυμη να μιμηθεί το αμερικανικό παράδειγμα, η Ε.Ε. ετοιμάζει αυτή τη στιγμή έναν νόμο που θα υποχρεώνει τις επιχειρήσεις να διασφαλίζουν ότι οι υπεργολάβοι τους θα σέβονται τα ανθρώπινα δικαιώματα.» Τον Απρίλιο του 2020, ο Ευρωπαίος επίτροπος αρμόδιος για την δικαιοσύνη Ντιντιέ Ρέιντερς ανήγγειλε ότι το κείμενο θα τεθεί σε ισχύ το 2021 και ότι θα εμπνέεται από τον γαλλικό νόμο για την υποχρέωση επαγρύπνησης των εντολοδοτριών επιχειρήσεων, ο οποίος ψηφίστηκε μεν το 2017 αλλά δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί στον βαθμό που θα έπρεπε.

Το όπλο των δημόσιων προμηθειών

Στο επίπεδο των κρατών-μελών, τα νομοθετικά μέτρα με αναγκαστικό χαρακτήρα που αποσκοπούν στην εξυγίανση των πρακτικών στις διασυνοριακές αλυσίδες εφοδιασμού προχωρούν με αργά αλλά σίγουρα βήματα. Στη Γερμανία και στην Ολλανδία εκπονούνται νόμοι που επιβάλλουν μια μορφή «υποχρέωσης για επαγρύπνηση». Σε δεκατρείς άλλες χώρες εξετάζονται προτάσεις που κινούνται προς αυτήν την κατεύθυνση ή προωθούνται με δυναμικό τρόπο από την κοινωνία των πολιτών. Θα πρέπει να υιοθετηθούν στιβαροί μηχανισμοί εφαρμογής και ελέγχου, προκειμένου να καταστεί δυνατό να επιβληθούν κυρώσεις στους Ευρωπαίους εισαγωγείς που συνεργάζονται με μαλαισιανούς παραγωγούς οι οποίοι καταφεύγουν στην καταναγκαστική εργασία. Θα μπορούσαν επίσης να δημιουργηθούν μηχανισμοί αποζημίωσης των θυμάτων.

Αυτά όσον αφορά το μαστίγιο. Όμως, οι κυβερνήσεις μπορούν να χρησιμοποιήσουν και ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό καρότο: τις δημόσιες προμήθειες. Στις χώρες-μέλη του Οργανισμού για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη (ΟΟΣΑ), αντιπροσωπεύουν το 12% του Ακαθάριστου Εγχώριου Εισοδήματος. Η αγοραστική τους δύναμη τους προσδίδει ένα ισχυρό μέσο πίεσης ώστε να παρακινήσουν τις επιχειρήσεις να εγγυηθούν αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας σε όλα τα επίπεδα της αλυσίδας εφοδιασμού. Ωστόσο, αν εξετάσουμε τον κατάλογο των προμηθευτών γαντιών στις αμερικανικές, βρετανικές, σουηδικές ή δανικές δημόσιες ιατρικές υπηρεσίες, διαπιστώνουμε ότι το συγκεκριμένο όπλο δεν χρησιμοποιείται.

Στη Σουηδία, η τοπική αυτοδιοίκηση έχει συντάξει κοινούς κώδικες δεοντολογίας και συμβατικές ρήτρες με στόχο την προώθηση των ηθικών αγορών. Το 2019, πραγματοποίησαν –και δημοσιοποίησαν– έλεγχο στους τρεις μεγαλύτερους μαλαισιανούς κατασκευαστές γαντιών μίας χρήσεως, εντοπίζοντας πολλές ενδεχόμενες περιπτώσεις καταναγκαστικής εργασίας. Και, ήδη από την επόμενη χρονιά, επέστρεψαν στην Μαλαισία για να πραγματοποιήσουν μια νέα σειρά ελέγχων. Όπως το θέτει η Έμμα Λεβάου, εκπρόσωπος της κομητείας του Εστεργκέτλαντ, «ο αγώνας ενάντια στη δουλεία που προκαλεί το χρέος και στην εκμετάλλευση των μεταναστών εργατών είναι μια υπόθεση μακράς διάρκειας»«Sustainable supply chain – Guidelines contractual terms», έκθεση 2019, Hållbar Upphandling, Στοκχόλμη.[/efn_note].

Peter Bengsten

Δημοσιογράφος
Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Για λόγους ασφαλείας, τα ονοματεπώνυμα των μεταναστών έχουν αλλαχθεί.

(3Isaku Endo, José de Luna-Martinez και Dieter de Smet, «Three things to know about migrant workers and remittances in Malaysia», World Bank Blogs, 1η Ιουνίου 2017.

(4«Fig leaf for fashion: How social auditing protects brands and fails workers», έκθεση 2019, Clean Clothes Campaign, Άμστερνταμ.

(5Steven Greenhouse, «NGO’s softly-softly tactics tackle labor abuses at Malaysia factories», «The Guardian», Λονδίνο, 22 Ιουνίου 2019.

(6Nanchanok Wongsamuth, «Thai electronic firms compensates exploited workers in rare award», Reuters, 11 Δεκεμβρίου 2019.

(7«Largest sum ever: WRC recovers 4,5 million dollars in unpaid severance», Worker Rights Consortium, Ουάσιγκτον, 4 Δεκεμβρίου 2019.

(8Βλ. Jason Thomas, «Stop forced labor or Malaysia may face sanctions, warns Kula», «Free Malaysia Today», Πέταλινγκ Τζάγια (Μαλαισία), 7 Ιανουαρίου 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο