Κάθε φορά που ο Ναντέρ Φαχμί (1) διασχίζει την πλατεία Ταχρίρ, στο κέντρο του Καΐρου, η καρδιά του χτυπά δυνατά. Δεν είναι ούτε η συγκίνηση ούτε η νοσταλγία για την επανάσταση του 2011 που του προκαλούν αυτή την αντίδραση, αλλά ο φόβος. «Εάν η αστυνομία με σταματήσει και μου ζητήσει να ξεκλειδώσω το κινητό μου, κινδυνεύω να συλληφθώ», ψιθυρίζει ο ακτιβιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το 2011, σε ηλικία ούτε είκοσι ετών, είχε συμμετάσχει στις λαϊκές κινητοποιήσεις που ξεκίνησαν στις 25 Ιανουαρίου και κατέληξαν στην παραίτηση του προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ στις 11 Φεβρουαρίου. Θυμάται τις πυκνές σειρές των αλληλέγγυων διαδηλωτών, τα συνθήματα που κραύγαζαν χωρίς σταματημό, όπως «El-cha’ab yourid isqat el-nizam» («Ο λαός θέλει το καθεστώς να πέσει») ή «Irhal!» («Πάρε δρόμο!») και τις αυθόρμητες πολιτικές συζητήσεις που άνθιζαν στα αυτοσχέδια καταλύματα της πλατείας. Σήμερα, γνωρίζει καλά πως η παραμικρή υποψία εναντίον του θα μπορούσε να τον οδηγήσει στην φυλακή, όπου κρατούνται περίπου εξήντα με εκατό χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι, σύμφωνα με στοιχεία του Ινστιτούτου Μελετών των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Καΐρου (2).
Οι αυθαίρετοι έλεγχοι γύρω από την πλατεία Ταχρίρ γενικεύτηκαν από τον Σεπτέμβριο του 2019, όταν οι διαδηλώσεις ενάντια στον πρόεδρο Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, που κατέχει το αξίωμα από το 2014, ταρακούνησαν την καρδιά τόσο της αιγυπτιακής πρωτεύουσας όσο και άλλων περιοχών της χώρας. Σε ένα καθεστώς μη ανεκτικό σε οποιαδήποτε μορφή διαμαρτυρίας, μέσα στις πρώτες δεκαπέντε ημέρες που ακολούθησαν την έκρηξη λαϊκής οργής περισσότεροι από 4.400 πολίτες φυλακίστηκαν, εκ των οποίων 900 περίπου στο Κάιρο (3). Όσο για την πλατεία, μοιάζει σήμερα με «στρατιωτικό φυλάκιο επανδρωμένο από αστυνομικούς με πολιτικά», συνεχίζει ο Φαχμί. «Είναι περισσότεροι από τους περαστικούς. Τους αναγνωρίζεις από την εμφάνισή τους, το μουστάκι και τα καλογυαλισμένα παπούτσια τους. Ο εκφοβισμός είναι διαρκής.»
Η πρακτική καταστολής, που εφαρμόζεται στο όνομα της «καταπολέμησης της τρομοκρατίας» και της «διασφάλισης της σταθερότητας», αντικατοπτρίζεται και στην ανάπλαση της πλατείας, έργο που ξεκίνησε τον Οκτώβριο του 2019. Το συμβολικό σταυροδρόμι, έκτασης 75 στρεμμάτων, έχει μετατραπεί σε υπαίθριο μουσείο αφιερωμένο στη φαραωνική Αίγυπτο, σύμφωνα με τις επιθυμίες της κυβέρνησης, που επένδυσε στο έργο σχεδόν 8 εκατομμύρια ευρώ. Ένας οβελίσκος ύψους δεκαεπτά μέτρων δεσπόζει πλέον στο κέντρο του αστικού κόμβου που κατακλύζεται από αυτοκίνητα. Τέσσερις σφίγγες με κεφάλι κριαριού, μεταφερμένες από τον ναό του Καρνάκ, πλαισιώνουν τον οβελίσκο που χρονολογείται από την περίοδο της βασιλείας του Ραμσή Β΄. Στους πρόποδες του μνημείου, μια τιμητική πλακέτα μνημονεύει συνοπτικά τη σύγχρονη ιστορία της πλατείας διαμέσου τεσσάρων «επαναστάσεων»: την επανάσταση του 1919 για την ανεξαρτησία με επικεφαλής τον Σάαντ Ζαγκλούλ, το πραξικόπημα των «Ελεύθερων Αξιωματικών» του 1952 που εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία, την εξέγερση της 25ης Ιανουαρίου 2011 που σηματοδότησε την αρχή του τέλους για τον Μουμπάρακ και τέλος τις διαδηλώσεις της 30ής Ιουνίου 2013, που οδήγησαν στην καθαίρεση από τον στρατό του Μοχάμεντ Μόρσι, του πρώτου μη στρατιωτικού προέδρου της Αιγύπτου που εξελέγη δημοκρατικά, στις 3 Ιουλίου 2013. Το τελευταίο αυτό γεγονός, σύμφωνα με την επιγραφή, μετέτρεψε την πλατεία Ταχρίρ «σε σύμβολο της ελευθερίας των Αιγυπτίων».
Απαγόρευση των μη επίσημων εκδηλώσεων
Η «ελευθερία» που είναι χαραγμένη στη βάση του οβελίσκου απαγορεύει την προσέγγιση ή τη φωτογράφιση της πλατείας από τους περαστικούς, έως και τη δυνατότητά τους να καθίσουν στα προσφάτως εγκατεστημένα παγκάκια. Τον Μάιο, οι αρχές ανέθεσαν στην εταιρεία παροχής υπηρεσιών ασφαλείας Falcon τη φύλαξη της πλατείας. Η εταιρεία, στενά συνδεδεμένη με τις στρατιωτικές υπηρεσίες πληροφοριών της χώρας (4) , το 2014 είχε σαρώσει στον διαγωνισμό για τη «φύλαξη» μιας δεκάδας δημόσιων πανεπιστημίων –τότε εστίες πολυάριθμων κινητοποιήσεων κατά του καθεστώτος. «Η πλατεία Ταχρίρ μοιάζει με οχυρό σε έναν πόλεμο μεταξύ δύο αντίπαλων στρατοπέδων. Εκείνος που θα την καταλάβει και θα κυριαρχήσει σε αυτή, θα είναι και ο νικητής», αναλύει η Γκαλίλα Ελ Καντί. Αρχιτέκτονας, πολεοδόμος και ομότιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Έρευνας για την Ανάπτυξη, στις πρόσφατες χωροταξικές διευθετήσεις βλέπει την ομολογία της «έμμονης ιδέας» της κυβέρνησης μετά την επανάσταση: ότι ο αιγυπτιακός λαός θα αρχίσει και πάλι τις συγκεντρώσεις.
Η πολιτική σημασία της πλατείας, πολύ προγενέστερη του 2011, χρονολογείται από τις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ακόμα ονομαζόταν πλατεία Ισμαηλίγια. Από το 1930, υπό την ώθηση του υπέρ της ανεξαρτησίας κόμματος Ουάφντ, η πλατεία καθιερώνεται, σε βάρος άλλων σταυροδρομιών της αιγυπτιακής πρωτεύουσας, ως «ο τόπος της οργής, της ελευθερίας και της αλλαγής» (5).
Από το 1952, όταν έλαβε το σημερινό της όνομα, η πλατεία Ταχρίρ («Πλατεία Ελευθερίας») είχε χρησιμεύσει αποκλειστικά για την πραγματοποίηση φιλοκυβερνητικών συγκεντρώσεων, με εξαίρεση τις φοιτητικές διαδηλώσεις του 1972 και την «Εξέγερση του ψωμιού» το 1977. Έτσι, κατά τη διάρκεια των ετών που προηγήθηκαν της επανάστασης του 2011, οι διαδηλώσεις του κινήματος Κεφάγια («Φτάνει Πια») υπέρ του εκδημοκρατισμού της χώρας πραγματοποιήθηκαν σε μικρότερες πλατείες του κέντρου της πόλης. «Έφτασε η επανάσταση και απελευθερώσαμε την Ταχρίρ», συνοψίζει η Ελχάμ Αϊντάρος, πολιτική ακτιβίστρια, ιδρυτικό μέλος της Σοσιαλιστικής Λαϊκής Συμμαχίας, που σχηματίστηκε την επομένη της 25ης Ιανουαρίου.
Οι Αιγύπτιοι δεν ξέχασαν την ένταση και την έξαψη εκείνης της περιόδου. Κατά τη διάρκεια της εξέγερσης των δεκαοκτώ ημερών που προηγήθηκε της πτώσης του Μουμπάρακ, η γενναιότητα των διαδηλωτών στην πλατεία και στη γύρω περιοχή απέναντι στην ακραία αστυνομική βία, όπως αναμεταδόθηκε από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συνέβαλε έντονα στην «απομυθοποίηση της εικόνας παντοδυναμίας των αστυνομικών δυνάμεων (6) », όπως για παράδειγμα όταν ένας άνδρας προσπάθησε να απωθήσει με τα χέρια του ένα τεθωρακισμένο όχημα ή όταν η διαμαρτυρόμενη νεολαία αντιμετώπιζε, χωρίς να υποχωρεί λεπτό, τις πολυάριθμες επιθέσεις των baltaguiyas, μπράβων ελεγχόμενων από το καθεστώς.
Απέναντι στη στρατιωτική εξουσία, που στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής της μετάβασης και συνδέθηκε με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα σε μια αμφισβητούμενη εκλογική διαδικασία, η πλατεία μετατράπηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις σε μια ζώνη της οποίας τον έλεγχο όφειλαν να διατηρήσουν προκειμένου να παρατείνουν την κινητοποίηση (7). «Ήταν ένας πολιτικός χώρος προορισμένος για την αμφισβήτηση όλων των ηγεσιών, είτε επρόκειτο για το Ανώτατο Συμβούλιο Ενόπλων Δυνάμεων είτε, αργότερα, για τον Μοχάμεντ Μόρσι [εκλέχθηκε τον Ιούνιο του 2012]», συνεχίζει η Αϊντάρος.
Ωστόσο, η διασταύρωση μεγάλων οδικών αρτηριών γύρω από την πλατεία δεν ήταν ευνοϊκή όσον αφορά την κατάληψή της από πολίτες. Έτσι, η Ελ Καντί ονειρεύεται τη διαιώνιση του επαναστατικού χαρακτήρα αυτού του δημόσιου χώρου μέσω του πολεοδομικού μετασχηματισμού του. Προτείνει την πεζοδρόμηση της πλατείας μέχρι τις βάσεις των ετερογενών κτιρίων της και τον περιορισμό της κυκλοφορίας των οχημάτων στα άκρα της. Αντ’ αυτού, μόλις ο Αλ-Σίσι ανέλαβε την εξουσία, ολοκληρώθηκε ένα υπόγειο πάρκινγκ, η κατασκευή του οποίου είχε διακοπεί κατά τη διάρκεια της επανάστασης. Καλύπτοντας σχεδόν το ήμισυ της επιφάνειας της πλατείας, οι μεγάλοι αεραγωγοί του παραμορφώνουν την όψη της και εμποδίζουν την ενοποίηση οποιασδήποτε συγκέντρωσης.
Σύμβουλος του κυβερνήτη του Καΐρου, από την επομένη της επανάστασης έως και το 2017, η Ελ Καντί διαπίστωσε ότι οι αποφάσεις σχετικά με την διαμόρφωση της πλατείας υπέρβαιναν τις αρμοδιότητες του εργοδότη της. Πάρθηκαν στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, ανάγοντας το ζήτημα σε «κρατική υπόθεση». Λίγες μέρες πριν από την ανατροπή του Μόρσι, ο στρατός αποφάσισε να εμφανίσει τις προθέσεις του. Στις 30 Ιουνίου 2013, εκατομμύρια πολίτες συγκεντρώθηκαν σε μια πλατεία περικυκλωμένη από τανκ, βροντοφωνάζοντας την αντίθεσή τους στην προεδρία Μόρσι (8).
H στρατηγική της κατοχής της πλατείας Ταχρίρ συνεχίστηκε και τον Οκτώβριο του 2013. Σε μια μεγάλη εξέδρα με θέα την πλατεία, οι επίσημοι εορτασμοί για την αιγυπτιακή «νίκη» στον αραβοϊσραηλινό πόλεμο του 1973 πρόσφεραν ένα θέαμα που ήταν «πιστή αντιγραφή των επίσημων εορτασμών της εποχής Μουμπάρακ», θυμάται η Αϊντάρος. «Μια νέα δικτατορία στηνόταν, με επικεφαλής τον Αλ-Σίσι και τον στρατάρχη Ταντάουι, επικεφαλής του Ανωτάτου Συμβουλίου Ενόπλων Δυνάμεων. Με αυτόν τον τρόπο, η κυβέρνηση οικειοποιήθηκε την πλατεία Ταχρίρ, ως ένδειξη κυριαρχίας στο σύνολο του δημόσιου χώρου».
Από τον επόμενο μήνα, απαγορεύθηκαν οι μη επίσημες εκδηλώσεις στην πλατεία. Τον Νοέμβριο του 2013, σε μια αδιάβατη πλατεία Ταχρίρ, μια χούφτα αξιωματούχων εγκαινίασε ένα μνημείο αφιερωμένο στους «μάρτυρες των δύο επαναστάσεων», που είχε κατασκευαστεί μέσα σε μόλις λίγες ημέρες. Λίγα χιλιόμετρα ανατολικότερα, στην πλατεία Ραμπάα Αλ-Ανταουίγια, καμία αναμνηστική πλάκα δεν τιμά τη μνήμη των εκατοντάδων θανάτων (τουλάχιστον χίλιων, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) που προκλήθηκαν από την καταστολή των υποστηρικτών του Μόρσι, στις 14 Αυγούστου 2013…
Τα διοικητικά κτίρια εγκαταλείπουν το κέντρο της πρωτεύουσας
Για την Ελ Καντί, το μνημείο στην πλατεία Ταχρίρ δεν ήταν παρά μια «γελοία κατασκευή». Με τη σειρά του, ο Αμμάρ Αμπού Μπακρ καταγγέλλει την «υποκρισία». O τελευταίος συγκαταλέγεται στους καλλιτέχνες που δημιούργησαν της διάσημες τοιχογραφίες της οδού Μοχάμεντ-Μαχμούντ, δίπλα στην πλατεία. Ζωγράφισε την καθημερινότητα της εξέγερσης και τα πρόσωπα των «μαρτύρων» της, των εκατοντάδων νεκρών διαδηλωτών, για τους οποίους δεν έχει αποδοθεί ακόμα δικαιοσύνη. Για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στην οικειοποίηση της μνήμης της πλατείας από το καθεστώς, κάλυψε το «τείχος των μαρτύρων» με ένα στρώμα χρώματος που θυμίζει στρατιωτική παραλλαγή.
Στα τέλη Νοεμβρίου του 2013, οι επαναστάτες βανδαλίζουν το καινούργιο μνημείο, μετά την παλλαϊκή κατακραυγή. Όμως, ο συμβολισμός της Ταχρίρ ξεφεύγει εντελώς από τα χέρια τους κατά την τρίτη επέτειο της επανάστασης. Στις 25 Ιανουαρίου 2014, ένα προσεκτικά επιλεγμένο πλήθος, πλαισιωμένο από τον στρατό, γιορτάζει τόσο την επέτειο της επανάστασης όσο και την ημέρα της αστυνομίας (9). Την επόμενη χρονιά, μονάχα καμιά δεκαριά μέλη της Σοσιαλιστικής Λαϊκής Συμμαχίας επιχειρούν να τιμήσουν επί τόπου την επέτειο. Κατά τη διάρκεια της ειρηνικής πορείας τους, ένας αστυνομικός πυροβολεί την Σαϊμά Σαμπάγκ, καλλιτέχνιδα και μέλος του κόμματος, στον λαιμό. «Δεν κατάφερε καν να φτάσει στην Ταχρίρ», αφηγείται η Αϊντάρος. «Το μήνυμα του καθεστώτος ήταν ξεκάθαρο: κανείς δεν επιτρέπεται να προσεγγίσει την Ταχρίρ ούτε και να επιχειρήσει να διαδηλώσει. Τέρμα τα παιχνίδια.»
Ένα μήνα μετά τη δολοφονία, στο κέντρο της πλατείας τοποθετήθηκε ένας ψηλός ιστός με την αιγυπτιακή σημαία. Χλευάζοντας, οι παλαίμαχοι της Ταχρίρ αμέσως τον αποκάλεσαν «το παλούκι στην καρδιά της επανάστασης». Τον Σεπτέμβριο, το παρακείμενο Αμερικανικό Πανεπιστήμιο του Καΐρου κατεδάφισε έναν από τους περιμετρικούς τοίχους του, μετατρέποντας σε μπάζα σχεδόν το σύνολο των τοιχογραφιών που είχε δημιουργήσει ο Αμπού Μπακρ στην οδό Μοχάμεντ-Μαχμούντ. Έτσι, τα απομεινάρια της εξέγερσης άρχισαν να εξαφανίζονται ένα προς ένα, όπως είχαν εξαφανιστεί οι ζωγραφισμένοι από τους διαδηλωτές τσιμεντόλιθοι που είχαν τοποθετηθεί για να εμποδίζουν την πρόσβαση στην πλατεία (10).
H απαλοιφή συμβόλων εντείνεται και από το γεγονός ότι κτίρια της κρατικής διοίκησης εγκαταλείπουν το κέντρο της πρωτεύουσας. Το 2016, το ιδιαιτέρως φοβισμένο υπουργείο Εσωτερικών, παρακείμενο στην πλατεία, μετακόμισε στα προάστια. To 2021, και άλλα διοικητικά κτίρια θα ακολουθήσουν το παράδειγμά του και θα μετεγκατασταθούν στη νέα διοικητική πρωτεύουσα –το εμβληματικό έργο του προέδρου Αλ-Σίσι, που ήδη κατασκευάζεται στα ανατολικά του Καΐρου. Απέναντι από το μελλοντικό προεδρικό μέγαρο, η κυβέρνηση κατασκευάζει μια νέα πλατεία, απαλλαγμένη από κάθε επαναστατικό συμβολισμό. «Η “πλατεία του λαού” θα φιλοξενεί τις στρατιωτικές κηδείες», καυχιέται ο Χισάμ Νακίμπ, υπεύθυνος επικοινωνίας της νέας πρωτεύουσας. Όσο για το ιστορικό κέντρο, «θα χάσει το νόημά του χωρίς τις δραστηριότητες έκφρασης της λαϊκής εντολής», παρατηρεί η Ελ Καντί. Οι δραστηριότητες αυτές, όπως και η εγκατάσταση του πανεπιστημίου του Καΐρου στην απέναντι όχθη του Νείλου, είχαν τοποθετήσει την Ταχρίρ στο κέντρο της σκακιέρας των αντιπαραθέσεων, από τις αρχές του 20ού αιώνα έως και την επανάσταση.
Ο Αμπού Μπακρ δεν στεναχωριέται για την εξαφάνιση των τοιχογραφιών του: «Αποτελούσαν μέρος μιας δυναμικής. Από τη στιγμή που η δυναμική αυτή δεν υφίσταται πια, δεν υπάρχει λόγος διατήρησής τους». Ωστόσο, κάποιοι άλλοι ακτιβιστές σκοπεύουν να διατηρήσουν τη μνήμη του τόπου. Έτσι, σχεδόν 858 ώρες υλικού που βιντεοσκοπήθηκε από τη συλλογικότητα Mosireen μεταξύ 2011 και 2014 είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο ως «αρχείο της αντίστασης» (11). «Δεν είναι μονάχα ζήτημα διαφύλαξης, αλλά και πρόσβασης. Δεν πρόκειται απλά για αρχείο, αλλά για οπλοστάσιο», διατείνεται ένα από τα μέλη της.
Αν και σταδιακά απογυμνώνεται από κάθε πολιτική και επαναστατική μνήμη, η πλατεία Ταχρίρ παραμένει το σκηνικό σπάνιων συμβολικών ενεργειών. Τον Νοέμβριο του 2020, ένας άνδρας μαγνητοσκόπησε την αυτοπυρπόλησή του ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη διαφθορά του καθεστώτος. Παρά την εμμονή της εξουσίας να σβήσει την ιστορία της πλατείας, η ταυτότητά της ως τόπος διαμαρτυρίας διαρκεί.