Στις 3 Μαρτίου, συμπληρώθηκαν τρία χρόνια από την οριστική επικύρωση, από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Αιγύπτου, της παραχώρησης των νήσων Τιράν και Σαναφίρ στη Σαουδική Αραβία: μια απόφαση που ελήφθη το 2016 από την κυβέρνηση του στρατάρχη-προέδρου Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι. Η απώλεια της εθνικής κυριαρχίας επί των δύο βραχονησίδων που ελέγχουν την είσοδο στον κόλπο της Άκαμπα, στην Ερυθρά Θάλασσα, δυσαρέστησε μεγάλο αριθμό Αιγυπτίων, οι οποίοι την εξέλαβαν ως πλήγμα στην εθνική τους υπερηφάνεια, αλλά και ως παραδοχή αδυναμίας έναντι της σαουδαραβικής μοναρχίας. Μια τέτοια παραίτηση από τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας θα μπορούσε να πυροδοτήσει εκ νέου αναταραχές στους δρόμους από τους αντιτιθέμενους στον Αλ-Σίσι, όπως έπραξαν μαζικά καθ’ όλη τη διάρκεια του 2016, και στη συνέχεια την άνοιξη του 2017. Αδυσώπητος απέναντι σε κάθε μορφής αντιπολίτευση (1) , ο πρόεδρος δεν μπορεί να ανεχθεί να τον κατηγορούν πως ξεπουλάει το μεγαλείο της χώρας του. Μάλλον το αντίθετο: η διάσημη φράση «Misr, oum el-dounya» –«Αίγυπτος, μητέρα (ή έμβλημα) του κόσμου»– αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της σωβινιστικής και εκδικητικής επίσημης ρητορικής.
Για την κυβέρνηση, είναι ζήτημα επανατοποθέτησης της χώρας στο κέντρο της περιφερειακής σκακιέρας και επαναβεβαίωσης της ισχύος της, που υπονομεύτηκε από τις συνέπειες της επανάστασης του 2011. Εάν και δεν εκφράζει δημοσίως τη λύπη του για τη πτώση του πρώην προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ, ο Αλ-Σίσι υπενθυμίζει τακτικά ότι η σύγχυση που επακολούθησε –ιδίως με την εκλογή στην προεδρία του ισλαμιστή υποψήφιου Μοχάμεντ Μόρσι, το 2012, που ανατράπηκε από τον στρατό έναν χρόνο αργότερα– ανέκοψε μια πολλά υποσχόμενη δυναμική, τόσο σε επίπεδο οικονομίας όσο και γεωπολιτικής (2). Είναι αλήθεια ότι έξι μήνες πριν την επανάσταση, η Παγκόσμια Τράπεζα, αγνοώντας εσκεμμένα τις επαναλαμβανόμενες κοινωνικές αναταραχές στις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνταν στο Δέλτα του Νείλου και το υψηλό ποσοστό ανισοτήτων, κατέτασσε την Αίγυπτο στους «κορυφαίους μεταρρυθμιστές παγκοσμίως» χάρη στο, φιλελεύθερης έμπνευσης, σχέδιο εκσυγχρονισμού της (3). Σε διπλωματικό επίπεδο, η χώρα υπερηφανευόταν επειδή ο Μπαράκ Ομπάμα είχε επιλέξει το Πανεπιστήμιο του Καΐρου για να πραγματοποιήσει την ομιλία του σχετικά με το υποτιθέμενο «νέο ξεκίνημα» στις σχέσεις των ΗΠΑ και του συνόλου του μουσουλμανικού κόσμου, στις 4 Ιουνίου 2009, λιγότερο από έξι μήνες μετά την άφιξη του στον Λευκό Οίκο.
Έτσι, ο πρόεδρος Αλ-Σίσι σκοπεύει να εδραιώσει τη νομιμοποίησή του στο όνομα της αποκατάστασης ενός γοήτρου που αμαυρώθηκε σημαντικά μετά από δέκα χρόνια αναταραχών και βίας. Στο εσωτερικό, η αναζήτηση του μεγαλείου περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τον «Χάρτη του Μέλλοντος», μέσω του οποίου σχεδιάζονται πολλά έργα υποδομής, ανάμεσά τους και η κατασκευή μιας νέας πόλης ανατολικά του Καΐρου, και δέκα αεροδρόμια –φαραωνικά έργα από τα οποία, με την ευκαιρία, επωφελούνται εταιρείες συνδεόμενες με τον στρατό (4). Σε διεθνές επίπεδο, οι κατευθυντήριες γραμμές που δίνονται στο διπλωματικό σώμα είναι σαφείς: η Αίγυπτος δεν μπορεί πλέον να επισκιάζεται από τις άλλες χώρες της περιοχής, είτε πρόκειται για τις μοναρχίες του Κόλπου είτε για την Τουρκία, το Ιράν ή ακόμα και το Ισραήλ.
Η εγκατάλειψη του Τιράν και του Σαναφίρ μοιάζει μάλλον αντιφατική σε αυτήν την αναζήτηση για τη μεγιστοποίηση της επιρροής, καθώς οι δύο νησίδες έχουν στρατηγική σημασία για όποιον θέλει να ελέγχει την πρόσβαση στο ισραηλινό λιμάνι του Εϊλάτ. Σύμφωνα με πληροφορίες Αιγύπτιων αξιωματούχων, η παραχώρηση εξετάστηκε ώριμα από τον πρόεδρο. Πέραν των εύσχημων επιχειρημάτων που προβλήθηκαν –η Αίγυπτος δεν κατέλαβε τις δύο βραχονησίδες παρά μόνο στα τέλη της δεκαετίας του 1940 και αυτό επειδή το είχε ζητήσει ο βασιλιάς Σαούντ, καθώς εκτιμούσε ότι ο στρατός του ήταν ανίκανος να τις υπερασπιστεί έναντι του ισραηλινού ναυτικού– ο βασικός σκοπός της επιστροφής τους είναι η επιθυμία της Αιγύπτου να κερδίσει την εύνοια της Σαουδικής Αραβίας και του νέου καθεστώτος της, που ενσαρκώνεται στο πρόσωπο του πρίγκηπα διαδόχου Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν. Μαζί με τις ΗΠΑ, που παρέχουν στον αιγυπτιακό στρατό ετήσια οικονομική βοήθεια ύψους 1,5 δισεκατομμυρίου δολαρίων, το ουαχαμπικό βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας είναι για το Κάιρο ο δεύτερος απαραίτητος εταίρος. Μετά από μια περίοδο αναστάτωσης των σχέσεων –απόρροια της πτώσης Μουμπάρακ– ο Αλ-Σίσι κατάφερε σταδιακά να εκτονώσει τις εντάσεις μεταξύ των δύο χωρών. Τα νησιά «επεστράφησαν» και κανείς Αιγύπτιος διανοούμενος δεν τόλμησε να καλέσει σε επανάσταση στην αραβική χερσόνησο, όπως και κανείς αξιωματούχος του θρησκευτικού πανεπιστημίου Αλ Αζχάρ δεν διακινδύνευσε να αποκαλέσει τον ουαχαμπισμό «εξτρεμιστικό δόγμα», όπως συνέβη στη Διεθνή Ισλαμική Διάσκεψη του Γκρόζνι της Τσετσενίας, τον Αύγουστο του 2016 (στη συνέχεια, ο θρησκευτικός θεσμός αναγκάστηκε να ζητήσει συγγνώμη από τις σαουδαραβικές αρχές).
Ακόλουθος της Σαουδικής Αραβίας στην Υεμένη
Είτε πρόκειται για την κάλυψη της τρύπας στον προϋπολογισμό είτε για τη χρηματοδότηση του εκσυγχρονισμού και της διεύρυνσης της Διώρυγας του Σουέζ ή την κατασκευή της νέας «μεγαπόλης» από γυαλί και χάλυβα με σκοπό την αποσυμφόρηση της αιγυπτιακής πρωτεύουσας, ο πρόεδρος Αλ-Σίσι πρώτα από όλους απευθύνεται στο Ριάντ. Υποχρεώνεται έτσι σε ορισμένους συμβιβασμούς θέτοντας έτσι όρια στις φιλοδοξίες του. Μετά από κάποιες επικρίσεις για τους τύπους, η κυβέρνηση αποδέχτηκε τελικώς την επιεική στάση της Σαουδικής Αραβίας απέναντι στη αιγυπτιακή Μουσουλμανική Αδελφότητα και διασφάλισε, ταυτόχρονα, τη σιωπή των Υεμενιτών που κατοικούν στις όχθες του Νείλου ως προς τη στρατιωτική επέμβαση της Σαουδικής Αραβίας εναντίον των σιιτών ανταρτών Χούθι (5). Μια επέμβαση που η Αίγυπτος εννοείται ότι στηρίζει ήδη από την απαρχή της, τον Μάρτιο του 2015, σπάζοντας έτσι κάθε δεσμό με την εποχή του Γκαμάλ Άμπντελ Νάσερ, όταν το Κάιρο και το Ριάντ συγκρούονταν στρατιωτικά διά αντιπροσώπων, μέσω των Υεμενιτών συμμάχων τους. Βέβαια, η Αίγυπτος έχει επιστρατεύσει μονάχα το ναυτικό της, ενώ ακόμα δεν έχει αναπτύξει στρατό ξηράς, γεγονός που αποτέλεσε μια σημαντική αιτία παρεξήγησης μεταξύ των δύο χωρών το 2015. Ωστόσο, ο Αλ-Σίσι έχει επανειλημμένως διαβεβαιώσει ότι ο στρατός του θα προστρέξει σε βοήθεια της Σαουδικής Αραβίας σε περίπτωση δραματικής επιδείνωσης της θέσης της στην Υεμένη. Τι κι αν ο υπουργός Εξωτερικών της Αιγύπτου Σάμεχ Σούκρι επαναλαμβάνει ασταμάτητα ότι «η λύση στον πόλεμο της Υεμένης είναι πολιτική»; Γνωρίζει καλά πως η χώρα του δεν μπορεί να διακινδυνεύσει μια μονομερή διπλωματική πρωτοβουλία επί του ζητήματος χωρίς να προκαλέσει την οργή του Ριάντ.
Η κρίση του 2017 με το Κατάρ και η προσωρινή διευθέτησή της, τον περασμένο Ιανουάριο, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Πολιτειών, αποδεικνύουν επίσης ότι το Κάιρο έχει ελάχιστη αυτονομία στις υποθέσεις του Περσικού Κόλπου. Το 2017, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα ανάγκασαν την Αίγυπτο και το Μπαχρέιν να διακόψουν τις διπλωματικές τους σχέσεις με το Κατάρ (6). Την περίοδο εκείνη, ο πρόεδρος Αλ-Σίσι δεν φαίνεται να είχε δυσαρεστηθεί ιδιαίτερα στην ιδέα της τιμωρίας μιας χώρας που δεν σταμάτησε ποτέ να υποστηρίζει τον πρώην πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι και λειτουργεί ως βάση οπισθοφυλακής για τη Μουσουλμανική Αδελφότητα. Όμως, εξαιτίας αυτού, η Αίγυπτος στερείται μια σημαντική δημοσιονομική βοήθεια πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων εκ μέρους του Κατάρ και ταυτόχρονα φέρνει σε δύσκολη θέση τους χιλιάδες υπηκόους της που κατοικούν στο εμιράτο. «Οι Αιγύπτιοι πολίτες μάς δήλωσαν ότι θα προτιμούσαν μια λιγότερο σφοδρή κρίση και σίγουρα όχι τον αποκλεισμό που αναγκαστήκαμε να υποστούμε για τρεισήμισι χρόνια», δηλώνει ένας Καταριανός διπλωμάτης. Τους σχετικούς χειρισμούς αποφασίζουν ο Σαουδάραβας πρίγκηπας διάδοχος και ο ομόλογός του Μοχάμεντ μπεν Ζαγιέντ των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων. Το Κάιρο δεν έχει κανένα λόγο επί του θέματος και αρκείται να ελπίζει στις «ευγενικές προθέσεις» του Κατάρ. Από την πλευρά της, η Ντόχα δεν έκανε επί της ουσίας καμία υποχώρηση, ενώ δεν ικανοποίησε καμία από τις δεκατρείς απαιτήσεις που της υποβλήθηκαν το καλοκαίρι του 2017, μεταξύ των οποίων και το κλείσιμο του ειδησεογραφικού καναλιού Αλ-Τζαζίρα. Έτσι, μια νέα κρίση ελλοχεύει –με τη Σαουδική Αραβία και τα ΗΑΕ να είναι εκείνοι που θα αποφασίσουν αν θα ξεθάψουν το τσεκούρι του πολέμου.
Οι Αιγύπτιοι ηγέτες έχουν επίσης δείξει ευαίσθητοι στις αμερικανικές πιέσεις. Λίγες εβδομάδες προτού αποχωρήσει από τον Λευκό Οίκο, ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ήταν πρόθυμος να διεκδικήσει μια τελευταία διπλωματική επιτυχία στην περιοχή. Ο ζήλος που επέδειξε για τη συμφιλίωση των σεΐχηδων τροφοδότησε τις εικασίες περί πιθανού βομβαρδισμού –της τελευταίας στιγμής– των ιρανικών πυρηνικών εγκαταστάσεων. Η προοπτική αυτή δεν ενθουσίασε καθόλου το Κάιρο, το οποίο γνωρίζει πολύ καλά πως τα ιρανικά αντίποινα θα στρέφονταν πρώτα απ’ όλα στις μοναρχίες του Κόλπου, γεγονός που θα το υποχρέωνε να στείλει τον αιγυπτιακό στρατό προς ενίσχυσή τους. Όμως, η Αίγυπτος έχει ήδη τρεις διπλωματικές-στρατιωτικές προτεραιότητες που την εμποδίζουν να διασκορπίσει τις δυνάμεις της. Κατ’ αύξουσα σειρά σπουδαιότητας, είναι οι σχέσεις με τις ΗΠΑ, η διένεξη στη Λιβύη και οι εντάσεις με την Αιθιοπία.
Το Κάιρο δεν έχει ξεχάσει ότι ο Τζο Μπάιντεν διατέλεσε αντιπρόεδρος μιας κυβέρνησης που τάχθηκε υπέρ της αναγκαστικής παραίτησης του Χόσνι Μουμπάρακ και ανέστειλε προσωρινά την οικονομική βοήθεια στη χώρα, το φθινόπωρο του 2013, μετά το πραξικόπημα κατά του προέδρου Μόρσι. Το 2016, ο αιγυπτιακός Τύπος επικρότησε την εκλογή Τραμπ, με κύκλους διανοουμένων να διαδίδουν την ημιεπίσημη θεωρία σύμφωνα με την οποία οι «Αραβικές Ανοίξεις» ήταν κατασκευασμένες από τη CIA και το Δημοκρατικό Κόμμα προκειμένου να εδραιωθούν οι ισλαμιστές στην εξουσία (7). Ο Αλ-Σίσι θα πρέπει λοιπόν να συμβιβαστεί με μια προεδρία τω Δημοκρατικών που κινδυνεύει να αποδειχθεί πολύ λιγότερο φιλική από το δίδυμο του Ντόναλντ Τραμπ και του γαμπρού του Τζάρεντ Κούσνερ. Μπορεί ωστόσο να υπολογίζει στη στήριξη του Γάλλου προέδρου Εμμανουέλ Μακρόν, ο οποίος μάλιστα του απένειμε, σχεδόν εν κρυπτώ, το μετάλλιο της Λεγεώνας της Τιμής κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στο Παρίσι τον περασμένο Δεκέμβριο (8). Για την Αίγυπτο, η Γαλλία αποτελεί έναν ιδιαιτέρως εξυπηρετικό προμηθευτή στρατιωτικού εξοπλισμού, καθώς ο Μακρόν αρνήθηκε να εξαρτήσει τη συνεργασία μεταξύ των δύο χωρών από τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Αίγυπτο (9).
Οι τόνοι ανεβαίνουν με την Τρίπολη
Ο στρατιωτικός εξοπλισμός είναι καλοδεχούμενος στη μάχη του αιγυπτιακού στρατού ενάντια στους ισλαμιστές αντάρτες του Σινά (10) , αλλά και στην προοπτική μιας σύγκρουσης στα δυτικά της χώρας. Η Λιβύη έχει πράγματι καταστεί ένα ζήτημα αυξανόμενης ανησυχίας για την αιγυπτιακή κυβέρνηση μετά τις ήττες του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ από τα στρατεύματα της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ) της Λιβύης, που εδρεύει στην Τρίπολη, και τις τουρκικές δυνάμεις. Έως το 2019, η αιγυπτιακή κυβέρνηση στοιχημάτιζε σε μια νίκη του συμμάχου της και του προσέφερε υλικοτεχνική και διπλωματική στήριξη. Η αδυναμία του στρατάρχη να τελειώσει με την ΚΕΕ και η ανάμειξη νέων παραγόντων στη σύγκρουση –η Τουρκία στο πλευρό της Τρίπολης, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και η Ρωσία στο πλευρό του Χαφτάρ– ανάγκασαν την Αίγυπτο να εμπλακεί ακόμα περισσότερο.
Έτσι, από πέρσι, έχει υιοθετήσει έναν ολοένα και πιο πολεμικό τόνο απέναντι στην Τρίπολη, αλλά και απέναντι στον «εισβολέα κατακτητή», δηλαδή την Τουρκία. Στις 20 Ιουλίου 2020, το Κοινοβούλιο ενέκρινε την αποστολή «στοιχείων του αιγυπτιακού στρατού σε πολεμικές αποστολές έξω από τα σύνορα του αιγυπτιακού κράτους για την υπεράσπιση της εθνικής ασφάλειας της Αιγύπτου», ανοίγοντας το δρόμο για μια επέμβαση στην Λιβύη. Η ένταση εκτονώθηκε τον Οκτώβριο μετά τη συμφωνία για κατάπαυση του πυρός μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων μερών, όμως η στάση του Καΐρου είναι σαφής: εάν αναζωπυρωθούν οι μάχες και η ΚΕΕ επιχειρήσει να καταλάβει τη Σύρτη, την πύλη εισόδου στην πλούσια πετρελαϊκή ζώνη της Λιβύης, ο αιγυπτιακός στρατός των 450.000 ανδρών θα συνταχθεί στο πλευρό του στρατάρχη Χαφτάρ.
Ωστόσο, για πολλούς διπλωμάτες, η «μητέρα των προτεραιοτήτων» παραμένει η υπαρκτή απειλή που αντιπροσωπεύει η κατασκευή του υδροηλεκτρικού υπερφράγματος του Νείλου στην Αιθιοπία (11). Το Κάιρο φοβάται ότι ένας πολύ γρήγορος ρυθμός πλήρωσης του φράγματος, το οποίο έχει ύψος 145 μέτρα και χωρητικότητα 74 δισεκατομμυρίων κυβικών μέτρων, θα προκαλέσει το θάνατο της γεωργίας της χώρας (12). Γνωστή ως «Δώρο του Νείλου», η Αίγυπτος πράγματι εξαρτάται από τον ποταμό σε ποσοστό 98% για τις ανάγκες της σε νερό. Δύο διεθνείς συμφωνίες, η πρώτη το 1929 και η δεύτερη το 1959, έδωσαν στην Αίγυπτο την πρωτοκαθεδρία στα ύδατα του Νείλου, στο όνομα ενός ιστορικού δικαιώματος, το οποίο αμφισβητεί σήμερα η Αιθιοπία: σκοπεύει να χρησιμοποιήσει το φράγμα «Αναγέννηση» για την ηλεκτροδότηση ολόκληρης της επικράτειάς της.
Τη δεκαετία του 1990, ο Μουμπάρακ απειλούσε πως θα χρησιμοποιούσε την πολεμική αεροπορία του εάν δεν επιτυγχανόταν κάποια συμφωνία προτού ξεκινήσουν οι εργασίες για το φράγμα. Είκοσι χρόνια αργότερα, οι συνομιλίες έχουν διολισθήσει: η Αιθιοπία σκοπεύει να γεμίσει τη δεξαμενή του φράγματος μέσα σε επτά χρόνια, ενώ η Αίγυπτος απαιτεί η διαδικασία να ολοκληρωθεί σε εικοσιένα χρόνια, έχοντας ταυτόχρονα το δικαίωμα εποπτείας της λειτουργίας του έργου. Ωστόσο, χωρίς να περιμένει κάποια συμφωνία, η Αντίς Αμπέμπα έχει ήδη ξεκινήσει τις εργασίες πλήρωσης του φράγματος. Η Γαλλία και η Κίνα, που συμμετέχουν στο έργο, αντιτίθενται σθεναρά σε μια στρατιωτική λύση, ενώ ταυτόχρονα τάσσονται υπέρ μιας διπλωματικής επίλυσης του ζητήματος, η οποία θα διασφαλίζει τα δικαιώματα του Καΐρου. Η Αίγυπτος προσπαθεί μάταια να κινητοποιήσει τους Αφρικανούς εταίρους της να εξαναγκάσουν την Αιθιοπία να αποδεχθεί τους όρους της. Στη μάχη αυτή, μόνο σε δύο συμμάχους μπορεί να υπολογίζει: στις ΗΠΑ, που επέκριναν την Αιθιοπία για την έναρξη του γεμίσματος της δεξαμενής του φράγματος, και στο Ισραήλ, του οποίου η επιρροή στην Ανατολική Αφρική αυξάνεται.
Απέναντι στο Ισραήλ, η Αίγυπτος διαθέτει πειστικά επιχειρήματα όταν παρουσιάζεται ως ο αναντικατάστατος εταίρος στο παλαιστινιακό ζήτημα. Οι διπλωμάτες της επιβλέπουν τις προσπάθειες συμφιλίωσης μεταξύ Φατάχ και Χαμάς, ενώ οι υπηρεσίες ασφαλείας της διατηρούν την επιρροή τους σε ό,τι διαδραματίζεται στη Λωρίδα της Γάζας. Ωστόσο, η Αίγυπτος δεν είναι πλέον ο μοναδικός Άραβας συνομιλητής του Ισραήλ. Με την εξομάλυνση των σχέσεων να βρίσκεται σε εξέλιξη, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και οι άλλες μοναρχίες του Κόλπου, συμπεριλαμβανομένης της Σαουδικής Αραβίας, συναλλάσσονται άμεσα με το Τελ-Αβίβ, χωρίς την ανάγκη διαμεσολαβητών (13). Φυσικά, η ειρήνη με την Αίγυπτο εξακολουθεί να είναι ζωτικής σημασίας για το Ισραήλ, όμως το ειδύλλιό του με τις μοναρχίες του Κόλπου, αλλά και η εξομάλυνση των σχέσεων με το Σουδάν, και στο μέλλον ίσως και με τις χώρες της Βόρειας Αφρικής, σχετικοποιούν τη σημασία της.