(3) Αυτονομίες λοιπόν. Αλλά σχετικές. Διότι, όσο κι αν η καπιταλιστική κυριαρχία δεν αποτελεί τη μήτρα όλων των μορφών καταπίεσης, δεν παύει να κατέχει την κυρίαρχη θέση στη δομική ιεραρχία των μορφών κυριαρχίας (3). Ανάμεσα σε όλες τις σχέσεις κυριαρχίας που διαπερνούν τη σύγχρονη κοινωνία, η καπιταλιστική σχέση είναι εκείνη που βρίσκεται σε θέση να διατηρηθεί ακόμα και όταν όλες οι υπόλοιπες σχέσεις κυριαρχίας μπορεί να δεχθούν επίθεση ή ακόμα και να ελαχιστοποιηθούν. Μέσω της προσποίησης, της οριακής προσαρμογής ή ακόμα μεγαλύτερων αλλαγών εάν οι καταστάσεις τού το επέβαλαν, ο καπιταλισμός μπορεί να συνηγορήσει σε αυτές τις διεκδικήσεις. Στην πραγματικότητα, τις περισσότερες φορές αυτό πραγματοποιείται με τρόπο τόσο υποκριτικό, ώστε αγγίζει τα όρια του γκροτέσκου. Έτσι, η Χίλαρι Κλίντον, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας της το 2016, δεν δίστασε να ξεστομίσει: «Εάν αύριο σπάζαμε τις μεγάλες τράπεζες, θα έμπαινε άραγε τέλος στον ρατσισμό; Θα σήμαινε το τέλος του σεξισμού; Θα τερμάτιζε τις διακρίσεις που υφίσταται η ΛΟΑΤΚΙ κοινότητα; Θα έκανε τους ανθρώπους πιο φιλόξενους απέναντι στους πρόσφυγες και στους μετανάστες από τη μια μέρα στην άλλη;» (4).
Παρόμοιες απόψεις όμως συναντάμε και στη Γαλλία όπου, εδώ και δεκαετίες, είχαμε την ευκαιρία να δούμε εν δράσει τα όργανα των αντιπερισπασμών απέναντι στην κοινωνία, όπως η «Libération», ο «Nouvel Observateur κ.λπ. (5). Δεν ήταν τυχαία η ήττα της Κλίντον το 2016. Έχασε επειδή αυτές οι στρατηγικές αντιπερισπασμού και υποκατάστασης των αγώνων έφτασαν στα όριά τους. Ακόμα και οι αγώνες προς τους οποίους είχαν (υποκριτικά) προσανατολιστεί αυτές οι στρατηγικές αντιλαμβάνονται ότι δεν έχουν πλέον τίποτε να κερδίσουν –ίσως και πολλά να χάσουν.
Δεν θα ξανακάνουν όμως το κόλπο με τις τράπεζες στο κίνημα «φεμινισμός για το 99%» (6) , που επανασυνδέει αποφασιστικά τη δράση του με μια αντικαπιταλιστική προοπτική –και μάλιστα χωρίς να εγκαταλείπει το παραμικρό από τον ειδικό προσανατολισμό του. Έτσι ακριβώς γίνεται η σύνθεση των όρων της σχετικής αυτονομίας. Εξάλλου, ο ίδιος ο καπιταλισμός είναι εκείνος που την επιβάλλει καθώς, προωθώντας τη συνέργεια των κυριαρχιών, προκαλεί κατά τον ίδιο τρόπο τη συνέργεια των αγώνων. Και, εν πάση περιπτώσει, την εκ των πραγμάτων συνάρθρωσή τους –χαρακτηριστικό και πάλι το παράδειγμα του αγώνα που έδωσαν οι μαύρες καμαριέρες της αλυσίδας Ibis.
Ο καπιταλισμός χρησιμοποιεί τις υπόλοιπες σχέσεις κυριαρχίας για να καταστήσει κοινότοπη τη δική του. Συνεπώς, είναι επίσης και μέσω της εντατικοποίησης της μισθολογικής καταπίεσής της που μια γυναίκα βιώνει εντονότερα τη σεξιστική καταπίεση, που ένα άτομο με «άλλη» φυλετική καταγωγή ή χρώμα δέρματος βιώνει εντονότερα τη ρατσιστική καταπίεση. Επειδή η καπιταλιστική σχέση βρίσκεται σε υπέρτερη θέση στη δομική ιεραρχία, σε μια θέση από την οποία κινητοποιεί και πάλι προς όφελός της τις υπόλοιπες μορφές κυριαρχίας, εκ των πραγμάτων οργανώνει και εφαρμόζει τη σύγκλιση των κυριαρχιών. Θα έπρεπε να ακολουθεί η σύγκλιση των αγώνων που ονειρευόμαστε. Πρώτα όμως επιβάλλεται να βγει ο καπιταλισμός από το απυρόβλητο στο οποίο έχει παραμείνει για τόσο πολύ καιρό. Κι ύστερα, αλλά αναμφίβολα στο πλαίσιο του ίδιου κινήματος, να περάσουν οι διάφοροι αγώνες –οι οποίοι λογικά (και θεμιτότατα) ήταν αρχικά επικεντρωμένοι μονάχα στον εαυτό τους– στο στάδιο των σχετικών αυτονομιών, να απεμπλακούν δηλαδή από την κατάσταση του απόλυτου διαχωρισμού στην οποία τόσες πολλοί ιδιοτελείς συνήγοροι (Χίλαρι Κλίντον, «Libération»…) προσπαθούν να τους διατηρήσουν.
(4) Καθώς οι αγώνες θα αφήνουν πίσω τους την κατάσταση απομόνωσης, θα πρέπει με τον ίδιο τρόπο να αφήσουν πίσω τους μια κάποια κατάσταση αδιαφορίας –απέναντι στους υπόλοιπους αγώνες. Αδιαφορίας, έως και τάσης να θεωρούνται ορισμένοι άλλοι αγώνες παράπλευρες απώλειες, εξαιτίας της περιχαράκωσης στην αποκλειστικότητα του κάθε σκοπού και της συνεπακόλουθης αγνόησης οποιουδήποτε άλλου σκοπού πέρα από αυτόν. Να ενδιαφέρεται ο καθένας πρώτα απ’ όλα για τη δική του «υπόθεση» είναι αρκετά φυσιολογικό –να φτάνει όμως μέχρι το σημείο να βλάπτει τις «υποθέσεις» των άλλων, όχι. Ένας διανοούμενος όπως ο Πολ Μπ. Πρεσιάντο (7) υπερασπίζεται τους αγώνες της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας σε ένα εξαιρετικά αρτίστικο βιντεοκλίπ που γύρισε ο Γκας Βαν Σαντ για λογαριασμό του γίγαντα των ειδών πολυτελείας Gucci, κατ’ επάγγελμα αισχροκερδή και, επιπλέον, κατά πεποίθηση φοροφυγάδα: οι αγώνες των εργαζόμενων δεν θα του πουν ευχαριστώ. Οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι, σε μια τόσο καθαρή περίπτωση, όλα δείχνουν να συνδυάζονται για το χειρότερο δυνατό αποτέλεσμα, για τη χειρότερη δυνατή καρικατούρα της «περίπτωσης Κλίντον», δηλαδή για να εδραιωθεί στις λαϊκές τάξεις η πεποίθηση ότι ορισμένοι αγώνες (στη συγκεκριμένη περίπτωση ο αγώνας των ΛΟΑΤΚΙ) αφορούν μονάχα έναν «άλλο κόσμο», έναν κόσμο διαφορετικό από τον δικό τους, όπου ενδιαφέρον προκαλούν μόνο προβλήματα εντελώς διαφορετικά από τα δικά τους.
Με την ίδια λογική, ένας φιλόσοφος όπως ο Εμανουέλε Κότσια (8) θεωρεί ότι μπορεί να αφιερωθεί στο πάθος του για τη γη και τα δέντρα συνεργαζόμενος με μια έκθεση του Ιδρύματος Cartier: «Εμείς τα δέντρα» (9). Ο κατάλογος της έκθεσης είναι αναμφισβήτητα πανέμορφος, η αρχιτεκτονική του κτιρίου αξιέπαινη (είναι ήδη συμφιλιωμένη με τη φύση, όπως μας εξηγεί ο «επιστημονικός σύμβουλος» Κότσια) και, τελικά, ολόκληρος ο θεσμός είναι αξιέπαινος (10) : εξάλλου, οι «νομαδικές βραδιές» που οργανώνει (και στις οποίες παρεμβαίνει ο φιλόσοφος) είναι το άκρο άωτο του σικ. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι η κοσμηματοποιία πολυτελείας διαθέτει ορισμένες αρετές, αν μας επιτρέπει να εισέλθουμε στην πολιτική κοινότητα των καστανιών.
Είναι εμφανές ότι η υπόθεση των δέντρων απομακρύνει από εκείνη, αν όχι του συνόλου των ανθρώπων, τουλάχιστον των μισθωτών ανθρώπων. Κι όμως, ουσιαστικά δεν υπάρχει τίποτε που θα μπορούσε κατά βάση να αντιτάξει τη μία υπόθεση στην άλλη, το αντίθετο μάλιστα. Κι όμως, υπάρχουν τρόποι διεξαγωγής του πρώτου αγώνα που ενδιαφέρονται τόσο λίγο για τον δεύτερο, ώστε κατορθώνουν να τους μετατρέψουν σε ανταγωνιστικούς μεταξύ τους. Η Ελίζ, ανώνυμη συγγραφέας ενός άρθρου της επιθεώρησης «Trou Noir» (Μαύρη Τρύπα) θέτει το κρίσιμο ερώτημα: στους αγώνες μας, «με ποιον κόσμο συνδεόμαστε;». Για τον Πρεσιάντο, που ωστόσο αναζητά νέες συμμαχίες όπου θα περιέχονταν οι κάθε είδους αγώνες, ενάντια στις «ετεροπατριαρχικές, καπιταλιστικές, αποικιακές και εξορυκτικές πολιτικές», είναι όπως και να το κάνουμε κουτό να καταλήγει στην αγκαλιά ενός υπερκαπιταλιστικού θεσμού (11). Υπάρχει βέβαια και η περίπτωση να υπερεκτιμά σημαντικά τις δυνάμεις του εάν θεωρεί ότι η «στρατηγική» χειρονομία του συνιστά ανατροπή, δράση «εκ των έσω», αντικαπιταλιστικό λόγο υψηλής αισθητικής εκφερόμενο μέσα από τον καπιταλισμό –αγνοώντας όμως μια εμπειρία που τόσες πολλές φορές έχει επαναληφθεί: της φαγοκυτταρικής δύναμης του καπιταλισμού, της ικανότητάς του να χωνεύει τα πάντα, να ακυρώνει τα πάντα, να επανασηματοδοτεί τα πάντα υπέρ του, συμπεριλαμβανομένων (κυρίως) των «ανατροπών». Για να δικαιολογηθεί, ο Πρεσιάντο υπογραμμίζει ότι «ποτέ άλλοτε δεν διέθετε τόση πολλή ελευθερία όση δουλεύοντας με τον Gucci» (12) –κι εδώ ίσως να βρίσκεται το πρόβλημα. Σε κάθε περίπτωση, το ζήτημα δεν είναι τόσο η «καθαρότητα» όσο η στρατηγική αποτελεσματικότητα (το ίδιο εξάλλου τίθεται κάθε φορά που κάποιος εξετάζει το ενδεχόμενο να εμφανιστεί στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης). Επίσης, το ζήτημα σε έναν βαθμό είναι και εκείνο των πειρασμών του πολιτιστικού γκλάμουρ –και των καπιταλιστικών θεσμών που έχουν συνειδητοποιήσει πόσο ωφελούνται όταν τους καλλιεργούν γενναιόδωρα.
Μικρά θαύματα
Λοιπόν ναι, το να αναρωτηθούμε με ποιον θα συνδεθούμε για να διεξάγουμε έναν αγώνα δεν αποτελεί πολυτέλεια, κυρίως όταν ορισμένες από αυτές τις συνεργασίες βλάπτουν σημαντικά τους αγώνες που διεξάγονται δίπλα μας. Το γεγονός ότι, από την πλευρά του, ο φιλόσοφος των δέντρων ενδιαφέρεται μονάχα για τα τροπικά δάση και ελάχιστα (ή καθόλου) για τους εργαζόμενους δεν αποτελεί πρόβλημα αφ’ εαυτού –όπως και οι αγώνες, όλα τα διανοητικά πάθη είναι εξίσου αξιοσέβαστα. Μετατρέπεται όμως σε πρόβλημα όταν το πάθος του για τα δέντρα, πόσο μάλλον όταν αυτό εμφανίζεται ως «κριτική σκέψη», ακολουθεί δρόμους που νομιμοποιούν ακόμα περισσότερο εκείνους τους ειδικευμένους στο «ηθικό ξέπλυμα» καπιταλιστικούς θεσμούς –μαικήνες, φιλάνθρωπους, φιλότεχνους, δηλαδή «συμβολικούς απατεώνες» που εργάζονται για τη διάδοση της ιδέας ότι ο καπιταλισμός δεν είναι τελικά τόσο κακός όσο λένε, ότι ενδιαφέρεται και για άλλα πράγματα, πιο ευγενή, από το απλό γέμισμα του ταμείου και ότι εν τέλει θα ήταν πολύ κακή ιδέα να τον ανατρέψουμε.
Από όλα αυτά συνάγεται λογικά, όσο κι αν δεν ομολογείται ρητά, ότι –όπως και να το κάνουμε– η μισθωτή εργασία θα παραμείνει μισθωτή εργασία. Ότι, όλον αυτόν τον καιρό, ακριβώς στον χώρο της μισθωτής εργασίας, γίνεται πραγματική σφαγή (συμπεριλαμβανομένων και των ομίλων πολυτελείας, οι οποίοι δεν είναι οι τελευταίοι στον κατάλογο των επιχειρήσεων που κατακρεουργούν τους εργαζόμενους) είναι προφανώς λυπηρό –σκεφτείτε ωστόσο και τα δέντρα! «Τα μουσεία και τα ιδρύματα σύγχρονης τέχνης έχουν μετατραπεί σε διόπτρες μέσα από τις οποίες είναι δυνατόν να μαντέψουμε το μέλλον μας», θεωρεί ότι διαβλέπει ο Κότσια (13). Τουλάχιστον, τα πράγματα γίνονται ξεκάθαρα: με τη διαμεσολάβηση των ιδρυμάτων σύγχρονης τέχνης καλούμαστε να αντικρύσουμε το «μέλλον μας» μέσα από τις «διόπτρες» του Cartier, του Gucci και του Μπερνάρ Αρνό (14). Και μαζί με τους «οπτικούς» αυτού του είδους θεωρεί ο Κότσια ότι θα μπορέσει να σώσει «τα δέντρα» που τόσο πολύ αγαπάει. Υπάρχουν βαθμίδες πολιτικού παραλογισμού των διανοουμένων που μας αφήνουν άναυδους.
Εάν λοιπόν, για να καταφύγουμε κι εμείς σε μεγαλοστομίες, έπρεπε να διατυπώσουμε μια πολιτική ηθική των αγώνων, ή της συνύπαρξης των αγώνων, θα είχε ως πρώτη αρχή να μην κάνουμε τίποτε στο πλαίσιο του αγώνα μας που θα μπορούσε να βλάψει τους άλλους αγώνες. Αρχίζοντας απλά από την αποφυγή της υποτίμησής τους –παρουσιάζοντάς τους ως περιττούς περισπασμούς. Και επίσης την αποφυγή τόπων, υποστηρικτών ή «συμμάχων» (έστω και περιστασιακών, ακόμα και εργαλειακών) που αντικειμενικά βλάπτουν τους άλλους αγώνες. Για παράδειγμα: δεν θα επιδιώξουμε την έξοδο από το ευρώ μαζί με τους ρατσιστές του λεπενικού Εθνικού Συναγερμού (τρόπος του λέγειν βέβαια, γιατί έχουν πάψει πλέον εδώ και αρκετό καιρό να την επιδιώκουν…) ή με τους «“κυριαρχιστές” (15) των δύο άκρων» (16) : δεν επιχειρείς να σώσεις τον λαό της εργατικής τάξης μέσω της «εθνικής επανάστασης». Άλλο παράδειγμα: δεν κατηγορούμε τα μέλη των μαρξιστικών οργανώσεων ότι είναι ρατσιστές, μόνο και μόνο εξαιτίας της προτίμησής τους στην πάλη των τάξεων. Και ούτω καθεξής…
Με αυτόν τον τρόπο αφήνουμε κάποιες ευκαιρίες για να συμβούν μικρά θαύματα, όπως λόγου χάρη το κίνημα Lesbians and Gays Support the Miners («Οι λεσβίες και οι ομοφυλόφιλοι υποστηρίζουν τους ανθρακωρύχους») κατά τη διάρκεια των απεργιών του 1984 στο Ηνωμένο Βασίλειο (17) –ή, πιο πρόσφατα, οι δράσεις της συλλογικότητας Du pain et des roses (Ψωμί και Τριαντάφυλλα – η οποία δημιουργήθηκε για την υποστήριξη των εργαζόμενων στο διυλιστήριο του Γκρανπυί της Total) στο πλαίσιο των διαδηλώσεων «Εξωσωματική γονιμοποίηση για όλες» (18). Για να μην ξεχνάμε και ένα ακόμα εντυπωσιακότερο, διαφορετικού είδους: την προσέγγιση, το 1968, των Μαύρων Πανθήρων με τους Young Patriots (19) , μια ομάδα φτωχών λευκών εργαζόμενων του Σικάγο, οι οποίοι ανταποκρίνονταν σχεδόν σε όλα τα κριτήρια των white trash («λευκών σκουπιδιών»): μουσική κάντρι, οπλοφορία, σημαίες του Νότου… Ο επικεφαλής των Μαύρων Πανθήρων του Ιλινόις αποφάσισε να δώσει μικρότερη σημασία στις διακοσμημένες με σταυρωτά πιστόλια αγκράφες τους και μεγαλύτερη στο συγκεκριμένο πρόγραμμα των δράσεών τους. Είδε ότι στην πραγματικότητα συνέτρεχαν όλες οι προϋποθέσεις για μια συμμαχία των αντιρατσιστικών και των αντικαπιταλιστικών αγώνων. Έτσι προέκυψε μια απίστευτη αλλά απολύτως υπαρκτή Rainbow Coalition («συμμαχία του ουράνιου τόξου»). Η βασική ιδέα είναι στο τέλος αυτές οι «θαυματουργές» συγκλίσεις να μετατραπούν λίγο περισσότερο σε κανονική τάξη των πραγμάτων.
(1) Αναφορά σε μια θέση η οποία παρουσιάστηκε στο «Figures du communisme», Κεφάλαιο 15, «Antiracisme et anticapitalisme. Éléments pour un bloc contre-hégémonique».
(2) (Σ.τ.Μ) Η αλυσίδα ξενοδοχείων Ibis (ιδιοκτησία της πολυεθνικής Accor) καταφεύγει συστηματικά στην απασχόληση γυναικείου προσωπικού που της προμηθεύουν υπεργολάβοι. Προτιμώνται συστηματικά Μαύρες μετανάστριες με μερική απασχόληση ώστε να ανέχονται τις συστηματικές παραβιάσεις της εργατικής νομοθεσίας (μεταξύ άλλων την πληρωμή ανά καθαρισμένο δωμάτιο και όχι βάσει των ωρών εργασίας). Η απεργία τους υποστηρίχθηκε από το συνδικάτο CGT και διάρκεσε οκτώ μήνες. Τέλειωσε στις 25 Μαΐου 2021 με νίκη των καθαριστριών.
(3) Ό.π.
(4) Αναφέρεται από τον Paul Heideman, «Class rules everything around me», «Jacobin», Νέα Υόρκη, 3 Μαΐου 2019.
(5) (Σ.τ.Μ) Ο «Nouvel Observateur» και η «Libération», καθώς και οι κύκλοι του Σοσιαλιστικού Κόμματος και των Πράσινων που εκφράζουν αυτά τα έντυπα, αποκαλούνται συχνά ειρωνικά «Αριστερά του χαβιαριού» επειδή επιδεικνύουν τεράστια ευαισθησία σε ζητήματα περιβάλλοντος, ανθρώπινων δικαιωμάτων, ρατσισμού, φεμινισμού και ομοφοβίας, μην δίνοντας σημασία στις αυξανόμενες κοινωνικές ανισότητες.
(6) Cinzia Arruzza, Tithi Bhattacharya και Nancy Fraser, «Féminisme pour les 99%. Un manifeste», La Découverte, συλλογή «Cahiers libres», Παρίσι, 2019.
(7) Ο Paul B. Preciado (γεννηθείς Beatriz) είναι ένας Ισπανός φιλόσοφος ο οποίος επικεντρώνεται κυρίως σε ζητήματα φύλου και σεξουαλικότητας.
(8) (Σ.τ.Μ) Ο ιταλικής καταγωγής Emanuele Coccia είναι αναπληρωτής καθηγητής Φιλοσοφίας στη φημισμένη Ανώτατη Σχολή Σπουδών στις Κοινωνικές Επιστήμες (EHESS). To βιβλίο του «La vie des plantes. Une métaphysique du mélange» (Η ζωή των φυτών. Μια μεταφυσική της ανάμειξης) (2016) τιμήθηκε με το Βραβείο των Φιλοσοφικών Συναντήσεων του Μονακό και μεταφράστηκε σε 10 γλώσσες.
(9) «Nous les arbres», Fondation Cartier, Παρίσι, 12 Ιουλίου 2019 – 5 Ιανουαρίου 2020.
(10) Emanuele Coccia, «Les arbres disent “nous”», AOC, 1η Οκτωβρίου 2019, https://aoc.media
(11) Élise, «À quel monde nous lions-nous?», «Trou noir», 28 Δεκεμβρίου 2020, http://trounoir.org
(12) Ό.π.
(13) Emanuele Coccia, «Les arbres disent “nous”», ό.π.
(14) (Σ.τ.Μ) Ο Γάλλος επιχειρηματίας Bernard Arnault είναι ο δεύτερος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο το 2021 σύμφωνα με το Forbes. Δραστηριοποιείται κυρίως στα είδη πολυτελείας (LVMH) και είναι ιδιοκτήτης της «Les Echos», της σημαντικότερης γαλλικής οικονομικής εφημερίδας. Μέγας συλλέκτης, μαικήνας και εμπνευστής του εντυπωσιακού Ιδρύματος Luis-Vuitton για την Σύγχρονη Τέχνη, αλλά και διαβόητος για την προσφυγή του σε φορολογικούς παραδείσους και στη «φορολογική βελτιστοποίηση».
(15) (Σ.τ.Μ) Souverainistes : υπέρμαχοι της επιστροφής σε ένα ισχυρό και εθνικά κυρίαρχο ισχυρό συγκεντρωτικό έθνος-κράτος το οποίο θα προστατέψει την «οικογένεια του έθνους». Αντιτίθεται στην εκχώρηση σημαντικών τομέων της εθνικής κυριαρχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Στη Γαλλία, στο δεξιό τμήμα του πολιτικού φάσματος, εκτός από τους Φιλίπ ντε Βιλιέ και Νικολά Ντυπόν Αινιάν, η Μαρίν Λεπέν προσπαθεί να αποτινάξει τη ρετσινιά του ακροδεξιού παρουσιάζοντας ως κυριαρχιστικό το μετονομασθέν κόμμα της (από Εθνικό Μέτωπο σε Εθνικό Συναγερμό). Στην Αριστερά, κυριαρχιστής θεωρείται ο Ζαν Λυκ Μελανσόν.
(16) Βλ. Frédéric Lordon, «Clarté», La Pompe à phynance, 26 Αυγούστου 2015, https://blog.mondediplo.net
(17) Kate Kellaway, «When miners and gay activists united: The real story of the film Pride», «The Guardian», Λονδίνο, 31 Αυγούστου 2014.
(18) (Σ.τΜ.) Μετά από σημαντικές κινητοποιήσεις του φεμινιστικού κινήματος, η γαλλική Βουλή ψήφισε στις 27 Σεπτεμβρίου 2019 την επέκταση της –καλυπτόμενης από την κοινωνική ασφάλιση– εξωσωματικής γονιμοποίησης σε ζευγάρια αποτελούμενα από δύο γυναίκες ή σε γυναίκες μόνες.
(19) Michael McCanne, «The Panthers and the Patriots», «Jacobin», 19 Μαΐου 2017.