Όλοι θυμόμαστε τον καταιγισμό των καλών προθέσεων που διατυπώθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου εγκλεισμού, την άνοιξη του 2020. Στη γενναιόδωρα ξανασχεδιασμένη κοινωνία που έμελλε να ακολουθήσει, τα εμβόλια θα έπρεπε να είναι «παγκόσμια κοινά αγαθά». Ακόμα και τον Νοέμβριο, ο Εμμανουέλ Μακρόν αναρωτιόταν γεμάτος σοβαρότητα: «Όταν διατεθεί στην αγορά ένα εμβόλιο [κατά της Covid-19], θα είμαστε άραγε έτοιμοι να εγγυηθούμε την πρόσβαση σε αυτό σε πλανητική κλίμακα και να αποφύγουμε πάση θυσία το σενάριο ενός κόσμου “δύο ταχυτήτων”, όπου μόνο οι πλουσιότεροι θα μπορούν να προστατευθούν από τον ιό και να ξαναρχίσουν κανονικά τη ζωή τους;» (1). Οι υποσχέσεις όμως παρέμειναν ευσεβείς πόθοι. Στις 18 Ιανουαρίου 2021, ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) Τέντρος Αντανόμ Γκεμπρεγέσους προέβη σε μια συντριπτική διαπίστωση: «Περισσότερες από 39 εκατομμύρια δόσεις εμβολίου έχουν σήμερα χορηγηθεί σε τουλάχιστον 40 χώρες με υψηλά εισοδήματα. Μονάχα 25 δόσεις έχουν χορηγηθεί σε μία από τις χώρες με τα χαμηλότερα εισοδήματα. Όχι 25 εκατομμύρια, όχι 25 χιλιάδες, μονάχα 25». Και αναφέρθηκε στην πιθανότητα μιας «καταστροφικής ηθικής αποτυχίας».
Ωστόσο, με πρωτοβουλία του ΠΟΥ, είχαν σχεδιαστεί δύο εργαλεία για να γίνει πραγματικότητα αυτό το κύμα διεθνούς αλληλεγγύης. Καταρχάς, ο μηχανισμός Covax, που υποτίθεται ότι θα επέτρεπε «την ομαδοποίηση των αγορών εμβολίων κατά της Covid-19, προκειμένου να διασφαλιστεί σε 190 χώρες και ανεξάρτητα εδάφη δίκαιη και ισότιμη πρόσβαση στα εμβόλια». Υπογράφηκε σύμβαση με την αμερικανική Pfizer (βρίσκεται σε σύμπραξη με τη γερμανική νεοφυή επιχείρηση BioNTech) για την προμήθεια 40 εκατομμυρίων δόσεων εμβολίου (με τεχνολογία mRNA) και στη συνέχεια άλλη μία με την AstraZeneca (βρίσκεται σε σύμπραξη με το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης) για την προμήθεια 120 εκατομμυρίων επιπλέον δόσεων. Ο διακηρυγμένος στόχος ήταν εξαιρετικά φιλόδοξος: παροχή δύο δισεκατομμυρίων δόσεων μέχρι τα τέλη του 2021. Δεύτερος μηχανισμός: ο C-TAP (Covid-19 Technology Access Pool / Δεξαμενή για την Πρόσβαση στην Τεχνολογία Covid-19), ο οποίος θα έπρεπε να εγγυάται τον διαμοιρασμό της πνευματικής ιδιοκτησίας, των γνώσεων και της τεχνογνωσίας που είναι απαραίτητες για την παραγωγή εμβολίων σε μεγάλη κλίμακα, ακόμα και στις αναπτυσσόμενες χώρες. Δυστυχώς, αυτή τη στιγμή, ο C-TAP είναι ένα άδειο κέλυφος, ενώ ο μηχανισμός Covax αντιμετωπίζει δυσκολίες στην εκκίνησή του, σε σημείο ώστε ο ΠΟΥ να κάνει πλέον λόγο για την εκπλήρωση του στόχου το 2022, ή ακόμα και το 2024…
Τα κράτη και η Ευρωπαϊκή Ένωση, αιχμάλωτα των δημόσιων διακηρύξεών τους, καταφεύγουν στη διπλή γλώσσα. Στην πράξη, υπερισχύει η ρεαλπολιτίκ, προς όφελος των πολυεθνικών του φαρμάκου. Παρά τη μεγάλη αδιαφάνεια που περιβάλλει τις «συμφωνίες αναμενόμενων αγορών», έχουν διαρρεύσει μερικά ενδιαφέροντα στοιχεία. Και διαπιστώνουμε ακόμα μια φορά ότι υπερισχύει ο ατσάλινος νόμος του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού: η κοινωνικοποίηση των ζημιών και η ιδιωτικοποίηση των κερδών. Οι φαρμακευτικές εταιρείες επιδοτήθηκαν με δισεκατομμύρια από τα κράτη και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή (η οποία τους κατέβαλε πάνω από 2 δισεκατομμύρια ευρώ κατά τη διάρκεια της φάσης προπαρασκευής) για την έρευνα και την ανάπτυξη εμβολίων και, στη συνέχεια, για τη μαζική παραγωγή των δόσεων, περιορίζοντας εκ των πραγμάτων το επιχειρηματικό ρίσκο. Ωστόσο, οι φαρμακοβιομηχανίες διατηρούν τον απόλυτο έλεγχο πάνω στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας, διαπραγματεύονται σκληρά τις τιμές με τα κράτη και περιορίζουν τις ενδεχόμενες δωρεές ή μεταπωλήσεις προς αναπτυσσόμενες χώρες. Σύμφωνα με τη Βελγίδα υφυπουργό Προϋπολογισμού Εύα ντε Μπλέκερ, οι τιμές που διαπραγματεύθηκαν οι Βρυξέλλες κυμαίνονταν από 1,78 ευρώ για το AstraZeneca έως 10 ευρώ για το CureVac και 14,68 ευρώ για το Moderna (2).
Οι ρήτρες παράδοσης εμφανίζονται ιδιαίτερα ελαστικές, γεγονός που προκάλεσε πλήρη σύγχυση στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή όταν τον περασμένο Ιανουάριο η AstraZeneca την ενημέρωσε ότι αδυνατούσε να παράσχει τον αριθμό των συμφωνημένων δόσεων (80 εκατομμύρια) εντός των καθορισμένων προθεσμιών (πρώτο τρίμηνο του 2021). Πυροδοτήθηκε η έναρξη μιας πολιτικής κρίσης με το Ηνωμένο Βασίλειο, το οποίο επιθυμούσε να κρατήσει τα εμβόλια που είχαν παραχθεί στην επικράτειά του, μέχρι τελικά να επιτευχθεί ένας συμβιβασμός στη μισή ποσότητα της σύμβασης.
Τέλος, η νομική ευθύνη των επιχειρήσεων περιορίζεται στο ελάχιστο σε περίπτωση εμφάνισης σοβαρών παρενεργειών, τις οποίες και πάλι αναλαμβάνουν τα κράτη που έχουν υπογράψει τις συμβάσεις. Θα ήταν άδικο να κατηγορήσουμε μονάχα τις πολυεθνικές όταν κατορθώνουν να επιβάλλουν τόσο ολοφάνερα ανισοβαρείς συμβάσεις. Σύμφωνα με τους «New York Times», η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων χορήγησε δάνειο 100 εκατομμυρίων δολαρίων στην BioNTech, μέρος του οποίου θα εξοφλούνταν από τα κέρδη ύψους 25 εκατομμυρίων δολαρίων (3) , σάμπως να ήταν λογικό να πραγματοποιούνται κολοσσιαία κέρδη από τα εμβόλια!
Σε αυτές τις αδιανόητες συμβάσεις προστίθεται η γεωπολιτική αντιπαράθεση μεταξύ των χωρών για την ανάπτυξη, την παραγωγή και την πρόσβαση στα πολύτιμα εμβόλια: ανάμεσα στην Κίνα και τις ΗΠΑ, βεβαίως, αλλά και στη Ρωσία (που έχει επιτύχει μια στρατηγική νίκη, την αναγνώριση ότι το δικό της εμβόλιο Sputnik V είναι σε καλό δρόμο), τη Γερμανία, το Ισραήλ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Παρά τη δύσκολη αρχή και αρκετές αστοχίες, το Λονδίνο κατόρθωσε να οργανώσει μια δυναμική εκστρατεία εμβολιασμού, ακυρώνοντας σε μεγάλο βαθμό το επιχείρημα ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση διαδραματίζει προστατευτικό ρόλο, το οποίο είχε προβληθεί κατά τη διάρκεια του δύσκολου και συγκρουσιακού Brexit. Ήδη από τον Μάιο του 2020, η κυβέρνηση του Μπόρις Τζόνσον είχε δημιουργήσει την Vaccine Taskforce (Ειδική Ομάδα Εμβολιασμού) προκειμένου να αναπτύξει την έρευνα, την παραγωγή και τη στρατηγική σχετικά με τα εμβόλια, για παράδειγμα συνάπτοντας συνεργασία με τη γαλλική εταιρεία Valneva για την παραγωγή ενός νέου εμβολίου στη Σκωτία.
Με λίγα λόγια, πρόκειται για το ακριβώς αντίθετο της αργοπορίας και της παθητικότητας που επέδειξε η Γαλλία. Στις 4 Φεβρουαρίου, το Ηνωμένο Βασίλειο είχε ήδη χορηγήσει τουλάχιστον μία δόση εμβολίου στο 16,2% του πληθυσμού του, έναντι 4% για την Ισπανία, 3,9% για την Ιταλία, 3,6% για τη Γερμανία και… 2,7% για τη Γαλλία. Η τελευταία όχι μόνον είναι ουραγός ανάμεσα στις σημαντικές δυνάμεις του πλανήτη, αλλά και τα γαλλικά κέντρα εμβολιασμού στήθηκαν βιαστικά, τον Ιανουάριο του 2021, κάτω από την πίεση των μέσων ενημέρωσης, με τη λειτουργία τους να στηρίζεται στους εξαντλημένους, πνιγμένους από τον υπερβολικό φόρτο εργασίας νοσηλευτές. Ακόμα χειρότερα, και εντελώς παράλογα, η κυβέρνηση εξακολουθεί να κλείνει νοσοκομειακές κλίνες. Η γαλλική φαρμακοβιομηχανία Sanofi, έχοντας αποτύχει στον αγώνα δρόμου για τη δημιουργία ενός «εθνικού εμβολίου», επιτάχυνε, μαζί με άλλες εταιρείες του κλάδου όπως η Delpharm και η Recifarm, τη συμμετοχή της ως δευτερεύων υπεργολάβος (στην εμφιάλωση, τη συσκευασία κ.λπ.) τον Φεβρουάριο –ακόμα και εκεί με καθυστέρηση.
Σε αυτήν την τεταμένη συγκυρία, εύκολα κατανοούμε ότι οι πληθυσμοί των αναπτυσσόμενων χωρών δεν αποτελούν πλέον προτεραιότητα. Καθώς οι φαρμακευτικές εταιρείες αγκιστρώνονται στις πατέντες τους, οι μηχανισμοί Covax και C-TAP δεν λειτουργούν: το 13% του παγκόσμιου πληθυσμού που ζει στις πλούσιες χώρες έχει προπαραγγείλει το 51% των δόσεων, σύμφωνα με την Oxfam. Ακόμα και στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης, οι πρώτες παραδόσεις εμβολίων αποκάλυψαν κατάφωρες ανισότητες: η Ιταλία έλαβε 9.750 δόσεις, η Γαλλία 19.500 και η Γερμανία 151.125 (4). Ακόμα κι αν πραγματοποιηθεί αναγωγή με βάση τον πληθυσμό κάθε χώρας, οι αποκλίσεις δεν είναι δυνατόν να εξηγηθούν και αφήνουν να εννοηθεί ότι μερικές χώρες είναι περισσότερο ίσες από τις υπόλοιπες. Επιπλέον, η Γερμανία διαπραγματεύεται ξεχωριστά την προμήθεια επιπλέον δόσεων, παρά το γεγονός ότι είναι ενταγμένη στον κοινό μηχανισμό αγοράς εμβολίων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (5).
Η εγγύηση ότι «οι ζωές έχουν την ίδια αξία» (6) , είτε στον Βορρά είτε στον Νότο είτε στο εσωτερικό της κάθε χώρας, προϋποθέτει την εκ βάθρων επανεξέταση των κανόνων που διέπουν τη φαρμακευτική αγορά. Εξάλλου, η σημερινή κρίση αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα των παραλογισμών του κυρίαρχου οικονομικού μοντέλου του κλάδου. Πράγματι, δεδομένης της στροφής προς τη βιοτεχνολογία και τη γονιδιωματική, οι φαρμακευτικές εταιρείες αναθέτουν ολοένα συχνότερα τις διαδικασίες έρευνας και ανάπτυξης (R&D) –και συνεπώς τον επιχειρηματικό κίνδυνο– σε νεοφυείς επιχειρήσεις (start-up) που συχνά λαμβάνουν δημόσια κονδύλια και συνεργάζονται με πανεπιστήμια (7). Αυτό ακριβώς συνέβη στην περίπτωση των BioNTech και Moderna. Ωστόσο, σε πείσμα της αυξανόμενης διαπλοκής μεταξύ θεμελιώδους έρευνας, δημόσιων κονδυλίων και ιδιωτικού τομέα, τα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας δεν παύουν να ενισχύονται. Επιπλέον, τα δημόσια κονδύλια, διαμέσου των συστημάτων υγείας, καθιστούν φερέγγυα τη φαρμακευτική αγορά, που λειτουργεί με βάση έναν μηχανισμό δημοπρασιών: οι πολυεθνικές δημιουργούν ανταγωνισμό ανάμεσα στις χώρες προκειμένου να επιτύχουν τις επιθυμητές τιμές, παραχωρώντας στη συνέχεια εκπτώσεις στα κρυφά, ανάλογα με τον όγκο των πωλήσεων.
Μπροστά στη λεηλασία των δημόσιων πόρων και στην έλλειψη εμβολίων, ένας αριθμός επαγγελματιών της υγείας (8) , ακτιβιστών και μη κυβερνητικών οργανώσεων, καθώς και ορισμένες χώρες, πιέζουν τα κράτη να ενεργοποιήσουν την «αναγκαστική αδειοδότηση». Αυτή η έννοια, που έκανε την εμφάνισή της στις ΗΠΑ στα τέλη του 18ου αιώνα, εντάχθηκε στους διεθνείς κανόνες το 1925 χάρη σε μια τροπολογία στη Σύμβαση του Παρισιού για την προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας (9). Η «αναγκαστική αδειοδότηση» ή «αυτοδίκαιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας» επικυρώθηκε το 2001 από την αποκαλούμενη «Διακήρυξη της Ντόχα», μετά την κινητοποίηση των χωρών που είχαν υποστεί σκληρό πλήγμα από την επιδημία του AIDS και κυρίως της Νότιας Αφρικής. Το άρθρο 31 της Συμφωνίας για τα Δικαιώματα Πνευματικής Ιδιοκτησίας στον Τομέα του Εμπορίου (TRIPS), η οποία υπό κανονικές συνθήκες έχει τριακονταετή ισχύ, επιτρέπει «παρεκκλίσεις» από τους όρους της Συμφωνίας σε «περιπτώσεις επείγουσας εθνικής ανάγκης ή σε άλλες περιστάσεις άκρως επείγουσας ανάγκης ή σε περίπτωση δημόσιας χρήσης για μη κερδοσκοπικούς σκοπούς». Και όλα αυτά «χωρίς την εξουσιοδότηση του κατόχου του δικαιώματος ευρεσιτεχνίας» (10).
Η Γαλλία θα μπορούσε ακόμα περισσότερο να αξιώσει την εφαρμογή μιας τέτοιας λύσης, καθώς το διάταγμα της 8ης Φεβρουαρίου 1959 –ένα πρωτοποριακό νομικό κείμενο– επιτρέπει στο κράτος να αναστέλλει την ισχύ των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας σε περίπτωση όπου παρατηρείται ανεπάρκεια ποσότητας ή ποιότητας, αλλά και όταν είναι αφύσικα υψηλή η τιμή φαρμάκων απαραίτητων για τη δημόσια υγεία. Πρόκειται για την προσπάθεια να βρεθεί μια ισορροπία ανάμεσα στα αποκλειστικά δικαιώματα που πηγάζουν από τις πατέντες και το ανώτερο συμφέρον της δημόσιας υγείας. Είναι προφανές ότι κάτι τέτοιο συμβαίνει σήμερα. Γιατί να μην καταφύγουμε σε αυτήν την λύση, όπως ζητούν η Νότια Αφρική, η Βολιβία, η Κένυα, το Εσουατίνι (πρώην Σουαζιλάνδη), η Μογγολία, η Μοζαμβίκη, το Πακιστάν και η Βενεζουέλα;
Από την πρώτη στιγμή διαγράφονται δυσκολίες νομικής φύσης. Θα πρέπει να οριστεί η «επείγουσα ανάγκη» και, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει καμία συναίνεση στους κόλπους του Συμβουλίου TRIPS του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου (11). Επιπλέον, από αυτή τη λύση ενδέχεται να θιγούν πολλές και διάφορες επιχειρήσεις, καθώς αφορά πλήθος κατατεθέντων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, σχετικών με την τεχνογνωσία, την πρόσβαση σε κλινικά δεδομένα, τα απαραίτητα συστατικά για την παραγωγή των εμβολίων… Η μάχη μπορεί να διαρκέσει πολύ καιρό.
Αμερικανικός εκφοβισμός
Προκύπτει επίσης ένα πρόβλημα εφοδιαστικής αλυσίδας: θα πρέπει να εξασφαλίζεται, από βιομηχανική άποψη, η παραγωγή εκατομμυρίων δόσεων. Όμως, για να επιστρέψουμε στην περίπτωση της Γαλλίας, η κρίση έφερε στο φως την αποβιομηχάνιση, η οποία υποθηκεύει την εθνική υγειονομική κυριαρχία που επιθυμεί να εξασφαλίσει ο Γάλλος πρόεδρος. Το φιάσκο με τις μάσκες (χρειάστηκαν δύο μήνες για να ξαναρχίσει η παραγωγή τους στη Γαλλία την άνοιξη του 2020) θα έπρεπε να είχε οδηγήσει στην προετοιμασία για το επόμενο στάδιο. Η έκταση και η πολυπλοκότητα της πρόκλησης που αποτελεί η παραγωγή εμβολίων τύπου mRNA, των αποτελεσματικότερων για την ώρα, απαιτούσε μεγαλύτερη προετοιμασία και προβλεπτικότητα.
Τέλος, και κυρίως, ορθώνεται, σαν τείχος, ένα εμπόδιο γεωπολιτικής φύσης. Η ενεργοποίηση της αναγκαστικής αδειοδότησης ισοδυναμεί με την πυροδότηση ενός μπρα ντε φερ με άλλες ισχυρές δυνάμεις, και ιδίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες όπου έχουν την έδρα τους οι δύο εταιρείες που προτείνουν τα αποτελεσματικότερα αυτή τη στιγμή εμβόλια. Η Γαλλία, η Ευρώπη και, μαζί με αυτές, διάφορες άλλες χώρες, θα έχουν άραγε το θάρρος να τις αντιμετωπίσουν; Το Παρίσι δεν το έχει πράξει ποτέ. Όταν το 2014 η εταιρεία Gilead όρισε στα 41.000 ευρώ την τιμή της θεραπείας με Sovadi, ένα πολύ αποτελεσματικό φάρμακο για την ηπατίτιδα C, η κυβέρνηση προτίμησε να περιορίσει τη χορήγησή του στους ασθενείς και να δεχθεί την υπέρογκη τιμή, αντί να ενεργοποιήσει το αυτοδίκαιο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας και να διακινδυνεύσει αντίποινα εκ μέρους των ΗΠΑ (12).
Αντίθετα, οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν είχαν ποτέ ενδοιασμούς τέτοιου είδους. Όταν μετά την 11η Σεπτεμβρίου οι βιοτρομοκράτες απειλούσαν με διασπορά παθογόνων οργανισμών όπως ο άνθρακας, οι ΗΠΑ δεν δίστασαν να εκβιάσουν προβάλλοντας το ενδεχόμενο της αναγκαστικής αδειοδότησης προκειμένου να αποκτήσουν τη δυνατότητα να παραγάγουν το φάρμακο για τη νόσο του άνθρακα, την σιπροφλοξασίνη, που η πατέντα της ανήκει στην Bayer. Η φαρμακοβιομηχανία δέχθηκε τελικά να μειώσει την τιμή της. Οι ίδιες οι ΗΠΑ όμως συνέταξαν μια μαύρη λίστα, την αποκαλούμενη «ειδική λίστα 301», όπου περιλαμβάνονται οι χώρες που δεν σέβονται τη συμφωνία TRIPS: μεταξύ άλλων την Ινδία (που παράγει γενόσημα φάρμακα ενόσω ορισμένα από τα πρωτότυπα εξακολουθούν να καλύπτονται από δίπλωμα ευρεσιτεχνίας), την Κίνα και, για ένα διάστημα, τον Καναδά. Με λίγα λόγια, κάντε αυτό που λέω και όχι αυτό που κάνω!
Η πανευρωπαϊκή κλίμακα θα μπορούσε να αποτελέσει την πλέον ενδεδειγμένη λύση. Όμως, η σημερινή κρίση αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ανύπαρκτη στο γεωπολιτικό και στο βιομηχανικό πεδίο. Το βρετανικό παράδειγμα θα μπορούσε μάλιστα να καταδείξει ότι η ιδιότητα του μέλους της Ε.Ε. αποτελεί μειονέκτημα. Μια χώρα όπως η Γαλλία θα μπορούσε να εξετάσει το ενδεχόμενο να ενεργοποιήσει την αναγκαστική αδειοδότηση. Υπό έναν όρο: να αποκτήσει ξανά την ανεξαρτησία της, δρομολογώντας μια ρήξη με το δόγμα του ελεύθερου εμπορίου και οικοδομώντας έναν αποτελεσματικό βιομηχανικό και υγειονομικό παραγωγικό ιστό μέσω της δημιουργίας ενός δημόσιου πόλου στο φάρμακο και των μαζικών επενδύσεων στην έρευνα και στην ανάπτυξη, αλλά και στο σύστημα υγείας (τόσο στη στελέχωση όσο και στον εξοπλισμό του). Με σκοπό να καταστεί δυνατόν να αντιμετωπιστούν οι μελλοντικές πανδημίες.
Όλα αυτά αφορούν το μέλλον. Για την ώρα, θα ήταν καλύτερα να στηριχθούμε στις πολυάριθμες πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών προκειμένου τα εμβόλια να αντιμετωπιστούν ως παγκόσμιο κοινό αγαθό και, κυρίως, να συνεννοηθούμε με άλλες ισχυρές χώρες όπως η Κίνα, η Ρωσία και η Ινδία ώστε να εμποδιστεί η κυριαρχία των αμερικανικών φαρμακευτικών εταιρειών, των οποίων τα συμφέροντα υπηρετεί η αμερικανική κυβέρνηση. Η γαλλική διπλωματία θα έπρεπε επίσης να ασκήσει πιέσεις για να επιτύχει την προσωρινή εκούσια άρση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας για το ρωσικό και το κινεζικό εμβόλιο, με τη σύμφωνη γνώμη των εφευρετών τους.
Εξάλλου, δεν θα ήταν παράλογο να εξαρτηθεί η δημόσια χρηματοδότηση και η στρατηγική της μείωσης των κινδύνων των επενδυτών (de–risking) από την πώληση των εμβολίων σε χαμηλή τιμή, ακόμα και σε τιμή κόστους (με αιτιολόγηση του κοστολογίου). Όλα τα δεδομένα (διπλώματα ευρεσιτεχνίας, τεχνογνωσία) θα πρέπει να δοθούν σε επιχειρήσεις φτωχών ή αναδυόμενων χωρών που είναι σε θέση να δημιουργήσουν αλυσίδες παραγωγής και να πωληθούν σε αναπτυσσόμενες χώρες ή σε παγκόσμιους αγοραστές, οι οποίοι στη συνέχεια θα δωρίσουν εμβόλια σε πολύ φτωχές χώρες.
Με αυτόν τον τρόπο θα μπορούσε να μπει τέλος στο θλιβερό θέαμα που παρακολουθούμε σήμερα, κατάληξη εκείνου που ορισμένοι αποκάλεσαν «οικονομία του οργανωμένου ελεύθερου εμπορίου», όπου η μοναδική ελευθερία συνίσταται στις υπερβολικές εξουσίες που έχουν παραχωρήσει τα κράτη στη φαρμακευτική βιομηχανία (13).