«Δαυίδ εναντίον Γολιάθ». Η σύγκριση ερχόταν ξανά και ξανά στο στόμα των συνδικαλιστών που, τον περασμένο Μάρτιο, οργάνωσαν μια ψηφοφορία με θέμα τη δημιουργία παραρτήματος του σωματείου εργαζομένων στην BHM1, το τεράστιο κέντρο αποθήκευσης της Amazon στο Μπέσεμερ της Αλαμπάμα. Δικαιολογημένη η σύγκριση. Αποθηκάριοι εργάτες, Αφροαμερικανοί στη συντριπτική πλειοψηφία τους, τα έβαζαν με μία από τις ισχυρότερες επιχειρήσεις του κόσμου, ιδιοκτησία του πλουσιότερου ανθρώπου του πλανήτη –του Τζεφ Μπέζος– σε μία από τις πιο συντηρητικές Πολιτείες της χώρας.
Μπορεί στη Βίβλο ο μικρός Δαυίδ στο τέλος να νικά τον γίγαντα Γολιάθ, στην Amazon ωστόσο ο Γολιάθ συντρίβει τον Δαυίδ. Από τους 5.805 εργαζόμενους που αριθμεί αυτή η εγκατάσταση έκτασης 80 στρεμμάτων, μόνο 738 ψήφισαν «ναι» και 1.798 «όχι». Ο Στιούαρτ Άπλμπαουμ, πρόεδρος του Retail, Wholesale Department Store Union (RWDSU, Σωματείο Εργαζόμενων Λιανικής, Χονδρικής και Πολυκαταστημάτων), του συνδικάτου διακίνησης εμπορευμάτων σε μεγάλη κλίμακα, αμφισβήτησε ευθύς αμέσως το αποτέλεσμα, κατηγορώντας την Amazon ότι παραβίασε την ουδετερότητα της εκλογικής διαδικασίας. Μετά την αποτυχία μιας προηγούμενης απόπειρας το 2014 στο Ντελαγουέαρ, ο κολοσσός των διαδικτυακών πωλήσεων επιβεβαιώνει με αυτόν τον τρόπο ότι παραμένει απόρθητο οχυρό για τις οργανώσεις των εργαζομένων.
Στις ΗΠΑ, η ίδρυση συνδικάτου σε μια επιχείρηση μοιάζει με γολγοθά. Αρχικά, ένας εργαζόμενος πρέπει να έρθει σε επαφή με ένα σωματείο –στην προκείμενη περίπτωση, ένας αποθηκάριος της ΒΗΜ1 τηλεφώνησε στο RWDSU τον περασμένο Αύγουστο– το οποίο στη συνέχεια οφείλει να αποδείξει στην ανεξάρτητη ομοσπονδιακή υπηρεσία εργασίας, το National Labor Relations Board (NLRB, Εθνικό Συμβούλιο Εργασιακών Σχέσεων), ότι το 30% των εργαζομένων επιθυμεί τη δημιουργία παραρτήματος του σωματείου. Μόλις γίνει αυτό το βήμα, και μετά από μια σκληρή εκστρατεία, οργανώνεται ψηφοφορία μεταξύ των εργαζομένων. Η μάχη διεξάγεται από εργοστάσιο σε εργοστάσιο, από σούπερ μάρκετ σε σούπερ μάρκετ, από φαστ-φουντ σε φαστ-φουντ: εάν στο Μπέσεμερ είχε υπερισχύσει το «ναι», δεν θα είχε αλλάξει την κατάσταση στις υπόλοιπες αποθήκες της Amazon. Για τους εργαζομένους, η εμπλοκή σε μια τέτοια κίνηση συνεπάγεται μια μακρά και επίπονη μάχη και, σε περίπτωση ήττας, αντίποινα εναντίον όσων αιτήθηκαν τη βοήθεια του συνδικάτου –συχνά την απόλυση. Δύσκολο να εκπλαγεί κάποιος, υπό αυτές τις συνθήκες, από το γεγονός ότι στις ΗΠΑ μόλις το 6,3% των υπαλλήλων του ιδιωτικού τομέα είναι οργανωμένο σε σωματεία.
Τα τελευταία είκοσι χρόνια, η Amazon κατασκεύασε στη χώρα εκατόν δέκα αποθηκευτικά κέντρα του μεγέθους της BHM1 –και προβλέπει ότι θα κτίσει τριάντα τρία ακόμα (1). Με σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα στην υπηρεσία της, δηλαδή σχεδόν ένα οικονομικά ενεργό άτομο στα εκατόν πενήντα, η επιχείρηση είναι ο δεύτερος ιδιώτης εργοδότης σε εθνικό επίπεδο (με την προοπτική να ξεπεράσει την αλυσίδα υπεραγορών Walmart στα επόμενα δύο χρόνια). Η υγειονομική κρίση, με τη μαζική ανάπτυξη των διαδικτυακών αγορών, έδωσε ακόμη μεγαλύτερη ώθηση στις δραστηριότητές της, μέχρι του σημείου να είναι δύσκολο να μετρηθεί ο ρυθμός με τον οποίον η Amazon κάνει σήμερα προσλήψεις.
Αναδιαμόρφωση της αμερικανικής επικράτειας
Προκειμένου να περιγράψει τη σπουδαιότητα που απέκτησε η επιχείρηση, ο δημοσιογράφος Άλεκ ΜακΓκίλις μιλά για ένα «φαινόμενο Amazon» που ανασυνθέτει την αμερικανική επικράτεια σύμφωνα με μια ιεραρχία τριών βαθμίδων: στην κορυφή βρίσκονται «οι πόλεις που φιλοξενούν το στρατηγείο της Amazon και τις καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας για υψηλά προσόντα», όπως το Σιάτλ, η Ουάσινγκτον ή η Βοστόνη. Κατόπιν έρχονται οι «πόλεις αποθήκευσης», που συγκεντρώνουν «τα εμπορεύματα και τις σαφώς λιγότερο καλά αμειβόμενες δουλειές». Τέλος, έχουμε την υπόλοιπη χώρα, όπου το τοπικό εμπόριο έχει καταβαραθρωθεί από την άνθηση των ηλεκτρονικών αγορών, χωρίς καμία δημιουργία θέσεων εργασίας ως αντιστάθμισμα, εκτός από εκείνες των διανομέων (2).
Το Μπέσεμερ ανήκει στη δεύτερη κατηγορία: τις πόλεις αποθήκευσης. Αντιπροσωπευτικό παράδειγμα των μικρών βιομηχανικών κέντρων σε παρακμή, με τον κοινωνικό ιστό του εξασθενημένο μετά τη δεκαετία του 1990, όταν έκλεισε το εργοστάσιο της Pullman που κατασκεύαζε εμπορικά βαγόνια σιδηροδρόμου, μοιάζει με άλλες τοποθεσίες που είχε επιλέξει η Amazon για να εγκαταστήσει τα γιγαντιαία κέντρα διαχείρισης των εμπορευμάτων της. Οι πόλεις σε κρίση πέφτουν στα γόνατα προκειμένου να προσελκύσουν την πολυεθνική, η οποία με αυτόν τον τρόπο ενθαρρύνει έναν μειοδοτικό διαγωνισμό μεταξύ τους για την ελαχιστοποίηση του φορολογικού κόστους. «Το Μπέσεμερ προσφέρει ανταγωνιστικές φορολογικές εκπτώσεις, προσιτές εμπορικές μισθώσεις, έμπειρο εργατικό δυναμικό και χαμηλό κόστος ζωής», καυχιέται η ιστοσελίδα του εμπορικού επιμελητηρίου της πόλης, οι υπεύθυνοι του οποίου δεν απάντησαν στο αίτημά μας για συνάντηση. Κατά τη διάρκεια της συνδικαλιστικής εκστρατείας, ο Δημοκρατικός δήμαρχος Κένεθ Γκάλεϊ, εκλεγόμενος από το 2010, απέφυγε να πάρει θέση. Τον Φεβρουάριο, κατά τη διάρκεια της ετήσιας ομιλίας του «για την κατάσταση της πόλης», εγκωμίασε την άφιξη της Amazon και υπογράμμισε «την υπέρ των επιχειρήσεων ατμόσφαιρα» που κυριαρχεί στην πόλη, χωρίς να πει ούτε λέξη για την εργασιακή διένεξη.
Τα συνδικάτα, είναι αλήθεια, δεν έχουν πάντα καλό όνομα στους αιρετούς του Νότου. Η Αλαμπάμα ανήκει στη λέσχη των είκοσι επτά right–to–work states («Πολιτείες με δικαίωμα στην εργασία»), όπου ο νόμος επιτρέπει στους εργαζομένους να μην καταβάλλουν συνδρομές στα σωματεία, αποδυναμώνοντας κατά συνέπεια τα ταμεία των εργατικών οργανώσεων. Η νομοθεσία και η φορολογία, πολύ ευνοϊκές προς τις επιχειρήσεις, ενθάρρυναν την εγκατάσταση μεγάλων ομίλων αυτοκινητοβιομηχανιών, κυρίως γερμανικών και ιαπωνικών, που δημιούργησαν στο κατόπι τους ένα ολόκληρο οικοσύστημα υπεργολαβιών. Έτσι, η Αλαμπάμα εμφανίζει την πρωτοτυπία να φιλοξενεί το μοναδικό στον κόσμο εργοστάσιο της Mercedes χωρίς συνδικάτο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εκστρατεία που ξεκίνησε στο Μπέσεμερ αποτέλεσε έκπληξη: η BHM1 είναι μια καινούργια αποθήκη (άνοιξε τον Μάρτιο του 2020). Προσφέρει έξι χιλιάδες θέσεις εργασίας, με μισθούς που ξεκινούν από τα 15,30 δολάρια την ώρα, δηλαδή διπλάσιους από το κατώτατο ωρομίσθιο στην Αλαμπάμα. Κάτι λιγότερο δηλαδή από όσα προσφέρει μια θέση σε εργοστάσιο αυτοκινήτων, αλλά περισσότερα από ό,τι στα Walmart (11 δολάρια την ώρα) ή σε ένα φαστ-φουντ (όπου η αμοιβή συνήθως ευθυγραμμίζεται με τον κατώτατο μισθό). Εκτός αυτού, η Amazon προσφέρει υγειονομική κάλυψη ήδη από την πρώτη ημέρα εργασίας, κάτι που απέχει μακράν από το να είναι ο κανόνας στον ιδιωτικό τομέα στις ΗΠΑ.
Φτάνοντας στα τέλη Μαρτίου μπροστά στα γραφεία του RWDSU στο Μπέρμιγχαμ, τη μεγαλύτερη πόλη της Αλαμπάμα, τα πρόσωπα είναι κατάκοπα. Οι οργανωτές, φανερά κουρασμένοι από έναν πολύμηνο μαραθώνιο, δέχονται σε κλειστό κύκλο μια σημαντική υποστήριξη. Ο ηθοποιός Ντάνι Γκλόβερ φορά ένα κασκέτο των Newark Eagles, μιας ομάδας της Negro National League, του πρωταθλήματος μπέιζμπολ αποκλειστικά για μαύρους από την περίοδο του φυλετικού διαχωρισμού. Έχει έρθει για να εμψυχώσει την ομάδα, να δώσει εύσημα τους οργανωτές και να αφηγηθεί την ιστορία του. Απέναντί του, στην αίθουσα συνελεύσεων, ντυμένη στα χρώματα του RWDSU (το έμβλημά της απεικονίζει ένα μαύρο χέρι να σφίγγει ένα λευκό), βρίσκουμε τους εργάτες που αποτέλεσαν το σύμβολο του κινήματος στα μέσα ενημέρωσης, όπως την Τζένιφερ Μπέιτς, που μίλησε στη Γερουσία για τις συνθήκες εργασίας της μετά από πρόσκληση του Μπέρνι Σάντερς. Από τη μισάνοιχτη πόρτα διακρίνουμε και τον Ντάριλ Ρίτσαρντσον, τον εργάτη που έκανε το τηλεφώνημα τον Αύγουστο.
Κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης που διήρκεσε πάνω από μία ώρα, ο Γκλόβερ εναλλάσσει αστείες ιστορίες από τα γυρίσματα ταινιών και πιο σοβαρές στιγμές, ιδίως όταν ανακαλεί τους προγόνους του, γεννημένους σκλάβους στο Λούισβιλ της γειτονικής Γεωργίας, και τους κολίγους παππούδες του, που μάζευαν βαμβάκι για λογαριασμό ενός λευκού γαιοκτήμονα. Η γιαγιά του ηθοποιού ξεπέρασε τις κοινωνικές συμβάσεις και τις απειλές των γαιοκτημόνων, στέλνοντας τα παιδιά της στο σχολείο αντί να τα βάλει να δουλέψουν στα χωράφια. Με τη σειρά της, η μητέρα του εγκατέλειψε τη Γεωργία και εγκαταστάθηκε στο Σαν Φρανσίσκο, όπου έγινε ταχυδρομική υπάλληλος. Θυμάται την πολιτικοποιημένη ατμόσφαιρα που βασίλευε στο σπίτι. Έφηβος, διάβαζε στις εφημερίδες τις ιστορίες των μαύρων αγωνιστών του Νότου που «υπερασπίζονταν τα δικαιώματά τους» και παρέμεναν ακλόνητοι στα καθίσματα εστιατορίων που δέχονταν μόνο λευκή πελατεία: «Ήταν οι ήρωές μου».
Η Μπέιτς τού απαντά μιλώντας για την απαράδεκτη χρονομέτρηση που ισχύει στην Amazon, για τις επείγουσες φυσικές ανάγκες που είναι αδύνατο να ικανοποιηθούν δεδομένης της έκτασης της αποθήκης, για τις υπερωρίες που αναγγέλλονται την τελευταία στιγμή, περιπλέκοντας το θέμα της φύλαξης των παιδιών, και για την αγανάκτησή της καθώς βλέπει τα καθήκοντά της να καθορίζονται και να χρονομετρούνται από έναν αλγόριθμο. «Δεν θα καταλάβω ποτέ πώς ένας πνευματικά υγιής άνθρωπος μπορεί να οργανώσει ένα τέτοιο σύστημα και να περιμένει να απολαμβάνει o κόσμος τη ζωή του. Με ημέρες δεκάωρης, εντεκάωρης και δωδεκάωρης εργασίας, πώς να τα βγάλεις πέρα με την οικογένειά σου;»
Δεν είναι τυχαίο αυτό το συναίσθημα. Παρά το γιγαντιαίο μέγεθός της, η Amazon θεωρεί ακόμα τον εαυτό της μια νεοφυή επιχείρηση, που οφείλει να διατηρεί την πυρετώδη ενεργητικότητα της «πρώτης μέρας», σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Τζεφ Μπέζος. Και για να το καταφέρει, πρέπει ασταμάτητα να αυξάνει την παραγωγικότητα και να μειώνει το κόστος της εργασίας. Εξ ου και αντιλαμβάνεται την ανάδυση ενός αντιτιθέμενου πόλου ισχύος ως απειλή για την ίδια της την ύπαρξη.
Μεταξύ ομαδικού πνεύματος και χρονομετρημένου ανταγωνισμού
Μιγάς, αθλητικός πενηντάρης, ο Πέρι Κόνελι βρέθηκε στην BHM1 έχοντας χάσει κατά τη διάρκεια της πανδημίας τη δουλειά του ως υπάλληλος ασφαλείας στο αεροδρόμιο. Τα χρήματα που κερδίζει σήμερα «αντιστοιχούν σε εκείνα που πλήρωνα σε φόρους στην προηγούμενη δουλειά μου» –με άλλα λόγια βιώνει την άφιξή του στην Amazon ως πραγματική οπισθοδρόμηση. Ο εν λόγω stower (αποθηκάριος) έχει καθήκον να σκανάρει τα προϊόντα και να τα τοποθετεί στα ράφια με τον αντίστοιχο γραμμωτό κώδικα. «Για το γεύμα έχει αγώνα δρόμου: να πάω στην τουαλέτα, μετά στην αίθουσα ανάπαυσης, να πάω να πάρω το φαγητό μου, να καθίσω. Τι μου μένει, δώδεκα λεπτά για να φάω;»
Είναι η πρώτη φορά στην επαγγελματική σταδιοδρομία του που υφίσταται ένα ωράριο χρονομετρημένο με τέτοιο τρόπο: «Ταυτοποιούμαι στον υπολογιστή και σκανάρω τα bar code. Ο υπολογιστής μετρά τον χρόνο που χάθηκε μεταξύ δύο σαρώσεων». Είναι το περίφημο time off task («χρόνος εκτός καθηκόντων»), αλλιώς ΤΟΤ, που επικαλούνται όλοι οι υπάλληλοι. «Χοντρικά, για τη μηχανή, πρόκειται για χρόνο όπου δεν κάνεις τίποτα. Θέλουν το ΤΟΤ να είναι όσο πιο χαμηλό γίνεται, αυτό όμως εξαρτάται αναγκαστικά από τα προϊόντα που σου τυχαίνουν.» Ένα ελαττωματικό bar code, ένα εκπτωτικό κουπόνι, και αρχίζουν οι μπελάδες. Ο Κόνελι γελά νευρικά αναφερόμενος στη φρενήρη ατμόσφαιρα που κυριαρχεί στην αποθήκη, μεταξύ ομαδικού πνεύματος και χρονομετρημένου ανταγωνισμού. «Οργανώνουν διαρκώς τον ανταγωνισμό. Σε όποιον τοποθετήσει τα περισσότερα προϊόντα στα ράφια, χαρίζουν δεκαπέντε λεπτά επιπλέον διαλείμματος ή ένα μπλουζάκι.» Πριν από την ψηφοφορία για το σωματείο, η Amazon πρότεινε ένα μπόνους παραίτησης, προκειμένου να μην ψηφίσουν οι δυσαρεστημένοι εργαζόμενοι. «Επίσης, από τη έναρξη της εκστρατείας έχουν διώξει 250 άτομα», βεβαιώνει ο αποθηκάριος.
Σε αυτή τη συντηρητική κομητεία, όπου περισσότεροι από τέσσερις στους δέκα Αφροαμερικανούς ψηφοφόρους επέλεξαν τον Ντόναλντ Τραμπ το 2016 και το 2020 (3) , οι συνδικαλιστές θέλησαν μολαταύτα η προσπάθεια τους να θεωρηθεί συνέχεια των αγώνων για τα πολιτικά δικαιώματα του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του κινήματος Black Lives Matter («Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε»), καταγγέλλοντας την υποκρισία της Amazon στα θέματα αυτά. «Δεν δίνουν δεκάρα για τις ζωές των μαύρων», έλεγε με θυμό ο Ρίτσαρντσον στο «New York Magazine». «Προσπαθούν να μας κάνουν να πιστέψουμε ότι ενδιαφέρονται, κυρίως σχετικά με τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Έχουν φυλλάδια και φωτογραφίες του στους διαδρόμους. Προσποιούνται. Επειδή οι μαύροι είναι πλειοψηφία μέσα στις εγκαταστάσεις» (4).
Τα υψηλόβαθμα στελέχη των Δημοκρατικών (μέλη του Κογκρέσου, σημαίνοντες θρησκευτικοί ηγέτες κ.ο.κ.) που πέρασαν διαδοχικά από το Μπέσεμερ πριν από την ψηφοφορία στην Amazon υποστήριξαν τη συνδικαλιστική στρατηγική, μιλώντας για την πόλη σαν να ήταν μια «νέα Σέλμα» (5). Ένας άλλος περαστικός υποστηρικτής, ο ράπερ Κίλλερ Μάικ, παραλλήλισε μάλιστα τον Μπέζος με γαιοκτήμονα και τις συνθήκες εργασίας μέσα στις αποθήκες (κυρίως τη ζέστη και τον ρυθμό της δουλειάς) με εκείνες στις βαμβακοφυτείες.
Αυτοί οι πύρινοι λόγοι διόλου δεν έπεισαν το εργατικό δυναμικό (όπου το 85% είναι μαύροι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του συνδικάτου) και, εκ των υστέρων, η αποτυχημένη εκστρατεία του Μπέσεμερ δίνει την εντύπωση μιας γιγάντιας οφθαλμαπάτης. Ένας παρατηρητής ενημερωμένος αποκλειστικά από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τα ΜΜΕ και τα διαδικτυακά βίντεο, θα είχε στοιχηματίσει ότι το στρατόπεδο του «ναι» θα υπερίσχυε, καθώς οι αναμεταδότες ήταν πολυάριθμοι και δημοφιλείς. Ισχυρά συνδικάτα, όπως εκείνα τον παικτών του επαγγελματικού συνδέσμου του αμερικανικού ποδοσφαίρου (NFL) ή των σεναριογράφων του Χόλιγουντ, αλλά και καλλιτέχνες και πανεπιστημιακοί, στήριξαν την πρωτοβουλία. Ακόμα και ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν τοποθετήθηκε δημοσίως δύο εβδομάδες πριν από το τέλος της ψηφοφορίας –μια πρωτοφανής υποστήριξη εκ μέρους ενός ενοίκου του Λευκού Οίκου μετά τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ.
Αντίποινα και καταχρηστικές απολύσεις
Μια κάλυψη της αντιπαράθεσης ενίοτε ρομαντική και εξιδανικευμένη συνέβαλε στον σχηματισμό της ψευδαίσθησης μιας νίκης του «ναι» στην κοινή γνώμη, παραμορφώνοντας την πραγματικότητα ενός πεδίου πολύ πιο δύσκολου στην κατανόησή του. Η πανδημία, η παρουσία των μέσων ενημέρωσης και η συνδικαλιστική κινητοποίηση μπροστά στις εγκαταστάσεις δημιούργησαν μια τεταμένη ατμόσφαιρα και η τοπογραφία του μέρους –ένα αχανές κέντρο αποθήκευσης χωρίς παράθυρα, φυτεμένο σε μια βιομηχανική ζώνη, ένα πάρκινγκ επιτηρούμενο από περιπολικό και φύλακες, συνδικαλιστές που κράδαιναν πλακάτ στο πλησιέστερο σταυροδρόμι– καθιστούσε δύσκολη, αν όχι ακατόρθωτη, την αλληλεπίδραση με τους εργαζομένους, εάν εξαιρέσουμε την ομάδα των δέκα περίπου αποθηκάριων που συνεργάζονταν φανερά με το σωματείο ή τους εργάτες που ήταν απόλυτα ευτυχείς με τη μοίρα τους και προβάλλονταν από την επικοινωνία της επιχείρησης.
Είναι προφανές ότι η Amazon χρησιμοποίησε τα απεριόριστα μέσα της και όλη την προηγμένη τεχνολογία που διαθέτει προκειμένου να επηρεάσει τους υπαλλήλους της. Πίσω από τις πόρτες της αποθήκης, η διοίκηση οργάνωσε ομαδικές και υποχρεωτικές «συνεδρίες ενημέρωσης» σχετικά με τις συνέπειες της ίδρυσης σωματείου στη μονάδα και τα τηλέφωνα των εργαζομένων βομβαρδίστηκαν από γραπτά μηνύματα που περιέγραφαν το συνδικάτο ως εισβολέα. «Μην αφήσετε ξένους να διχάσουν μια ομάδα που κερδίζει! Πιστεύουμε ότι δεν θα πρέπει να πληρώνετε μεσάζοντα για να μιλάει αντί για εσάς, ούτε να πληρώνετε συνδρομή για να αποκτήσετε αυτό που ήδη έχετε δωρεάν», διαβάζουμε στο στιγμιότυπο οθόνης που κοινοποίησε ένας υπάλληλος. Επιπλέον, από τις 25 Ιανουαρίου, η Amazon προσέλαβε στην αποθήκη εξειδικευμένους συμβούλους (με κόστος πολλών χιλιάδων δολαρίων ημερησίως), τους περίφημους union busters («κυνηγούς συνδικάτων») (6). Κυκλοφόρησαν επίσης τρομακτικές φήμες για το γεγονός ότι η Amazon θα μπορούσε πολύ εύκολα να κλείσει τη μονάδα σε περίπτωση «προδοσίας» από τους εργαζόμενους.
Καθώς διακυβεύονταν τα συμφέροντά της, η πολυεθνική δεν δίστασε να καταπατήσει το δικαίωμα στην εργασία προκειμένου να σπάσει την εκστρατεία –ούτως ή άλλως, το NLRB δεν έχει δικαιοδοσία να της επιβάλει οικονομικές κυρώσεις. Μαρτυρίες πρώην εργαζομένων που είχαν επιχειρήσει να δημιουργήσουν σωματείο στις αποθήκες τους σε Ντελαγουέαρ και Βιρτζίνια καταγράφουν βάναυσες αντιδράσεις, απειλές και αντίποινα, ανάμεσά τους και καταχρηστικές απολύσεις, όπως εκείνη ενός υπαλλήλου που βρισκόταν σε αναρρωτική άδεια μετά από χειρουργική επέμβαση στο γόνατο. Στο Τσέστερ της Βιρτζίνια, η κύρωση που επέβαλαν οι αρχές, μετά από έρευνα, ήταν να υποχρεώσουν την Amazon να αναρτήσει στην αίθουσα συναντήσεων, σε ένα φύλλο χαρτί μεγέθους Α4, έναν κατάλογο των ενεργειών στις οποίες δεσμευόταν να μην προχωρήσει. «Δεν θα σας απειλούμε με απόλυση. Δεν θα σας ρωτάμε σχετικά με τις συνδικαλιστικές δραστηριότητές σας. Δεν θα σας παρακολουθούμε. Δεν θα σας απειλούμε με αντίποινα.» Το έγγραφο υποτίθεται ότι καθησυχάζει τους εργαζόμενους, αλλά μπορεί να έχει το αντίθετο αποτέλεσμα, υπογραμμίζοντας υπογείως τους κινδύνους στους οποίους εκτίθενται οι επικριτές της εταιρείας (7).
Απογοητευμένος που δεν κατάφερνε να μιλήσει σε υπαλλήλους του Μπέσεμερ, ένας Αμερικανός δημοσιογράφος μπήκε στο πάρκινγκ της αποθήκης, έστω και αν ερχόταν αντιμέτωπος με τον νόμο, προκειμένου να τείνει το μικρόφωνό του σε όποιον βρισκόταν μπροστά του. Ο Μάικ Ελκ, 35 ετών, καλύπτει για πέμπτη φορά συνδικαλιστική εκστρατεία στον Νότο (και οι πέντε κατέληξαν σε ήττα). Απολυμένος ο ίδιος από τον δημοσιογραφικό οργανισμό Politico εξαιτίας της απόπειράς του να συνδικαλίσει τη συντακτική ομάδα, επένδυσε την αποζημίωσή του στη δημιουργία του δικού του μέσου, του «Payday Report» («ρεπορτάζ από την ημέρα της πληρωμής»), που πρόθεσή του είναι «να καλύψει την κοινωνική επικαιρότητα μέσα στις ερήμους των μέσων ενημέρωσης». Αισιόδοξος κατά το ξεκίνημα του κινήματος, το οποίο παρακολουθούσε από τη βάση του στο Πίτσμπουργκ, άλλαξε γνώμη όταν έφτασε επί τόπου, καθώς διαπίστωσε, σε μια συνάντηση με τον Μπέρνι Σάντερς μπροστά στο κτίριο του συνδικάτου στο Μπέρμιγχαμ στις 26 Μαρτίου, ότι οι δημοσιογράφοι ήταν περισσότεροι από τους εργάτες.
Κατόρθωσε να πάρει συνέντευξη από τέσσερις αποθηκάριους, προτού εκδιωχθεί από τον περιβάλλοντα χώρο της αποθήκης από έναν υπάλληλο ασφαλείας. Όλοι τους ήταν μαύροι. Και όλοι τους ετοιμάζονταν να ψηφίσουν «όχι». «Είμαι μάλλον κατά, επειδή δεν γνωρίζω πολλά από συνδικάτα, δεν είχα ποτέ σχέση με αυτά», του δήλωσε η Άσλεϊ, 32 ετών. Ένας δεκαεννιάχρονος εργαζόμενος συνέκρινε το συνδικάτο με «κλέφτη» που θέλει να του πάρει ένα μέρος από τα σκληρά κερδισμένα χρήματά του: ήταν το εμβληματικό επιχείρημα της Amazon κατά τις ομαδικές συνεδρίες ενημέρωσής της. Η επιχείρηση μάλιστα δημιούργησε μια ιστοσελίδα με τίτλο «Do it Without Dues» («Κάνε το Χωρίς Συνδρομή»). Η μετάδοση αυτών των συνεντεύξεων κόστισε στον Ελκ πολλές ύβρεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης: κατηγορήθηκε πως δούλευε για την εργοδοσία. Εκείνος απαντά ότι ήταν καίριας σημασίας να «καταλάβει την ψυχολογία των “αντί”, πώς ένιωθαν οι εργάτες της μονάδας», και ότι δεν δουλεύει για κανέναν, «παρά μόνο για την αλήθεια».
Μια κοινή γνώμη ιδιαίτερα θετική απέναντι στο «ναι»
Είναι αδύνατο να μάθουμε ποια επίδραση είχε στην ψήφο η στρατηγική της συσχέτισης της συνδικαλιστικής εκστρατείας με τον αγώνα για τα πολιτικά δικαιώματα. Άλλωστε, οι εργαζόμενοι που έτυχε να συναντήσει ο Ελκ δεν φαίνονταν να είναι εγγενώς εχθρικοί προς τα συνδικάτα: απλώς δεν ήταν ενήμεροι για τη χρησιμότητά τους. «Είναι εύκολο να ενοχοποιείται η Amazon, όμως και τα συνδικάτα έσφαλαν», εξηγεί ο δημοσιογράφος. Κατά τον ίδιο, μια νικηφόρα ψηφοφορία πρέπει να μοιάζει με απλή τυπικότητα, να έχει κατά κάποιον τρόπο κερδηθεί εκ των προτέρων, αφότου έχει ήδη αναλάβει δράση το συνδικάτο και έχει πείσει μια κρίσιμη μάζα εργαζομένων, που συνεπώς δεν θα φοβούνται πλέον να εκφράσουν τις πεποιθήσεις τους στον συνάδελφό τους.
Στην περίπτωση της BHM1, το RWDSU χρησιμοποίησε μια διαφορετική τακτική, αποκαλούμενη hot shopping στην αμερικανική συνδικαλιστική ιδιόλεκτο. Πρόκειται για τη «μεταστροφή» ενός χώρου εργασίας ήδη από το ξεκίνημα της εκστρατείας, με την εκμετάλλευση κάποιας ξαφνικής δυσαρέσκειας των εργατών –στην περίπτωση του Μπέσεμερ, σχετικά με τις ελεεινές υγειονομικές συνθήκες στην αποθήκη. Ο στόχος είναι να υπάρξει όφελος από τον αιφνιδιασμό, χωρίς να έχει προετοιμαστεί το έδαφος, βάζοντας συνειδητά το κάρο μπροστά από τα βόδια. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην παραμέληση της ανάγκης για δουλειά σε βάθος. Έτσι, κατά τη διάρκεια της εκστρατείας, ελάχιστες φορές ζητήθηκε η συνδρομή των τοπικών θρησκευτικών ηγετών, σε αντίθεση με τους διαδικτυακούς ακτιβιστές και τα βαριά ονόματα του Δημοκρατικού Κόμματος, που κατέφθασαν μαζικά.
Άλλα προβλήματα: το υψηλό ποσοστό εναλλαγής του προσωπικού, η έλλειψη χρόνου για επικοινωνία στη μονάδα (που οφείλεται ταυτόχρονα στις συνθήκες εργασίας και στην πανδημία Covid-19, η οποία καθιστούσε αδύνατη κάθε παράπλευρη δραστηριότητα, όπως ένα συνδικαλιστικό μπάρμπεκιου) και η έλλειψη εργασιακής προοπτικής σε μια αποθήκη. Ποιος ξέρει εάν θα δουλεύει ακόμη εδώ σε έναν χρόνο; Γεμάτοι αμφιβολίες, οι εργαζόμενοι στην ΒΗΜ1 ενδεχομένως φοβήθηκαν ότι είχαν περισσότερα να χάσουν (τη δουλειά τους, τον μισθό τους, την ασφάλιση υγείας της Amazon) παρά να κερδίσουν (δεν ήξεραν τι ακριβώς).
Όπως και να έχουν τα πράγματα, η μεγάλη περιπέτεια του Μπέσεμερ φαίνεται πως ήταν η ευκαιρία για τη χώρα να κατανοήσει σε ποια κατάσταση βρίσκεται το εργατικό δίκαιό της. Πολλές σφυγμομετρήσεις έδειξαν μια κοινή γνώμη πολύ θετική απέναντι στο «ναι», ενώ τα κύρια άρθρα των εφημερίδων ήταν στο ίδιο μήκος κύματος. «Είναι δεδομένο ότι η παρακμή των συνδικάτων είναι ο κύριος λόγος που οι πλούσιοι γίνονται πλουσιότεροι και οι φτωχοί φτωχότεροι», έγραψε μάλιστα ο φιλελεύθερος αρθρογράφος Τζο Νοσέρα (8). Η καταμέτρηση της ψηφοφορίας του Μπέσεμερ μεταδόθηκε απευθείας από την ιστοσελίδα των «New York Times», με την ίδια βαρύτητα που αποδίδουν σε πολιτικές εκλογές με εθνικό διακύβευμα –κάτι πρωτοφανές για ψηφοφορία σε επιχείρηση.
Την ημέρα που ανακοινώθηκε το αποτέλεσμα, υπάλληλοι ενός αποθηκευτικού κέντρου στο Σικάγο προχώρησαν σε αυθόρμητη στάση εργασίας. Κι άλλες δράσεις ανακοινώθηκαν σε περίπου πενήντα πόλεις. Θα έχουν άραγε διαφορετική μοίρα; Προκειμένου να εξηγήσουν την ήττα στο Μπέσεμερ, οι συνδικαλιστές κατηγορούν ακατάπαυστα την Amazon, τις απειλές της, τους εκφοβισμούς της. Μέσα στον Μάρτιο, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε το Protecting the Right to Organize Act («Νόμος Περί Προστασίας του Δικαιώματος του Οργανώνεσθαι»), αλλιώς PRO Act, που έχει στόχο ακριβώς να εξαλείψει τις εργοδοτικές πιέσεις απέναντι στις συνδικαλιστικές εκστρατείες, απαγορεύοντας ιδίως τις υποχρεωτικές «συνεδρίες ενημέρωσης». Το σχέδιο αυτό βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, μπορεί όμως να ξεψυχήσει μπροστά στην πόρτα της Γερουσίας, ελλείψει υποστήριξης από τους Ρεπουμπλικανούς. Επιπλέον, δεν απαλλάσσει τους συνδικαλιστές και τους ηγέτες των Δημοκρατικών από την υποχρέωση να διδαχθούν από το ναυάγιο στην Αλαμπάμα, αναλογιζόμενοι τη στρατηγική τους. Εάν δεν γίνει κάτι τέτοιο, ακόμη κι αν γεννηθούν νέες εκστρατείες με αφορμή το Μπέσεμερ, κινδυνεύουν κι εκείνες να καταλήξουν σε αποτυχία.
Προκειμένου να ξεπεραστεί το αδιέξοδο, ορισμένοι προτείνουν μποϊκοτάζ στην Amazon. Ακόμα όμως και οι ίδιοι αυτοί διαδικτυακοί ακτιβιστές πλουτίζουν την πολυεθνική εν αγνοία τους, είτε μέσω διαδικτυακών αγορών από κάποιον ανταγωνιστή της όπως το eBay, του οποίου η Amazon διασφαλίζει την παράδοση των προϊόντων, είτε χρησιμοποιώντας το Netflix ή το Google, καθώς το Amazon Web Services τροφοδοτεί με ενέργεια τεράστια τμήματα του Διαδικτύου και αποθηκεύει τις βάσεις δεδομένων τους. Στη διάρκεια μιας τηλεδιάσκεψης συνδικαλιστών, στις 6 Μαρτίου, μια ακτιβίστρια δήλωνε έκπληκτη για το ότι η Amazon είναι επίσης ιδιοκτήτρια της αλυσίδας σούπερ μάρκετ Whole Foods (με εξειδίκευση στα βιολογικά προϊόντα –εξαγοράστηκε το 2017). Κάποια άλλη ρώτησε «πώς μπορεί να γίνει μποϊκοτάζ στην Amazon», χωρίς να γνωρίζει ότι το γεγονός και μόνο της συμμετοχής σε εκείνη τη συνάντηση ωφελούσε την επιχείρηση, από την οποία εξαρτάται το Zoom για το διαδικτυακό «νέφος» των δεδομένων του. Έχοντας καταλάβει μια σχεδόν μονοπωλιακή θέση –στη χώρα του ελεύθερου ανταγωνισμού…– η επιχείρηση του Μπέζος έχει γίνει σχεδόν αδύνατο να παρακαμφθεί.