Είναι πιο εύκολο να στήσεις ένα επικοινωνιακό χτύπημα παρά ένα χτύπημα στο κράτος και τη δημοκρατία. Το κείμενο που δημοσιεύτηκε στις 21 Απριλίου στο [σ.σ. συντηρητικό-ακροδεξιό] εβδομαδιαίο περιοδικό «Valeurs actuelles» το απέδειξε: αρκεί μια έκκληση με την υπογραφή περίπου είκοσι απόστρατων στρατηγών. Ιδιαίτερα όταν συμπίπτει με τα διακόσια χρόνια από τον θάνατο του Ναπολέοντα (πρωτεργάτη του πιο διάσημου πραξικοπήματος στη χώρα) και με την ημέρα της επετείου των εξήντα χρόνων από το τελευταίο στρατιωτικό πραξικόπημα που γνώρισε η Γαλλία. Ο διφορούμενος χαρακτήρας του κειμένου, το οποίο ενσωματώνει πολλές από τις παρανοϊκές εμμονές της ακροδεξιάς (σχετικά με τον «φυλετικό πόλεμο», τον ισλαμισμό, τις «ορδές των προαστίων» και τους μπαχαλάκηδες), αποτελούσε εγγύηση για την πολεμική που θα ακολουθούσε. Και, καλώντας την κυβέρνηση να εμποδίσει τον «εμφύλιο πόλεμο», οι υπογράφοντες απειλούσαν συγκαλυμμένα με στρατιωτική παρέμβαση, με μια ομιχλώδη διατύπωση που επέτρεπε ποικίλες ερμηνείες: «η παρέμβαση των εν ενεργεία συναδέλφων μας σε μια επικίνδυνη αποστολή προστασίας των πολιτισμικών αξιών μας και διάσωσης των συμπατριωτών μας στο εθνικό έδαφος» (1).
Σε μια συγκυρία όπου η ακροδεξιά βρίσκεται σε θέση ισχύος και όπου ένας πρώην αρχηγός του γενικού επιτελείου των ενόπλων δυνάμεων που παραιτήθηκε από τη θέση του (ο στρατηγός Πιέρ ντε Βιλιέ) ισχυρίζεται ότι θέλει να «διορθώσει τη Γαλλία», η υπόθεση δεν είναι αστεία. Οι τοποθετήσεις ορισμένων περιθωριακών θυλάκων του στρατεύματος υπενθυμίζει ότι η επέμβαση των στρατιωτικών στην πολιτική έχει μακρά ιστορία και ότι τα στρατιωτικά πραξικοπήματα δεν αποτελούν κάποια εξωτική παράδοση.
Η ιδέα ότι η λήψη έκτακτων μέτρων επιβάλλεται όταν το απαιτεί η σοβαρότητα της κατάστασης δεν είναι καινούργια. Έτσι δικαιολογούνταν τα πραξικοπήματα τον 17ο αιώνα: υπερασπίζοντας το κρατικό συμφέρον και το κοινό καλό, ο βασιλιάς μπορεί, και μερικές φορές οφείλει, να χρησιμοποιήσει όλα τα απαραίτητα μέσα, ακόμη και τα πιο βίαια. Προκειμένου να παραμείνουν αποτελεσματικές, οι παραβιάσεις πρέπει να γίνονται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις, διευκρινίζει ο λόγιος βιβλιοθηκάριος Γκαμπριέλ Νοντέ, συγγραφέας μιας πραγματείας του 1639 πάνω στο θέμα: «[Η] σπανιότητα προσδίδει λάμψη και χρώμα σε πολλά πράγματα, η οποία αίφνης χάνεται μόλις αρχίσουν να χρησιμοποιούνται υπερβολικά συχνά (…). Προσθέτω ότι εάν ο ηγεμόνας επιδεικνύει αυτοσυγκράτηση στις πρακτικές του, δεν θα μπορεί εύκολα να κατηγορηθεί ούτε να θεωρηθεί τύραννος, πανούργος ή βάρβαρος, καθώς δεν θα πρέπει να αποδίδουμε τέτοιες ιδιότητες παρά μόνον σε όσους καθ’ έξιν καταφεύγουν σε τέτοια συμπεριφορά» (2).
Παράγοντες επιτυχίας ή… αποτυχίας
Με τη Γαλλική Επανάσταση, το πραξικόπημα αλλάζει νόημα, καθώς πλέον συνδέεται με την παράνομη κατάκτηση της εξουσίας από κάποιο άτομο ή μια μικρή ομάδα ατόμων. Από την άποψη αυτή, τα γεγονότα της 18ης-19ης Μπρυμαίρ του επαναστατικού έτους Η΄ (9 προς 10 Νοεμβρίου 1799) προσφέρουν ένα νέο υπόδειγμα. Μέσα σε μια ατμόσφαιρα σχετικής σύγχυσης, ο στρατηγός Ναπολέων Βοναπάρτης κατορθώνει –στην αρχή τηρώντας τα νόμιμα προσχήματα, πριν τελικά καταφύγει στη βία– όχι μόνο να καταλάβει την εξουσία, αλλά και να θέσει τέλος στη δημοκρατική φάση της Επανάστασης. Η δόξα που γνωρίζει στη συνέχεια ως αυτοκράτορας Ναπολέων Α΄ τροφοδοτεί, σε όλη τη διάρκεια του 19ου αιώνα, τον βοναπαρτικό θρύλο του «καλού» πραξικοπήματος. Ωφελεί ιδιαίτερα τον ανιψιό του, τον πρόεδρο της Γαλλίας Λουδοβίκο-Ναπολέοντα Βοναπάρτη. Στις 2 Δεκεμβρίου 1851, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης παραβιάζει το Σύνταγμα της 2ης Δημοκρατίας, παραμένοντας στην εξουσία με τη δύναμη των όπλων. «Η Γαλλία κατάλαβε ότι δεν βγήκα εκτός νομιμότητας παρά μόνο για να επιστρέψω στο δίκαιο», δηλώνει περιχαρής μετά το δημοψήφισμα που τον εδραιώνει και οδηγεί στην αποκατάσταση της Αυτοκρατορίας.
Στο καυστικό έργο του με τίτλο «Τεχνική του Πραξικοπήματος» (1931), ο Ιταλός συγγραφέας Κούρτσιο Μαλαπάρτε θεωρεί ότι η σκιά της 18ης Μπρυμαίρ συνεχίζει να πλανάται πάνω από τις ανατρεπτικές ενέργειες της εποχής του (3). Ιδιαίτερα στη Γερμανία, όπου δύο απόπειρες πραξικοπήματος αποτυγχάνουν: εκείνη του εθνικιστή Βόλφγκανγκ Καπ, που βρέθηκε αντιμέτωπη με μια μαζική γενική απεργία τον Μάρτιο του 1920, και εκείνη που οδηγεί τον Αδόλφο Χίτλερ στη φυλακή το 1923. Όμως, η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917, εκτιμά ο Μαλαπάρτε, επιβάλλει ένα νέο μοντέλο εξέγερσης. Πράγματι, οι μπολσεβίκοι είναι οι πρώτοι (πριν από τους Ιταλούς φασίστες) που κατανοούν την ανάγκη ότι πρέπει να καταληφθούν οι απαραίτητες για τις εκβιομηχανισμένες κοινωνίες υποδομές: εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, σιδηροδρομικοί σταθμοί, τηλεγραφικές και τηλεφωνικές εγκαταστάσεις… Η κατάληψη της εξουσίας, η οποία μέχρι τότε θεωρούνταν κατά βάση μια πολιτική ενέργεια, γίνεται εξίσου και μια τεχνική.
Αυτή η υλική διάσταση της εξέγερσης, η οποία γίνεται όλο και πιο εμφανής στο μέτρο που ο κόσμος εκβιομηχανίζεται, βρίσκεται στην καρδιά του εγχειριδίου πραξικοπημάτων που εκδίδει ο νεοσυντηρητικός στρατηγός Έντουαρντ Λούτβακ το 1968 (4). Όταν τελειώνει η εποχή της αποικιοκρατίας, οι απόπειρες πραξικοπημάτων πολλαπλασιάζονται: από το 1946 έως το 1964, ο συγγραφέας απαριθμεί 88 (από τις οποίες οι 62 στέφθηκαν από απόλυτη επιτυχία). Με κάπως προκλητικό τρόπο, το βιβλίο περιλαμβάνει κατάλογο των κανόνων που πρέπει να ακολουθήσει ο επίδοξος πραξικοπηματίας, κάνοντας με την ευκαιρία τη διάκριση μεταξύ του προνουνσιαμιέντο (στρατιωτικού τελεσιγράφου) του ισπανόφωνου κόσμου (που δεν συνεπάγεται κατ’ ανάγκη κατάληψη της εξουσίας), του στρατιωτικού κινήματος (putsch, που δεν κινητοποιεί παρά μέρος των ενόπλων δυνάμεων) και του πραξικοπήματος (όπου μπορεί να συμμετέχουν τόσο στρατιωτικοί όσο και πολιτικοί ή πολίτες).
Εάν επιθυμείτε να καταλάβετε την εξουσία με τη βία, συμβουλεύει ο Λούτβακ, επιλέξτε καλύτερα κάποια χώρα λιγότερο αναπτυγμένη οικονομικά, στην οποία το μεγαλύτερο τμήμα του πληθυσμού δεν έχει πρόσβαση στην πολιτική ζωή. Ορισμένες φορές, κάποιες κοινωνικές εκρήξεις προκαλούν μια ρωγμή μέσα από την οποία γίνεται δυνατή μια επέμβαση του στρατού –όπως το 1952 στην Αίγυπτο, όταν ανατρέπεται ο βασιλιάς Φαρούκ. Καλύτερα να αποφύγετε χώρες που είναι υπερβολικά εξαρτημένες από την κηδεμονία μιας ξένης δύναμης –όπως η Γκαμπόν, όπου οι πραξικοπηματίες ηττήθηκαν το 1964 από γαλλικά στρατεύματα. Μόλις ορίσετε τον στόχο, στρατολογήστε μυστικά εκπαιδευμένους και εξοπλισμένους πράκτορες (να είναι πολλοί στις ένοπλες δυνάμεις), καθώς και στελέχη της αστυνομίας και των μυστικών υπηρεσιών.
Η επιχείρηση μπορεί τώρα να ξεκινήσει. Κάθε ομάδα πρέπει να ελέγξει το ταχύτερο δυνατό τα προκαθορισμένα σημεία στρατηγικής σημασίας, χωρίς η κυβέρνηση να είναι σε θέση να συλλάβει το συνολικό σχέδιο. Αναλάβετε τον έλεγχο των μέσων τηλεπικοινωνίας, των ραδιοφωνικών και τηλεοπτικών σταθμών και των δικτύων μεταφοράς. Εξουδετερώστε αμέσως τις πιο επικίνδυνες δυνάμεις της αντιπολίτευσης (κόμματα, συνδικάτα, θρησκευτικούς ηγέτες…). Τέλος, ακινητοποιήστε τους πυρήνες που παραμένουν πιστοί στην κυβέρνηση (αποφεύγοντας, κατά προτίμηση, να ανοίξετε πυρ εναντίον τους). Μόλις πολιορκηθεί η έδρα της κυβέρνησης και συλληφθούν οι κυβερνώντες, επισημοποιήστε την κατάληψη της εξουσίας με ραδιοφωνικό ανακοινωθέν.
Παρ’ ότι παλαιό, το μοντέλο αυτό βοηθά να αξιολογηθεί η έλλειψη προετοιμασίας του πραξικοπήματος του 2016 στην Τουρκία (επικεντρωμένο αποκλειστικά στο στράτευμα), όπως και η δυσοίωνη αποτελεσματικότητα του πραξικοπήματος της χούντας στη Βιρμανία, η οποία, επιστρέφοντας στην εξουσία την 1η Φεβρουαρίου 2021, επέκτεινε τον έλεγχό της μέχρι και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ο Λούτβακ εστιάζει στις χώρες του Τρίτου Κόσμου, αλλά επιμένει ότι ορισμένες αναπτυγμένες δυτικές χώρες μπορούν να επιλεχθούν ως στόχος σε περίπτωση παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, στρατιωτικής ή διπλωματικής ήττας ή χρόνιας πολιτικής αστάθειας.
Το 1958, τέτοια είναι η περίπτωση της Γαλλίας, η οποία βρίσκεται σε τέλμα στον πόλεμο της Αλγερίας, αφού έχει γνωρίσει την ήττα και στην Ινδοκίνα. Κατηγορώντας τον πρόεδρο της Δημοκρατίας Ρενέ Κοτί ότι τους εγκατέλειψε, οι πιο ριζοσπάστες οπαδοί της γαλλικής Αλγερίας εξεγείρονται στο Αλγέρι. Ο στρατός προσχωρεί στο κίνημα: στις 13 Μαΐου 1958 σχηματίζεται Επιτροπή Πολιτικής και Στρατιωτικής Σωτηρίας, με επικεφαλής τον στρατηγό Ζακ Μασί. Ο στόχος είναι να υποχρεωθεί ο πρόεδρος να απευθυνθεί στον Σαρλ ντε Γκωλ, ο οποίος είχε παραιτηθεί από την προεδρία της κυβέρνησης τον Ιανουάριο του 1946. Ο ντε Γκωλ δεν βρίσκει κάτι να σχολιάσει για τις συνθήκες που τον κάνουν να εμφανίζεται ως από μηχανής θεός. Αρνούμενος να χαρακτηρίσει τους αξιωματικούς στο Αλγέρι «στασιαστές», στις 19 Μαΐου δηλώνει στους δημοσιογράφους: «Όσο για τις ένοπλες δυνάμεις, που σε φυσιολογικές συνθήκες αποτελούν εργαλείο του κράτους, έτσι πρέπει να παραμείνουν. Πρέπει όμως να υπάρχει και κράτος» (5). Τηρώντας παράλληλα τις νόμιμες διαδικασίες, ο πρόεδρος Κοτί υποχωρεί στις πιέσεις των στρατιωτικών, οι οποίες εντείνονται (στις 24 Μαΐου, αλεξιπτωτιστές καταλαμβάνουν την Κορσική). Επιτρέποντας στον ντε Γκωλ να αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού την 1η Ιουνίου, ο Κοτί τού παρέχει τη δυνατότητα να προχωρήσει σε αναμόρφωση των θεσμών με την υποστήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Έτσι, γεννιέται η 4η Δημοκρατία, της οποίας το Σύνταγμα υιοθετείται στις 4 Οκτωβρίου 1958, θέτοντας τέλος σε μια σειρά γεγονότων που οι ιστορικοί ακόμη δυσκολεύονται να αξιολογήσουν (6).
Η επιτυχία μιας τέτοιου τύπου εξέγερσης εξαρτάται από πολύ μεγάλο αριθμό παραγόντων, γεγονός που καθιστά το εγχείρημα δύσκολο να επαναληφθεί. Τρία χρόνια μετά τις 13 Μαΐου 1958, «το κουαρτέτο των απόστρατων στρατηγών» (σύμφωνα με τη διάσημη διατύπωση του ντε Γκωλ), που καταλαμβάνει την εξουσία στο Αλγέρι τη νύχτα της 21ης προς 22α Απριλίου 1961, δεν είναι σε θέση να επιβληθεί. Αυτή τη φορά, εκτός των λυσσαλέων υπερασπιστών της γαλλικής Αλγερίας, οι πραξικοπηματίες βρίσκονται μεμιάς απομονωμένοι, τόσο στο εσωτερικό των ενόπλων δυνάμεων όσο και μεταξύ των πολιτών. Διότι ένα πραξικόπημα σε ένα δημοκρατικό καθεστώς δεν μπορεί να παρακάμψει την ανάγκη περισσότερο ή λιγότερο ενεργής υποστήριξης του πληθυσμού. Καθώς το σχέδιο ήταν απλώς η κατάληψη της εξουσίας με τα όπλα, η κίνηση μετατρέπεται σε θεατρική επίδειξη μιας βίας χωρίς ισχύ. Όπως στις 23 Φεβρουαρίου 1981 στη Μαδρίτη, όταν αστυνομικοί της Πολιτοφυλακής κάνουν έφοδο και καταλαμβάνουν το Κοινοβούλιο, με τις τηλεοπτικές κάμερες να καταγράφουν το γεγονός. Οι πραξικοπηματίες ελπίζουν να διακόψουν τη δημοκρατική μετάβαση που γνωρίζει η Ισπανία μετά τον θάνατο του δικτάτορα Φρανσίσκο Φράνκο το 1975. Κρατούν ομήρους, αλλά γνωρίζουν την ήττα μέσα σε μερικές ώρες.
Είναι δύσκολο να καταρτιστεί ένας επακριβής αριθμητικός απολογισμός των πολιτικών και στρατιωτικών πραξικοπημάτων, καθώς οι διάφορες κατηγορίες επικαλύπτονται. Ωστόσο, οι αριθμοί αποκαλύπτουν τη δυσκολία των στρατιωτικών μονάδων να υπερβούν τον ρόλο που τους έχει ανατεθεί και να παραβιάσουν τη νομιμότητα. Μεταξύ 1814 και 1982, μόνο 13 από τα 55 προνουνσιαμιέντα που βιώνει η Ισπανία επιτυγχάνουν (7). Για τις περιπτώσεις στρατιωτικών «στάσεων» και «εξεγέρσεων», ο Λούτβακ απαριθμεί 5 νίκες και 40 ήττες σε παγκόσμια κλίμακα από το 1946 έως το 1964. Στην Ευρώπη, από το 1960 μέχρι το 2000, μόνο ένα πραξικόπημα στέφεται από επιτυχία (εκείνο των Ελλήνων συνταγματαρχών το 1967), ενώ άλλα επτά εξουδετερώνονται (8).
Μεταξύ των παραγόντων αποτυχίας, καθοριστικής σημασίας είναι η ικανότητα της κυβέρνησης να στιγματίσει με πειστικό τρόπο τις δυνάμεις που επιχειρούν να την ανατρέψουν. Εξ ορισμού, ένα καθεστώς που δηλώνει φιλελεύθερο διαθέτει πλεονέκτημα στο συγκεκριμένο πεδίο, ακόμη κι αν όσοι εμφανίζονται ως οι πιο προσηλωμένοι στις ελευθερίες ορισμένες φορές βολεύονται πολύ άνετα με την πολιτική βία. Πρόκειται για την περίπτωση του φιλελεύθερου οικονομολόγου Φρίντριχ φον Χάγιεκ, ο οποίος δικαιολογεί το δικτατορικό καθεστώς του Αουγούστο Πινοσέτ, που προέκυψε από το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 1973. Σε μια δεύτερη επίσκεψή του στη Χιλή το 1981, ο Χάγιεκ δηλώνει: «Ως μακροπρόθεσμη θεσμική λύση, είμαι τελείως αντίθετος με τις δικτατορίες. Αλλά μια δικτατορία μπορεί να είναι ένα απαραίτητο σύστημα κατά τη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου. (…) Προσωπικά, προτιμώ έναν φιλελεύθερο δικτάτορα από μια δημοκρατική κυβέρνηση χωρίς φιλελευθερισμό» (9). Πιο πρόσφατα, ο πρώην πρωθυπουργός των Εργατικών Άντονι Μπλερ υποστήριξε το πραξικόπημα του στρατηγού Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι στην Αίγυπτο, τον Ιούλιο του 2013, στο όνομα της μάχης κατά του ισλαμισμού.
Τέτοιου είδους νομιμοποίηση δεν έχει νόημα παρά μόνο σε πολιτικό επίπεδο. Στα μάτια ενός νομικού, το δίκαιο προσφέρει ένα και μόνο κριτήριο για να στηριχθεί κάποιος: το κριτήριο της «αντίστασης στην καταπίεση», το οποίο αναφέρεται στη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη της 26ης Αυγούστου 1789. Όμως, η αρχή αυτή είναι τόσο ασαφής ώστε δεν μπορεί να της αποδοθεί κανένας ακριβής νομικός ορισμός. Επομένως, από αυστηρά νομική άποψη, όλα τα επεισόδια βίαιης κατάληψης της εξουσίας είναι καταδικαστέα σε ένα κράτος δικαίου. Εκεί οφείλονται και οι επικρίσεις στις οποίες εκτίθενται οι δυνάμεις της Αριστεράς, που καταγγέλλουν τις παροτρύνσεις για ένοπλη στάση όταν προέρχονται από άλλη παράταξη, ενώ ταυτόχρονα διεκδικούν την επαναστατική κληρονομιά.
Ωστόσο, το πραξικόπημα παραμένει μια πολιτική πράξη, η οποία κατά συνέπεια είναι θεμιτό να κρίνεται ως τέτοια. Όταν οργανώνεται από στρατιωτικούς, ο αυταρχικός και συντηρητικός προσανατολισμός είναι αναμενόμενος. Στην ιστορία όμως, οι πολιτικές κινήσεις που προέκυψαν από το στράτευμα δεν τάχθηκαν όλες απαραίτητα με την πλευρά της τάξης και της αντίδρασης. Στην Ιταλία, στα τέλη της δεκαετίας του 1810 και ξανά κοντά στο 1830, οι φιλελεύθεροι αξιωματικοί που συμμετείχαν στη μυστική εταιρεία των καρμπονάρων συνωμοτούν ενάντια στην απόλυτη μοναρχία. Ορισμένα προνουνσιαμιέντα συμβάλλουν στην ενίσχυση του φιλελευθερισμού στην Ισπανία του 19ου αιώνα (εκείνο του Ραφαέλ δε Ριέγο, το 1820, υποχρεώνει τον βασιλέα Φερδινάνδο Ζ΄ να σεβαστεί το Σύνταγμα του Κάδιξ του 1812). Το 1974, στην Πορτογαλία, η «επανάσταση των γαρυφάλλων» ξεκινά με ένα στρατιωτικό κίνημα και επιτρέπει την επιστροφή στη δημοκρατία μετά από σαράντα και πλέον χρόνια δικτατορίας του Σαλαζάρ. Ό,τι κι αν λέει το δίκαιο, κάθε εξέγερση, ακόμη και αν προέρχεται από τον στρατό, είναι διαφορετική.