Μαχμούντ Νταρουίς, Ναγκίμπ Μαχφούζ, Νιζάρ Καμπανί: οι κλασικοί της αραβικής λογοτεχνίας και ποίησης γεμίζουν τα ράφια. Στον τοίχο, μια καλλιγραφία τιμά τον Αββασίδη ποιητή Αλ-Μουταναμπί. Μέσα στον χώρο, ένας νεαρός Αιγύπτιος μυθιστοριογράφος υπογράφει μερικά αντίτυπα από το τελευταίο βιβλίο του. Στην καρδιά της συνοικίας Φατίχ, το βιβλιοπωλείο Αλ-Σάμπακα Αλ-Αραμπίγια («Tο Aραβικό Δίκτυο») καθιερώθηκε ως το στέκι της αραβικής διανόησης της Κωνσταντινούπολης. Κάθε εβδομάδα, απόδημοι και εξόριστοι κάθε κοινωνικής και γεωγραφικής προέλευσης συναντιούνται εκεί για να πιουν μαζί έναν καφέ και να ανταλλάξουν πληροφορίες και γνώμες σχετικά με την τύχη της πατρίδας του καθενός. Έχοντας ιδρυθεί το 2017 από τον Σαουδάραβα διανοούμενο και εκδότη Ναουάφ Αλ-Κουνταΐμι, το μικρό κατάστημα φανερώνει το μέγεθος και τη σημασία της αραβικής διασποράς που βρίσκει καταφύγιο στην τουρκική μεγαλούπολη.
Από το 2011, η πόλη υποδέχεται όλους τους ναυαγούς των αραβικών επαναστάσεων. Εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, περισσότεροι από πεντακόσιες χιλιάδες Σύριοι την επέλεξαν ως τόπο κατοικίας (1). Σε αυτούς προστέθηκε και ένα σύνολο επιεικώς παράταιρων κοινοτήτων. Σήμερα, η Τουρκία φέρεται να αριθμεί μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ιρακινούς υπηκόους, περισσότερους από τριάντα χιλιάδες Αιγύπτιους, καθώς και πολλές δεκάδες χιλιάδες Λίβυους, Υεμενίτες, Παλαιστίνιους, Ιορδανούς, αλλά και Αλγερινούς, Μαροκινούς και Τυνήσιους, η πλειοψηφία των οποίων ζει στην πρώην οθωμανική πρωτεύουσα. Στους αντιφρονούντες, στους πρόσφυγες και στους μετανάστες αναμειγνύονται συγγραφείς, φοιτητές και απλοί τουρίστες. «Είναι το μόνο μέρος του κόσμου όπου εκπροσωπούνται τόσες αραβικές εθνικότητες», υπογραμμίζει η Νουράν Γκαντ, υποψήφια διδάκτορας του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών της Αιξ-αν-Προβάνς και μία από τους ελάχιστους ειδήμονες επί του θέματος.
Εκεί κατέφυγε ο Τζαμάλ Κασόγκι
«Εξαιτίας της ποικιλομορφίας των αραβικών κοινοτήτων της, η Κωνσταντινούπολη ξεπερνά εκείνο που κάποτε μπορεί να ενσάρκωνε το Κάιρο ή η Βηρυτός», υποστηρίζει από την πλευρά του ο Αλ-Κουνταΐμι, που είναι επίσης ιδιοκτήτης ενός εκδοτικού οίκου στη λιβανική πρωτεύουσα. Η νασερική Αίγυπτος της δεκαετίας του 1950, όπου χτυπούσε η καρδιά της αραβικής πολιτιστικής παραγωγής, προσέλκυε τραγουδιστές και ηθοποιούς από ολόκληρη την περιοχή. Ωστόσο, ο αυταρχισμός του παναραβιστή Νάσερ κατέστησε τελικά τη Βηρυτό –χώρο με απαράμιλλη ελευθερία– το κέντρο της πνευματικής ζωής, έως την έναρξη του εμφύλιου πολέμου το 1975. Επί δύο περίπου δεκαετίες, συγγραφείς, καλλιτέχνες και εκδότες από τις γειτονικές χώρες καταλάμβαναν τα καφέ της Δυτικής Βηρυτού (2). Έως σήμερα, και παρά τις επαναλαμβανόμενες πολιτικές και κοινωνικές κρίσεις της, η χώρα του Κέδρου παραμένει το αδιαφιλονίκητο κέντρο των αραβικών εκδόσεων.
Όμως, σύμφωνα με τον Σαουδάραβα διανοούμενο, αν και η Βηρυτός είναι η πόλη όπου γίνονται οι εκδόσεις, η Κωνσταντινούπολη είναι ο τόπος όπου ζουν και παράγουν οι διανοούμενοι. Όπως έκανε και ο μακαρίτης Τζαμάλ Κασόγκι, ο Σαουδάραβας αντικαθεστωτικός που διαμελίστηκε τον Οκτώβριο του 2018 από τους μπράβους του διαδόχου του θρόνου της Σαουδικής Αραβίας Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν, όταν πήγε να παραλάβει μια βεβαίωση από το σαουδαραβικό προξενείο στην Κωνσταντινούπολη. Παρ’ ότι εξόριστος στις ΗΠΑ από το 2017, ο δολοφονημένος δημοσιογράφος και λόγιος, από οικογένεια οθωμανικής καταγωγής, επισκεπτόταν τακτικά τις όχθες του Βοσπόρου, όπου είχε αγοράσει ένα μικρό διαμέρισμα (3). «Φίλος από παλιά», λέει εμπιστευτικά ο εκδότης. «Ερχόταν συχνά στο βιβλιοπωλείο.» Όπως ο Κασόγκι, ο Αλ-Κουνταΐμι καταδιώκεται από το σαουδαραβικό καθεστώς επειδή «έγραψε για ένα πολιτικό σκάνδαλο». Εδώ και περισσότερα από τρία χρόνια δεν έχει δει τη σύζυγο και τα παιδιά του, καθώς δεν τους επιτρέπεται να φύγουν από τη χώρα. Εκτός από το σαουδαραβικό βασίλειο, στον ίδιο απαγορεύεται η είσοδος στο Κουβέιτ, στην Ιορδανία και στην Αίγυπτο.
Η παραδοξότητα είναι ολοφάνερη. Η Τουρκία του προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, η οποία στα μάτια της Δύσης ολισθαίνει προς την απολυταρχία, αποτελεί λιμάνι ελευθερίας για πολλούς υπηκόους αραβικών χωρών. Όταν ερωτηθούν για τις παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων ή για την καταστολή των Τούρκων δημοσιογράφων, όλοι οι συνομιλητές μας θα δώσουν την ίδια απάντηση: δεν υπάρχει περίπτωση να αναμειχθούν με την πολιτική του Ερντογάν. Απέναντι στον «ρεΐση» επικρατεί μάλλον ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης. Ο λόγος είναι ότι, από το 2011, όταν ένα κύμα λαϊκών εξεγέρσεων άναψε φωτιά στον αραβικό κόσμο, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) είχε πάρει το μέρος των επαναστατών. Υπό την αιγίδα του Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην υπουργού Εξωτερικών, ο οποίος έκτοτε έχει πέσει σε δυσμένεια, η Τουρκία επένδυσε και πάλι στον παλαιό αυτοκρατορικό χώρο της και επέδειξε την υποστήριξή της στα αντιπολιτευτικά κινήματα, ιδίως στα διάφορα παρακλάδια των Αδελφών Μουσουλμάνων (4).
Αντιμέτωπο με την αποτυχία των λαϊκών κινημάτων και την επανεμφάνιση των δεσποτισμών του παρελθόντος, το ετερόκλητο σύμπαν της Αδελφότητας περιχαρακώθηκε στην Κωνσταντινούπολη, που της χρησιμεύει πλέον ως βάση στα μετόπισθεν. Μετά το πραξικόπημα του στρατάρχη Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, τον Ιούλιο του 2013, και την αδυσώπητη καταστολή των Αιγύπτιων ιχουάν («αδελφών»), το κίνημα κατέφυγε και ανασυντέθηκε στα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Την άνοιξη του 2020, και πάλι η Κωνσταντινούπολη ήταν το μέρος όπου το κόμμα Αλ-Ισλάχ της Υεμένης, προσκείμενο στους Αδελφούς Μουσουλμάνους, όρισε τον νέο ηγέτη του (5). Όσο για την προσκείμενη στην Αδελφότητα συριακή αντιπολίτευση, ανταποκρίνεται άμεσα στις εντολές της τουρκικής κυβέρνησης (6).
Στην Κωνσταντινούπολη, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δημιούργησαν τα δικά τους τηλεοπτικά κανάλια, που στις περισσότερες περιπτώσεις συνδέονται με το Κατάρ (7)
https://orientxxi.info[/efn_note], σύμμαχο του τουρκικού καθεστώτος από την κρίση του Κόλπου το 2017, όταν η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος και το Μπαχρέιν είχαν διακόψει τις διπλωματικές σχέσεις με το καταριανό εμιράτο, επιβάλλοντάς του ταυτόχρονα αποκλεισμό.Τότε η Άγκυρα είχε στηρίξει την Ντόχα, προσφέροντας ταυτόχρονα οικονομική, διπλωματική και στρατιωτική βοήθεια. Χάρη σε αυτούς τους τηλεοπτικούς σταθμούς, οι Αιγύπτιοι «Αδελφοί» συνέχισαν να κηρύττουν τον λόγο του κινήματος μέσω τον καναλιών Mekameleem και Watan TV, ενώ το Yemen Shabab εκπέμπει ένα περιεχόμενο που υποστηρίζει τους Υεμενίτες ομολόγους τους (8).
Μολαταύτα, από την αρχή της χρονιάς, πραγματοποιείται μια διστακτική προσέγγιση μεταξύ του άξονα Τουρκίας-Κατάρ και του μπλοκ που αποτελείται από την Αίγυπτο, τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Με την προοπτική μιας διπλωματικής εξομάλυνσης, το Κάιρο ζητά, μεταξύ άλλων, από την Άγκυρα και την Ντόχα να βάλουν τέλος στις εναντίον του επικρίσεις από τα μέσα ενημέρωσης, όπως επίσης και να εκδώσουν τα στελέχη των Αδελφών Μουσουλμάνων που βρίσκονται στα εδάφη των δύο χωρών. Όπως και το Κατάρ, η Τουρκία απορρίπτει την ιδέα παρόμοιων απελάσεων, καθώς μάλιστα έχει πολιτογραφήσει κάποιους από τους συγκεκριμένους Αιγύπτιους εξόριστους, Ωστόσο, τον Μάρτιο, προκειμένου να παράσχει εγγυήσεις που να αποδεικνύουν τη βούλησή της για άμβλυνση της κατάστασης, η τουρκική κυβέρνηση ζήτησε από τα αιγυπτιακά μέσα ενημέρωσης με έδρα την Κωνσταντινούπολη να μετριάσουν τις κριτικές τους προς τον στρατάρχη Αλ-Σίσι (9). Ορισμένα προγράμματα των καναλιών αυτών διακόπηκαν και πλέον μεταδίδονται μόνο από το YouTube.
Όμως, τα αραβικά κανάλια που είναι εγκατεστημένα στην Κωνσταντινούπολη δεν ανήκουν όλα στον αστερισμό των Αδελφών Μουσουλμάνων και του Κατάρ. To αντιπολιτευόμενο κανάλι Televizyon Surya, για παράδειγμα, συνδέεται με το δίκτυο Al-Araby Al-Jadeed, που ξεκίνησε τη λειτουργία του το 2014 από μια καταριανή εταιρεία υπό την ώθηση του Παλαιστίνιου Άζμι Μπισάρα, με σκοπό να παρουσιαστεί μια πιο φιλελεύθερη και προοδευτική πλευρά της Ντόχα και να υπάρξει ανταγωνισμός στη μεροληψία υπέρ των «Αδελφών» του καναλιού Al-Jazeera (10). Σε αυτή τη μάλλον νεωτεριστική μιντιακή σφαίρα οφείλουμε να εντάξουμε και το Belqees TV, αναμεταδότη των απόψεων της Υεμενίτισσας αγωνίστριας Τάουακολ Κάρμαν, αντίπαλης του πρώην προέδρου της Δημοκρατίας Άλι Αμπντάλα Σάλεχ, η οποία κατέχει το βραβείου Νόμπελ Ειρήνης του 2011. Μέχρι σήμερα, η τουρκική μεγαλούπολη αριθμεί σχεδόν δεκαπέντε αραβικούς τηλεοπτικούς σταθμούς. «Το τουρκικό κράτος δεν αναμειγνύεται στις υποθέσεις των Αράβων που είναι εγκατεστημένοι σε αυτό», επέμενε τον Νοέμβριο του 2020 ο Αϋμάν Νουρ, Αιγύπτιος αντιφρονών και ιδρυτής του φιλελεύθερου κόμματος Αλ-Γαντ, ιδιοκτήτης τηλεοπτικών καναλιών που εκπέμπουν από την Κωνσταντινούπολη. Από τις αρχές Μαρτίου όμως, λόγω της τουρκο-αιγυπτιακής προσέγγισης, o ίδιος ο Νουρ παραδέχτηκε ότι Άγκυρα είχε επέμβει στη σύνταξη του προγράμματος (11).
Παράλληλα με την αναθέρμανση με την Αίγυπτο, η Άγκυρα προσπαθεί να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με το Ριάντ. Έτσι, τον Απρίλιο, ο Ιμπραήμ Καλίν, εκπρόσωπος του Τούρκου προέδρου, διαβεβαίωσε ότι «σέβεται» την απόφαση των σαουδαραβικών δικαστηρίων σχετικά με την τύχη του Κασόγκι, θέτοντας τέλος στις αντεγκλήσεις που είχαν ακολουθήσει τον θάνατο του αντικαθεστωτικού το 2018. Είναι άραγε σημάδι ότι άλλαξε ο άνεμος; Διότι, εδώ και μερικά χρόνια η Τουρκία προσπαθεί περισσότερο από ποτέ να αυξήσει το ειδικό βάρος της στην περιοχή, αντιτασσόμενη στα τοπικά καθεστώτα, από το Κάιρο και τη Δαμασκό έως το Ριάντ και το Αμπού Ντάμπι. Αυτό μαρτυρούν οι στρατιωτικές επεμβάσεις της. Στη Λιβύη, στηρίζει την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας, που συγκροτήθηκε στην Τρίπολη, ενάντια στις δυνάμεις του στρατάρχη Χαλίφα Χαφτάρ. Στη Συρία, διοικεί τις ομάδες των ανταρτών και ελέγχει εκ των πραγμάτων το βόρειο τμήμα της χώρας, όπου κυματίζει η σημαία της και οι συναλλαγές γίνονται με το εθνικό νόμισμά της.
Από πολλές απόψεις, η Άγκυρα φαίνεται πως χρησιμοποιεί την αραβική διασπορά, την οποία φιλοξενεί, ως μοχλό επιρροής. Ακόμη και αν το κάνει μέσω των διάφορων ενώσεων που έχουν στόχο να οργανώσουν την αραβική παρουσία στη χώρα. Έτσι, ο πρόεδρος της Τουρκο-Αραβικής Ένωσης Μέσων Ενημέρωσης, που αριθμεί περισσότερους από 850 δημοσιογράφους, δεν είναι άλλος από τον Τουράν Κισλακτσί, τον διευθυντή του δημόσιου ενημερωτικού καναλιού TRT Arabi, που τέθηκε σε λειτουργία το 2010 προκειμένου να αναμεταδώσει τη φωνή της Τουρκίας στον αραβικό κόσμο. Με τη σειρά της, η Ένωση Αραβικών Κοινοτήτων ιδρύθηκε την άνοιξη του 2019, με σκοπό να «εκπροσωπήσει την αραβική διασπορά στην Τουρκία», από τον φιλοκυβερνητικό Τούρκο δημοσιογράφο Μετίν Τουράν και τον Λίβυο συνάδελφό του Μουστάφα Ταρχούνι, κατά τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση είναι ο «υπερασπιστής των απανταχού καταπιεζόμενων μουσουλμάνων» (12). Ένα άλλο κέντρο της τουρκικής στρατηγικής για άσκηση επιρροής είναι η τριτοβάθμια εκπαίδευση. Μέσω ενός προγράμματος που τέθηκε σε εφαρμογή το 2010, η Άγκυρα χορηγεί υποτροφίες σε αλλοδαπούς φοιτητές, από τους οποίους πολλοί προέρχονται από τη Βόρεια Αφρική και την Εγγύς Ανατολή. Πολλά πανεπιστήμια της χώρας, συγκαταλεγομένου και του Σαμπαχατίν Ζαΐμ της Κωνσταντινούπολης, προσφέρουν κύκλους σπουδών εξ ολοκλήρου στην αραβική γλώσσα.
Επιπροσθέτως, όπως και σε ορισμένες χώρες του Κόλπου από τη δεκαετία του 2000, η τουρκική κυβέρνηση θέτει υπό την αιγίδα της πολυάριθμες εκδηλώσεις, όπως τις Ημέρες Αραβικού Βιβλίου και Αραβικής Κουλτούρας, που οργανώνει τα τελευταία πέντε χρόνια η προεδρία της Δημοκρατίας. Πίσω από αυτές τις πρωτοβουλίες συχνά εμφανίζεται μία μορφή: εκείνη του Γιασίν Ακτάι. Αραβόφωνος και μέλος του ΑΚΡ, ο στενός σύμβουλος του Ερντογάν χρησιμεύει ως μεσολαβητής μεταξύ των αραβικών κύκλων της Κωνσταντινούπολης και του καθεστώτος.
Παράβλεψη του τουρκικού αυτοκρατορικού παρελθόντος
«Έχουμε πολλά κοινά με τους Τούρκους. Ο λόγος που τόσοι Άραβες επιλέγουν να ζήσουν εδώ είναι ότι δεν υπάρχει αυτή η μετα-αποικιακή περιφρόνηση που βρίσκουμε στη Δύση», διαβεβαιώνει η Εσράα Σάιχ, Παλαιστινο-ιορδανή παρουσιάστρια του παναραβικού καναλιού Al-Hiwar, το οποίο, αν και έχει την έδρα του στο Λονδίνο, πριν από μερικά χρόνια άνοιξε γραφεία στην Κωνσταντινούπολη. Καλά όλα αυτά, τι γίνεται όμως με το θέμα του οθωμανικού ζυγού, η εναντίωση στον οποίον στερεοποίησε τον αραβικό εθνικισμό στα τέλη του 19ου αιώνα; Η συνομιλήτριά μας δεν φοβάται να αναθεωρήσει την ιστορία: «Ο αραβικός κόσμος περισσότερο κέρδισε παρά έχασε [με τους Τούρκους], αντίθετα με αυτό που συνέβη με την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία», υποστηρίζει με σιγουριά. Σε πολλούς από τους συνομιλητές μας, το αυτοκρατορικό παρελθόν δεν προκαλεί καμία μνησικακία, αλλά ανακαλεί μια φαντασιακή μεγαλοπρέπεια. Είναι επειδή το οθωμανίζον σύμπαν των dizi, των τουρκικών τηλεοπτικών σειρών που πήραν τη θέση των παλαιότερων αιγυπτιακών και συριακών musalsalat («σίριαλ»), γοητεύει αρκετούς ανάμεσά τους (13). Μια αίγλη εξιδανικευμένη από τη μορφή του Ερντογάν, που προβάλλεται ως αντίπαλο δέος της Δύσης και υπερασπιστής των Παλαιστινίων, τους οποίους οι απαθείς Άραβες ηγεμόνες έχουν εγκαταλείψει προ πολλού.
Εξαιτίας της πρόσφατης οικονομικής ανάπτυξης και του κύρους της στη διεθνή σκηνή, η Τουρκία είναι πηγή υπερηφάνειας για πολλούς σουνίτες μουσουλμάνους, Άραβες και μη, που υπερβαίνουν τους προσκείμενους στην Αδελφότητα. Όπως για τον Ρασίντ Ντ., εξηντάρη Τυνήσιο που βρίσκεται σε διακοπές στην Κωνσταντινούπολη. Μεταξύ όσων θα κάνει κατά τη διαμονή του είναι ένα υποχρεωτικό πέρασμα από το τζαμί Τσαμλιτζά, ένα μνημειώδες οικοδόμημα, κτισμένο το 2019, χωρητικότητας τριάντα χιλιάδων πιστών. Για τον τουρίστα μας με τη βερμούδα και το τσαντάκι-μπανάνα στη μέση, αποτελεί σύμβολο του τουρκικού θαύματος: «Όπως ακριβώς τα οθωμανικά τζαμιά είναι κληρονομιά των σουλτάνων, σε μερικούς αιώνες ο κόσμος θα θυμάται αυτό το τζαμί ως το τζαμί του Ερντογάν!», λέει με θαυμασμό.
Στους κόλπους της αραβικής διασποράς δεν μοιράζονται όλοι αυτόν τον λατρευτικό οίστρο. Εκείνο που τους προσελκύει απέχει πολύ από το «τουρκικό ισλαμικό όνειρο»: είναι κυρίως το υψηλότερο βιοτικό επίπεδο (για όσους έχουν δουλειά), καθώς και ένα μάλλον σταθερό πολιτικό κλίμα σε σχέση με το χάος που κυριαρχεί στην περιοχή –χωρίς να ξεχνάμε τη σχετική ευκολία απόκτησης άδειας διαμονής. Και έτσι, η εξορία στην Κωνσταντινούπολη συχνά είναι μονόδρομος. Εκτός των αντικαθεστωτικών, των προσφύγων ή των δημοσιογράφων που μπορεί να έχουν κάποιους στενούς δεσμούς με το τουρκικό καθεστώς, η Κωνσταντινούπολη υποδέχεται κάθε λογής δυστυχισμένους, ανεξάρτητα από το αν είναι σιίτες, σουνίτες, ισλαμιστές ή άθεοι.
Συγγραφέας του επιτυχημένου μυθιστορήματος «Ο Φρανκενστάιν στη Βαγδάτη» (14) , ο Άχμεντ Σααντάουι δεν είχε ποτέ την επιθυμία να αφήσει τη γενέτειρά του, το Ιράκ. Μόνο που, μετά τη συμμετοχή τους στο κίνημα διαμαρτυρίας στο οποίο παραδόθηκε η πρωτεύουσα τον Οκτώβριο του 2019, πολλοί από τους αγωνιστές συναδέλφους του δολοφονήθηκαν ή συνελήφθησαν από τις σιιτικές πολιτοφυλακές. Μια μέρα, μια πηγή κοντινή στην κυβέρνηση του αποκάλυψε ότι ήταν «ο επόμενος στη λίστα». Οπότε η Τουρκία επικράτησε ως περιστασιακό καταφύγιο: «Η Δύση είναι κλειστή για τους Ιρακινούς. Όσο για τον Λίβανο, χορηγεί βίζες, αλλά είναι τίγκα στους υποστηρικτές της Χεζμπολάχ, κολλητούς με τις δικές μας πολιτοφυλακές!», λέει χαλαρά ο μυθιστοριογράφος, παραιτημένος. Καθισμένος σε ένα καφέ στις όχθες της θάλασσας του Μαρμαρά, παραδέχεται παράλληλα ότι ανησυχεί και τρέφει την ελπίδα ότι θα μεταβεί σε ασφαλέστερους τόπους. Στην Κωνσταντινούπολη, η σκιά των mukhabarat, δηλαδή των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών, ποτέ δεν είναι μακριά. «Γνωρίζω μέλη της ιρακινής κυβέρνησης που έχουν σπίτια εδώ και διαμένουν τακτικά στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι ανοίγουν τις πόρτες τους σε όλον τον κόσμο. Εάν το θέλουν οι πολιτοφυλακές, μπορούν να με βρουν πολύ εύκολα.»
Χάρη σε έναν νόμο του 2018, κάθε αγοραστής ακίνητης περιουσίας αξίας άνω των 250.000 δολαρίων μπορεί να αποκτήσει τουρκικό διαβατήριο. Ένα ουρανοκατέβατο δώρο για τους Ιρακινούς: ήταν οι πρώτοι επενδυτές σε ακίνητα στην Τουρκία το 2019 και οι δεύτεροι το 2020, μετά τους Ιρανούς. Εκτός από εκείνους, η ζήτηση για ακίνητα ποτέ δεν στερεύει εντός μιας εύπορης αραβικής πελατείας, από χώρες του Κόλπου και από αλλού. Κάποιοι δεν παρέλειψαν να διακρίνουν μια ευκαιρία σε αυτό. Ο κτηματομεσιτικός τομέας, αλλά και ο ιατρικός τουρισμός, οδήγησαν στη μεταμόρφωση της Κωνσταντινούπολης σε ένα Φαρ Ουέστ όπου μια μέτρια γνώση της τουρκικής γλώσσας επιτρέπει στον οποιονδήποτε να παραστήσει τον μεσάζοντα και να βάλει στην τσέπη του παχυλές προμήθειες. Έτσι, ο Αμίρ Ζ., Αλγερινός 32 ετών, με χρυσή αλυσίδα γύρω από τον λαιμό, αυτοανακηρύχθηκε «συντονιστής», πότε για τους αγοραστές ακινήτων και πότε για πελάτες που θέλουν να κάνουν εμφύτευση μαλλιών, μια προβεβλημένη δραστηριότητα πολλών εκατοντάδων κωνσταντινουπολίτικων ινστιτούτων. Αν και ισχυρίζεται ότι «δουλεύει τίμια», ο άνδρας με καταγωγή από το Σίντι Μπελ Αμπές κάνει λόγο για παράνομες κλινικές όπου αφθονούν «δήθεν γιατροί και πλαστά πιστοποιητικά».
Μεταξύ πολιτικής εξορίας και εμπορικών δραστηριοτήτων, από το Μαγκρέμπ ώς το Μασρέκ (15) , η πόλη προσφέρει έναν χώρο πρωτόγνωρης παναραβικής αλληλεπίδρασης. Συχνά όμως ο σοβινισμός και οι τοπικές αντιπαλότητες παίρνουν το πάνω χέρι. Ο Χάμζα Τ., 30 ετών, Μαροκινός τραγουδιστής με καταγωγή από την Ταγγέρη, υπέστη τις επιπτώσεις τους. Με καπέλο μπόουλερ και μαύρο κοστούμι με γιλέκο, αντάξια ενός παλαιάς κοπής ερμηνευτή αισθηματικών τραγουδιών, σχεδίαζε μια «μεγάλη καριέρα» στην Κωνσταντινούπολη. Επί έξι μήνες, έκανε τον γύρο των καμπαρέ και των αραβικών γάμων της πόλης. Έτσι δεν ξεκίνησε και ο Ομάρ Σουλεϊμάν, ο διάσημος Σύριος τραγουδιστής κουρδικής καταγωγής; «Δεν είναι εύκολο. Οι Σύριοι και οι Ιρακινοί δεν προσλαμβάνουν Μαροκινούς», λέει με θλίψη, καθισμένος στο τραπέζι ενός υεμενίτικου εστιατορίου της πλατείας Ταξίμ. Εξάλλου, η αραβική διασπορά δεν διαφεύγει από τις εξάρσεις ξενοφοβίας των οικοδεσποτών της. Παρ’ ότι οι Παλαιστίνιοι χαίρουν μιας κάποιας συμπάθειας, οι Σύριοι αντιμετωπίζονται με μια σχεδόν ομόφωνη εχθρότητα από την τουρκική κοινωνία.
Για πολλούς μετανάστες, η χώρα του Ατατούρκ παρέχει ένα περιβάλλον οικείο και ταυτόχρονα ανεκτικό. Κι αυτό μπορεί να προκαλέσει βαθιές αλλαγές. Φορώντας μια μικρή μαρινιέρα και με μαλλιά μεσαίου μήκους, ο Αμπντουλαζίζ Ντ., 25 ετών, μοιάζει με οτιδήποτε άλλο εκτός από ισλαμιστή. Ωστόσο, λιγότερο από δύο χρόνια πριν, αυτό ο καλοσυνάτος Αιγύπτιος ήταν ένας από τους πιο φλογερούς «Αδελφούς». «Θεωρούσα τους Αδελφούς Μουσουλμάνους δική μου οικογένεια» μας λέει, με μια μπύρα στο χέρι. Μια ένταξη που θα του στοιχίσει έναν χρόνο στα μπουντρούμια του στρατάρχη Σίσι. Το καλοκαίρι του 2016 αποφυλακίζεται προσωρινά εν αναμονή της τελεσίδικης απόφασης. Τότε είναι που διαφεύγει στην Κωνσταντινούπολη: «Όλοι οι φίλοι μου ήταν ήδη εδώ».
Η αδελφότητα του παρέχει κατάλυμα και χρηματική βοήθεια. Έχει κουραστεί και οι πειρασμοί της Πόλης είναι ακαταμάχητοι. Με το πέρασμα του χρόνου, ο νεαρός από το Κάιρο αρχίζει να καταναλώνει αλκοόλ, να συναναστρέφεται μια νεαρή γυναίκα και να καπνίζει. Και, παρά τις ανακλήσεις στην τάξη από τους ιχουάν, σταδιακά απαρνείται το κίνημα. «Ανακάλυψα τον εαυτό μου στην Κωνσταντινούπολη. Από τη μια υπάρχουν τα τζαμιά, από την άλλη τα νυχτερινά κέντρα. Αυτή η ατμόσφαιρα με έχει μεταμορφώσει. Σήμερα δεν ξέρω καλά-καλά ποιος είμαι», ομολογεί. «Είμαστε πολλοί σε αυτή την κατάσταση. Οι Αιγύπτιοι Αδελφοί που βρίσκονται εδώ δεν είναι πια οι ίδιοι με πριν. Αυτή η πόλη σε κάνει να αλλάξεις οπτική γωνία.» Εν τω μεταξύ, στο Κάιρο, οι οικείοι του εξακολουθούν να «παρακολουθούν τις εκπομπές των “Αδελφών” από την Κωνσταντινούπολη». Όσο για εκείνον, άνοιξε ένα τουριστικό πρακτορείο προκειμένου να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις των συμπατριωτών του, που «φαντασιώνονται με αφορμή τις τηλεοπτικές σειρές». Ο λόγος είναι ότι, αφότου η αίτησή του για βίζα απορρίφθηκε δύο φορές, μία από την Ολλανδία και μία από τον Καναδά, ο νεαρός Αιγύπτιος αποδέχθηκε ότι θα παραμείνει εδώ. Σήμερα όμως, όπως και άλλα μέλη της αιγυπτιακής κοινότητας, φοβάται ότι θα πληρώσει το τίμημα της τουρκο-αιγυπτιακής προσέγγισης και θα δει την άδεια διαμονής του να μην ανανεώνεται ή την αίτηση πολιτογράφησής του να απορρίπτεται.
Η τουρκική μητρόπολη αποτελεί σημαντική εστία έλξης και για τους Ευρωπαίους υπηκόους με καταγωγή από το Μαγκρέμπ. Κάτω από το ψιλόβροχο των Βρυξελλών, η Γιασμίν Γκ., φοιτήτρια Μαθηματικών, δεν ονειρεύεται παρά ένα πράγμα: να ζήσει στην Κωνσταντινούπολη. Προς το παρόν, η 22χρονη Βελγο-μαροκινή αγοράζει εγχειρίδια τουρκικής γραμματικής και, μόλις αποκτήσει το πτυχίο της, θα φύγει για έναν χρόνο,«δοκιμαστικά». Παρ’ όλο που δεν είναι πάντα καλό να είναι μουσουλμάνα στο Βέλγιο, δεν θα μπορούσε να «απαρνηθεί τη δυτική πλευρά της». Και, σε αντίθεση με την πατρίδα των προγόνων της, «όπου ο κόσμος πνίγεται κάτω από το βάρος των κοινωνικών επικρίσεων», θεωρεί πως η Τουρκία παρέχει μια ιδανική ισορροπία μεταξύ Ισλάμ και νεωτερικότητας.
Όπως πολλοί υπήκοοι των χωρών της Βόρειας Αφρικής ή της Εγγύς Ανατολής, έχει σαγηνευτεί από τα dizi και τους ηθοποιούς-βεντέτες τους, όπως ο Κιβάντς Τάτλιτουγ και ο Μπουράκ Όστσιβιτ. Εκτός από τις σειρές, η φοιτήτρια απολαμβάνει και το σύμπαν των αστέρων του Instagram που ακολουθούν την τάση του «μουσουλμανικού σικ», αναμειγνύοντας ισλαμική μόδα και στερεότυπα του Βοσπόρου. Μία εξ αυτών, η «Assiatique», τουρκο-μαροκινής καταγωγής από το Μπορντό που σπουδάζει στην Κωνσταντινούπολη, έχει περισσότερους από 120.000 ακόλουθους. Μία ακόμη απόδειξη πως η Τουρκία είναι πολύ δημοφιλής στους Ευρωπαίους με βορειοαφρικανική καταγωγή είναι ότι οι γαλλόφωνοι ράπερ Soolking και L’Algérino δεν διστάζουν να τραγουδούν κάποια ρεφρέν στα τουρκικά.
Για ορισμένους Ευρωπαίους πολίτες με καταγωγή από το Μαγκρέμπ, η Τουρκία αντισταθμίζει τις απογοητεύσεις που προκλήθηκαν από τις αποτυχημένες απόπειρες εγκατάστασης στις λαμπερές πόλεις του Κόλπου: το Ντουμπάι, το Αμπού Ντάμπι ή την Ντόχα. «Φύγαμε για το Κατάρ με τον άντρα μου πριν από έξι χρόνια. Δεν είχαμε όμως τα απαραίτητα πτυχία για να ανταγωνιστούμε τους αλλοδαπούς εργαζόμενους. Οι μισθοί μας ήταν πάρα πολύ χαμηλοί», εκμυστηρεύεται η Μίριαμ Κ., 33 ετών, Γαλλο-αλγερινή από το Μονσό-λε-Μιν της Βουργουνδίας. Σήμερα, σχεδιάζει να εγκατασταθεί στην Κωνσταντινούπολη και να ανοίξειεκεί «μια εταιρεία εισαγωγών και εξαγωγών υφασμάτων».
Κάποιοι άλλοι έχουν ήδη κάνει το μεγάλο βήμα, όπως ο Μουράντ Γαζλί. O Γαλλο-αλγερινός πολιτικός που πέρασε από το κόμμα Rassemblement pour la République (Συναγερμός για τη Δημοκρατία, RPR) του Ζακ Σιράκ, από το Union pour un mouvement populaire (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα, UMP), καθώς και από το Union des démocrates et indépendants (Ένωση Δημοκρατών και Ανεξάρτητων, UDI), προτού αποκλειστεί το 2016, έφτασε ένα χρόνο αργότερα στη λουτρόπολη της Αλάνυα, όπου προσηλυτίστηκε στον ισλαμικό τουρισμό. Ταχέως αναπτυσσόμενος τομέας, ο «τουρισμός χαλάλ», βασισμένος στην εγγύτητα με τζαμιά, και ιδίως στον διαχωρισμό ανδρών και γυναικών στην παραλία και στην πισίνα, προσελκύει ολοένα και περισσότερους Ευρωπαίους μουσουλμάνους (16).
Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, ο Γαζλί δεν φείδεται εγκωμίων για τον Τούρκο πρόεδρο. Δημοφιλής στον αραβικό κόσμο, ο Ερντογάν χαίρει εκτίμησης και μεταξύ των Ευρωπαίων από το Μαγκρέμπ. «Η Τουρκία είναι η μόνη μουσουλμανική χώρα που υψώνει τη φωνή της απέναντι στους Δυτικούς. Ως μουσουλμάνα, το θαυμάζω», δηλώνει η Σέλμα Αζάμ, 29 ετών, Γαλλο-αλγερινή γεννημένη στη Βαλάνς. Με μια ελαφριά προφορά της Νότιας Γαλλίας και μαύρη μαντίλα πιασμένη με καρφίτσες, αυτή η ακτιβίστρια υπέρ των Παλαιστινίων σήμερα ζει στην Κωνσταντινούπολη και έχει πολλαπλασιάσει τις συνεντεύξεις της στα φιλοκυβερνητικά τουρκικά μέσα ενημέρωσης. «Στη Γαλλία, η μαντίλα μου προκαλεί πρόβλημα. Γι’ αυτό και έφυγα. Εδώ, έχω την εντύπωση ότι όλα είναι δυνατά για μένα», λέει η νεαρή γυναίκα, της οποίας ο πατέρας είναι μουεζίνης στο τζαμί της Βαλάνς. Όσο για την εξάχρονη κόρη της, προς το παρόν είναι εγγεγραμμένη σε ένα γαλλικό διαδικτυακό σχολείο. Στο μέλλον όμως, η Αζάμ σκέφτεται να την στείλει «σε ένα σχολείο της γειτονιάς, όπως όλος ο κόσμος».
Για την Άγκυρα, τέτοια αφηγήματα είναι θείο δώρο. Εκτός του ότι εμφανίζεται ως υπέρμαχος του παλαιστινιακού αγώνα, ο ισχυρός άντρας της Τουρκίας μετατρέπει την πάλη ενάντια στην καχυποψία απέναντι στους μουσουλμάνους σε υλικό και άυλο κεφάλαιο, καταγγέλλοντας τη μοίρα των «καταπιεσμένων μουσουλμανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη». Εδώ και πολλά χρόνια, το τουρκικό καθεστώς αφιερώνει συναντήσεις και δημόσιες συζητήσεις στην ισλαμοφοβία και επιζητά να προωθήσει αυτή την έννοια σε διεθνείς οργανισμούς όπως ο ΟΑΣΕ (Οργανισμός για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη), το Συμβούλιο της Ευρώπης και η UNESCO. Από το 2015, η φιλοκαθεστωτική δεξαμενή σκέψης SETA δημοσιεύει μια μελέτη με τίτλο «Ευρωπαϊκή Έκθεση για την Ισλαμοφοβία», που καταγράφει τις αντιμουσουλμανικές ενέργειες σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Η Τουρκία γίνεται λοιπόν καταφύγιο μουσουλμάνων που ήρθαν σε ρήξη με την Ευρώπη; Μετά την αναγγελία της γαλλικής κυβέρνησης για τη διάλυση της μη κυβερνητικής οργάνωσης BarakaCity τον Νοέμβριο του 2020, ο πρόεδρός της Ιντρίς Σιχαμεντί ζήτησε, μέσω του λογαριασμού του στο Twitter, «πολιτικό άσυλο από τον πρόεδρο Ερντογάν», μιλώντας αργότερα για «αδέξια τουΐτ». Τον Μάιο του 2021, η ΜΚΟ ανακοίνωσε ότι μετέφερε τις δομές ανθρωπιστικής δράσης της στην Τουρκία. Παρομοίως, τον Οκτώβριο του 2020, στο Facebook σχηματίστηκε μια ομάδα με τίτλο «Μετανάστευση στην Τουρκία», υπό την καθοδήγηση κάποιου Νταβίντ Μπιζέ, αποκαλούμενου «Νταβούτ Πασά», Γάλλου προσηλυτισμένου στο Ισλάμ και φανατικού υπέρμαχου του Ερντογάν. Πρόκειται για μια ομάδα «γαλλο-μουσουλμανικής αλληλοβοήθειας» που απευθύνεται σε όσους «επιθυμούν να μεταναστεύσουν εκεί (…) προκειμένου να ασκήσουν την ισλαμική πίστη ανενόχλητοι» και σήμερα αριθμεί σχεδόν δύο χιλιάδες μέλη.
Είναι δεδομένο ότι η κατάσταση στην Τουρκία παραμένει αβέβαιη, σε αντίθεση με το Κατάρ ή τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, που μπόρεσαν να προβληθούν ως γη της επαγγελίας μέσα από την αφθονία τους σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο και τις ανάγκες τους σε αλλοδαπούς εργαζόμενους. Οι Ευρωπαίοι πολίτες με καταγωγή από το Μαγκρέμπ που αναζητούν την ταυτότητά τους, εάν θελήσουν να εγκατασταθούν μόνιμα στην Τουρκία, αργά ή γρήγορα θα έρθουν αντιμέτωποι με τις πραγματικότητες μιας χώρας σημαδεμένης ταυτόχρονα από οικονομικές δυσκολίες και από πολιτικούς κινδύνους.