Στις 26 Μαΐου 2021, ο Σύριος πρόεδρος Μπασάρ αλ Άσαντ εξελέγη για τέταρτη φορά πρόεδρος, με το 95,1% των ψήφων, σύμφωνα με τα επίσημα αποτελέσματα (88% το 2014), και με συμμετοχή που ανήλθε στο 76,4%. Η ψηφοφορία διεξήχθη μονάχα στις περιοχές που ελέγχονται από το καθεστώς και τους συμμάχους του. Δεν αφορούσε τις βορειοανατολικές περιοχές (κουρδική ζώνη) ούτε την επαρχία Ιντλίμπ, η οποία εξακολουθεί να βρίσκεται στα χέρια ανταρτών που υποστηρίζονται από την Τουρκία. Αν και το αποτέλεσμα των εκλογών, στις οποίες συμμετείχαν άλλοι δύο υποψήφιοι, διόλου δεν εκπλήσσει λόγω της ασφυκτικής επιβολής του προέδρου στη χώρα του, ενισχύει την εικόνα του ακλόνητου ηγέτη που κατασκευάστηκε κατά τη διάρκεια των δέκα χρόνων του εμφυλίου πολέμου.
Κι όμως, τον Μάρτιο του 2011, στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης και μετά την απομάκρυνση τριών ηγετών της περιοχής από την εξουσία, η εκδίωξη της φατρίας (1) των Άσαντ φαινόταν αναπόφευκτη. Εκτός από τις εσωτερικές πιέσεις, που ασκούνταν κυρίως από τις λαϊκές διαδηλώσεις στις πόλεις Ντεράα, Χομς, Χάμα και Χαλέπι, το καθεστώς εμφανιζόταν εκείνη την εποχή στριμωγμένο στον τοίχο από τις επεμβάσεις των μοναρχιών του Κόλπου, της Τουρκίας και των δυτικών δυνάμεων. Ενόσω ο Άσαντ επέλεγε τη λύση της τυφλής καταστολής, έκαναν την εμφάνισή τους ομάδες τζιχαντιστών, μερικές φορές ανταγωνιστικές μεταξύ τους. Το Κατάρ και η Σαουδική Αραβία επέλεξαν να χρηματοδοτήσουν και να εξοπλίσουν ομάδες προσκείμενες στην καθεμία από αυτές τις χώρες (2). Έτσι, το Μέτωπο Αλ Νόσρα, υποστηριζόμενο από την Ντόχα, βρέθηκε συχνά αντιμέτωπο με ισλαμικές φατρίες που υποστηρίζονταν από το σαουδαραβικό βασίλειο –ανάμεσά τους η Ζαΐχ Αλ Ισλάμ και η Αχράρ Αλ Σαμ. Στη Γαλλία, παρά τον σημαντικό αριθμό αρνητικών γνωμοδοτήσεων εκ μέρους των διπλωματικών υπηρεσιών (3) , οι κυβερνήσεις του Νικολά Σαρκοζί και στη συνέχεια του Φρανσουά Ολάντ επέλεξαν μια σκληρή πολιτική γραμμή, που εκφράστηκε με την αναγνώριση, στις 24 Φεβρουαρίου 2012, του Συριακού Εθνικού Συνασπισμού ως μοναδικού εκπροσώπου του συριακού λαού. Αν και ενεπλάκησαν λιγότερο σε αυτό το ζήτημα, οι ΗΠΑ του Μπαράκ Ομπάμα ζήτησαν επίσης την αποχώρηση του Άσαντ.
Δεδομένων όλων αυτών, πώς είναι δυνατόν να εξηγηθεί η επιβίωση του καθεστώτος; Πώς είναι δυνατόν να κατανοηθεί η ανθεκτικότητά του, παρά τις πολυάριθμες λιποταξίες στον στρατό, μια αντιπολίτευση εξοπλισμένη και υποστηριζόμενη από μεγάλες δυνάμεις και την έντονη δυσπιστία ενός τμήματος του πληθυσμού; Όσο κι αν το καθεστώς επωφελήθηκε από την αποφασιστικής σημασίας στρατιωτική επέμβαση των Ρώσων και Ιρανών υποστηρικτών του, όπως και της λιβανέζικης Χεζμπολάχ, η ισχύς του οφείλεται στην εδραίωσή του, που εξασφαλίστηκε από τον Χαφέζ αλ Άσαντ και στη συνέχεια κληροδοτήθηκε στον γιο του Μπασάρ. Ο πτέραρχος Χαφέζ αλ Άσαντ, που κυβέρνησε τη Συρία από το 1970 έως τον θάνατό του το 2000, είχε ανέλθει στην εξουσία μετά από ένα πραξικόπημα, το τρίτο μετά την ανάληψη της εξουσίας από το κόμμα Μπάαθ το 1963. Αντίθετα από τους προκατόχους του, κατόρθωσε να εξασφαλίσει στέρεες συμμαχίες, στηριζόμενος σε πολλαπλούς πυλώνες.
Στήριγμα σε αλαουΐτες, κόμμα και ένοπλες δυνάμεις
Ο πρώτος και κεντρικός από αυτούς τους πυλώνες: η κοινότητα των αλαουϊτών (4). Τις θέσεις-κλειδιά της κυβέρνησης, του στρατού, των υπηρεσιών πληροφοριών και του Μπάαθ κατέχουν εκπρόσωποι αυτού του κλάδου του Ισλάμ, που θεωρείται αιρετικός από τη σουνιτική ορθοδοξία (5). Οι αλαουΐτες, οι οποίοι αποτελούν περίπου το 10% του πληθυσμού της Συρίας (έναντι 75% σουνιτών μουσουλμάνων και 10% χριστιανών), ανήλθαν για πρώτη φορά στην εξουσία χάρη στον Χαφέζ αλ Άσαντ. Όσο κι αν από το 2011 ο κύκλος λήψης αποφάσεων περιορίστηκε γύρω από την οικογένεια του προέδρου, και κυρίως στον νεότερο αδελφό του Μαχέρ, υποστράτηγο διοικητή της 4ης μηχανοκίνητης μεραρχίας και πρωτεργάτη της καταστολής, συναντάμε αρκετούς εξέχοντες αλαουΐτες στην κορυφή της εξουσίας. Ο διευθυντής του γραφείου εθνικής ασφαλείας Αλί Μαμλούκ και ο υπουργός Άμυνας Αλί Αμπνταλά Αγιούμπ είναι στενοί σύμβουλοι του Άσαντ. Αν και συνταξιοδοτήθηκε το 2019, ο Τζαμίλ Χασάν, τέως διευθυντής των υπηρεσιών πληροφοριών της Αεροπορίας, εξακολουθεί να διαθέτει σημαντική επιρροή. Αντίθετα, φαίνεται να φθίνει η επιρροή της οικογένειας Μακλούφ, από την οποία προέρχεται η μητέρα του προέδρου, μετά την εκδίωξη από τους κύκλους της εξουσίας του μεγιστάνα επιχειρηματία Ραμί Μακλούφ, πρώτου εξαδέλφου του Άσαντ. Καθώς θεωρούνταν ότι διέθετε υπερβολικά μεγάλη αυτονομία και επιρροή χάρη στα πελατειακά δίκτυα που είχε αναπτύξει κατά τη διάρκεια της περασμένης δεκαετίας, ο Μακλούφ περιέπεσε σε δυσμένεια κυρίως εξαιτίας της αντιπαλότητάς του με τον Μαχέρ αλ Άσαντ.
Πέρα από τους εσωτερικούς αλληλοσπαραγμούς της, αυτή η «θρησκευτική κοινότητα που έχει μετατραπεί σε πολιτική» σύμφωνα με τον ορισμό του κοινωνιολόγου Μισέλ Σερά (6) , αντιστοιχεί σε εκείνο που ο βορειοαφρικανός ιστορικός Ιμπν Χαλντούμ όριζε, αναφερόμενος στον Μεσαίωνα, ως «ασαμπίγια» (assabiyya), δηλαδή μια ομάδα φατριακής αλληλεγγύης, μια ουσιώδη κατ’ αυτόν έννοια για την κατανόηση της εξουσίας στις μεσαιωνικές αραβικές κοινωνίες (7). Σύμφωνα με τα κείμενά του, σε αρκετές στιγμές της πολιτικής ιστορίας μια ασαμπίγια χρησιμοποίησε ένα πολιτικοθρησκευτικό κήρυγμα (da’wa) προκειμένου να ιδιοποιηθεί την εξουσία (mulk el-hukm).
Έτσι, χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο για την αναρρίχησή του στην εξουσία, ο Χαφέζ αλ Άσαντ δεν έπαψε ποτέ να αποδίδει πρωταρχική σημασία στα μέλη της κοινότητάς του μέσα στους κόλπους του κράτους. Σε αντάλλαγμα, σε περιόδους αμφισβήτησης (όπως κατά τη διάρκεια της εξέγερσης του 1982, όπου πρωτοστάτησαν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι) τόσο ο ίδιος όσο και οι γιοι του επέλεγαν να συνδέουν δημοσίως τη δική τους μοίρα με εκείνη των αλαουϊτών. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας δεκαετίας, το καθεστώς κατέβαλε μεγάλες προσπάθειες να πειστούν οι αλαουΐτες ότι το μέλλον τους εξαρτώνταν από την διαιώνισή του, όσο κι αν αυτό θα σήμαινε σημαντικές ανθρώπινες απώλειες στις τάξεις τους. Η Δαμασκός επίσης επιδόθηκε στην άγρια καταστολή των ελάχιστων διαφωνούντων στους κόλπους τους (8).
Αυτή η ασφυκτική λαβή στην εξουσία, παρά την προφανή δημογραφική μειοψηφία των αλαουΐτών, στηρίχθηκε επίσης σε συμμαχίες με τις εμπορικές αστικές τάξεις των πόλεων, κυρίως σουνιτικές. Επιτρέποντάς τους να πλουτίσουν και διευκολύνοντας τους γάμους με μέλη της φατρίας της, η οικογένεια Άσαντ κατόρθωσε να διασφαλίσει τη συμμαχία αρκετών δικτύων των συριακών ελίτ. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο γάμος του προέδρου με την Άσμα Ακράς, γόνο μιας πλούσιας σουνιτικής οικογένειας την οποία είχε συναντήσει στο Λονδίνο, συνέβαλε στην κατασκευή της εικόνας ενός μη σεκταριστή ηγέτη.
Ο δεύτερος πυλώνας του καθεστώτος που κληροδότησε ο Χαφέζ αλ Άσαντ στον γιο του είναι το κόμμα Μπάαθ, ως εργαλείο για την παραγωγή ιδεολογίας. Το δόγμα του, το οποίο αναμειγνύει αραβικό εθνικισμό, σοσιαλιστικές επιρροές και ουδετεροθρησκεία, ενέπνευσε το Σύνταγμα που υιοθετήθηκε το 1973. Το Μπάαθ, με ιστορικά κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή του αραβικού κόσμου τις δεκαετίες του 1960 και του 1970, στη Συρία αποτελούσε υποχρεωτικό βήμα για οποιονδήποτε επιθυμούσε να αναρριχηθεί στην κλίμακα της εξουσίας. Έτσι, το κόμμα αποτελεί ένα καίριας σημασίας δίκτυο στρατολόγησης και βασικής κοινωνικοπολιτικής διάπλασης. Παρά την υποχώρηση της απήχησής του σε τοπικό επίπεδο κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, διατηρεί στα χέρια του σημαντικές κοινωνικές λειτουργίες, όπως καταδεικνύει η διαρκής παρουσία του σε επαγγελματικές οργανώσεις ή σωματεία, ακόμα και στα πανεπιστήμια ή στα γυμνάσια. Στις 6 Απριλίου, το Μπάαθ ήταν εκείνο που οργάνωσε την τελετή απονομής των πτυχίων στους φοιτητές του πανεπιστημίου της Δαμασκού.
Από το 2011, το κόμμα έχει πολλαπλασιάσει τις προσπάθειές του για την υπεράσπιση του καθεστώτος. Παρ’ όλο που υπήρξε στόχος των διαδηλωτών από τις πρώτες λαϊκές κινητοποιήσεις, με κυριότερο επεισόδιο τον εμπρησμό των γραφείων του στην Ντεράα τον Μάρτιο του 2011, το Μπάαθ ακολουθεί την προεδρική γραμμή και τάσσεται –με μια αδιάκοπη ροή δημόσιων ανακοινώσεων ή λόγων που εκφωνούν οι εκπρόσωποί του– υπέρ της υιοθέτησης σκληρών μεθόδων ενάντια στους αντιφρονούντες, τους οποίους περιγράφει ως τρομοκράτες χρηματοδοτούμενους από το εξωτερικό.
Εξάλλου, το καθεστώς ανέκαθεν στηριζόταν στον μηχανισμό του στρατού. Τα μέλη της προεδρικής φατρίας έχουν το μονοπώλιο στην ηγεσία ορισμένων στρατιωτικών μονάδων και των υπηρεσιών πληροφοριών. Έτσι, η κυριαρχία του Χαφέζ αλ Άσαντ στην αεροπορία τού επέτρεψε να προχωρήσει στο πραξικόπημα του 1970. Σήμερα, οι υπηρεσίες πληροφοριών (μουχαμπαράτ / moukhabarat) διαδραματίζουν κομβικό ρόλο: πέντε διαφορετικοί κλάδοι (9) δημιουργούν έναν μηχανισμό ασφαλείας που είναι πανταχού παρών μέσα στην κοινωνία. Παράλληλα, συχνά προκαλείται ανταγωνισμός αναμεταξύ τους, έτσι ώστε καμία από αυτές να μην αποκτήσει υπερβολική ισχύ. Όταν διαδέχθηκε τον πατέρα του το 2000, ο Μπασάρ αλ Άσαντ προέβη στην πλήρη αναδιοργάνωση των υπηρεσιών αυτών, προκειμένου να διασφαλίσει την αφοσίωσή τους. Έτσι, την περίοδο 2000-2002, δεκάδες σύμβουλοι και ανώτερα στρατιωτικά στελέχη απομακρύνθηκαν, καθώς κρίθηκαν ελάχιστα αφοσιωμένοι στον πρόεδρο ή προσκείμενοι στον θείο του Ριφάατ αλ Άσαντ, ο οποίος δεν έκρυψε ποτέ την επιθυμία του να κυβερνήσει την χώρα. Στους εκδιωχθέντες συγκαταλεγόταν ο Αλί Ντούμπα, ο αμετακίνητος διευθυντής των στρατιωτικών υπηρεσιών πληροφοριών από το 1973 έως το 2000. Τη θέση του κατέλαβε αργότερα ο Ασσέφ Σαουκάτ, σύζυγος της μεγαλύτερης αδελφής του προέδρου, ο οποίος σκοτώθηκε το 2012 στη Δαμασκό κατά τη διάρκεια μιας επίθεσης αυτοκτονίας.
Τέλος, ένας ακόμη πυλώνας όπου στηρίζεται το καθεστώς του Άσαντ είναι το κράτος, το οποίο έχει ιδιοποιηθεί κατά τρόπο ώστε οποιαδήποτε απόπειρα να εκδιωχθεί ο πρόεδρος να εμφανίζεται αυτόματα ως μια επίθεση κατά του κράτους. Αυτό εξηγεί το γεγονός ότι, όπως παρατήρησε ο Μισέλ Σερά, το συριακό κράτος οικοδομήθηκε σε αντίθεση με την κοινωνία και διακατέχεται από μια διαρκή αμυντική στάση απέναντι σε αυτήν (10). Από το συγκεκριμένο φαινόμενο απορρέει μια μακρά παράδοση βίαιων κατασταλτικών μέτρων, χωρίς να υπάρχει η παραμικρή αυτοσυγκράτηση ή επιείκεια. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η καταστολή στην πόλη Χάμα το 1982, όταν οι εξεγερμένες συνοικίες βομβαρδίστηκαν από την αεροπορία. Ο Μπασάρ αλ Άσαντ κατηγορείται επίσης ότι προέβη σε επιθέσεις με χημικά στη Γούτα, στα περίχωρα της Δαμασκού, το 2013 και στο Χαν Σεϊκούμ το 2017. Αυτά τα γεγονότα, ανάμεσα σε πολλά άλλα, προκάλεσαν την αγανάκτηση της «διεθνούς κοινότητας», χωρίς ωστόσο να κλονιστεί το καθεστώς (11).
Γενικότερα, το συριακό καθεστώς επωφελήθηκε και από την πολυδιάσπαση της κοινωνίας, η οποία οφείλεται στον κυρίαρχο ρόλο της πυρηνικής οικογένειας, της συνοικίας, της ευρύτερης φατρίας, των τοπικών κοινοτήτων και των θρησκευτικών ομάδων. Ο κατακερματισμός αυτός αποτελεί εμπόδιο για την ανάδυση μιας ενωμένης αντιπολίτευσης, ικανής να λειτουργήσει ενοποιητικά υπερβαίνοντας τις διαιρέσεις. Χάρη σε ένα πολιτικοθρησκευτικό κήρυγμα, σε ορισμένα μέλη των Αδελφών Μουσουλμάνων ή σε άτομα εμπνευσμένα από αυτούς, αλλά και σε κάποιους άλλους, μάλλον προσκείμενους στον ριζοσπαστικό σαλαφισμό ή ακόμα και στον τζιχαντισμό, οι ισλαμιστικές ομάδες κατόρθωσαν να εμφανιστούν ως εναλλακτική λύση απέναντι στο καθεστώς. Όμως, η ήττα τους στο στρατιωτικό πεδίο και η αποκρουστική εικόνα που δημιουργήθηκε από τις ωμότητές τους, όπως εκείνες που διαπράχθηκαν από το Ισλαμικό Κράτος, προκάλεσαν την σχετική περιθωριοποίησή τους, στην οποία στηρίζεται διαρκώς το καθεστώς.
Εκμετάλλευση της αντιπαλότητας μεταξύ Ρώσων και Ιρανών
Στο στρατιωτικό πεδίο, η ρωσική επέμβαση επέτρεψε στο καθεστώς να ελέγξει τους αιθέρες και να πλήττει εχθρικές θέσεις σε ζώνες που θεωρούνται στρατηγικής σημασίας. Οι αεροπορικές επιχειρήσεις, που ξεκίνησαν το φθινόπωρο του 2015, είχαν αρχικά ως στόχο περιοχές κοντά στην πρωτεύουσα και στον άξονα Δαμασκού-Χομς, ενώ η εμβέλειά τους διευρύνθηκε σταδιακά, ανάλογα με την προώθηση των κρατικών δυνάμεων. Στο έδαφος, οι δυνάμεις υποστηρίζονταν από αρκετές χιλιάδες Ιρανών Φρουρών της Επανάστασης –προερχόμενων κυρίως από την ειδική μονάδα Αλ Κοντς (Al Qods)– Λιβανέζους μέλη της Χεζμπολάχ ή ακόμα και από Παλαιστίνιους πολιτοφύλακες που είχαν μείνει πιστοί στο καθεστώς. Η Κίνα από την πλευρά της λέγεται ότι έστειλε αρκετές εκατοντάδες εκπαιδευτές σε μη στρατιωτικούς τομείς, για παράδειγμα στην ιατρική υποστήριξη ή στην επιμελητεία.
Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία, εκτός από τη ναυτική βάση που εξασφάλισε στο Ταρτούς και την αεροπορική βάση στο Χμεϊμίμ, έλαβε από τη Δαμασκό αρκετές άδειες εκμετάλλευσης πετρελαίου και φυσικού αερίου, αλλά και ορυχείων φωσφορικών αλάτων, στα οποία μάλιστα απέκτησε την αποκλειστικότητα. Όσον αφορά το Ιράν, η νίκη του Άσαντ επιτρέπει τη διατήρηση του ασφαλούς διαδρόμου μέχρι τη Βηρυτό και τη Μεσόγειο, χωρίς να ξεχνάμε και τις διευκολύνσεις που έχουν παραχωρηθεί στους Ιρανούς εμπόρους. Συνεπώς, μέχρι αυτή τη στιγμή, οι Ιρανοί και οι Ρώσοι, σε αντάλλαγμα της συμβολής τους στην πολεμική προσπάθεια, διαθέτουν μια διόλου αμελητέα επιρροή πάνω στις αποφάσεις ενός κράτους που τους έχει αναθέσει τον έλεγχο των εξωτερικών συνόρων του.
Απέναντι σε αυτήν την απώλεια εθνικής κυριαρχίας, η Δαμασκός προσπαθεί να διατηρήσει τον έλεγχο στο εσωτερικό, εκμεταλλευόμενη την αυξανόμενη αντιπαλότητα ανάμεσα στη Μόσχα και την Τεχεράνη. Από το 2019, οι διορισμοί στην ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων και στις υπηρεσίες πληροφοριών κατανέμονται μεταξύ φιλορώσων και φιλοϊρανών. Αν και ο στρατηγός Σαλίμ Χάρμπα, επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου, είναι φιλορώσος, η Τεχεράνη διαθέτει σημαντικά στηρίγματα χάρη στον Μοχάμεντ Μαχάλα, σύμβουλο ασφαλείας κοντά στον πρόεδρο, αλλά και στον στρατηγό Τζαμίλ Χασάν, που διατηρεί καλές σχέσεις με την Ισλαμική Δημοκρατία. Τέλος, χάρη στον Μαχέρ Άσαντ, το Ιράν διαθέτει έναν σημαντικό σύμμαχο μέσα στο άμεσο προεδρικό περιβάλλον.
Επιδιδόμενος σε συνεχείς ελιγμούς, τόσο στο διεθνές όσο και στο εσωτερικό επίπεδο, ο πρόεδρος, που αναμένει την επανένταξη της χώρας του στον Αραβικό Σύνδεσμο (12) , δεν φαίνεται να αμφιβάλλει για τη διαιώνιση του καθεστώτος του. Εξάλλου, για να τονίσουν τη δυναστική φιλοδοξία της φατρίας τους, αυτός και η σύζυγός του έχουν ήδη αρχίσει να φέρνουν στο προσκήνιο τον πρωτότοκο γιο τους, τον οποίο έχουν ονομάσει Χαφέζ…