«Η ιδέα ενός δημοκρατικού σοσιαλισμού υπήρξε ταμπού εδώ και τρεις δεκαετίες στην Κροατία. Εμείς καταφέραμε να την επιβάλουμε εκ νέου στην πολιτική συζήτηση.» Στις προεδρικές εκλογές της 22ης Δεκεμβρίου του 2019, η Καταρίνα Πέοβιτς εκπροσώπησε το Εργατικό Μέτωπο, συγκεντρώνοντας μόλις το 1,12% των ψήφων. Έξι μήνες αργότερα όμως, στις 5 Ιουλίου 2020, μια σειρά από κόμματα, ανάμεσά τους και το Εργατικό Μέτωπο, δημιούργησαν έναν συνασπισμό της οικολογικής Αριστεράς και έκαναν την έκπληξη στις κοινοβουλευτικές εκλογές, με 7% των ψήφων και επτά βουλευτές (επί συνόλου 151 εδρών). Ο πειραματισμός μετασχηματίστηκε σε επιτυχία στις δημοτικές εκλογές του προηγούμενου Μαΐου: ο συνασπισμός κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στο δημοτικό συμβούλιο του Ζάγκρεμπ από τον πρώτο κιόλας γύρο και ο υποψήφιός του Τόμισλαβ Τομάσεβιτς εκλέχτηκε θριαμβευτικά δήμαρχος της πρωτεύουσας δύο εβδομάδες αργότερα, με το 65% των ψήφων. Ο συνασπισμός –από τον οποίο το Εργατικό Μέτωπο αποχώρησε– πέτυχε αξιόλογα εκλογικά αποτελέσματα στην Πούλα, στο Σπλιτ και σε πολλές άλλες πόλεις της χώρας.
Ο άνεμος αλλαγής άρχισε να φυσάει από τη Σλοβενία, όπου η Ενωμένη Αριστερά (Združena Levica) είχε κερδίσει τις πρώτες έδρες της στη Βουλή το 2014. «Ενώ στην Κροατία ο εθνικισμός και ο πόλεμος συνέτριψαν τα πάντα, η Σλοβενία πάντα διατηρούσε την παράδοση μιας εύρωστης Αριστεράς, με εφημερίδες όπως η “Μλάντινα”, με χώρους διαλόγου και με διανοούμενους όπως ο Σλάβοϊ Ζίζεκ και τόσοι άλλοι», εξηγεί ο βουλευτής Λούκα Μέσετς. Συχνά αποκαλούμενος ο «Σλοβένος Τσίπρας», αυτός ο νέος άνδρας –ήταν μόλις 27 χρόνων όταν εκλέχτηκε για πρώτη φορά το 2014– έδωσε ιδιαίτερη ώθηση στο «Πανεπιστήμιο των εργατών και των πανκ», ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα ζωτικής σημασίας για τον πνευματικό επανεξοπλισμό της Αριστεράς. «Η γενιά μου», συνεχίζει, «δέχτηκε με ιδιαίτερη σφοδρότητα το πλήγμα από την παγκόσμια κρίση του 2008. Κατάλαβε πως δεν θα υπήρχε δουλειά για όλους και πως τα πράγματα δεν θα βελτιώνονταν από μόνα τους. Εν ολίγοις, πως δεν έπρεπε να αρκεστούν να καταλάβουν, αλλά και να αλλάξουν την κοινωνία».
Για τη νέα γενιά της σλοβενικής Αριστεράς, η «εξέγερση των πολιτών» του χειμώνα του 2012 έπαιξε βασικό ρόλο. Ο συντηρητικός Γιάνεζ Γιάνσα, τότε πρωθυπουργός (ξαναέγινε τον Μάρτιο του 2020), ακολουθούσε μια αυστηρή πολιτική λιτότητας, μειώνοντας τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων και οργανώνοντας περικοπές στους προϋπολογισμούς της υγείας και της εκπαίδευσης. Μπλεγμένος σε σκάνδαλα διαφθοράς, παραιτήθηκε τελικά από τα καθήκοντά του στα τέλη Φεβρουαρίου του 2013 μετά από εβδομάδες διαδηλώσεων.
«Η κρίση του 2008 άλλαξε το παιχνίδι και σηματοδότησε την έκρηξη καινούργιων ερωτημάτων», βεβαιώνει ο συγγραφέας Ίγκορ Στικς, ένας από τους πρωτεργάτες της φοιτητικής εξέγερσης του 2009 στην Κροατία. «Οι φοιτητές καταδίκαζαν το φιλελεύθερο μοντέλο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης που ήθελε να επιβάλει η Ευρωπαϊκή Ένωση. Η κύρια απαίτηση ήταν η δωρεάν πρόσβαση στην εκπαίδευση, από το νηπιαγωγείο μέχρι το διδακτορικό.» Όπως στη Σλοβενία μερικά χρόνια αργότερα, αυτό το κίνημα χρησίμευσε ως σχολείο αγωνιστικότητας για μια ολόκληρη γενιά.
Παρ’ όλο που οι «ολομέλειες των πολιτών» της Βοσνίας απέτυχαν, η δυναμική της Κροατίας και της Σλοβενίας πλέον γεννούν νέες τάσεις στη Σερβία. Το Κόμμα Ριζοσπαστικής Αριστεράς (Partija Radikalne Levice, PRL) δημιουργήθηκε τον Σεπτέμβριο του 2020 πάνω στα συντρίμμια της Σοσιαλδημοκρατικής Ένωσης (SDU), έπειτα από ένα βαρύ καθήκον απολογισμού. «Είμαστε περήφανοι για τη συμμετοχή της SDU στο αντιπολεμικό κίνημα της δεκαετίας του 1990 και τις μάχες ενάντια στο καθεστώς του [πρώην προέδρου της Σερβίας] Σλόμπονταν Μιλόσεβιτς. Από την άλλη, κατακρίνουμε τη συμμετοχή της στις κυβερνήσεις της δεκαετίας του 2000 και την υποστήριξή της στις ιδιωτικοποιήσεις», εξηγεί ο Ίβαν Ζλάτιτς, μέλος της προεδρίας του κόμματος.
Ο Ίβαν Ζλάτιτς σκοπεύει να κάνει έναν κριτικό απολογισμό του «Μια Άλλη Σερβία» (Druga Srbija), αυτής της πλατιάς κίνησης που αντιτασσόταν, πολλές φορές με γενναιότητα, στον εθνικισμό και στον πόλεμο. Το κίνημα αυτό καταφέρνει να διατηρήσει δεσμούς ανάμεσα στις χώρες τις πρώην ομοσπονδίας, υπερασπίζοντας παράλληλα τα δικαιώματα των γυναικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων. «Η εμπειρία της Γιουγκοσλαβίας ήταν δύο πράγματα: η αδελφότητα και η ενότητα όλων των λαών –δηλαδή ο διεθνισμός– και η προάσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Η φιλελεύθερη παράδοση κατάφερε να προφυλάξει το πρώτο αλλά θυσίασε το δεύτερο, το οποίο πρέπει να ξαναβάλουμε σε πρώτο πλάνο.» Για τον Ζλάτιτς, αυτή η «άλλη Σερβία» που ήρθε στην εξουσία μετά την πτώση του Μιλόσεβιτς στις 5 Οκτωβρίου 2000, δεν αρκέστηκε στην εφαρμογή ενός προγράμματος φιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. «Υπήρχε μια βούληση να τιμωρηθούν οι εργάτες μέσα από τις ιδιωτικοποιήσεις, να τιμωρηθεί ο λαός που δεν ξεσηκώθηκε ενάντια στον Μιλόσεβιτς… Κάτι που άλλωστε δεν ήταν αλήθεια: ξεχνάμε τον ρόλο που έπαιξαν οι εργατικές απεργίες του Οκτωβρίου του 2000 στην πτώση του καθεστώτος!»
Το σλοβενικό αριστερό κόμμα Levica είναι μέλος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς (PEL), το οποίο περιλαμβάνει το Γαλλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το γερμανικό Die Linke και τον ελληνικό ΣΥ.ΡΙΖ.Α. «Η δράση μας διεξάγεται σε ευρωπαϊκό πλαίσιο, έχουμε όμως πιο στενές σχέσεις με τους συντρόφους της Κροατίας, της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Σερβίας από ό,τι με εκείνους της Ιταλίας ή της Αυστρίας. Έχουμε κοινές αναφορές», δηλώνει ο Μέσετς. Στο Ζάγκρεμπ, ούτε η Καταρίνα Πέοβιτς απαρνείται τις αναφορές στη Γιουγκοσλαβία: «Οι εθνικιστές απορρίπτουν οτιδήποτε θυμίζει τη Γιουγκοσλαβία, αλλά στην Κροατία, για πολλούς ανθρώπους, η εποχή εκείνη αποκτά ξανά μια θετική έννοια: τα κοινωνικά δικαιώματα, οι διακοπές για όλους… Μπορεί και να υπάρχει μια φολκλορική διάσταση στη “γιουγκονοσταλγία”, εφ’ όσον η συζήτηση για τα αίτια της διάλυσης του κοινού κράτους δεν έχει τελειώσει. Το ότι οι έννοιες του σοσιαλισμού και της Γιουγκοσλαβίας παραμένουν συνδεδεμένες στο μυαλό πολλών Κροατών, αυτό για μας δεν αποτελεί πλέον μειονέκτημα».
Καταγγέλλοντας τους πειρασμούς ιστορικού αναθεωρητισμού σχετικά με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, που δίνουν νέα πνοή στην κροατική και στη σερβική Δεξιά, το Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ (πολιτικά συνδεδεμένο με το Die Linke) οργανώνει εκδηλώσεις μνήμης, ενθαρρύνοντας παράλληλα τον κριτικό στοχασμό πάνω στο σοσιαλιστικό πείραμα, ιδίως όσον αφορά την αυτοδιαχειριστική διάστασή του. «Μέχρι την εδραίωση της νεοφιλελεύθερης αυταρχικής εξουσίας του Αλεξάνταρ Βούτσιτς τη διετία 2012-2014, η Σερβία γνώρισε πολλές μορφές εργατικής αντίστασης, όπως η μεγάλη απεργία της Jugoromedija στο Ζρένιανιν, από τον Δεκέμβριο του 2003 μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2004. Οι εργαζόμενοι έκαναν κατάληψη σε αυτό το εργοστάσιο φαρμάκων προκειμένου να διαμαρτυρηθούν για την ιδιωτικοποίησή του. Η δικαιοσύνη κατέληξε αποδίδοντάς τους τον έλεγχο της πλειοψηφίας του κεφαλαίου», αφηγείται ο Ίβαν Ζλάτιτς, πεισμένος πως η εμπειρία της αυτοδιαχείρισης παραμένει ριζωμένη στη μνήμη των εργατικών τάξεων της Γιουγκοσλαβίας.
Η Αριστερά που προσπαθεί να αναδυθεί βρίσκεται στο σταυροδρόμι δύο παραδόσεων: εκείνης των εργατικών αγώνων και εκείνης των κοινοτιστικών πειραμάτων με επίκεντρο την υπεράσπιση των κοινών αγαθών. Έτσι, ο συνασπισμός της πράσινης Αριστεράς, που μόλις πήρε τη δημαρχία της κροατικής πρωτεύουσας, αναπτύχθηκε χάρη στην εμπειρία της πλατφόρμας Zagreb je NAŠ! («Το Ζάγκρεμπ είναι ΔΙΚΟ ΜΑΣ!»). Ο πρόσφατος θρίαμβός του έχει μια ενθαρρυντική αξία για το κίνημα Ne da(vi)mo Beograd («Να μην πνίξουμε το Βελιγράδι»), που παίζει κεντρικό ρόλο στις κινητοποιήσεις ενάντια στη λεηλασία της σερβικής πρωτεύουσας από κατασκευαστικές εταιρείες με στενές σχέσεις με το Σερβικό Προοδευτικό Κόμμα (SNS), το οποίο βρίσκεται στην εξουσία. Το κέντρο της πόλης εκκενώθηκε από τον πληθυσμό του και ισοπεδώθηκε προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για ένα πολυτελές σύμπλεγμα στις όχθες του Δούναβη, το Belgrade Waterfront, το οποίο υποτίθεται ότι χρηματοδοτήθηκε με κεφάλαια από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά τελικά μάλλον πρόκειται για μια τεράστια επιχείρηση ξεπλύματος μαύρου χρήματος.
«Η μετάβαση μας τα πήρε όλα»
Την άνοιξη του 2016, χιλιάδες κάτοικοι του Βελιγραδίου έκαναν πορεία πίσω από τη μασκότ του κινήματος, μια γιγαντιαία πλαστική κίτρινη πάπια. Η διαμαρτυρία επεκτάθηκε σε όλα τα μεγάλα κατασκευαστικά σχέδια της πρωτεύουσας, όπως η καταστροφή των παλιών κινηματογραφικών στούντιο Avala και των δασωδών περιοχών του Κόσουτνιακ. Η μάχη ενάντια στον πολεοδομικό εξευγενισμό ορισμένων συνοικιών περνάει μέσα τις μάχες κατά των εξώσεων, τις οποίες διευκολύνει εξαιρετικά η σερβική νομοθεσία, σε περίπτωση χρέους, απλήρωτου ενοικίου ή προκειμένου να επιστραφεί περιουσία στους πριν από το 1945 ιδιοκτήτες της. «Μερικοί ακροδεξιοί προσπάθησαν να μπουν στις κινητοποιήσεις, αλλά η απόπειρά τους ατύχησε»,λέει χαμογελώντας η Ισιδώρα Πετρόβιτς, ακτιβίστρια του κινήματος Krov nad glavom (Μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι).«Χρειάζεται να είσαι πολύ αποφασισμένος απέναντι στους δικαστικούς κλητήρες και στους αστυνομικούς, που είναι πάντα συντονισμένοι με τις επιθυμίες της κυβέρνησης.»
Η Πέτροβιτς αντιμετωπίζει με κριτική ματιά τις «δημοκρατικές» διαμαρτυρίες του χειμώνα του 2018-2019, που στα μάτια της δεν εκπροσωπούσαν τίποτα άλλο παρά μια προσπάθεια της φιλελεύθερης αντιπολίτευσης να κεντρίσει την προσοχή μετά από τις επανειλημμένες εκλογικές αποτυχίες της. Η νεαρή γυναίκα παραμένει ωστόσο πεπεισμένη πως το καθεστώς Βούτσιτς δεν θα αποφύγει μια κοινωνική έκρηξη, όπως το απέδειξε η αυθόρμητη οργή των φοιτητών, που τον Ιούλιο του 2020 εναντιώθηκαν στο κλείσιμο των φοιτητικών εστιών για υγειονομικούς λόγους.
Στα Βαλκάνια, η ανάγκη υπεράσπισης των «κοινών» εκφράζεται με διαδηλώσεις, όπως οι τεράστιες πορείες που συντάραξαν το Βελιγράδι στις αρχές του περασμένου Απριλίου, ή με τοπικές δράσεις. Πολλοί αγώνες επικεντρώνονται ενάντια στις κατασκευές μικρών υδροηλεκτρικών σταθμών, που έχουν πολλαπλασιαστεί στα Βαλκάνια, με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης (ΕΤΑΑ/EBRD), ενώ τις πιο πολλές φορές ανατίθενται σε φίλους των καθεστώτων. «Η μετάβαση μας τα πήρε όλα: τις δουλειές μας, τα εργοστάσιά μας, το μέλλον μας… Μας έχει μείνει μόνο το νερό, ο αέρας και η φύση –και ακόμα και αυτά θέλουν να μας τα πάρουν», αγανακτεί ο Αλεξάνταρ Βέμιτς, υπερασπιστής του ποταμιού Μπουκόβιτσα στο Μαυροβούνιο. Αυτές οι πρωτοφανείς κινητοποιήσεις συνέβαλαν τον Αύγουστο του 2020 στην πτώση του καθεστώτος του Μίλο Τζουκάνοβιτς, κατορθώνοντας να υπερβούν τις διαφορετικές εθνικές ταυτότητες πάνω στις οποίες έχει δομηθεί το Μαυροβούνιο (1). Έχοντας γίνει πυλώνας της νέας κυβέρνησης, το κίνημα Ενωμένη Μεταρρυθμιστική Δράση (Ujedinjena reformska akcija, URA) προσχωρεί στο Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα και αναλαμβάνει να εκφράσει μια Αριστερά των πολιτών και της οικολογίας. Η συνάντηση των εργατικών αγώνων με τους αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος, για τα δικαιώματα των γυναικών και των σεξουαλικών μειονοτήτων συνεχίζει να περνάει από περίπλοκους δρόμους. Ο Μέσετς υπογραμμίζει πως, απέναντι στον υπερ-δεξιό αυταρχισμό του Γιάνεζ Γιάνσα, του Σλοβένου μιμητή του Ούγγρου Βίκτορ Όρμπαν που ήρθε στην εξουσία το Μάρτιο του 2020, το βάρος της διεξαγωγής των μαχών για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών πέφτει πρωταρχικά στην αντικαπιταλιστική Αριστερά. Ο Ρόμπερτ Κόζμα από το Ne da(vi)mo Beograd υπογραμμίζει με τη σειρά του ότι, είτε είναι μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης είτε όχι, δεν έχει καμία διαφορά για τις χώρες της περιοχής: «Όλες ανήκουν σε μια ημι-υποτελή περιφέρεια».
Συγκεντρώνοντας το 50,3% των ψήφων στις κοινοβουλευτικές εκλογές του προηγούμενου Φεβρουαρίου, το αριστερό κίνημα υπέρ της εθνικής κυριαρχίας του Κοσόβου συνέτριψε τους αντιπάλους του, κυρίως τα κόμματα των πρώην διοικητών των ανταρτών του Απελευθερωτικού Στρατού Κοσσυφοπεδίου (UÇK). Ο Αλμπίν Κούρτι, ο χαρισματικός ηγέτης του Vetëvendosje («Αυτοδιάθεση» στα αλβανικά), ξανάγινε πρωθυπουργός. Είχε ήδη ανέλθει σε αυτό το αξίωμα μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου 2019, αλλά η κυβέρνησή του ανατράπηκε τον Μάρτιο του 2020 –καταμεσής της πανδημίας– μετά από την απόσυρση του εταίρου του, της Δημοκρατικής Ένωσης Κοσόβου (LDK, κεντροδεξιό), υπό την πίεση της τότε αμερικανικής κυβέρνησης. Ο Ντόναλντ Τραμπ επιθυμούσε να φτάσει σε μια γρήγορη συμφωνία ανάμεσα στο Βελιγράδι και την Πριστίνα, βασισμένη στην προϋπόθεση ανταλλαγής εδαφών (2) , τους όρους της οποίας το Vetëvendosje απέρριπτε. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Αμερικανός πρόεδρος απέκτησε μια «οικονομική συμφωνία», όχι ιδιαίτερης σπουδαιότητας (3). Παρ’ όλο που το Κόσοβο τρέφει, μετά τους βομβαρδισμούς της Σερβίας την άνοιξη του 1999, μια έντονη αμερικανοφιλία, οι ψηφοφόροι του μόλις επέλεξαν ένα ηγέτη που θεωρεί τον εαυτό του θύμα μιας απόπειρας «πραξικοπήματος» ενορχηστρωμένης από τις ΗΠΑ… Ο Αλμπίν Κούρτι διακήρυξε πως οι προτεραιότητές του θα είναι η καταπολέμηση της διαφθοράς και η οικονομική, υγειονομική και κοινωνική κατάσταση της χώρας –όχι ο διάλογος με το Βελιγράδι. Όμως, τι περιθώρια ελιγμών έχει; Οι δυνάμεις της Αριστεράς των Βαλκανίων διατηρούν επιφυλάξεις απέναντι στο Vetëvendosje λόγω των εθνικιστικών αναφορών του, όλες όμως παρακολουθούν με ενδιαφέρον το πείραμα που βρίσκεται σε εξέλιξη. Διότι ο Κούρτι απέδειξε πως μια ριζική αλλαγή ήταν εφικτή ακόμα και χωρίς τη συγκατάθεση της Δύσης.