Ακόμη μας είναι άγνωστο το εύρος των συνεπειών του Brexit για τη Βόρεια Ιρλανδία. Έχει όμως ήδη προκαλέσει αρκετά θύματα: το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα (DUP) και, γενικότερα, το σύνολο των οπαδών της βρετανικής κηδεμονίας στο Μπέλφαστ και στην περιφέρειά του.
Όταν η Αρλίν Φόστερ κληρονόμησε την ηγεσία του DUP, τον Δεκέμβριο του 2015, τα πάντα έμοιαζαν ευνοϊκά για το κόμμα της και για όσα η ίδια πρέσβευε. Το 2007, μετά από χρόνια υπεκφυγών, το DUP είχε δεχθεί να μοιραστεί την εξουσία με το Σιν Φέιν. Δύο χρόνια νωρίτερα, ο ένοπλος βραχίονας του τελευταίου, ο Ιρλανδικός Δημοκρατικός Στρατός (IRA), είχε καταθέσει τα όπλα και είχε κηρύξει μόνιμη παύση πυρός.
Ορισμένοι παλαιοί σύμμαχοι του αιδεσιμότατου Ίαν Πέισλι, του ιδρυτή του DUP, είχαν διακρίνει στη συμφωνία μια μορφή συνθηκολόγησης απέναντι στον ιρλανδικό εθνικισμό και στον IRA. Όχι όμως το στρατόπεδο των ενωτικών στο σύνολό του. Κατά τις δύο περιφερειακές εκλογές που ακολούθησαν, το 2007 και το 2011, το DUP παγίωσε τη θέση του ως πρώτο ενωτικό κόμμα και ως κυρίαρχη πολιτική δύναμη της Βόρειας Ιρλανδίας, με περίπου 30% των ψήφων. Κατά τις εκλογές του Μαΐου του 2016 –τις τρίτες κατά σειρά αφότου το DUP αποδέχθηκε το μοίρασμα της εξουσίας, που διεξήχθησαν λίγο μετά την άφιξη της Φόστερ στην ηγεσία– το κόμμα υποχώρησε κατά λιγότερο από 1%, σημειώνοντας μια επίδοση (29,2% των ψήφων) πολύ ανώτερη από εκείνη του Σιν Φέιν (24%).
Εκτός από αυτά τα καλά αποτελέσματα, οι υποστηρικτές του DUP μπορούσαν να χαίρονται για το γεγονός ότι η ένωση μεταξύ της Βόρειας Ιρλανδίας και της Μεγάλης Βρετανίας δεν αντιμετώπιζε καμία σοβαρή απειλή (1). Το Σιν Φέιν, του οποίου ο πρωταρχικός στόχος παραμένει η χειραφέτηση από το Λονδίνο, αναγνώριζε ότι η ιρλανδική ενότητα δεν θα ήταν εφικτή χωρίς να υποστηρίζεται κατ’ αρχάς από την πλειοψηφία στη Βόρεια Ιρλανδία. Διότι, εάν πιστέψουμε τα αποτελέσματα μιας σφυγμομέτρησης που διεξήχθη τον Ιανουάριο του 2013, το 65% των ερωτηθέντων δήλωνε ότι, σε περίπτωση δημοψηφίσματος, θα ψήφιζαν υπέρ της παραμονής στους κόλπους του Ηνωμένου Βασιλείου. Μόνο το 17% δήλωνε ότι επιθυμούσε την επανένωση με τη Δημοκρατία της Ιρλανδίας (2).
Έναν μήνα μετά την εκλογή της Συνέλευσης της Βόρειας Ιρλανδίας το 2016, οι Βρετανοί ψηφοφόροι επιλέγουν παρ’ όλα αυτά να εγκαταλείψουν την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι ψήφοι των Άγγλων υπέρ του Brexit (53,4% των ψήφων) πνίγουν το «όχι» των Βορειοϊρλανδών, που ωστόσο ήταν ξεκάθαρο (55,8%). Σε αντίθεση με την πλειονότητα των τοπικών κομμάτων, που υποστήριζαν το «Remain» (παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση), το DUP επιχαίρει για τα αποτελέσματα και αναζητά τρόπους να υπερασπιστεί το Brexit, παρά τον αναβρασμό που προκαλεί στη χώρα. Μια καταστροφική στρατηγική.
Πριν από πέντε χρόνια, κανείς δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι σήμερα, και ενώ η Φόστερ παραιτείται, το μέλλον θα αποδεικνυόταν τόσο σκοτεινό για το DUP. Στις εκλογές του 2017, κατάφερε οριακά, με διαφορά χιλίων ψήφων (σε ένα εκλογικό σώμα 1,25 εκατομμυρίου ανθρώπων), να μην παραχωρήσει την πρώτη θέση στο Σιν Φέιν. Για πρώτη φορά στην ιστορία της Βόρειας Ιρλανδίας, οι ενωτικοί δεν απέκτησαν την πλειοψηφία των εδρών. Η επόμενη αναμέτρηση θα διεξαχθεί τον Μάιο του 2022. Για την ώρα, οι σφυγμομετρήσεις προβλέπουν για το DUP μια κατακρήμνιση περίπου 9 εκατοστιαίων μονάδων σε σχέση με το αποτέλεσμα του 2017 και μια βαριά ήττα απέναντι στο Σιν Φέιν.
Παράλληλα, έχει αυξηθεί η υποστήριξη στην προοπτική επανένωσης της Ιρλανδίας. Χωρίς αμφιβολία, η ένωση με τη Μεγάλη Βρετανία δεν διατρέχει καμία επικείμενη απειλή, ωστόσο o συσχετισμός δυνάμεων επί του ζητήματος δεν επιτρέπει πλέον στους υπέρμαχούς της να αισθάνονται σιγουριά. Ακόμα και χωρίς προοπτική δημοψηφίσματος στο εγγύς μέλλον, το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, το οποίο περιλαμβάνεται στη συμφωνία που υπογράφηκε μεταξύ του Βρετανού πρωθυπουργού Μπόρις Τζόνσον και της Ευρωπαϊκής Ένωσης τον Δεκέμβριο του 2020, έχει ήδη εξασθενήσει τους δεσμούς μεταξύ Μπέλφαστ και Λονδίνου. Οι εμπορικές διατάξεις και οι σχέσεις με τις Βρυξέλλες θα είναι πλέον διαφορετικές μεταξύ της μιας και της άλλης όχθης της Θάλασσας της Ιρλανδίας.
Υπεύθυνος της πολιτικής αρθρογραφίας στην εφημερίδα «News Letter», ο Σαμ ΜακΜπράιντ συνόψιζε την κρίση που διέρχεται το στρατόπεδο των ενωτικών –στο οποίο ανήκει η εφημερίδα του– μετά την αποχώρηση της Αρλίν Φόστερ: «Εάν ο επόμενος αρχηγός του DUP πετύχει να αποκαταστήσει τις ζημιές της περιόδου Φόστερ –όσον αφορά την αξιοπιστία του κόμματος, της Συνέλευσης της Βόρειας Ιρλανδίας, της [βρετανικής] Ένωσης– θα τα έχει καταφέρει. Το πιθανότερο όμως είναι ότι δεν θα το κατορθώσει. Το DUP δεν είναι πλέον σε θέση να ξανακερδίσει όσα χάθηκαν. Σε τελική ανάλυση, το θέμα δεν είναι ο απολογισμός της Φόστερ ούτε τα χαρακτηριστικά του διαδόχου της, αλλά το μέλλον του Ηνωμένου Βασιλείου. Εάν ο επόμενος αρχηγός του κόμματος αποτύχει με εξίσου θεαματικό τρόπο, ο διάδοχός του θα αναλάβει μια σημαντικά συρρικνωμένη ενωτική κληρονομιά» (3).
Και δεν είχε άδικο στις προβλέψεις του, οι εξελίξεις στο εσωτερικό του κόμματος ήταν καταιγιστικές. Ο νέος επικεφαλής, Έντουιν Πουτς ανέλαβε τον Μάιο κερδίζοντας τον Τζέφρεϊ Ντόλαντσον με μικρή διαφορά, γεγονός που προκάλεσε διαίρεση στο κόμμα. Υπήρξαν καταγγελίες για προπηλακισμούς και απειλές, τις οποίες ο Πουτς αρνήθηκε. Όμως μετά από μαζικές παραιτήσεις στελεχών, που προκάλεσαν μια μίνι-εξέγερση στο κόμμα, ο Πουτς παραιτήθηκε στις 17 Ιουνίου, 21 μέρες μετά την εκλογή του. Στις 22 Ιουνίου, ο Ντόναλτσον, μοναδικός υποψήφιος για τη θέση, ανέλαβε την ηγεσία. Λίγες ώρες αργότερα, ο βουλευτής Αλεξ Ίστον παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενος, και το DUP έχασε έτσι την πρώτη θέση στο τοπικό κοινοβούλιο.
Το μέγεθος των ζημιών που προκάλεσε το Brexit στον ενωτισμό φαίνεται και μέσα από ένα άρθρο γνώμης του πρώην αρχηγού του Ενωτικού Κόμματος του Όλστερ (4) (UUP) Ντέιβιντ Τριμπλ, δημοσιευμένο τον περασμένο Φεβρουάριο στην εφημερίδα «Irish Times», με έδρα το Δουβλίνο. Το 1998, ο Τριμπλ έλαβε το βραβείο Νόμπελ Ειρήνης, από κοινού με τον εθνικιστή ηγέτη Τζον Χιουμ, για τη συμμετοχή του στις διαπραγματεύσεις που προηγήθηκαν της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής (Good Friday Agreement, GFA), η οποία υπογράφηκε εκείνη τη χρονιά. Επί μακρόν πρώτο κόμμα των ενωτικών, το UUP έχασε μια μεγάλη μερίδα των ψηφοφόρων του προς όφελος του DUP μετά το 1998. Ο Τριμπλ, πλέον μέλος (με τους Συντηρητικούς) της Βουλής των Λόρδων στο Λονδίνο, είχε καλέσει να υπερψηφιστεί το «Leave» (έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση), ενώ το UUP υποστήριζε το «Remain». Το 2016 εκτιμούσε ότι το Brexit προσέφερε τη δυνατότητα να «προκληθεί μια βρετανική αναγέννηση σε πλανητική κλίμακα» (5).
Στο άρθρο του, ο Τριμπλ καταγγέλλει εντούτοις το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, περιγράφοντάς το ως μια «γιγαντιαία και αντιδημοκρατική ανατάραξη της συνταγματικής θέσης της Βόρειας Ιρλανδίας». «Εκλιπαρώ την κυβέρνησή μου, την κυβέρνηση της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας και την Ευρωπαϊκή Ένωση να σταματήσουν να αντιμετωπίζουν με ελαφρότητα τις κατακτήσεις της Συμφωνίας του Μπέλφαστ», γράφει (6). Κατά τη γνώμη του, το πρωτόκολλο αυτό σημαίνει ότι «η Βόρεια Ιρλανδία δεν είναι πια πλήρες μέλος του Ηνωμένου Βασιλείου, ότι έχει προσαρτηθεί από τις Βρυξέλλες και πλέον υπόκειται σε ευρωπαϊκούς νόμους, όπως και σε ένα ευρωπαϊκό δικαστήριο που δεν ανέχεται καμία αμφισβήτηση» (7). Ωστόσο, το πόσο κοντόφθαλμη είναι αυτή η ανάλυση δεν θα μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από το αναγνωστικό κοινό των «Irish Times», που έχει συνείδηση του γεγονότος ότι η παράταξη υπέρ του Brexit εντός του στρατοπέδου των ενωτικών είναι εκείνη που «αντιμετώπισε με ελαφρότητα τις κατακτήσεις» της Συμφωνίας της Μεγάλης Παρασκευής. Διότι, στην πραγματικότητα, το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία αποτελεί απόρροια της δικής τους ανευθυνότητας.
Ουσιαστικά, η ιδέα της αυτοδιάθεσης που περιλαμβάνεται στην Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής αποτέλεσε μία από τις σημαντικότερες νίκες του ενωτισμού –και του ίδιου του Τριμπλ. Το Σιν Φέιν και ο IRA είχαν υποστηρίξει ότι η ύπαρξη ενωτικής πλειοψηφίας εντός των βορειοϊρλανδικών συνόρων είχε ελάχιστη σημασία. Κατ’ αυτούς, η Βόρεια Ιρλανδία ήταν μια τεχνητή και παράνομη πολιτική οντότητα: συνεπώς, η δεδομένη πλειοψηφία των εθνικιστών στο σύνολο του νησιού θα έπρεπε να υπερισχύσει έναντι εκείνου που αποκαλούσαν «ενωτικό βέτο». Η Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής απορρίπτει αυτή την ερμηνεία της πραγματικότητας: όλοι οι συνυπογράφοντες, συμπεριλαμβανομένου και του Σιν Φέιν, υποχρεώθηκαν «να αναγνωρίσουν τη νομιμότητα οποιασδήποτε επιλογής εκ μέρους της πλειοψηφίας του πληθυσμού της Βόρειας Ιρλανδίας όσον αφορά το καθεστώς της» (8).
Η συνθήκη ειρήνης δεν αποσαφηνίζει τι οφείλει να γίνει μετά την απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση: κανείς δεν πρόβλεπε κάτι τέτοιο το 1998. Σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας, η βρετανική και η ιρλανδική κυβέρνηση αναγνωρίζουν «τη μοναδική σχέση μεταξύ των λαών τους και τη στενή συνεργασία μεταξύ των χωρών τους ως φίλιων γειτόνων και εταίρων στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Συνεπώς, η ψήφος του Ιουνίου του 2016 δεν παραβιάζει ρητά τη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής, εγείρει όμως ερωτήματα στα οποία οι δύο κυβερνήσεις και τα κόμματα της Βόρειας Ιρλανδίας οφείλουν να απαντήσουν.
To DUP υπερασπίζεται την άποψη ότι η πλειοψηφία υπέρ του Brexit εντός του Ηνωμένου Βασιλείου οφείλει να επιβληθεί στην πλειοψηφία της Βόρειας Ιρλανδίας, που είναι υπέρ της παραμονής εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ιδίως ο Τριμπλ βάζει τα δυνατά του να υπερασπιστεί αυτή τη λογική… χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι πριονίζει το κλαδί επάνω στο οποίο κάθεται ο ενωτισμός, καθώς θέτει υπό αμφισβήτηση τον ορισμό της αυτοδιάθεσης που αναγράφεται στη Συμφωνία της Μεγάλης Παρασκευής. Εάν ο πληθυσμός της Βρετανίας μπορεί να αποφασίσει να λύσει τους κάβους που τον δένουν με την Ευρώπη ενάντια στη βούληση της πλειοψηφίας στη Βόρεια Ιρλανδία, γιατί να μην είναι σε θέση να επιβάλει στην περιοχή έναν ειδικό διακανονισμό με τις Βρυξέλλες που να την ξεχωρίζει από τη Μεγάλη Βρετανία;
Το ζήτημα τέθηκε με ιδιαίτερη οξύτητα τον Ιανουάριο του 2017, όταν η συντηρητική πρωθυπουργός εκείνης της περιόδου, Τερέζα Μέι, υποσχέθηκε να αποσύρει τη χώρα της από την ενιαία αγορά και από την τελωνειακή ένωση: ένα σχέδιο που βαφτίστηκε «Hard Brexit» («Σκληρό Brexit»). Η εφαρμογή της συγκεκριμένης επιλογής στο σύνολο του βασιλείου θα συνεπαγόταν την επανεμφάνιση ενός φυσικού συνόρου –με τελωνειακούς ελέγχους– μεταξύ Βόρειας Ιρλανδίας και Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Το Δουβλίνο εναντιωνόταν κατηγορηματικά σε κάτι τέτοιο, με την υποστήριξη των Βρυξελλών. Στο Λονδίνο δεν απέμεναν παρά τρεις επιλογές: να εγκαταλείψει την Ευρωπαϊκή Ένωση άνευ συμφωνίας, να υπαναχωρήσει από την υπόσχεση της Τερέζα Μέι και να εργαστεί για ένα «μαλακό» Brexit ή να αποδεχθεί έναν ειδικό διακανονισμό για τη Βόρεια Ιρλανδία.
Για τους ενωτικούς, αυτή η τρίτη επιλογή ήταν η χειρότερη, και μάλιστα μακράν. Μετά τις γενικές βρετανικές εκλογές του Ιουνίου του 2017, που στέρησαν από τη Μέι την πλειοψηφία της στο Κοινοβούλιο, το DUP το είπε απερίφραστα. Με την ισχύ που του έδιναν τότε οι δέκα έδρες του στο Ουέστμινστερ, ήταν σε θέση να ανεβοκατεβάζει κυβερνήσεις. Μια ευκαιρία που ωστόσο χαράμισε, ευθυγραμμιζόμενο συστηματικά με τις θέσεις της φατρίας υπέρ του Brexit –της πιο ριζοσπαστικής στους κόλπους του Συντηρητικού Κόμματος– παρ’ ότι ήξερε ότι κάτι τέτοιο το έφερνε αντιμέτωπο με τη Μέι. Ο Μπόρις Τζόνσον, ο πιο λάβρος επικριτής της πρωθυπουργού, πήρε τον λόγο στο συνέδριο του DUP, τον Νοέμβριο του 2018, προκειμένου να χαρακτηρίσει το σχέδιο συμφωνίας με τις Βρυξέλλες «συνθηκολόγηση».
Επί πολλά χρόνια, οι ενωτικοί ήταν καχύποπτοι απέναντι στους Βρετανούς πολιτικούς ηγέτες. Ωστόσο, το DUP επέλεξε να ποντάρει τα πάντα στον Τζόνσον, ο οποίος όμως φημίζεται για τις απότομες μεταστροφές του και για την έλλειψη αξιοπιστίας του. Υπέρμαχος του Brexit μονάχα στον βαθμό που θα του επέτρεπε να πλησιάσει την εξουσία, ο Τζόνσον χλευάζει τις δεσμεύσεις του απέναντι στο DUP και επαναδιαπραγματεύεται μια συμφωνία για Brexit ήδη από τη στιγμή της άφιξής του στον αριθμό 10 της Ντάουνινγκ Στριτ, τον Ιούλιο του 2019.
Αντί του backstop («δίχτυ ασφαλείας»), που ανέβαλλε για αργότερα την επίλυση του βορειοϊρλανδικού προβλήματος, ο Τζόνσον αποδέχεται την ιδέα επιβολής τελωνειακών φραγμών στη μέση της Θάλασσας της Ιρλανδίας και όχι ανάμεσα στις δύο ιρλανδικές οντότητες. Το Πρωτόκολλο για τη Βόρεια Ιρλανδία, που επισημοποιεί την ιδέα, τέθηκε σε ισχύ στις αρχές του 2021. Για τον πρώην δήμαρχο του Λονδίνου και τους συμμάχους του, η επείγουσα ανάγκη της διακοπής των δεσμών με την ενιαία αγορά και με την τελωνειακή ένωση είχε μεγαλύτερη βαρύτητα από την αλληλεγγύη τους απέναντι στον βορειοϊρλανδικό ενωτισμό.
Εξοργισμένο, το Δημοκρατικό Ενωτικό Κόμμα αναγκάζεται να αποδεχθεί την πραγματικότητα: το ίδιο προετοίμασε την κατάρρευσή του. Οι υπέρ του Brexit ενωτικοί ήταν διατεθειμένοι να επιβάλουν την προτίμησή τους τόσο στους εθνικιστές όσο και στη μειονότητα των ενωτικών που ήταν υπέρ του «Remain». Η κυβέρνηση του Τζόνσον έπαιξε ένα παρόμοιο παιχνίδι, εις βάρος τους όμως. Οι βορειοϊρλανδοί οπαδοί του Brexit αποτελούν σήμερα τα θύματα μιας πολιτικής λογικής στης οποίας την προώθηση συνέβαλαν.
Οι ιστορικοί σίγουρα θα δυσκολευτούν να δείξουν επιείκια απέναντι στη Φόστερ –θα ήταν όμως άδικο να θεωρηθεί η μόνη υπεύθυνη για αυτή την πανωλεθρία. Θεωρητικά, το DUP θα μπορούσε να είχε στηρίξει το «Remain» στο δημοψήφισμα του 2016 και κατόπιν να είχε υποστηρίξει ένα «μαλακό» Brexit μετά τη νίκη του «Leave» (9). Στην πράξη, οι επιλογές του DUP μετά το 2016 ήταν αναπόφευκτες: αντικατοπτρίζουν περισσότερο τις αντιφάσεις του σύγχρονου ενωτισμού παρά την ανικανότητα του τάδε ή του δείνα αρχηγού του.
Πικρή διάψευση για τους ενωτικούς
Ο ενωτισμός του Όλστερ είναι μια μορφή βρετανικού εθνικισμού που αναδύεται στην περιφέρεια του Ηνωμένου Βασιλείου και που σε γενικές γραμμές αποδεικνύεται πιο μαχητική από την αντίστοιχη του κέντρου. Εμφανίζεται σε έναν ιδιαίτερο πολιτικό χώρο, όπου βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τον ιρλανδικό εθνικισμό. Οι ενωτικοί υποφέρουν από το γεγονός ότι η αίσθησή τους πως ανήκουν στη βρετανική κοινότητα δεν βρίσκει ανταπόκριση στην απέναντι όχθη της Θάλασσας της Ιρλανδίας: οι περισσότεροι Βρετανοί δεν τους θεωρούν μέρος του ίδιου έθνους με εκείνους και δεν θα δίσταζαν διόλου να αφήσουν την περιοχή να εγκαταλείψει το βασίλειο εάν κάτι τέτοιο θα διευκόλυνε την πολιτική ζωή στη Μεγάλη Βρετανία.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, τα πάντα ωθούσαν το DUP να υποστηρίξει την εκστρατεία υπέρ του Brexit που δρομολόγησαν ο Μπόρις Τζόνσον και ο Νάιτζελ Φάρατζ –ο πρώην αρχηγός του Κόμματος Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (UKIP)– καθώς αντιπροσώπευε μια μορφή πιο εκδηλωμένου και πιο αποκλειστικού εθνικισμού, που πήγαζε από την ίδια την καρδιά του Ηνωμένου Βασιλείου. Δυστυχώς για το DUP, αυτός ο ντοπαρισμένος βρετανικός εθνικισμός δεν ενδιαφερόταν για την τύχη της Βόρειας Ιρλανδίας. Οπότε, ο Τζόνσον δεν έδειξε κανέναν δισταγμό όταν επρόκειτο να προδώσει τους πρώην συμμάχους του. Οι ενωτικοί διαμαρτυρήθηκαν μάταια εναντίον του Πρωτοκόλλου για τη Βόρεια Ιρλανδία. Κάτι που εξηγεί εν μέρει την έκρηξη βίαιων διαδηλώσεων στην περιοχή, στα τέλη Μαρτίου (10).
Ορισμένοι αρθρογράφοι έκαναν έκκληση ώστε το Σιν Φέιν και οι υποστηρικτές της επανενωμένης Ιρλανδίας να μην επωφεληθούν από την προδοσία που υπέστησαν οι ενωτικοί προκειμένου να προωθήσουν τον σκοπό τους. Είναι όμως στ’ αλήθεια ρεαλιστικό να περιμένουμε από πολιτικούς παράγοντες που αφιέρωσαν τη ζωή τους στη ενοποίηση του νησιού να παραιτηθούν από τον στόχο τους ακριβώς τη στιγμή που φαίνεται να έχουν φτάσει σε απόσταση αναπνοής από την επίτευξή του;