Ποια είναι η στιγμή όπου γίνεται ολοφάνερη η αντίφαση ανάμεσα στα μέτρα που λαμβάνονται για την καταπολέμηση της πανδημίας COVID-19 και στον σεβασμό των στοιχειωδών ελευθεριών; Με την καθιέρωση του υγειονομικού διαβατηρίου, ίσως να πλησιάζουμε το σημείο όπου δεν υπάρχει επιστροφή. Έχει φθάσει πλέον η στιγμή όπου καθένας από εμάς θα οφείλει να παρουσιάζει τον περιβόητο «κωδικό QR» που θα βεβαιώνει τον εμβολιασμό του ατόμου ή την ύπαρξη αντισωμάτων, στοιχεία απαραίτητα για την άσκηση πολλών δραστηριοτήτων της καθημερινής ζωής: έξοδος σε εστιατόριο ή σε καφέ, ταξίδι με τραίνο, ταινία στον κινηματογράφο, ψώνια σε μεγάλο εμπορικό κέντρο, επίσκεψη σε κάποιον οικείο μας στο νοσοκομείο, παρακολούθηση μιας συναυλίας ή ενός θεάματος σε κάποια μικρή αίθουσα… Από εκείνη τη στιγμή, τα άτομα που είναι επιφορτισμένα με τον έλεγχο των υγειονομικών διαβατηρίων (από τον ιδιοκτήτη του μπαρ έως τον υπάλληλο του κινηματογράφου) μπορούν να γνωρίζουν την ταυτότητα, καθώς επίσης και την ημερομηνία γέννησης όλων όσων παρουσιάζονται στον χώρο τους. Μπορεί να μοιάζει ακίνδυνο, στην πραγματικότητα όμως αποτελεί άλλη μια μαχαιριά στον ήδη κουρελιασμένο ιστό της ανωνυμίας. Τα τεχνολογικής φύσης μέτρα, τα οποία έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια χωρίς να τους δίνουμε ιδιαίτερη σημασία, διευκολύνουν αυτήν την επέκταση της επιτήρησης. Ποιος θα μπορούσε να δηλώσει με σιγουριά ότι τα δεδομένα που αφορούν το υγειονομικό διαβατήριο δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν στοιχείο εκμετάλλευσης από τις αστυνομικές υπηρεσίες;
Αυτή ακριβώς η αίσθηση ότι ροκανίζονται –ή ακόμα και στραγγαλίζονται– οι ελευθερίες τους είναι εκείνη που ένωσε, πέρα από τις διαφορές τους, τους εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές οι οποίοι, από τις 17 Ιουλίου 2021, αμφισβητούν την επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου που προβλέπεται από τον νόμο της 5ης Αυγούστου (1). Ο θυμός τους οφείλεται σε μια θεαματική αλλαγή στάσης της κυβέρνησης. Η συγκεκριμένη διάταξη εντάχθηκε στον νόμο σχεδόν στα κρυφά, μέσω μιας τροπολογίας που κατέθεσε η κυβέρνηση στις 3 Μαΐου 2021, κατά τη διάρκεια της συζήτησης του νομοσχεδίου «για τη διαχείριση της εξόδου από την υγειονομική κρίση» που είχε παρουσιάσει στη Βουλή μερικές ημέρες νωρίτερα ο πρωθυπουργός Ζαν Καστέξ. Η αιτιολόγηση που προτάθηκε είναι εξαιρετικά πρωτότυπη: η χρήση του υγειονομικού διαβατηρίου «μπορεί να ενταχθεί σε ένα πολιτικό εγχείρημα ενίσχυσης των δυνατοτήτων και της ενδυνάμωσης (empowerment) των ατόμων απέναντι στην επιδημία» (2). Όμως, ο νόμος περιορίζει τη χρήση του στις «μεγάλες συναθροίσεις ατόμων» (3) και η κυβέρνηση τότε υπόσχεται ότι «δεν θα μπορεί να επεκταθεί στις δραστηριότητες της καθημερινής ζωής, όπως τα ψώνια, η μετάβαση στην εργασία ή ακόμα –για να αναφέρω μόνο αυτά τα παραδείγματα– η εξυπηρέτηση από μια δημόσια υπηρεσία» (4). Δεν χρειάστηκαν στην κυβέρνηση ούτε δύο μήνες για να κάνει στροφή 180 μοιρών.
H έννοια του empowerment υπονοεί ότι αυτή η νέα νομική και τεχνολογική επινόηση θα προσφέρει επιπλέον ισχύ στους πολίτες. Η ανάλυση της κυβερνητικής αντίδρασης στην υγειονομική κρίση μετά τον Μάρτιο του 2020 αποδεικνύει ακριβώς το αντίθετο: από τους πολίτες έχουν αφαιρεθεί ελευθερίες. Εξάλλου, το Συνταγματικό Συμβούλιο διαπίστωσε ότι το υγειονομικό διαβατήριο (όπως προηγουμένως και η βεβαίωση για την κατ’ εξαίρεση μετακίνηση που ίσχυε σε καθεμιά από τις περιόδους περιοριστικών μέτρων και απαγόρευσης κυκλοφορίας που γνώρισε η χώρα κατά τη διάρκεια του περασμένου δεκαοκτάμηνου) αποτελεί προσβολή της ελευθερίας των μετακινήσεων. Ωστόσο, οι «σοφοί» που το αποτελούν έκριναν αυτές τις προσβολές δικαιολογημένες (5) και συνεπώς σύμφωνες με το Σύνταγμα. Προστίθενται λοιπόν στον μακρύ κατάλογο των λεγόμενων «έκτακτων μέτρων» που, εδώ και είκοσι χρόνια, επεκτείνουν τις εξουσίες της αστυνομίας και υφαίνουν γύρω από τους πληθυσμούς έναν χιτώνα διαρκούς ελέγχου και αδιάκοπης επιτήρησης.
Με την υγειονομική κρίση, η Γαλλία εισήλθε σε μια πρωτοφανή περίοδο, κατά την οποία η αστυνομία μπορούσε να ελέγξει την ταυτότητα των πολιτών χωρίς να χρειάζεται να επικαλεστεί την παραμικρή αιτιολογία. Δεν έχει υπογραμμιστεί αρκετά ο ριζικός χαρακτήρας αυτής της εξέλιξης. Πράγματι, για να ελεγχθεί η ταυτότητα ενός ατόμου, ένας αστυνομικός ή ένας χωροφύλακας οφείλει να επικαλεστεί ύποπτη συμπεριφορά, που δημιουργεί την υπόνοια ότι το εν λόγω άτομο έχει διαπράξει κάποιο αδίκημα (6). Ναι μεν οι νόμοι Πασκουά (7) του 1993 επέτρεψαν στις δυνάμεις της τάξης σε ορισμένες περιπτώσεις να πραγματοποιούν, μετά από εισαγγελική έγκριση, αναιτιολόγητους ελέγχους ταυτότητας, είχαν όμως περιορισμούς όσον αφορά τον χρόνο και τον χώρο διεξαγωγής τους. Συγκριτικά με εκείνο το νομικό πλαίσιο –παρ’ όλα αυτά ελάχιστα περιοριστικό όσον αφορά την εφαρμογή του, με αποτέλεσμα οι αλλοδαποί και οι νέοι των λαϊκών προαστίων καθημερινά να γίνονται θύματά του– τα μέτρα που έχουν θεσπιστεί από τον Μάρτιο του 2020 κατά τη διάρκεια των διαδοχικών περιοριστικών μέτρων και των απαγορεύσεων κυκλοφορίας βρίσκονται εκτός νομικής κανονικότητας και, με την αυστηρή έννοια του όρου, είναι αυθαίρετα.
Ο πληθυσμός θεωρείται εχθρικός και ύποπτος
Πράγματι, από τη στιγμή που απαγορεύεται να βγεις από το σπίτι σου, εκτός κι αν συντρέχει κάποιος βάσιμος λόγος που προβλέπεται από ιδιαίτερα ασαφή κείμενα, η αστυνομία έχει το δικαίωμα να ελέγχει όποιο άτομο βρίσκεται στον δημόσιο χώρο, χωρίς να είναι υποχρεωμένη να επικαλεστεί οποιαδήποτε αιτία. Διαφεύγει από κάθε αποτελεσματικό έλεγχο εκ μέρους των δικαστικών αρχών. Καθώς την περίοδο Μαρτίου 2020 – Απριλίου 2021 στη Γαλλία επιβλήθηκαν 2,2 εκατομμύρια πρόστιμα για μη τήρηση των υγειονομικών μέτρων, το ευρύ κοινό μπόρεσε να μοιραστεί μαζί με τους κατοίκους των λαϊκών προαστίων τη χαρά των αστυνομικών ελέγχων –με μειωμένη τη βία και τη χυδαιότητα.
Αυτή η επέκταση των εξουσιών της αστυνομίας εντάσσεται στη νομική ανατροπή που επήλθε μετά το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Μετά τις επιθέσεις στο Παγκόσμιο Κέντρο Εμπορίου της Νέας Υόρκης και στο Πεντάγωνο της Ουάσιγκτον, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να τροποποιήσει τους νομικούς μηχανισμούς της προκειμένου να καταπολεμήσει την τρομοκρατία, ιδίως επιτρέποντας στους αστυνομικούς να ελέγχουν τους πολίτες, να ψάχνουν τις τσάντες και τα οχήματά τους. «Υπάρχουν δυσάρεστα μέτρα που πρέπει να ληφθούν επειγόντως», εξηγούσε ο σοσιαλιστής γερουσιαστής Μισέλ Ντρεϋφούς-Σμιτ μετά την ψηφοφορία για τον νόμο περί καθημερινής ασφάλειας, «ελπίζω όμως ότι θα μπορέσουμε να επιστρέψουμε στη δημοκρατική νομιμότητα πριν το τέλος του 2003». Έκτοτε, οι περισσότερες αλλοιώσεις των ελευθεριών παραμένουν και διαιωνίζονται. «Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας δεν αποτελεί προσβολή των ελευθεριών», είχε δηλώσει τότε ο σοσιαλιστής υπουργός Εσωτερικών (και Δημόσιας Τάξης) Ντανιέλ Βαγιάν (8).
Μετά τις πολύνεκρες τρομοκρατικές επιθέσεις της 13ης Νοεμβρίου 2015 στο κέντρο του Παρισιού, ακούμε ξανά τέτοιου τύπου δικαιολογίες από τα χείλη και άλλων ηγετικών στελεχών του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η προσφυγή στην κατάσταση εκτάκτου ανάγκης που αποφάσισε ο Φρανσουά Ολάντ παραχωρούσε και πάλι κατ’ εξαίρεση εξουσίες στην αστυνομία, επιτρέποντάς της –μεταξύ άλλων– να πραγματοποιεί κατ’ οίκον έρευνες ακόμα και όταν υπάρχουν απλές υπόνοιες. Το γεγονός ότι μια πανδημία πυροδότησε στους πολιτικούς που υπηρετούν την έννοια του κράτους δικαίου την ίδια αντίδραση με εκείνη απέναντι στις τρομοκρατικές επιθέσεις –περιορισμός των δικαιωμάτων των πολιτών και αύξηση των εξουσιών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης και των οργάνων του– υποδηλώνει ότι έχει αρχίσει να γενικεύεται ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης: μπροστά σε οποιαδήποτε απειλή, το κράτος θεωρεί ότι ο πληθυσμός αποτελεί μια εχθρική και ύποπτη οντότητα.
Η απαγόρευση της κυκλοφορίας πρόσφερε επίσης στις αρχές ένα πεδίο πειραματισμού πάνω στη χρήση πρωτοφανών τεχνολογιών επιτήρησης: στη Νίκαια και στο Παρίσι, οι αστυνομικές δυνάμεις χρησιμοποίησαν δρόνους για να επιβλέψουν την τήρηση της απαγόρευσης κυκλοφορίας και για να δίνουν οδηγίες μέσω μεγαφώνου σε άτομα που βρίσκονταν σε δημόσιους χώρους. Ένας εντελώς άχρηστος μηχανισμός: το ιπτάμενο ρομπότ δεν μπορούσε να ελέγξει εάν υπήρχε άδεια μετακίνησης. Επρόκειτο λοιπόν κυρίως για την πρόθεση να αισθανθούν οι πολίτες ότι το «μάτι του κράτους» είναι πανταχού παρόν. Οι οργανώσεις Quadrature du Net («Τετραγωνισμός του Διαδικτύου») και Ligue des droits de l’homme («Σύνδεσμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα») προσέφυγαν στο Συμβούλιο της Επικρατείας μέσω της διαδικασίας των ασφαλιστικών μέτρων και πέτυχαν, στις 18 Μαΐου του 2020, να διαταχθεί ο αστυνομικός διευθυντής του Παρισιού να προβεί στην παύση αυτών των πτήσεων που δεν προβλέπονται από κανέναν νόμο. Η αστυνομική διεύθυνση αγνόησε τη δικαστική απόφαση και το Συμβούλιο της Επικρατείας, στις 22 Δεκεμβρίου 2020, διαπίστωσε εκ νέου τον παράνομο χαρακτήρα αυτής της πρακτικής. Η κυβέρνηση προσπάθησε να δημιουργήσει ένα νομικό πλαίσιο για τη χρήση των δρόνων μέσω του αποκαλούμενου «νόμου για τη συνολική ασφάλεια», όμως και πάλι το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τα σχετικά άρθρα. Ωστόσο, η λογική αυτή εδραιώνεται: διαιωνίζεται μια πραξικοπηματική πρακτική της αστυνομίας, που καθιερώνει τη χρήση μιας τεχνολογίας επιτήρησης. Πράγματι, το νιοστό νομοσχέδιο για την ασφάλεια που κατατέθηκε στις 20 Ιουλίου έχει στόχο να επιτραπεί η προσφυγή σε δρόνους κάτω από αυστηρότερες προϋποθέσεις.
Ένα διάταγμα χωρίς νομική βάση
Κατά τον ίδιο τρόπο, η κυβέρνηση παίζει με τους κανόνες. Το πλέον εντυπωσιακό παράδειγμα είναι η πρώτη επέκταση, εν κρυπτώ, του υγειονομικού διαβατηρίου. Στις 19 Ιουλίου 2021, ένα απλό πρωθυπουργικό διάταγμα επέκτεινε τη χρήση του σε χώρους αναψυχής που φιλοξενούν περισσότερα από 50 άτομα (9). Έτσι, ενώ δεν είχε ακόμα τεθεί σε ισχύ ο νόμος της 5ης Αυγούστου που προέβλεπε την άμετρη επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου και ο προηγούμενος νόμος της 31ης Μαΐου περιόριζε την εφαρμογή του στις μεγάλες συναθροίσεις (άνω των 1.000 ατόμων), ένα απλό διάταγμα –που εκδόθηκε χωρίς την παραμικρή νομική εξουσιοδότηση– μείωνε αυθαίρετα αυτό το όριο. Το Συμβούλιο της Επικρατείας, στο οποίο προσέφυγε μεταξύ άλλων ο καθηγητής δικαίου Πολ Κασιά (10) , αναγνώρισε την εγκυρότητα του διατάγματος, παρά το γεγονός ότι στερούνταν οποιασδήποτε νομικής βάσης, προβάλλοντας το επιχείρημα των «έκτακτων περιστάσεων» (11).
Αυτές οι δύο λέξεις συνοψίζουν από μόνες τους την αιτιολόγηση που προβάλλει το κράτος προκειμένου να παρακάμψει τους ίδιους του τους κανόνες. Η υγειονομική κρίση έχει επιτρέψει τα πάντα: αχαλίνωτη επιτήρηση, αστυνομική αυθαιρεσία, νομικές παρεκτροπές. Προκειμένου να ψηφίσει με συνοπτικές διαδικασίες την επέκταση του υγειονομικού διαβατηρίου, η κυβέρνηση θεώρησε καλό να αγνοήσει τις κριτικές που προέρχονταν όχι μόνο από μεγάλο αριθμό πολιτών (οι οποίοι εντέχνως παρουσιάστηκαν ως οπισθοδρομικοί ακροδεξιοί εξτρεμιστές), αλλά και από θεσμούς της Γαλλικής Δημοκρατίας όπως η Συνήγορος του Πολίτη. «Αυτά τα περιοριστικά μέτρα επηρεάζουν ολόκληρους τομείς της καθημερινής ζωής και περιορίζουν την πρόσβαση εκατομμυρίων ατόμων στον δημόσιο χώρο», είχε ωστόσο προειδοποιήσει η Συνήγορος Κλαιρ Εντόν, ανησυχώντας για τον κίνδυνο που αντιπροσώπευε «ο έλεγχος ενός τμήματος του πληθυσμού από ένα άλλο τμήμα του πληθυσμού» (12). Από την πλευρά του, ο γεωγράφος Σεμπαστιέν Λερού υπογράμμισε την «κοινωνική ένδεια» που επιβάλλεται σε πληθυσμούς με δυσκολία πρόσβασης στον εμβολιασμό, κάτι που αυξάνει τις ανισότητες (13).
Αν και το Συνταγματικό Συμβούλιο δεν βρήκε τίποτε να αντιτάξει στο υγειονομικό διαβατήριο, εντούτοις απέρριψε μια συμβολική διάταξη του κυβερνητικού σχεδίου: την αυτόματη απομόνωση –υπό περιορισμό– όλων των ατόμων που έχουν διαγνωστεί θετικά στον κορωνοϊό. Από τη σκοπιά του δικαίου, επρόκειτο για μια στέρηση ελευθερίας που δυνητικά θα επιβαλλόταν σε δεκάδες χιλιάδες άτομα. Όπως συνηθίζουν, οι «σοφοί» απέρριψαν την πλέον εξωφρενική διάταξη προκειμένου να εγκρίνουν το υπόλοιπο κείμενο του νόμου. Ωστόσο, η αυτόματη στέρηση της ελευθερίας εξακολουθεί να ισχύει, μονάχα όμως για τους αλλοδαπούς: ο νέος νόμος πράγματι δημιουργεί ένα αδίκημα που τιμωρείται με τριετή φυλάκιση και δεκαετή απαγόρευση παραμονής στη γαλλική επικράτεια για τους υπό απέλαση αλλοδαπούς που θα αρνούνται να υποβληθούν σε διαγνωστικό τεστ…