Τον Δεκέμβριο του 2020, η Development Financial Corporation (DFC), μια ομοσπονδιακή υπηρεσία χρηματοδότησης των ΗΠΑ, αποβιβάζεται στον Ισημερινό, έχοντας στις βαλίτσες της ένα «νέο μοντέλο» συμφωνίας-πλαισίου, σχεδιασμένο για τις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Το μοντέλο αυτό συνίσταται στη χορήγηση δανείου ύψους 3,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων (2,9 δισεκατομμυρίων ευρώ) για να «βοηθήσει» το Κίτο να αποπληρώσει το «επαχθές δάνειο» που είχε συναφθεί με το Πεκίνο 12 χρόνια πριν. Ως αντάλλαγμα, ο Ισημερινός δεσμεύεται να ενσωματώσει το «καθαρό δίκτυο», ένα πρόγραμμα που εγκαινίασε το 2019 ο Αμερικανός πρώην πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ και το οποίο αποσκοπεί στον αποκλεισμό των κινεζικών επιχειρήσεων από τις συμβάσεις εγκατάστασης του δικτύου 5G σε ολόκληρο τον κόσμο.
Η δουλειά έκλεισε. Στις 14 Ιανουαρίου 2021, ο συντηρητικός πρόεδρος του Ισημερινού Λενίν Μορένο επιβεβαιώνει την αφοσίωσή του στον Λευκό Οίκο, με τίμημα την καθυστέρηση ανάπτυξης της τεχνητής νοημοσύνης, της ρομποτοποίησης και της βιομηχανίας του Διαδικτύου των Πραγμάτων στη χώρα του. Από την πλευρά τους, οι ΗΠΑ δεν αποκρύπτουν τα κίνητρά τους: «Η DFC δημιουργήθηκε ώστε καμία αυταρχική χώρα να μην ασκεί αθέμιτη επιρροή σε κάποια άλλη», εξηγεί ο Άνταμ Μπέλερ, διευθυντής της τράπεζας (1). Η Ουάσιγκτον, για καιρό αδιάφορη απέναντι στην άφιξη του Πεκίνου στην «πίσω αυλή» της, δείχνει πλέον ανήσυχη: η ενδεχόμενη ανάπτυξη του δικτύου 5G της περιοχής από τη Huawei μοιάζει να άλλαξε τα δεδομένα. Κατά παράδοξο τρόπο, η κινεζική εισβολή στη Λατινική Αμερική, την οποία καταγγέλλουν οι ΗΠΑ, απορρέει ευθέως από τις αμερικανικές γεωπολιτικές επιλογές στην περιοχή. Έτσι, η σημερινή κατάσταση μάλλον εξηγείται από τα ραμφίσματα του αετού παρά από την πανουργία του δράκου.
Μετά την ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου (ΠΟΕ) το 2002, η παρουσία της στη Λατινική Αμερική ενισχύθηκε ιδιαίτερα. Πρώτα απ’ όλα, επειδή οι ΗΠΑ κοίταζαν αλλού. Ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, μετά την υπόσχεσή του, κατά την προεκλογική εκστρατεία του 2000, να αφήσει πίσω του την «αδιαφορία της Ουάσιγκτον» (2) προς την περιοχή, μετά τις επιθέσεις στο Διεθνές Κέντρο Εμπορίου το 2001, ανάλωσε τις δύο θητείες του στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας στη Μέση Ανατολή και στο Αφγανιστάν. Τον Απρίλιο του 2009, τρεις μήνες αφότου εγκαταστάθηκε στον Λευκό Οίκο, ο Μπαράκ Ομπάμα προαναγγέλλει «ένα νέο κεφάλαιο στις σχέσεις» (3) μεταξύ των ΗΠΑ και των νότιων γειτόνων της. Όμως, μια άλλη περιοχή τον απασχολεί περισσότερο: το 2011 αποφασίζει να «επανισορροπήσει» την εξωτερική πολιτική της χώρας του μέσω μιας «περιστροφής» προς την Ασία και τον Ειρηνικό, τοποθετώντας τη Λατινική Αμερική πολύ χαμηλά στον κατάλογο των γεωπολιτικών προτεραιοτήτων του.
Ο δεύτερος παράγοντας που ερμηνεύει τις κινεζικές επιτυχίες νότια του Ρίο Μπράβο ανάγεται στη δεκαετία του 1980, όταν η κρίση χρέους σαρώνει την περιοχή. Η Λατινική Αμερική παραδίδεται στις «καλές υπηρεσίες» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) και της Παγκόσμιας Τράπεζας και υπόκειται σε μια αυστηρή θεραπεία διαρθρωτικής προσαρμογής: καθώς η αύξηση του κατά κεφαλήν ΑΕΠ της περιοχής κατρακυλάει –από 80% μεταξύ 1960 και 1979 σε 11% μεταξύ 1980 και 1999– ο αριθμός των ανθρώπων κάτω από το όριο της φτώχειας πρακτικά διπλασιάζεται, από σχεδόν 120 εκατομμύρια το 1980 σε 210 εκατομμύρια το 2004. Η τεράστια βουτιά στην εξαθλίωση εξηγεί, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, την άνοδο αριστερών ηγετών στην εξουσία κατά τη δεκαετία του 2000. Έχοντας απαυδήσει από την ανάμειξη των ΗΠΑ, αυτό το «κόκκινο κύμα» αναζητά τη χειραφέτησή του από την κηδεμονία της Ουάσιγκτον.
Ενθουσιασμός για τους δρόμους του μεταξιού
Το 2007, ο Ραφαέλ Κορέα, που μόλις έχει εκλεγεί πρόεδρος του Ισημερινού, χαρακτηρίζει τον εκπρόσωπο της Παγκόσμιας Τράπεζας «persona non grata» (ανεπιθύμητο πρόσωπο). Κλείνει την αμερικανική στρατιωτική βάση της Μάντα και αναστέλλει τις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη συμφωνίας ελεύθερου εμπορίου με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Την ίδια χρονιά, ο πρόεδρος Ούγο Τσάβες αποσύρει τη Βενεζουέλα από το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα, κατηγορώντας τα δύο ιδρύματα ως «εργαλεία του ιμπεριαλισμού» που χρησιμοποιούνται για τη «λεηλασία» των φτωχών χωρών (4). Στη Βολιβία, ο πρόεδρος Έβο Μοράλες απαιτεί την αποχώρηση του Αμερικανού πρέσβη, καθώς και των εκπροσώπων της ομοσπονδιακής DEA (Drug Enforcement Administration, Αρχή Δίωξης Ναρκωτικών) το 2008, αμέσως μετά από μια αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του. Πέντε χρόνια αργότερα, εκδιώκει την Υπηρεσία των Ηνωμένων Πολιτειών για τη Διεθνή Ανάπτυξη (USAID), κατηγορώντας την ότι «εξυπηρετεί περισσότερο πολιτικούς και λιγότερο κοινωνικούς σκοπούς» (5). Την ίδια περίοδο, οι κυβερνήσεις αυτές εθνικοποιούν ορισμένους φυσικούς πλουτοπαραγωγικούς πόρους και αυξάνουν τη φορολογία στα κέρδη των πολυεθνικών εταιρειών που λειτουργούν στο έδαφός τους. «Τα μέτρα αυτά προκάλεσαν τη φυγή διάφορων δυτικών εταιρειών, οι οποίες δεν ήθελαν πλέον να δραστηριοποιούνται στις νέες συνθήκες που επέβαλαν οι αριστερές κυβερνήσεις», μας εξηγεί η Ρεμπέκα Ρέι, οικονομική ερευνήτρια στο πανεπιστήμιο της Βοστώνης και ειδική στις σχέσεις Κίνας-Λατινικής Αμερικής.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, λίγα κράτη διαθέτουν τους τεχνολογικούς και οικονομικούς πόρους για την κάλυψη των αναγκών μιας Λατινικής Αμερικής που διψά για ανεξαρτησία. Έτσι, όλα τα βλέμματα στρέφονται προς το Πεκίνο. Στην πρώτη της Λευκή Βίβλο για τη Λατινική Αμερική, δημοσιευμένη το 2008 (6) , η ασιατική δύναμη εμφανίζεται ως συνεταίρος σε «παρόμοιο επίπεδο ανάπτυξης» με τις λατινοαμερικανικές χώρες. Υπόσχεται συνεργασία βασισμένη στην «ισοτιμία, το αμοιβαίο όφελος και την ισόρροπη ανάπτυξη».
Την επομένη της κρίσης του 2008, τα κινεζικά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα (η Αναπτυξιακή Τράπεζα Κίνας και η Τράπεζα Εξαγωγών και Εισαγωγών Κίνας) προτείνουν χρηματοδοτήσεις στις χώρες της περιοχής που αντιμετωπίζουν δυσκολίες δανεισμού από τις διεθνείς αγορές, όπως η Βενεζουέλα, η Αργεντινή και ο Ισημερινός. Πιο ευέλικτο από την Ουάσιγκτον, το Πεκίνο προσφέρει τη δυνατότητα να αποπληρωθεί σε πρώτες ύλες. Το σχήμα αυτό επιτρέπει στην Κίνα να διασφαλίσει την τροφοδοσία της σε φυσικούς πόρους ώστε να ανταποκριθεί στην όλο και μεγαλύτερη βουλιμία των μεσαίων στρωμάτων της: μια στρατηγική αμοιβαίου οφέλους που αποδίδει καρπούς. Πλέον, η Κίνα αποτελεί τον πρώτο εμπορικό εταίρο της Βραζιλίας, της Χιλής, του Περού και της Ουρουγουάης, καθώς και τον μεγαλύτερο πιστωτή της περιοχής. Από το 2005, έχει εκταμιεύσει δάνεια ύψους σχεδόν 137 δισεκατομμυρίων δολαρίων για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής (λιμανιών, δρόμων, φραγμάτων ή σιδηροδρομικών δικτύων) (7). Σήμερα, τα κινεζικά δάνεια στην περιοχή ξεπερνούν σε ύψος τα δάνεια της Παγκόσμιας Τράπεζας και της Διαμερικανικής Αναπτυξιακής Τράπεζας (IADB) μαζί (8).
Ξαφνική και μαζική, η απόβαση της Κίνας προκαλεί κάποιες ανησυχίες: ξεφεύγοντας από τις ΗΠΑ, η Λατινική Αμερική θα μπορούσε άραγε να βρεθεί κάτω από τον ζυγό μιας άλλης αυτοκρατορίας, της κινεζικής; «Πέρα από τη ρητορική της συνεργασίας μεταξύ χωρών του Νότου, οι ασυμμετρίες παραμένουν», αναλύει η Σοφί Βίντγκενς, υπεύθυνη ερευνών στο Κέντρο Μελέτης της Πολιτικής Ζωής στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών. «Στο εμπορικό πεδίο, οι σχέσεις με την Κίνα επέτρεψαν στις λατινοαμερικανικές χώρες να περιορίσουν την εξάρτησή τους από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Από την άλλη, οι σχέσεις αυτές αναπαράγουν το εμπορικό μοντέλο Βορρά-Νότου: η Κίνα αγοράζει πρώτες ύλες και πουλά μεταποιημένα προϊόντα».
Στο οικονομικό πεδίο, το φαινόμενο της «εξάρτησης» που στηλίτευαν κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα οι προοδευτικοί λατινοαμερικανοί οικονομολόγοι επιμένει. Και θα μπορούσε να ενταθεί ακόμη περισσότερο μετά την ένταξη 18 χωρών της περιοχής στους κινεζικούς «νέους δρόμους του μεταξιού», ένα τεράστιο πρόγραμμα έργων υποδομής που εγκαινίασε το 2013 ο Σι Ζινπίνγκ με στόχο να φέρει την Κίνα στην καρδιά των παγκόσμιων εμπορικών και γεωπολιτικών δικτύων. Ωστόσο, σε μια περιοχή που υποφέρει από κραυγαλέα έλλειψη επενδύσεων στις υποδομές –μετά την υποσαχάρια Αφρική, η Λατινική Αμερική είναι ουραγός στον συγκεκριμένο τομέα (3,5% ετησίως, σύμφωνα με τη IADB) (9) – τέτοιες ανησυχίες περνούν σε δεύτερο πλάνο. Εξάλλου, η κατασκευή μιας σιδηροδρομικής γραμμής που θα συνδέει τις ακτές του Ατλαντικού με τις ακτές του Ειρηνικού, ένα από τα εμβληματικά σχέδια του Πεκίνου, συναντιέται με τα όνειρα των τοπικών επιχειρηματικών κύκλων, ιδιαίτερα στη Βραζιλία. «Η Κίνα δεν κάνει τίποτε παραπάνω από το να καλύπτει τα κενά που έχουν αφήσει πίσω τους δεκαετίες νεοφιλελεύθερων πολιτικών, όταν ο ρόλος του κράτους περιορίστηκε και η ανάπτυξή μας ανατέθηκε σχεδόν αποκλειστικά στις δυνάμεις της αγοράς», υποστηρίζει ο Οσβάλδο Ροσάλες, πρώην διευθυντής του Τμήματος Διεθνούς Εμπορίου και Ενοποίησης της Οικονομικής Επιτροπής για τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική (CEPAL): «Πολύ περισσότερο από την ίδια την Κίνα, αυτές οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές είναι που ευθύνονται για τον συγκεκριμένο τύπο διάρθρωσης του εμπορίου».
Οι νέοι δρόμοι του μεταξιού προκαλούν τέτοιο ενθουσιασμό ώστε το Πεκίνο βρίσκει την ευκαιρία να επιβάλει την πολιτική της «μίας και ενιαίας Κίνας». Μεταξύ 2017 και 2018, το Ελ Σαλβαδόρ, ο Παναμάς και η Δομινικανή Δημοκρατία αποφασίζουν να αναγνωρίσουν διπλωματικά την Κίνα προκειμένου να μπορέσουν να συμμετάσχουν στο σχέδιο –περιορίζοντας σε εννέα τους συμμάχους της Ταϊβάν στην περιοχή. Η προσέγγιση του ασιατικού γίγαντα με τις χώρες της Καραϊβικής, που βρίσκονται στο σταυροδρόμι μεταξύ Ατλαντικού και Ειρηνικού Ωκεανού, διασφαλίζει την πρόσβασή του σε στρατηγικούς εμπορικούς κόμβους και επιτρέπει τη διεύρυνση της κινεζικής δεξαμενής ψήφων στους διεθνείς οργανισμούς.
Στο Πεκίνο καταγγέλλουν μετά χαράς τη στάση της Ουάσιγκτον: οι ΗΠΑ «θεωρούν τη Λατινική Αμερική πίσω αυλή τους», δήλωνε το 2019 ο εκπρόσωπος του κινεζικού υπουργείου Εξωτερικών Λου Κανγκ, πριν παρουσιάσει τη χώρα του ως τον «πραγματικό φίλο» των Λατινοαμερικανών (10). Στην πράξη πάντως, οι λαοί της περιοχής διαπιστώνουν ότι οι κινεζικές επιχειρήσεις δεν φέρονται απαραίτητα με πιο αλτρουιστικό τρόπο από τις αντίστοιχες αμερικανικές. «Την Κίνα δεν την βλέπουν πάντα με καλό μάτι στην περιοχή», συνοψίζει η Μάργκαρετ Μάιερς, διευθύντρια του προγράμματος Ασία και Λατινική Αμερική της δεξαμενής σκέψης Inter-American Dialogue. «Οι κινεζικές επενδύσεις προσκρούουν όλο και περισσότερο σε ανησυχίες εκ μέρους των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών».
Στον Ισημερινό, το 2014 το εργοτάξιο του τεράστιου υδροηλεκτρικού φράγματος Coca Codo Sinclair κατακλύζεται από ύδατα, με αποτέλεσμα τον θάνατο 13 εργατών. Το γεγονός έφερε στο φως παρατυπίες σε σχέση με τις συνθήκες εργασίας. Έναν χρόνο αργότερα, στο Περού, ο πρόεδρος Ογιάντα Ουμάλα υποχρεώνεται να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης στην περιφέρεια Λας Μπάμπας, μετά από διαδηλώσεις των κατοίκων ενάντια σε σχέδιο εξόρυξης χαλκού, οι οποίες οδηγούν στον θάνατο τεσσάρων ανθρώπων. Το 2018, η Βολιβία αναβάλλει την κατασκευή του υδροηλεκτρικού φράγματος στη Ροσίτας, καθώς οι τοπικές κοινότητες διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν είχε ζητηθεί η άποψή τους πριν από την έναρξη του σχεδίου. «Λειτουργώντας σε διμερή βάση, η Κίνα προκαλεί ανταγωνισμό ανάμεσα στις χώρες, πράγμα που ωθεί τις περιβαλλοντικές και κοινωνικές προβλέψεις των συμφωνιών προς τα κάτω», αναλύει η Σοφί Βίντγκενς. «Οι περιβαλλοντικές και κοινωνικές επιδόσεις των Κινέζων επενδυτών δεν είναι χειρότερες από τις αντίστοιχες των Δυτικών», απαντά η Ρεμπέκα Ρέι, αναγνωρίζοντας εμμέσως ότι δεν είναι και καλύτερες.
Επιστροφή στην αγκαλιά της Ουάσιγκτον
Η Δεξιά, που επιστρέφει στην εξουσία στις περισσότερες χώρες της Λατινικής Αμερικής από το 2014, επιχειρεί την ευθυγράμμισή τους με τις γεωπολιτικές προτιμήσεις της Ουάσιγκτον: από σύμμαχος, η Κίνα περνά στην κατηγορία της απειλής. Το 2019, κατά την επίσκεψή του στην Ουάσιγκτον, ο πρόεδρος του Ελ Σαλβαδόρ Ναγίμπ Μπουκέλε διαβεβαιώνει ότι η Κίνα «προωθεί μη υλοποιήσιμα σχέδια, αφήνοντας τις χώρες με τεράστια χρέη που δεν μπορούν να αποπληρωθούν και χρησιμοποιεί την κατάσταση αυτή ως μοχλό οικονομικής πίεσης» (11). Στον Ισημερινό, ο Μορένο χαρακτηρίζει τις συμφωνίες που είχε υπογράψει ο προκάτοχός του με την Κίνα ως «αδιαφανείς» και «βλαπτικές για τη χώρα» (12). Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του το 2018, ο Βραζιλιάνος συντηρητικός Ζαΐρ Μπολσονάρο δηλώνει ότι «η Κίνα δεν αγοράζει προϊόντα της Βραζιλίας, αγοράζει τη Βραζιλία» (13) , με κίνδυνο να δυσαρεστήσει ένα από τα πιο συμπαγή τμήματα της κοινωνικής βάσης του: τους μεγάλους εξαγωγείς βοδινού κρέατος και σόγιας, οι οποίοι εξαρτώνται σε πολύ μεγάλο βαθμό από την κινεζική αγορά.
Αντιμέτωπες με οικονομικές δυσκολίες, αρκετές χώρες βρίσκουν καταφύγιο στην αγκαλιά του ΔΝΤ. Το 2018, ο Αργεντινός πρόεδρος Μαουρίσιο Μάκρι καταφεύγει στο μεγαλύτερο πακέτο οικονομικής διάσωσης στην ιστορία της χώρας: 57 δισεκατομμύρια δολάρια από το ΔΝΤ. Το 2019 και το 2021, οι συντηρητικοί Λενίν Μορένο (Ισημερινός) και Ιβάν Ντούκε (Κολομβία) συμφωνούν σε δάνεια ύψους 4,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων και 11 δισεκατομμυρίων δολαρίων αντίστοιχα, με αντάλλαγμα πακέτα μέτρων λιτότητας. Ωστόσο, οι συμφωνίες αυτές θα προσκρούσουν σε σημαντικές λαϊκές κινητοποιήσεις και τελικά θα αποσυρθούν.
Πάνω απ’ όλα όμως, το «γαλάζιο κύμα» καθιστά πιο εύθραυστη τη γεωπολιτική θέση της Λατινικής Αμερικής, στερώντας της την κύρια προστασία της απέναντι στις εξωτερικές πιέσεις: την περιφερειακή ολοκλήρωση. Οι δεξιές κυβερνήσεις εγκαταλείπουν τη CELAC (Κοινότητα των Κρατών της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής), το μόνο φόρουμ που συγκεντρώνει τις 33 χώρες της περιοχής και αποτελεί τον κύριο χώρο συζητήσεων με την Κίνα. Επίσης, μετά από διαφορές που προέκυψαν στο ζήτημα της κρίσης στη Βενεζουέλα, το 2018 έξι χώρες της περιοχής (14) αναστέλλουν τη συμμετοχή τους στην UNASUR (Ένωση Νοτιοαμερικανικών Κρατών), η οποία υποτίθεται ότι λειτουργεί ως αντίβαρο στον OAS (Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών), τον βραχίονα της Ουάσιγκτον στην περιοχή. Το 2019, η UNASUR εκδιώκεται από το Φόρουμ για την Πρόοδο της Νότιας Αμερικής, πιο γνωστό με το ακρωνύμιο PROSUR («υπέρ του Νότου») (15). «Αυτός ο διεστραμμένος μηχανισμός θα έπρεπε στην πραγματικότητα να ονομάζεται Pronorte» («υπέρ του Βορρά»), σχολιάζει ειρωνικά ο Ερνέστο Σαμπέρ, πρώην πρόεδρος της Κολομβίας (1994-1998) και πρώην γενικός γραμματέας της UNASUR (2014-2017). «Αυτή η συμμαχία των χωρών της Δεξιάς έχει ως συγκολλητική ουσία μόνο το μίσος για τη Βενεζουέλα και τη δουλικότητα απέναντι στις ΗΠΑ». Διαιρεμένη με τέτοιο τρόπο, η Λατινική Αμερική γίνεται ξανά εύκολη λεία για τον βορειοαμερικανικό αετό.
Εκατομμύρια εμβόλια από το Πεκίνο
Όταν το 2016 ο Τραμπ εγκαθίσταται στον Λευκό Οίκο, δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται περισσότερο για την περιοχή από ό,τι οι προκάτοχοί του. Διακατέχεται από τις εμμονές της κατασκευής τείχους στα σύνορα με το Μεξικό και της οικονομικής ασφυξίας της Βενεζουέλας, ενώ η πολιτική του για τη Λατινική Αμερική μοιάζει να υπαγορεύεται από τις απαιτήσεις της ισπανόφωνης κοινότητας στη χώρα του, καθώς και από τη βούλησή του να συγκρατηθεί το μεταναστευτικό κύμα από την Κεντρική Αμερική. Το 2017, ο Τραμπ φθάνει στο σημείο να αποσύρει τις ΗΠΑ από τη Συμφωνία Συνεργασίας του Ειρηνικού, μια διεθνή συμφωνία που είχε προωθήσει ο Ομπάμα το 2015 για να ανταγωνιστεί την Κίνα και είχε επικυρωθεί από το Μεξικό, τη Χιλή και το Περού.
Ο κινεζικός οδικός χάρτης «Made in China 2025» αποτελεί σημείο καμπής. Το πρόγραμμα αυτό, που ξεκίνησε το 2015, προβλέπει την αυτονομία του Πεκίνου στο τεχνολογικό πεδίο, μέσω μεγαλύτερων επενδύσεων σε τομείς αιχμής όπως η ρομποτική, η τεχνητή νοημοσύνη ή ακόμη η πληροφορική. Την επόμενη χρονιά, η Κίνα ανακοινώνει, σε μια νέα Λευκή Βίβλο για τη Λατινική Αμερική, την έναρξη μιας «νέας φάσης» συνεργασίας, η οποία θα εστιάζει περισσότερο στην «επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία» και προσθέτει ότι θα επιθυμούσε την επέκταση των «συναλλαγών» στο στρατιωτικό πεδίο (16).
Από τότε, «η εμπλοκή της Κίνας [στην περιοχή] αλλάζει χαρακτήρα», παρατηρεί η Μάργκαρετ Μάιερς. «Η Κίνα δεν πουλά πλέον παπούτσια, υφάσματα ή πλαστικούς κουβάδες, αλλά ένα ευρύ φάσμα αγαθών και υπηρεσιών υψηλής τεχνολογίας». Οι κινεζικές εταιρείες τηλεπικοινωνιών αρχίζουν να εξάγουν κάμερες επιτήρησης στον Ισημερινό και στη Βολιβία ή να κατασκευάζουν «έξυπνες» ταυτότητες για τη Βενεζουέλα. Το Πεκίνο επίσης ξεκίνησε την κατασκευή διαστημικού παρατηρητηρίου στην Παταγονία και πούλησε όπλα και οπλικά συστήματα σε διάφορες χώρες της Λατινικής Αμερικής, με το ποσό να ανέρχεται στα 615 εκατομμύρια δολάρια μεταξύ 2015 και 2019.
Έτσι, οι ΗΠΑ ξυπνούν απότομα: η Κίνα δεν είναι πια το «εργαστήριο του κόσμου», αλλά μια τεχνολογική δύναμη που θα μπορούσε να υπαγορεύσει τους εμπορικούς κανόνες των βιομηχανιών του μέλλοντος. Χαρακτηριστικά, το 2017 η Κίνα κατοχύρωσε τις διπλάσιες ευρεσιτεχνίες από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Βλέποντας την αμερικανική κυριαρχία να κλονίζεται, ο Τραμπ αντιδρά. Από το 2017, υποδεικνύει την Κίνα ως «απειλή για την εθνική ασφάλεια» (17). Δύο χρόνια αργότερα, απαγορεύει στις αμερικανικές επιχειρήσεις να προμηθεύονται προϊόντα από κινεζικές εταιρείες –Huawei, ZTE, Dahua και Hikvision– με το πρόσχημα ότι οι εταιρείες αυτές «παρακολουθούν» τις ξένες κυβερνήσεις για λογαριασμό του Κομμουνιστικού Κόμματος Κίνας (ΚΚΚ) και θα υφαρπάξουν τις τεχνολογίες των ΗΠΑ.
Το σιδηρούν παραπέτασμα αυτού του τεχνολογικού «ψυχρού πολέμου» δεν θα αργήσει να καλύψει τη Λατινική Αμερική. Το 2018, κατά τη διάρκεια συζήτησης στο πανεπιστήμιο Όστιν του Τέξας, ο Ρεξ Τίλερσον, τότε υπουργός Εξωτερικών του Τραμπ, διαβεβαιώνει ότι η Κίνα «χρησιμοποιεί την οικονομική ισχύ της για να θέσει την περιοχή υπό τον έλεγχό της» και προειδοποιεί ότι «η Λατινική Αμερική δεν έχει ανάγκη νέες αυτοκρατορικές δυνάμεις που έχουν ως μοναδικό κίνητρο το κέρδος» (18). Μια ρητορική με άρωμα δόγματος Μονρόε.
Από τότε, οι Ηνωμένες Πολιτείες πολλαπλασιάζουν τις επιθετικές κινήσεις για να ανακτήσουν τον έλεγχο. Τον Σεπτέμβριο του 2018, η Ουάσιγκτον ανακαλεί τις διπλωματικές αντιπροσωπείες της σε Παναμά, Δομινικανή Δημοκρατία και Ελ Σαλβαδόρ, ως αντίποινα της ρήξης τους με την Ταϊβάν. Έναν μήνα αργότερα, ο νέος Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Μάικ Πομπέο μεταβαίνει στον Παναμά για να «ευαισθητοποιήσει» την κυβέρνηση του Χουάν Κάρλος Βαρέλα στο ζήτημα της «αρπακτικής οικονομικής δραστηριότητας» των κινεζικών επιχειρήσεων (19). Έκτοτε, ο Παναμάς έχει ακυρώσει πέντε σχέδια κατασκευής υποδομών που θα χρηματοδοτούνταν από τον ασιατικό γίγαντα.
Με τον ίδιο τρόπο, σε επίσκεψή του στη Χιλή, ο Πομπέο προειδοποιεί τον πρόεδρο Σεμπαστιάν Πινιέρα για το ζήτημα του «ελέγχου» της Huawei από την κινεζική κυβέρνηση (20). Μερικούς μήνες αργότερα, η Χιλή αποφασίζει να αποκλείσει την εταιρεία από το σχέδιό της για κατασκευή υποθαλάσσιου καλωδίου μεταξύ των δύο ακτών του Ειρηνικού Ωκεανού, προς όφελος μιας ιαπωνικής εταιρείας. Σε επίσκεψή του στη Βραζιλία, τον Νοέμβριο του 2020, ο Κιθ Κρακ, τότε υψηλόβαθμος αξιωματούχος του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών για θέματα οικονομικής πολιτικής, πείθει τον λατινοαμερικανικό γίγαντα να συμμετάσχει στο «καθαρό δίκτυο», χαρακτηρίζοντας τη Huawei «σπονδυλική στήλη του κράτους επιτήρησης του ΚΚΚ».
Η στρατηγική απομόνωσης της Κίνας περνά επιπροσθέτως μέσα από την αξιοποίηση οικονομικών και εμπορικών μηχανισμών. Το 2018, η Ουάσιγκτον επωφελείται από την επαναδιαπραγμάτευση της Βορειοαμερικανικής Συμφωνίας Ελεύθερου Εμπορίου (NAFTA) μεταξύ ΗΠΑ, Μεξικού και Καναδά, για να συμπεριλάβει ρήτρα που παραχωρεί στις Ηνωμένες Πολιτείες δικαίωμα βέτο σε μελλοντικές εμπορικές συμφωνίες των άλλων δύο χωρών. Η ρήτρα αφορά κράτη στα οποία η αμερικανική κυβέρνηση αρνείται τον χαρακτηρισμό «οικονομία της αγοράς» –με πρώτη την Κίνα. Κατόπιν, το 2019, η DFC ενεργοποιεί σχέδιο επενδύσεων ύψους 60 δισεκατομμυρίων δολαρίων με τίτλο «Growth in the Americas» («Ανάπτυξη στην αμερικανική ήπειρο») προκειμένου να ανταγωνιστεί τους νέους δρόμους του μεταξιού. Δεκατέσσερις χώρες της περιοχής αγκαλιάζουν την πρωτοβουλία. Όπως ήταν αναμενόμενο, η Βενεζουέλα, η Νικαράγουα και η Κούβα δεν προσκαλούνται να συμμετάσχουν.
Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Τραμπ καταφέρνει να εγκαταστήσει τον αρχιτέκτονα του σχεδίου «Growth in the Americas» Μαουρίσιο Κλάβερ-Καρόουν στην προεδρία της IADB, ενώ ο οργανισμός έχει παραδοσιακά πρόεδρο από τη Λατινική Αμερική. Για τον Σαμπέρ, αυτή η «ομηρεία της IADB» έχει ως μοναδικό στόχο να «εκδιώξει την Κίνα από τη Λατινική Αμερική» μέσω της επιβολής νέων όρων για τα δάνεια που χορηγεί ο οργανισμός.
Τελικά, όμως, ο κορωνοϊός θα βαρύνει πολύ περισσότερο από όλες τις διπλωματικές χειρονομίες της Ουάσιγκτον. Μολονότι, σε πρώτο χρόνο, η έναρξη της πανδημίας Covid-19 αμαύρωσε τη διεθνή εικόνα της Κίνας, η γρήγορη οικονομική ανάκαμψη της χώρας τής προσέφερε νέα χαρτιά για να ενισχύσει τη θέση της στην περιοχή.
Η Λατινική Αμερική, έχοντας αποδυναμωθεί λόγω των μεγάλων ελλείψεων στα δημόσια συστήματα υγείας, πλήττεται σφοδρά από τον κορωνοϊό. Ενώ συγκεντρώνει μόλις το 8% του παγκόσμιου πληθυσμού, τον Σεπτέμβριο του 2020 καταγράφει σχεδόν το ένα τρίτο των θανάτων που συνδέονται με την Covid-19 παγκοσμίως. Η πανδημία βυθίζει την περιοχή στη βαθύτερη ύφεσή της εδώ και 120 χρόνια, με συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 7,7% και εκτίναξη της φτώχειας σχεδόν κατά 10% το 2020.
Ενώ η δοκιμασία των νότιων γειτόνων της φαίνεται να αφήνει αδιάφορη την Ουάσιγκτον, η Κίνα σπεύδει να τους παράσχει στήριξη. Δωρίζει εκατοντάδες χιλιάδες μάσκες, ιατρικό εξοπλισμό κάθε είδους (αναπνευστήρες, σαρωτές, τεστ) και αποστέλλει ιατρικό προσωπικό για να υποστηρίξει τις υγειονομικές δομές της περιοχής που παρέπαιαν. Μόλις τα δύο εμβόλιά της, το Convidencia της εταιρείας CanSino Biologics και το CoronaVac της Sinovac, είναι έτοιμα για κυκλοφορία, η Κίνα υπόσχεται τη χορήγηση δανείου ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων στις χώρες της Λατινικής Αμερικής για να τις διευκολύνει να τα αγοράσουν. Δεν αποτελεί έκπληξη ότι, μέχρι και σήμερα, πάνω από τα μισά εμβόλια που έχουν χορηγηθεί στις δέκα πολυπληθέστερες χώρες της περιοχής είναι κινεζικά (21).
Το διπλωματικά οφέλη αυτής της ορμητικής, όσο και άκρως υστερόβουλης, αλληλεγγύης δεν αργούν να φανούν. «Η Κίνα πρώτα κάνει φίλους και στη συνέχεια εργάζεται μαζί τους προς όφελος των συμφερόντων της», μας εξηγεί ο Σαμπέρ. «Η στρατηγική αυτή της επιτρέπει να κερδίσει την εμπιστοσύνη των κυβερνήσεων ανεξαρτήτως ιδεολογικών επιφυλάξεων». Αναμφίβολα και των λαών, τους οποίους βοηθά να απελευθερωθούν από την υγειονομική αγωνία.
Ενώ στη Βραζιλία ο πρόεδρος Μπολσονάρο είχε γίνει πρωτοσέλιδο όταν ο βουλευτής γιος του Εντουάρντο είχε αναπαραγάγει μήνυμα στο Τουίτερ, το οποίο κατηγορούσε το ΚΚΚ ότι βρίσκεται πίσω από τον ιό, ξαφνικά αποφασίζει να χαμηλώσει τους τόνους ώστε να εξασφαλίσει πρόσβαση στα εμβόλιά του. Η Κίνα δεν περιμένει δεύτερη ευκαιρία. Από τον Ιανουάριο του 2021, εγκρίνει την αποστολή 5.400 λίτρων συστατικών ώστε να επιτρέψει στη Βραζιλία να παραγάγει περισσότερες από 8,5 εκατομμύρια δόσεις του CoronaVac. Μερικές ημέρες αργότερα, ο Μπολσονάρο αίρει το βέτο του στη συμμετοχή της Huawei στον εθνικό διαγωνισμό για τις συχνότητες 5G.
«Οι σύμμαχοί μας δεν μας βοηθούν»
Έτσι, οι σύμμαχοι της Ταϊπέι βαδίζουν σε τεντωμένο σκοινί. Έχοντας στερηθεί τα κινεζικά εμβόλια, καταγράφουν σημαντική καθυστέρηση στις εκστρατείες εμβολιασμού. Στις 17 Μαΐου 2021, ενώ οι περισσότερες χώρες της περιοχής είχαν ήδη εμβολιάσει κατά μέσο όρο το 12,6% του πληθυσμού, οι σύμμαχοι της Ταϊβάν υπερέβαιναν με δυσκολία το 1% εμβολιαστικής κάλυψης.
Αντιμέτωπη με υγειονομική κρίση, η Παραγουάη, το βασικό προπύργιο της Ταϊβάν στη Νότια Αμερική, τον Απρίλιο έθεσε σε συζήτηση νομοσχέδιο προκειμένου να συνάψει διπλωματικές σχέσεις με το Πεκίνο και έτσι να απελευθερώσει 14 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, ποσότητα επαρκή για να καλύψει το σύνολο του πληθυσμού της. Τότε, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Άντονι Μπλίνκεν επικοινώνησε με τον Παραγουανό πρόεδρο Μάριο Άμπντο Μπενίτες, σύμμαχο της Ουάσιγκτον, για να του υποσχεθεί υγειονομική βοήθεια. Η Γερουσία της Παραγουάης, όπου το κυβερνών κόμμα έχει την πλειοψηφία, τελικά απέρριψε το επίμαχο νομοσχέδιο. «Οι σύμμαχοί μας εμβολιάζονται νυχθημερόν, αλλά μας υποχρεώνουν να μην αγοράζουμε [κινεζικά] εμβόλια, με το πρόσχημα ότι θα γίνουμε κομμουνιστές», δηλώνει με αγανάκτηση η Εσπεράνσα Μαρτίνες, μία από τις αριστερές γερουσιάστριες που είχαν πάρει την πρωτοβουλία για την κατάθεση του νομοσχεδίου (22).
Στην Ονδούρα, η αναμονή για την έναρξη του προγράμματος COVAX (το οποίο υποτίθεται ότι θα επιτρέψει τον εμβολιασμό στις χώρες του Νότου κάτω από την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας [ΠΟΥ]) είναι τόσο μεγάλη ώστε τον Μάιο του 2021 η κυβέρνηση υποχρεώνεται να ικετεύσει το Ελ Σαλβαδόρ για 34.000 δόσεις. «Ο λαός της Ονδούρας αρχίζει να βλέπει ότι η Κίνα βοηθά τους συμμάχους της και εμείς να αναρωτιόμαστε γιατί οι δικοί μας σύμμαχοι δεν μας βοηθούν» (23) , παρατηρεί ο Κάρλος Αλμπέρτο Μαδέρο Εράσο, υψηλόβαθμος αξιωματούχος της χώρας. Πριν προειδοποιήσει τους συμμάχους του για ενδεχόμενες «μεταβολές στην εξωτερική πολιτική» εάν τίποτα δεν αλλάξει…