Χτυπημένη από μια πανδημία που έλαβε εφιαλτικές διαστάσεις, η Βραζιλία μοιάζει να ζει την αγωνιώδη παρακμή της πιο πρόσφατης δημοκρατικής περιόδου της. Εδώ και αρκετούς μήνες, ένας συνασπισμός δυνάμεων με επικεφαλής τον Ζαΐρ Μπολσονάρο –πρόεδρο της χώρας από το 2018– έχει εξαπολύσει σφοδρή επίθεση κατά του Κοινοβουλίου και του δικαστικού συστήματος της χώρας. Μια οργανωμένη προσπάθεια υπονόμευσης των βραζιλιάνικων θεσμών, με κάθε επιτυχία της να τονώνει τον ενθουσιασμό των υποστηρικτών του προέδρου, οι οποίοι από διάφορες μελέτες υπολογίζονται γύρω στο 12% του πληθυσμού της χώρας (1) , δηλαδή σχεδόν εικοσιπέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Πώς όμως η μεγαλύτερη δημοκρατία της Λατινικής Αμερικής κατέληξε σε αυτό το σημείο;
Στα μέσα της δεκαετίας του 2010, η προοπτική παραμονής του Κόμματος των Εργαζομένων (PT, Αριστερά) στην εξουσία μετά από τέσσερις διαδοχικές προεδρικές νίκες (από το 2002 έως το 2014) πείθει τις ελίτ της χώρας να ξηλώσουν το Σύνταγμα του 1988. Με την υποστήριξη των ΗΠΑ, το 2016 επιλέγουν την οδό του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος και της ανατροπής της προέδρου Ντίλμα Ρούσεφ, με πρόσχημα μια υπόθεση διαφθοράς που δεν συνέβη ποτέ. «Οι κοινωνικές πολιτικές δεν εντάσσονται στο πλαίσιο του ομοσπονδιακού προϋπολογισμού», υποστήριζε τότε ο μέντοράς τους, Αντόνιο Ντέλφιμ Νέτο (2) , ένας εκ των υπουργών Οικονομικών της δικτατορίας (1964-1984). Συνεπώς, στα μάτια των πραξικοπηματιών, ο πλουτισμός μέσω της λεηλασίας των δημόσιων πόρων δεν διαφέρει από την εφαρμογή κοινωνικών προγραμμάτων με στόχο την ανακούφιση του πληθυσμού από τη φτώχεια (3).
«Θα απαλλαγούμε από τους άθλιους και θα ζήσουμε ελεύθεροι για τουλάχιστον τριάντα χρόνια», είχε δηλώσει το 2006 ο Ζόρζε Μπορνχάουζεν, γερουσιαστής του Κόμματος του Φιλελεύθερου Μετώπου (PFL, μετονομάστηκε σε Δημοκράτες το 2007), υπονοώντας ότι η ιδέα ενός πραξικοπήματος ήδη γοήτευε ορισμένους. Δέκα χρόνια αργότερα, το σχέδιο έγινε πραγματικότητα, υποστηριζόμενο από μια συμμαχία μεταξύ ιδιωτικού τομέα, διάφορων συντηρητικών πολιτικών σχηματισμών, στρατιωτικών, Ευαγγελικών Εκκλησιών και ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης (τα οποία βρίσκονται υπό τον έλεγχο των πέντε πιο πλούσιων οικογενειών της χώρας). Τη βοήθειά της παρείχε και η Ουάσιγκτον μέσω της Υπηρεσίας Εθνικής Ασφάλειας (NSA), για την οποία γνωρίζουμε πλέον ότι ενέπνευσε τη μεγάλη επιχείρηση «κατά της διαφθοράς» με την ονομασία «Lava Jato» και στόχο τη δυσφήμιση του Κόμματος των Εργαζομένων και στη συνέχεια την παρεμπόδιση της υποψηφιότητας του Λουίς Ινάσιο «Λούλα» Ντα Σίλβα στις προεδρικές εκλογές του 2018, στις οποίες όλα έδειχναν ότι θα επικρατούσε (4).
Με την καθαίρεση της Ρούσεφ, οι νέοι ηγέτες της χώρας ενορχηστρώνουν την αλλαγή πλεύσης που ανέμεναν τόσο καιρό. Οδηγός τους είναι η «Γέφυρα για το μέλλον» (5) , ένα στρατηγικό έγγραφο δημοσιευμένο το 2015 από τον πολιτικό σχηματισμό του νέου τότε προέδρου Μισέλ Τέμερ, στο οποίο περιγράφεται λεπτομερώς το σύνολο των μέτρων που πρέπει να ληφθούν για τον «εκσυγχρονισμό» της Βραζιλίας και την τόνωση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων: αναθεώρηση του εργατικού κώδικα, αναμόρφωση του συνταξιοδοτικού συστήματος, ιδιωτικοποιήσεις, κατάργηση κοινωνικών δικαιωμάτων… Πολλά μπορούμε να καταλογίσουμε στους νεοφιλελεύθερους, όχι όμως έλλειψη φιλοδοξίας. Τον Δεκέμβριο του 2016, ο Τέμερ ενέκρινε την συνταγματική τροπολογία 95, που περιορίζει την αύξηση των δημοσίων δαπανών στο επίπεδο του πληθωρισμού του προηγούμενου έτους, καταδικάζοντας με αυτόν τον τρόπο τη χώρα σε μια προγραμματισμένη μείωση της κοινωνικής προστασίας, στο μέτρο που ο πληθυσμός της αυξάνεται.
Περιστασιακή ένωση
O λαός αντιδρά και οι προοπτικές της παραδοσιακής Δεξιάς γίνονται όλο και πιο δυσοίωνες όσο πλησιάζουν οι προεδρικές εκλογές του 2018. Εμπνεόμενη από το αποικιακό παρελθόν της και καθοδηγούμενη από μια συντηρητική ηθική, ανασύρει τα παλιά αυταρχικά ανακλαστικά της και εναποθέτει τις ελπίδες της σε έναν πρώην λοχαγό, παρόλο που είχε εκδιωχθεί από τον στρατό με τις κατηγορίες της «συνωμοσίας» και της «τρομοκρατίας»… Τα δίκτυα των Ευαγγελιστών, πανίσχυρα στη Βραζιλία (6) , ευλογούν αυτή την περιστασιακή ένωση, που κατέστη δυνατή μετά την υπόσχεση του Μπολσονάρο να ορίσει υπουργό Οικονομικών τον Πάουλο Γκουέντες, μαχητικό μονεταριστή. Ο τελευταίος, αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, υιοθετεί κατά γράμμα το πρόγραμμα «Γέφυρα για το μέλλον». Ο ιδιωτικός τομέας όντως σημείωσε ορισμένες επιτυχίες: τα οικονομικά στοιχεία του δεύτερου τριμήνου του 2021 δείχνουν ότι τα κέρδη δέκα εκ των μεγαλύτερων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο εταιρειών της Βραζιλίας δεκαπλασιάστηκαν μέσα σε ένα έτος (7).
Μια πρόσφατη δήλωση του συνταγματάρχη Μαρσέλο Πιμεντέλ προτείνει μια άλλη –όχι απαραιτήτως ασύμβατη– ανάλυση για την άνοδο στην εξουσία του Ζαΐρ Μπολσονάρο. Επικριτής του σημερινού προέδρου, ο υψηλόβαθμος αξιωματικός επισημαίνει τον ρόλο εκείνου που αποκαλεί «Στρατιωτικό Κόμμα»: «Πρόκειται για μια ομάδα δεμένη, ιεραρχικά δομημένη, πειθαρχημένη, με αυταρχικά χαρακτηριστικά και σαφείς αξιώσεις για άσκηση πολιτικής εξουσίας, με επικεφαλής μια χούφτα στρατηγών εκπαιδευμένων τη δεκαετία του 1970 στη Στρατιωτική Ακαδημία της Αγκούλιας Νέγκρας, που αποτέλεσαν ή αποτελούν μέλη της ανώτατης διοίκησης του Στρατού. Η υπεράσπιση μιας συγκεκριμένης ιδεολογίας και ένας συγκεκριμένος τρόπος σκέψης τούς προσδίδουν χαρακτηριστικά που σχετίζονται με επίσημα πολιτικά κόμματα. Οι ηγέτες της ομάδας και ο λοχαγός [Μπολσονάρο] είναι στενοί φίλοι και συνεργάτες από το 1973» (8). Σύμφωνα με τον Πιμεντέλ, η υποψηφιότητα Μπολσονάρο προέκυψε μέσα από τους κόλπους αυτής της ομάδας.
Το ζήτημα της επίσημης ύπαρξης αυτού του «Στρατιωτικού Κόμματος» παραμένει ανοιχτό, όμως η ολοένα αυξανόμενη συμμετοχή ενστόλων στην πολιτική ζωή της χώρας είναι αδιαμφισβήτητη (9). Και δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι θα θελήσουν όλοι να εγκαταλείψουν τα πόστα που κατέχουν σήμερα και να επιστρέψουν στους στρατώνες τους.
Η χειραγώγηση της κοινής γνώμης από την ομάδα του Μπολσονάρο κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας του 2018, κυρίως μέσω της διάδοσης fake news, είναι πλέον σε μεγάλο βαθμό αποδεδειγμένη. Το Ανώτατο Εκλογικό Δικαστήριο της Βραζιλίας (TSE) ξεκίνησε μια έρευνα που θα μπορούσε να οδηγήσει στην καθαίρεση του αρχηγού του κράτους, καθώς και του αντιπροέδρου Χάμιλτον Μουράο. Η έκθεση του Δικαστηρίου αναφορικά με τη διάδοση ψευδών πληροφοριών και την ύπαρξη ψηφιακών πολιτοφυλακών της ακροδεξιάς έχει υποβληθεί στο Ανώτατο Δικαστήριο της Βραζιλίας, όπου η έρευνα διευθύνεται από τον δικαστή Αλεξάντρε ντε Μοράες –πλέον έναν από τους κύριους στόχους των υποστηρικτών του προέδρου.
Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η «φατρία Μπολσονάρο» –σχεδόν τόσο μισητή για τα μέσα ενημέρωσης όσο για το Κόμμα των Εργαζομένων– διαθέτει μια ισχυρή επικοινωνιακή δομή βασισμένη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εδράζεται σε εκείνο που ο λαός πλέον αποκαλεί «Υπουργείο Μίσους», εγκατεστημένο στην καρδιά του προεδρικού μεγάρου και καθοδηγούμενο από τον Κάρλος Μπολσονάρο, έναν από τους γιους του προέδρου. Η αποστολή του; Να παράγει ψευδείς ειδήσεις, που με τη σειρά τους διαδίδονται από μια εκατοντάδα ιστοσελίδες στο Διαδίκτυο, πυροδοτώντας τις φλόγες της οργής των οπαδών του Μπολσονάρο.
Ένα σχετικό παράδειγμα: η διάδοση του ισχυρισμού ότι το ηλεκτρονικό σύστημα ψηφοφορίας, που χρησιμοποιείται απρόσκοπτα από το 1996, θα επιτρέψει στους αντιπάλους του προέδρου να του στερήσουν την –εξασφαλισμένη κατά την άποψή του– νίκη στις προεδρικές εκλογές του 2022, παρά τις εκ διαμέτρου αντίθετες προβλέψεις όλων των δημοσκοπήσεων. Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Μπολσονάρο απαίτησε την επιστροφή στα χάρτινα ψηφοδέλτια. Φυσικά, ερμήνευσε την άρνηση του Κογκρέσου ως απόδειξη μιας εν εξελίξει εκλογικής νοθείας. Η θεωρία αυτή του χάρισε μια δεύτερη ποινική δίωξη.
Περισσότερα από εκατόν τριάντα αιτήματα για την παραπομπή του προέδρου έχουν υποβληθεί έως σήμερα. Ωστόσο, υποστηρικτές του προέδρου σε θέσεις-κλειδιά εμποδίζουν την προώθηση των φακέλων στη Δικαιοσύνη: για παράδειγμα, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας Αντόνιο Αράς, αλλά και ο πρόεδρος της Βουλής Άρθουρ Λίρα. Χωρίς να υπολογίσουμε ότι ο Μπολσονάρο συνεταιρίζεται (μέσω κοινοβουλευτικών τροπολογιών που εγγυώνται την έμμεση διάθεση πόρων στα εκλογικά φέουδά τους) με βουλευτές και γερουσιαστές από το λεγόμενο centrão («κέντρο»), ένα σύνολο κομμάτων που πωλούν την υποστήριξή τους σε όποιον προσφέρει τα περισσότερα. Αυτή η στρατηγική τού εξασφαλίζει μια επαρκή κοινοβουλευτική βάση ώστε να μπλοκάρει τις διαδικασίες παραπομπής του.
Για αρκετό καιρό, η δημοτικότητα του Μπολσονάρο δεν φαινόταν να πλήττεται από τέτοιου είδους εμπόδια. Ωστόσο, η πανδημία Covid-19 σηματοδότησε το πρώτο σημείο καμπής στην πορεία του προέδρου, καθώς θεωρήθηκε υπεύθυνος για τους περισσότερους από 654.000 θανάτους που συνδέονται με τον ιό. To δεύτερο πλήγμα στο τείχος συναίνεσης που στήριζε την κυβερνητική φατρία ήταν ο τερματισμός του προγράμματος έκτακτης βοήθειας, το οποίο ο Μπολσονάρο είχε καταφέρει να επιβάλει στον υπουργό Οικονομικών του (πριν το Κογκρέσο διπλασιάσει το ποσό). Το ένα τρίτο του πληθυσμού επωφελήθηκε από το πρόγραμμα τους εννέα πρώτους μήνες της πανδημίας (10). Το 2021, πριν καν τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και τις διεθνείς αναταράξεις σε ενέργεια και τρόφιμα που προκάλεσε, πάνω από 125 εκατομμύρια Βραζιλιάνοι, δηλαδή το 58% του πληθυσμού, βρίσκονταν σε κατάσταση επισιτιστικής ανασφάλειας και 20 εκατομμύρια αντιμετώπιζαν συνθήκες πείνας. Ελάχιστοι ανάμεσά τους σκέφτονται να ψηφίσουν Μπολσονάρο.
Πέρα από τις, πάντα πυκνές, τάξεις των υποστηρικτών του πρώην λοχαγού, η οργή μεγαλώνει μπροστά στις αποκαλύψεις της κοινοβουλευτικής έρευνας μιας εξεταστικής επιτροπής της Γερουσίας, που ελέγχεται από την αντιπολίτευση. Η έρευνα τεκμηριώνει την αμέλεια της ομοσπονδιακής κυβέρνησης κατά τη διάρκεια της πανδημίας, καθώς και την έκταση της διαφθοράς από την οποία επωφελείται ο πρόεδρος και η οικογένειά του, όπως και οι έξι χιλιάδες εν ενεργεία ή απόστρατοι στρατιωτικοί που κατέχουν θέσεις-κλειδιά: μια οργανωμένη οικονομική λεηλασία, που υλοποιείται μέσω των υπουργείων και διευκολύνει την αρπαγή γαιών, τις παράνομες εξορύξεις, το λαθρεμπόριο ξυλείας, την αποψίλωση των δασών κ.λπ.
Ορισμένα τμήματα του στρατού, που αντιτίθενται για λόγους αρχής στη συμμετοχή των ενόπλων δυνάμεων στην κυβέρνηση, έχουν αποστασιοποιηθεί από τον πρόεδρο, όπως ακριβώς και ένα τμήμα των μεσαίων τάξεων που αρχικά είχε γοητευθεί από την υπόσχεση του Μπολσονάρο να θέσει τέλος στη διαφθορά. Ενώ λοιπόν η συρρίκνωση της κοινωνικής βάσης του οδηγεί τον Βραζιλιάνο πρόεδρο στη ριζοσπαστικοποίηση του λόγου του και ενώ ολοφάνερα πια η βάρκα του μπάζει νερά, ορισμένοι εκπρόσωποι της δικαστικής εξουσίας και του Κοινοβουλίου –έως χθες μαζί του– ανακαλύπτουν ότι αποτελεί απειλή για το κράτος δικαίου και στρέφονται προς στην αντιπολίτευση. Από την πλευρά τους, τα αφεντικά των μεγάλων επιχειρήσεων συνοφρυώνονται με τις απειλές για πραξικόπημα: η πολιτική αστάθεια δεν είναι ποτέ καλός οιωνός για τις επιχειρήσεις. Άρα, υπό αυτές τις συνθήκες, είναι άσκοπο να συνεχίσουν να επιδεικνύουν δημοσίως τη στήριξή τους σε έναν ηγέτη που έχει πια απωλέσει κάθε δυνατότητα να συνεχίσει σε βάθος τη «μεταρρύθμιση» της χώρας.
Ένας «μπολσοναρισμός» χωρίς Μπολσονάρο;
Μέχρι στιγμής, στις δημοσκοπήσεις ο Λούλα διατηρεί σταθερά διαφορά άνω των 10 ποσοστιαίων μονάδων από τον Μπολσονάρο για τον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Ένα μέρος των ανώτερων στρωμάτων φαίνεται να θεωρεί πως η λύση του χθες έχει μετατραπεί σε πρόβλημα και ότι οι συνθήκες δεν είναι οι κατάλληλες για την εξεύρεση ενός τρίτου δρόμου μεταξύ του πρώην λοχαγού και του πρώην συνδικαλιστή. Στα μάτια τους, ο Λούλα αντιπροσωπεύει την καλύτερη επιλογή για την επιστροφή της γαλήνης στη χώρα, υπό την προϋπόθεση ότι θα δεχθεί να κυβερνήσει χωρίς να επιδιώξει να ξαναχτίσει ό,τι καταστράφηκε μετά το πραξικόπημα του 2016… Άλλοι εκτιμούν πως είναι επείγουσα ανάγκη να καθαιρεθεί ο Μπολσονάρο προκειμένου να δημιουργηθεί χώρος για μια υποψηφιότητα της Δεξιάς που «θα χαίρει σεβασμού». Το μόνο πρόβλημα: κανένα όνομα δεν έχει πραγματική απήχηση και η κραυγή διαμαρτυρίας «οτιδήποτε άλλο εκτός από τον Μπολσονάρο» ακούγεται ολοένα πιο δυνατή.
Η πολιτική και δικαστική συγκυρία ωθεί τον σημερινό πρόεδρο στη ριζοσπαστικοποίηση: μονάχα η παραμονή του στην εξουσία θα του επέτρεπε να αποφύγει τη φυλακή, όπου υπάρχουν αυξημένες πιθανότητες να βρεθεί όσο συσσωρεύονται κατηγορίες και διώξεις εναντίον του. Εάν αποφάσιζε να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση πολιορκίας για να ανατρέψει τα πράγματα, θα μπορούσε να υπολογίζει στη στήριξη των αστυνομικών δυνάμεων, ορισμένων στρατιωτικών τμημάτων, αλλά και στις βαριά οπλισμένες πολιτοφυλακές.
Στις 7 Σεπτεμβρίου 2021, την ημέρα ανεξαρτησίας της Βραζιλίας, ο Μπολσονάρο επιχείρησε μια επίδειξη δύναμης: μια «υπερκινητοποίηση» στην πλατεία των υπουργείων της Μπραζίλια, για να καταγγείλει τον «αντιδημοκρατικό» ρόλο του Ανώτατου Εκλογικού Δικαστηρίου, του Κογκρέσου και του δικαστικού συστήματος. Όμως η εκδήλωση δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του αρχηγού του κράτους. Πλήθη υποστηρικτών του συγκεντρώθηκαν σε πολλές μεγάλες πόλεις της χώρας, χωρίς ωστόσο να οδηγήσουν στην ανατροπή στην οποία έδειχνε να ελπίζει ο Μπολσονάρο.
Την επόμενη κιόλας ημέρα, ο πρόεδρος υποσχέθηκε να σεβαστεί το αποτέλεσμα της κάλπης του 2022 όπως και τους θεσμούς της χώρας… την ίδια στιγμή όμως, οι ομάδες κρούσης του επιχείρησαν να εισβάλουν στο υπουργείο Υγείας και στο Ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο. Οδηγοί φορτηγών μπλόκαραν τους δρόμους σε 16 Πολιτείες, απαιτώντας την απομάκρυνση των μελών του Ανώτατου Εκλογικού Δικαστηρίου. Δοκιμαστικός γύρος για ένα επερχόμενο πραξικόπημα; Δεν θα ήταν απίθανο ο πρόεδρος να υπερκερασθεί από την υπερενθουσιώδη βάση που ο ίδιος έχει σφυρηλατήσει: φοβούμενος ότι θα χάσει τους συμμάχους του στο Κογκρέσο, ο Μπολσονάρο ζήτησε άμεσα τη διακοπή της κινητοποίησης των οδηγών, για να λάβει στη συνέχεια το παρατσούκλι «ο δειλός» μεταξύ των υποστηρικτών του. Αναδύεται λοιπόν η πιθανότητα εκδήλωσης ενός «μπολσοναρισμού χωρίς Μπολσονάρο», με τον οποίο θα πρέπει να λογαριαστεί ο επόμενος πρόεδρος, όποιος και αν είναι.