Εμφανίζεται αιφνιδίως με το που πλησιάζουν εκλογές στη Γαλλία. Είναι το θεμέλιο όλων των ακροδεξιών προγραμμάτων, η φιλοσοφική λίθος που σίγουρα θα ξαναδώσει στη χώρα της αλλοτινή της δόξα, το μέτρο που υποτίθεται ότι θα λύσει τα πάντα, από την ανεργία μέχρι το δημόσιο έλλειμμα, από το πρόβλημα στέγασης μέχρι τη μεταναστευτική κρίση, από την παραβατικότητα μέχρι το συνταξιοδοτικό. Αυτή η θαυματουργή λύση εκφράζεται με δύο λέξεις: «εθνική προτίμηση».
Πέρα από τη λακωνικότητά της, η έννοια παρουσιάζει το πλεονέκτημα να σηκώνει κάθε είδους σάλτσα χωρίς να απαιτεί περίτεχνη επιχειρηματολογία, παίζοντας με το σοβινιστικό ανακλαστικό που αναπτύσσεται σε καιρούς κρίσης, όταν οι πόροι αρχίζουν να σπανίζουν. Οι κοινωνικές κατοικίες; «Εφόσον χρηματοδοτούνται από τους Γάλλους είναι λογικό να απονέμονται κατά προτεραιότητα σε Γάλλους», αποφαίνεται λοιπόν η Μαρίν Λε Πεν, η υποψήφια της Εθνικής Συσπείρωσης (Rassemblement National, πρώην Εθνικό Μέτωπο) στις προεδρικές εκλογές του 2022 (2). Τα οικογενειακά επιδόματα; «Το 43% των δικαιούχων του Ταμείου Οικογενειακών Επιδομάτων (CAF) –για οικογενειακά και στεγαστικά επιδόματα– είναι γεννημένοι στο εξωτερικό», ξελαρυγγιάζεται ο αρθρογράφος και υποψήφιος για την προεδρία Ερίκ Ζεμούρ, που έτσι εγκωμιάζει την «εθνική προτίμηση» προκειμένου να δοθεί ένα τέλος σε αυτή τη «γαλλική τρέλα» (3). Η εργασία; Πρέπει να «κάνουμε τους Γάλλους να δουλέψουν στη Γαλλία για να έχουμε γαλλική παραγωγή», διακηρύττει με τη σειρά του ο Φλοριάν Φιλιπό, ο ηγέτης του κόμματος Οι Πατριώτες (Les Patriotes) (4).
Χάρη στην πλαστικότητα και στην υποτυπώδη λογική της, η ιδέα αυτή μετατράπηκε εύκολα σε προεκλογικά συνθήματα του Εθνικού Μετώπου (FN, τώρα πλέον Εθνική Συσπείρωση). Σε προεδρικές εκλογές: «Υπερασπιστείτε τους Γάλλους» (1974). Σε κοινοβουλευτικές εκλογές: «Πρώτα οι Γάλλοι. Ένα εκατομμύριο άνεργοι σημαίνει ένα εκατομμύριο μετανάστες παραπάνω» (1978). Σε δημοψήφισμα: «Γαλλική παραγωγή από Γάλλους» (1992). Σε ευρωεκλογές: «Εκπαίδευση, εργασία, στέγαση: προτεραιότητα στη χώρα σου για σένα» (2009). Σε δημοτικές εκλογές: «Εξυπηρέτηση πρώτα για τους Γάλλους» (2010)…
Πανάκεια για την ακροδεξιά, η «εθνική προτίμηση» αποτελεί αντικείμενο έντονης απόρριψης για την υπόλοιπη πολιτική σκακιέρα: πολλοί την ανάγουν ακόμη και στο επίπεδο της απόλυτα αποκρουστικής ιδέας, σε κόκκινη γραμμή που διαχωρίζει το «δημοκρατικό στρατόπεδο» από τους εχθρούς της δημοκρατίας, τους υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων από τους νοσταλγούς των «σκοτεινών στιγμών της ιστορίας». Δεν κατοχυρώνει το Σύνταγμα την ισότητα των δικαιωμάτων και την πρόσβαση στην εργασία χωρίς διακρίσεις λόγω καταγωγής; Η Γαλλία, που απαγορεύει κάθε διάκριση και υπερασπίζεται την καθολικότητα των δημόσιων υπηρεσιών, δεν θα μπορούσε να αποδεχτεί την «εθνική προτίμηση». Παρεμπιπτόντως, ο διαχωρισμός επιτρέπει την άφεση αμαρτιών σε όσους βρίσκονται από την καλή πλευρά: μπορούν να εκμεταλλευτούν με την ψυχή τους τη μετανάστευση, αλλά παραμένουν στο στρατόπεδο των ευγενών ανθρωπιστών από τη στιγμή που απαρνούνται την «εθνική προτίμηση». Έτσι, η Βαλερί Πεκρές (υποψήφια πρόεδρος της κεντροδεξιάς με τους Les Républicains) υπόσχεται να επιβάλλει όριο στον αριθμό των μεταναστών, να ναυλώσει «τσάρτερ απομάκρυνσης», να τοποθετήσει τους αιτούντες άσυλο σε «ειδικά κέντρα», να περιορίσει την κρατική ιατρική βοήθεια μόνο σε περιπτώσεις έκτακτων αναγκών και μεταδοτικών ασθενειών… Όταν όμως ερωτάται σε τι διαφέρει το πρόγραμμά της από εκείνο της Μαρί Λε Πεν, ενοχλείται: «Εκείνη μιλάει για “εθνική προτίμηση”. Εγώ δεν θα το έκανα ποτέ αυτό» (5). Μετά το «σαπούνι του χωριάτη» του Παλαιού Καθεστώτος, το παρατσούκλι για τα αξιώματα που αγόραζαν οι λαϊκοί για γίνουν ευγενείς, ορίστε και το «σαπούνι του δημοκράτη», που ξεπλένει τις υποψίες ξενοφοβικών παρεκτροπών.
Εντούτοις, η έννοια της «εθνικής προτίμησης» θεωρητικοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1980 από έναν υψηλόβαθμο δημόσιο υπάλληλο, τον οποίο το αξιοσέβαστο Ινστιτούτο Πολιτικών Σπουδών του Παρισιού (Sciences Po) δεν δίστασε να προσλάβει ως επίκουρο καθηγητή. Ο Ζαν-Ιβ Λε Γκαλού, γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, είναι συνιδρυτής της Λέσχης του Ωρολογίου (Le Club de l’Horloge), ενός κύκλου προβληματισμού που επικαλείται τον εθνο-φιλελευθερισμό, έχοντας ιδρυθεί το 1974 από νεαρούς φοιτητές της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης (ENA), από τους οποίους πολλοί θα περάσουν τη δεκαετία του 1980 στο Εθνικό Μέτωπο. Ο Λε Γκαλού αποτελεί ακόμα μέλος της κεντροδεξιάς UDF (Union pour la démocratie française) του Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εσταίν όταν το 1985 δημοσιεύει το βιβλίο «Η Εθνική Προτίμηση: απάντηση στη μετανάστευση» (La Préférence nationale: réponse à l’immigration) ως αντίδραση στο έργο του βουλευτή Μπερνάρ Στασί «Η Μετανάστευση, μια ευκαιρία για τη Γαλλία» (L’Immigration, une chance pour la France, 1984) –θα παραλάβει την κάρτα μέλους του Εθνικού Μετώπου μόλις λίγους μήνες αργότερα.
Το βιβλίο του, γραμμένο σαν έκθεση απόφοιτου της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης, με στατιστικές και νομοθετικές παραπομπές που προκαλούν ζάλη, δημιουργεί έναν πίνακα Αποκάλυψης για τη Γαλλία, η οποία απειλείται ταυτόχρονα από το Ισλάμ, τη μεταναστευτική εισβολή, την ανασφάλεια, τη χρεωκοπία. Μόνο η εθνική προτίμηση μπορεί να βγάλει τη χώρα από την αποτελμάτωση. Διότι, αποκλείοντας τους ξένους από την κοινωνική πρόνοια και τις δημόσιες κατοικίες, εξηγεί ο Λε Γκαλού, το κράτος θα κάνει σημαντικές οικονομίες, που θα μειώσουν το έλλειμμά του. Παράλληλα, η Γαλλία θα χάσει την απήχηση που έχει στους μετανάστες, οι οποίοι θα μείνουν στις πατρίδες τους ή θα διαλέξουν άλλον προορισμό, απαλλάσσοντας τη χώρα από πιθανά ταραχοποιά στοιχεία. Και όσοι ήδη βρίσκονται στη χώρα, αφού δεν θα έχουν εργασία καθώς θα έχουν χτυπηθεί από την εθνική προτίμηση, θα ωθούνται να εγκαταλείψουν τη Γαλλία. Ορίστε με λίγα λόγια η θεωρία.
Μια αρχή που ήδη εφαρμόζεται
Καθώς δεν ανέβηκε στην εξουσία, το Εθνικό Μέτωπο ευτυχώς δεν μπόρεσε ποτέ να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα. Επιχείρησε όμως να βρει άλλον δρόμο, περνώντας από τα δημαρχεία, αλλά συγκρούστηκε με νομικά εμπόδια. Όπως στο Βιτρόλ το 1998, όταν η δήμαρχος Κατρίν Μεγκρέ ήθελε να δημιουργήσει ένα «δημοτικό επίδομα γέννησης» αποκλειστικά για γαλλικές οικογένειες: το μέτρο ανακλήθηκε τρεις μήνες αργότερα από το διοικητικό δικαστήριο της Μασσαλίας.
Ωστόσο, εάν το δούμε από πιο κοντά, αυτή η αρχή εφαρμόζεται ήδη σε πολλούς τομείς. Οι υπήκοοι χωρών εκτός Ε.Ε. δεν μπορούν να προσληφθούν στον δημόσιο τομέα –εκτός εάν υπάρχει ανεπάρκεια, οπότε ένας Τυνήσιος αναισθησιολόγος κάνει μια χαρά για τη δουλειά– ενώ οι λεγόμενες θέσεις «εθνικών αρχών» (αστυνομία, δικαιοσύνη, άμυνα, διπλωματία…) προορίζονται αυστηρά για τους κατόχους της γαλλικής υπηκοότητας. Συνολικά, σύμφωνα με το Παρατηρητήριο Ανισοτήτων, πάνω από πέντε εκατομμύρια θέσεις εργασίας παραμένουν απρόσιτες για τους ξένους μη ευρωπαϊκής καταγωγής στη Γαλλία, δηλαδή πάνω από μία στις πέντε (6) , συμπεριλαμβανομένου και του ιδιωτικού τομέα, όπου παραμένουν περίπου πενήντα περιορισμοί, ειδικά για τα ελεύθερα επαγγέλματα, που είναι κλειστά από τη δεκαετία του 1930.
Εκείνη την εποχή, η εισροή προσφύγων με ακαδημαϊκό υπόβαθρο ανησυχούσε τις ανώτερες τάξεις, που φοβούνταν έναν ξένο ανταγωνισμό από τον οποίο ήταν μέχρι τότε προστατευμένες. Δικηγόροι, γιατροί, συμβολαιογράφοι, ορκωτοί λογιστές, αρχιτέκτονες, φαρμακοποιοί, κτηνίατροι, δικαστικοί κλητήρες, υπεύθυνοι δημοπρασιών, τοπογράφοι…: όλοι κινητοποιήθηκαν προκειμένου να εξασφαλίσουν το άβατο στο επάγγελμά τους. Οι βουλευτές φάνηκαν πολύ δεκτικοί: εκτός από τη γαλλική υπηκοότητα, θα απαιτούνταν και πτυχίο από τη μητροπολιτική Γαλλία, αποκλείοντας εκ των πραγμάτων πολλούς πολιτογραφημένους Γάλλους. Αν και οι προϋποθέσεις έχουν κάπως χαλαρώσει από τότε, τα συγκεκριμένα επαγγέλματα διατηρούν σημαντικούς περιορισμούς όσον αφορά τους αλλοδαπούς. Κληρονομιά της συντεχνιακής νοοτροπίας της δεκαετίας του 1930, οι διακρίσεις, σε γενικές γραμμές, δεν υπακούν σε καμία ιδιαίτερη προσταγή. Η Γαλλία δεν αποσταθεροποιήθηκε το 1971 από την κατάργηση του κριτηρίου της υπηκοότητας για τους δικαστικούς εμπειρογνώμονες. Ούτε και το 1985, όταν το επάγγελμα του φυσικοθεραπευτή άνοιξε στους αλλοδαπούς (7). Όταν όμως πρόκειται για την προστασία των δικών τους επαγγελμάτων, οι ανώτερες τάξεις αποδέχονται πρόθυμα την «εθνική προτίμηση».
Η πρόσβαση στα κοινωνικά βοηθήματα γνωρίζει και αυτή διάφορους περιορισμούς. Ό,τι και να λένε η Λε Πεν και ο Ζεμούρ, δεν αρκεί κάποιος να πατήσει το πόδι του στη Γαλλία για να λάβει το ελάχιστο βοήθημα γήρατος, τα οικογενειακά επιδόματα ή το εισόδημα ενεργού αλληλεγγύης (Revenu de solidarité active, RSA). Η εξασφάλιση αυτών των παροχών, ένας πραγματικός Γολγοθάς, προϋποθέτει την ανταπόκριση σε πολλαπλά κριτήρια, που είναι ισάριθμοι τρόποι αποκλεισμού ορισμένων αλλοδαπών. Για παράδειγμα, η «νομιμότητα της παραμονής», μια προϋπόθεση που ο νόμος Πασκουά του 1993 γενίκευσε για το σύνολο της κοινωνικής προστασίας: για να επωφεληθεί από ένα κρατικό βοήθημα, ένας αλλοδαπός πρέπει να έχει όλα τα χαρτιά του εντάξει. Αυτό θα έπρεπε να είναι προφανές. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει ο οικονομολόγος Αντουάν Ματ, «υπάρχουν τόσοι ορισμοί της νόμιμης παραμονής και τόσες λίστες με διαφορετικούς τίτλους παραμονής όσες και οι κοινωνικές παροχές. Επιπλέον, όσο πιο αυστηρά καθορίζεται η προϋπόθεση της νομιμότητας της διαμονής για την πρόσβαση σε μια παροχή, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο αριθμός των νόμιμων αλλοδαπών που δεν έχουν τον “σωστό” τίτλο προκειμένου να είναι επιλέξιμοι για την παροχή» (8).
Άλλη ιδιαίτερα αποτελεσματικό κριτήριο αποκλεισμού: η προϋπόθεση της «παλαιότητας παραμονής» επιβάλλει τη διαμονή στην Γαλλία για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ώστε να μπορεί κάποιος να επωφεληθεί από μια παροχή. Και εδώ ακόμα, τίποτα το παράλογο. Εκτός βέβαια ότι το «συγκεκριμένο χρονικό διάστημα» είναι απόλυτα αυθαίρετο και οι νομοθέτες μπορούν να το εκτείνουν κατά βούληση –και δεν είναι λίγοι οι πρόθυμοι. Ενώ άλλοτε χρειαζόταν κάποιος να έχει παραμείνει στη Γαλλία επί τρία χρόνια προκειμένου να λάβει το ελάχιστο εισόδημα ένταξης (Revenu minimum d’insertion, RMI), τώρα πρέπει να αποδείξει τουλάχιστον πέντε χρόνια παραμονής για να διεκδικήσει το εισόδημα ενεργού αλληλεγγύης (RSA), τη σύγχρονη εκδοχή του. Υπήρχε ένας καιρός όπου ένας αλλοδαπός μπορούσε να λάβει το επίδομα αλληλεγγύης στους ηλικιωμένους (ASPA ή ελάχιστο βοήθημα γήρατος) μόλις έκλεινε έναν χρόνο διαμονής στη Γαλλία. Ο πήχης ανέβηκε στα τρία χρόνια το 2006, μετά στα δέκα χρόνια το 2011. Και τίποτα δεν θα εμποδίσει μια μέρα να οριστεί στα είκοσι ή στα τριάντα χρόνια. Εθνική προτίμηση; Για σκεφτείτε το!
Από τη στιγμή όμως που η Γαλλία με αυτόν τον τρόπο γνωρίζει καλυμμένες μορφές «κοινωνικού πατριωτισμού», σύμφωνα με τον ευφημισμό που λατρεύει η Λε Πεν, θα μπορούσε να γίνει μια διαπίστωση: η ιδέα δεν αποτελεί διόλου τη θαυματουργή θεραπεία που εκθειάζουν οι υποστηρικτές της. Η διαρκής αυστηροποίηση της πρόσβασης στις κοινωνικές παροχές δεν είχε καμία επίπτωση στον όγκο των μεταναστευτικών ροών καθώς, όπως καλά γνωρίζουν οι ειδικοί στην μετανάστευση, οι μετατοπίσεις πληθυσμών καθορίζονται κατά βάση από τους λόγους αναχώρησης από τις πατρίδες τους (παράγοντες εξώθησης, push factors), ενώ οι λόγοι επιλογής συγκεκριμένου προορισμού (παράγοντες έλξης, pull factors) παίζουν σημαντικό ρόλο μόνο για τους πολύ ειδικευμένους μετανάστες, που κάνουν το ταξίδι για μια συγκεκριμένη εργασία ή για μια θέση σε πανεπιστήμιο –και τότε τα μέσα ενημέρωσης μιλούν για «εκπατρισμένους». Έτσι, σε μια χώρα με ελάχιστα γενναιόδωρο κοινωνικό σύστημα όπως οι ΗΠΑ κάθε χρόνο φτάνουν εκατοντάδες χιλιάδες αλλοδαποί. Και κανένας δεν εγκαταλείπει οικογένεια και φίλους για να εγκατασταθεί στη Γαλλία με την ελπίδα να λάβει την προσωποποιημένη βοήθεια στέγασης (APL). Στηριγμένη σε έναν μύθο –τον ξένο που κυνηγάει επιδόματα– η εθνική προτίμηση δεν είναι σε θέση να παίξει καθοριστικό ρόλο στις μεταναστευτικές ροές.
«Ο σεβασμός στον πολιτισμό μας»
Η προτεραιότητα στην πρόσληψη, παίζοντας και αυτή με το στερεότυπο του «κλέφτη θέσεων εργασίας», μπορεί να έχει μέχρι και αντιπαραγωγικά αποτελέσματα. Αν και η Γαλλία έκανε κάποιες σχετικές δειλές προσπάθειες στα τέλη του 19ου αιώνα, με τα διατάγματα Μιλεράν του Αυγούστου του 1899 που ρύθμιζαν τις προσλήψεις αλλοδαπών εργαζομένων στις εταιρείες δημόσιων έργων, επίσημες μορφές εθνικής προτίμησης στην εργασία επιβλήθηκαν με την κρίση της δεκαετίας του 1930. Ενόσω η ανεργία αυξάνεται, πολλοί αυτόχθονες εργάτες «θεωρούν ασυγχώρητη αδικία το γεγονός πως υπάρχουν Γάλλοι άνεργοι τη στιγμή που ξένοι έχουν δουλειά», γράφει η ιστορικός Κλωντίν Πιερ (9). Ξεσπούν ταραχές μέσα στα εργοστάσια, ενώ γράμματα και αιτήματα στέλνονται στους βουλευτές ζητώντας την απόλυση των ξένων. Η ριζοσπαστική κυβέρνηση του Εντουάρ Εριό ανταποκρίνεται και, στις 10 Αυγούστου 1932, περνάει έναν νόμο «προστασίας του εγχώριου εργατικού δυναμικού», που ανοίγει τον δρόμο για την ποσόστωση αλλοδαπών ανά εταιρεία ή ανά κλάδο. Στους χτυπημένους από την κρίση κλάδους, οι εργοδότες απολύουν κατά προτεραιότητα ξένους. Μέσα σε πέντε χρόνια, εκατοντάδες χιλιάδες Πολωνοί, Ιταλοί, Βέλγοι, πλέον χωρίς συμβάσεις εργασίας, αναγκάζονται να γυρίσουν στις χώρες τους.
Παρ’ όλα αυτά, η ανεργία συνεχίζει να αυξάνεται και ο εθνικιστικός πυρετός δεν σβήνει. Έχοντας στερηθεί τους ξένους εργάτες τους, στους οποίους ανέθεταν κατά βούληση τις πιο επίπονες εργασίες, ορισμένες επιχειρήσεις βλέπουν τα κόστη τους να αυξάνονται και βυθίζονται ακόμη περισσότερο στη δίνη της κρίσης. «Μαζί με την ανεργία, και ενώ τα κέρδη τους κατρακυλούν, οι ιδιοκτήτες χαλυβουργείων πρέπει επομένως να αντιμετωπίσουν και βαρύτερα έξοδα συντήρησης του εργατικού δυναμικού», διαπιστώνει ο ιστορικός Ζεράρ Νουαριέλ στη μελέτη του για το Λονβύ (10). «Η “λύση” που συνιστάται στην αποπομπή των ανύπαντρων ξένων εργατών επιδεινώνει το πρόβλημα, διότι με αυτό τον τρόπο οι ιδιοκτήτες στερούνται τα πλεονεκτήματα που πρόσφερε η κινητικότητα ενός σημαντικού μέρους του εργατικού δυναμικού». Επιπλέον, όταν έφυγαν οι ξένοι, οι ντόπιοι δεν έτρεξαν να δουλέψουν στις υψικαμίνους, στις επικίνδυνες, κακοπληρωμένες, εξουθενωτικές δουλειές. Στη Λωρραίνη του 1930, όπως και στη σύγχρονη Γαλλία, το μεταναστευτικό εργατικό δυναμικό δεν έρχεται να αντικαταστήσει τους ντόπιους εργάτες: πιάνει τις δουλειές που εκείνοι απορρίπτουν επειδή είναι ελάχιστα ελκυστικές. Χτες στα ορυχεία ή στα σιδηρουργεία, σήμερα στην εστιάση, στις υπηρεσίες καθαριότητας, στις προσωπικές υπηρεσίες ή στην οικοδομή, δηλαδή στους τομείς που λείπει προσωπικό και πρέπει να καταφύγουν σε ξένο εργατικό δυναμικό. Όταν, κατά τη διάρκεια του περιορισμού μετακινήσεων της άνοιξης του 2020, οι Μαροκινοί και Ρουμάνοι εποχιακοί εργάτες δεν μπόρεσαν να μεταβούν στη Γαλλία για να συμμετάσχουν στις συγκομιδές (11) , οι Γάλλοι δεν διαγκωνίζονταν για να τους αντικαταστήσουν, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις της κυβέρνησης.
Ο Λε Γκαλού, ο θεωρητικός της εθνικής προτίμησης, εγκατέλειψε και ο ίδιος την αντίληψή του προς όφελος μια καινούργιας ιδέας: της προτίμησης πολιτισμού ή ευρωπαϊκής προτίμησης (12). «Η εθνική προτίμηση ήταν απαραίτητη πριν από τριάντα χρόνια, η προτίμηση πολιτισμού είναι μια απόλυτη αναγκαιότητα σήμερα», συμπέραινε ο ίδιος από το 2016 (13). Διότι ο πόλεμος πλέον υποτίθεται ότι δεν είναι τόσο οικονομικός όσο πολιτιστικός και ο εχθρός μπορεί κάλλιστα να κατέχει γαλλικό διαβατήριο: «Βρισκόμαστε από την πλευρά των κατασκευαστών των μεγαλιθικών κύκλων, των ελληνικών ναών, των κελτικών οχυρωμένων οικισμών, των ρωμανικών εκκλησιών, των γοτθικών καθεδρικών ναών, των παλατιών της Αναγέννησης, των κλασικών πύργων, των οικοδομημάτων της Αρ Νουβό», συνεχίζει ο Λε Γκαλού. «(…) Πρόκειται για την επιβεβαίωση της θέλησής μας να σεβαστούμε τον πολιτισμό μας, να επανακτήσουμε και να εμπλουτίσουμε τις παραδόσεις μας και να τις μεταδώσουμε στους απόγονους μας. Με λίγα λόγια, να απαρνηθούμε την επιβολή της “άγραφης σελίδας” και τη γενοκτονική μεγάλη αντικατάσταση». Ο Ερίκ Ζεμούρ μάλλον βρήκε τον πρωθυπουργό του…
Το έργο του Σαρλ Πρατς «Cartel des fraudes» (14) χρησιμεύει ως Βίβλος στον Ερίκ Ζεμούρ και στη Μαρίν Λε Πεν, καθώς σε αυτό βρίσκουν τα κατάλληλα αριθμητικά στοιχεία για να τροφοδοτούν τις ομιλίες τους σχετικά με την «εθνική προτίμηση». Από εκεί, για παράδειγμα, ο Ζεμούρ ξετρύπωσε το αγαπημένο μοτίβο του: «Το 43% των δικαιούχων του Ταμείου Οικογενειακών Επιδομάτων είναι γεννημένοι στο εξωτερικό». Μια παραπλανητική στατιστική, καθώς συγκρίνει τον αριθμό των ατόμων που έχουν γεννηθεί στο εξωτερικό και έχουν αρχικό δικαίωμα αίτησης για οικογενειακή παροχή (5,3 εκατομμύρια) με τον αριθμό των επιδοτούμενων νοικοκυριών (12,7 εκατομμύρια), τα οποία συχνά απαριθμούν πολλά μέλη.
Οι «αποκωδικοποιητές» και οι «ελεγκτές δεδομένων» μπορούν χωρίς κανένα πρόβλημα να αποκαλύψουν την απάτη, το σημαντικό όμως για τους προπαγανδιστές της «εθνικής προτίμησης» είναι να στοιβάζουν διαρκώς περισσότερους αριθμούς, επικαλύπτοντάς τους με κινδυνολογικές αναφορές. Έτσι, εξαιτίας της κρατικής ιατρικής βοήθειας που δίνεται στους παράτυπους μετανάστες (AME), «τα νοσοκομεία πολιορκούνται από πληθυσμούς προερχόμενους από όλον τον κόσμο», εξηγεί ο Ζεμούρ. Η ΑΜΕ αντιπροσωπεύει 990 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο, το 0,5% των δαπανών για την υγειονομική ασφάλιση. To 2019, τα νοσοκομεία της Μασσαλίας δέχτηκαν 2.513 δικαιούχους αυτής της βοήθειας και το δίκτυο δημόσιων νοσοκομείων της Λυών 905 (15) , δηλαδή κατά μέσο όρο ένα άτομο ανά πέντε ημέρες σε καθένα από τα 13 ιδρύματα. Δεν το λες και κατάσταση πολιορκίας.
Άλλο παράδειγμα: σύμφωνα με τη Λε Πεν, οι κοινωνικές κατοικίες υποτίθεται ότι παραχωρούνται «μαζικά» στους αλλοδαπούς: σε αυτόν τον τομέα υπάρχει μέχρι και μια δήθεν «αλλοδαπή προτίμηση». Διαβεβαιώνει επίσης ότι «τα νοικοκυριά των μεταναστών είναι δύο φορές πιο συχνά ένοικοι κατοικιών μειωμένου ενοικίου (HLM) σε σχέση με τους υπόλοιπους». Το 2015 (16) , οι αλλοδαποί αποτελούσαν το 22,3% των αιτούντων για κοινωνικές κατοικίες, αλλά μόνο το 16,8% όσων έλαβαν θετική απάντηση. Και εάν το 34% των νοικοκυριών όπου το άτομο αναφοράς έχει γεννηθεί στο εξωτερικό ζούσαν τότε σε κοινωνική κατοικία (έναντι του 16% όσων έχουν γεννηθεί στην Γαλλία), είναι πολύ απλά διότι πληρούν καλύτερα τα κριτήρια για την παροχή της: οι μετανάστες ζουν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε ανθυγιεινά και υπερκατοικημένα σπίτια, δέχονται πιο συχνά έξωση χωρίς λύση μεταστέγασης, διαθέτουν χαμηλότερα εισοδήματα από τους υπόλοιπους. Ανθυγιεινό κατάλυμα, εξώσεις ενοικιαστών, φτώχεια των ενοίκων: ιδού τρία πεδία όπου βασιλεύει η «αλλοδαπή προτίμηση».
(1) Πρόκειται για μια θεωρία συνομωσίας ακροδεξιάς κοπής του συγγραφέα Renaud Camus, σύμφωνα με την οποία η πολιτική, ακαδημαϊκή και μηντιακή ελίτ, για ιδεολογικούς ή οικονομικούς λόγους, σχεδιάζει να αντικαταστήσει τον γαλλικό και ευρωπαϊκό πληθυσμό της χώρας από πολίτες που προέρχονται από την Υποσαχάρια Αφρική και το Μαγκρέμπ. (2) Agence France-Presse, 23 Σεπτεμβρίου 2021. (3) CNews, 23 Οκτωβρίου 2020. (4) Pauline Moullot, «Taxe des emplois étrangers: une arme de dissuasion massive», «Libération», Παρίσι, 2 Φεβρουαρίου 2017. (5) Συνέντευξη Τύπου της 5ης Οκτωβρίου 2021. (6) «Cinq millions d’emplois demeurent fermés aux étrangers non européens», Observatoire des inégalités, Παρίσι, 19 Αυγούστου 2019, www.inegalites.fr. (7) Antoine Math και Alexis Spire, «Des emplois réservés aux nationaux? Dispositions légales et discriminations dans l’accès à l’emploi», «Informations sociales», τ. 78, Παρίσι, 1999. (8) Antoine Math, «Minima sociaux: nouvelle préférence nationale?», «Plein Droit», τ. 90, Παρίσι, Οκτώβριος 2011. (9) Claudine Pierre, «Les socialistes, les communistes et la protection de la main-d’œuvre française (1931-1932)», «Revue européenne des migrations internationales», τόμος 15, τ. 3, Πουατιέ, 1999. (10) Gérard Noiriel, «Immigrés et prolétaires. Longwy, 1880-1980», Agone, Μασσαλία, 2019 (1η έκδ.: 1984). (11) Βλ. Philippe Baqué, «“On veut des Polonais et des Marocains!”», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2014. (12) Βλ. ιδίως Jean-Yves Le Gallou, «Européen d’abord. Essai sur la préférence européenne», Via Romana, Βερσαλλίες, 2018. (13) Συμπέρασμα του συνεδρίου «Face à l’assaut migratoire, le réveil de la conscience européenne», Iliade-Institut pour la longue mémoire européenne, Παρίσι, 9 Απριλίου 2016. (14) Ring, Παρίσι, δύο τόμοι, δημοσιεύτηκαν αντίστοιχα το 2020 και το 2021. (15) «Les hôpitaux “assiégés” par les étrangers bénéficiant de l’AME?», «Le Quotidien du médecin», 18 Οκτωβρίου 2021, www.lequotidiendumedecin.fr. (16) Τελευταία διαθέσιμα στοιχεία. Η τελευταία «Έρευνα Καταλυμάτων» (2017) της γαλλικής στατιστικής υπηρεσίας (Insee) βασίζεται σε δεδομένα του 2013. Η επόμενη έχει ανακοινωθεί για το 2022 ή το 2023. Βλ. «Le Figaro Immobilier» (25 Σεπτεμβρίου 2021), https://immobilier.lefigaro.fr, και «Le Monde», 2 Μαΐου 2017.