Αναχωρώντας από το κέντρο της Ρίγας, το λεωφορείο της γραμμής 3 κατεβαίνει παράλληλα με τον ποταμό Ντάουγκαβα με κατεύθυνση τη Βαλτική Θάλασσα. Στο εσωτερικό του, μερικοί επιβάτες κοιτάζουν μέσα από το τζάμι τις ακίνητες σιλουέτες των γερανών του λιμανιού. Πιο μακριά, μια πυραμίδα από κορμούς δέντρων περιμένει ένα φορτηγό πλοίο. Είναι Ιούλιος του 2021 και το λιμάνι της λετονικής πρωτεύουσας υπολειτουργεί. Εδώ και μερικά χρόνια, η Μόσχα χρησιμοποιεί τις δικές της υποδομές για να εξάγει τις πρώτες ύλες της. Το 2021, ούτε ένας τόνος ρωσικού άνθρακα δεν διήλθε από τη Ρίγα, ενώ τρία χρόνια νωρίτερα στο λιμάνι της μεταφορτώνονταν δεκατέσσερα εκατομμύρια (1). Σε αυτά τα διαφυγόντα κέρδη προστίθεται και μια πτώση της κίνησης των εμπορευμάτων με προέλευση τη Λευκορωσία. Αφότου οι Βαλτικές πρωτεύουσες υποστήριξαν τη λευκορωσική αντιπολίτευση, το Μινσκ, όπως και η Μόσχα, άλλαξε τη διαδρομή ενός μέρους των προϊόντων του, των οποίων η διαμετακόμιση συνήθως γινόταν από τα λετονικά και τα λιθουανικά παράλια, κατευθύνοντάς τα προς τα ρωσικά λιμάνια.
Αχυρένια καπέλα, ψάθινο καλάθι, πετσέτες στους ώμους… Στο τέρμα του δρομολογίου, μαντεύεις τα πιο καλοκαιρινά σχέδια των επιβατών ενός άλλου λεωφορείου έτοιμου για αναχώρηση. Λίγες στάσεις παρακάτω, διασκορπίζονται μέσα σε ένα πευκοδάσος κατευθυνόμενοι προς μια παραλία με λευκή άμμο, που της δίνουν ζωή ένα απλό αναψυκτήριο και μερικές ενοικιαζόμενες ξαπλώστρες. Φλυαρώντας στα λετονικά, μια μητέρα και οι δύο κόρες της απλώνουν την πετσέτα τους στην όχθη. Σε μικρή απόσταση, ένα ζευγάρι δύο τριαντάρηδων διαπληκτίζεται στα ρωσικά. Το να συστηθώ ως Γαλλίδα δημοσιογράφος που ενδιαφέρεται για το γλωσσικό ζήτημα στη Λετονία αποδεικνύεται ένας ελάχιστα ευφυής τρόπος γνωριμίας. «Εδώ, ο καθένας μιλά τη γλώσσα που θέλει», μας λέει κοφτά η νεαρή γυναίκα, με καχυποψία. «Δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Τα ρωσικά είναι η μητρική μου γλώσσα, αλλά μιλάω πολύ καλά λετονικά. Τα έμαθα στο σχολείο και κυρίως στον δρόμο.» Ο σύντροφός της, ξαπλωμένος μπρούμυτα, ανασηκώνει ξαφνικά το κεφάλι λέγοντας δυνατά, σε άπταιστα ρωσικά: «Κι εμείς, στο σπίτι μου, μιλούσαμε λετονικά», προτού κρύψει και πάλι το πρόσωπό του ανάμεσα στα χέρια του.
Στους δρόμους της Ρίγας, οι συζητήσεις στα ρωσικά και στα λετονικά μπλέκονται με φαινομενικά αρμονικό τρόπο. Δεν είναι σπάνιο να ακούσεις έναν οδηγό ταξί να φωνάζει σε κάποιον συνάδελφό του στα λετονικά, προτού ανοίξει την πόρτα σε έναν πελάτη μιλώντας του στα ρωσικά. Παρ’ όλα αυτά, από την ανεξαρτητοποίηση αυτής της πρώην σοβιετικής δημοκρατίας το 1991 κι έπειτα, οι πολιτικοί ηγέτες δεν παύουν να αναμασούν το «ρωσικό πρόβλημα», έχοντας βάλει στο στόχαστρό τους τη σημαντική μειονότητα που χρησιμοποιεί συνήθως τη γλώσσα του Πούσκιν (36% του πληθυσμού). Η νευρικότητα που προκαλεί η παρουσία αυτή, από την οποία η Ρωσία φέρεται να είναι έτοιμη να επωφεληθεί, οδηγεί την κυβέρνηση να ερμηνεύει κάπως μεροληπτικά τις δημοκρατικές αρχές. Σπάνια τίθεται θέμα γι’ αυτές τις «διευθετήσεις», καθώς η Λετονία εμφανίζεται στα μάτια των Ευρωπαίων παρατηρητών ως καταφύγιο από τον «λαϊκισμό» και τον ευρωσκεπτικισμό που μάλλον μαίνονται σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με πρώτη την Πολωνία.
Πολιτική διχασμένη επί των ζητημάτων μνήμης
Ο αποκλεισμός της κύριας πολιτικής δύναμης από όλους τους κυβερνητικούς συνασπισμούς μετά το 1991 αποτελεί μια πρώτη ανωμαλία. Με σχεδόν 20% των ψήφων, το κόμμα Σάσκανια (Αρμονία) έλαβε και πάλι την πρώτη θέση στις βουλευτικές εκλογές του 2018, χωρίς όμως να κληθεί στις διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Η περιθωριοποίησή του επιτάθηκε το 2019, όταν ο συνιδρυτής του Νιλς Ούσακοφς παύθηκε από τη θέση του δημάρχου της Ρίγας λόγω υποψιών διαφθοράς (που ο ίδιος αμφισβητεί ενώπιον των δικαστηρίων). Με το εκλογικό του σώμα να αποτελείται κατά 75% από ρωσόφωνους, το Σάσκανια δημιουργεί υποψίες ότι είναι μαριονέτα του Κρεμλίνου. Εντούτοις, το κόμμα υποστηρίζει την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ακόμα και στο ΝΑΤΟ, τη δυτική στρατιωτική συμμαχία που απεχθάνεται η Μόσχα, καθώς η συμμετοχή σε αυτά τα δύο συστήματα «σχηματίζει ένα όλον», όπως διαβεβαιώνει ο Γιάνις Ουρμπανόβιτς, πρόεδρος του Σάσκανια, ενώ μας δέχεται στα γραφεία της κοινοβουλευτικής ομάδας στη Ρίγα. Το Σάσκανια αρκείται σε παραινέσεις για άμβλυνση των εντάσεων με τη Ρωσία, τον τέταρτο εμπορικό εταίρο της χώρας. Ο σχηματισμός διέκοψε μάλιστα τις επίσημες σχέσεις του με την Ενωμένη Ρωσία, το κόμμα του προέδρου Πούτιν. «Ήταν αδύνατο να διατηρηθεί μια τέτοια εταιρική σχέση στο πλαίσιο της σκληρής αντιπαράθεσης μεταξύ Ρωσίας και Δύσης», παραδέχεται ο Ουρμπανόβιτς, υπενθυμίζοντας ταυτόχρονα τη χρησιμότητα της σχέσης αυτής κατά το παρελθόν για την προσέλκυση Ρώσων επενδυτών στη λετονική πρωτεύουσα. Από την άλλη πλευρά, η δυσπιστία προς τη Ρωσία αποτελεί το συγκολλητικό υλικό του ετερόκλητου συνασπισμού που κυβερνά τη χώρα και περιλαμβάνει έξι σχηματισμούς (από τους εθνικιστές της Εθνικής Συμμαχίας έως τους φιλελεύθερους του κόμματος Ανάπτυξη/Υπέρ!). «Όλες οι απόπειρες να ξεπεραστεί ο εθνοτικός διχασμός κατέληξαν σε αποτυχία», λέει θλιμμένη η Όλγκα Πρότσεφσκα, ανεξάρτητη ερευνήτρια που στο παρελθόν είχε συμμετάσχει στην ίδρυση ενός μικρού προοδευτικού κόμματος.
Νευρική λόγω του ρωσικού ζητήματος, η λετονική πολιτική εμφανίζεται διχασμένη επί των ζητημάτων μνήμης. Ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος αποτελεί το πιο φλέγον σημείο. Παρ’ ότι παρουσιάζεται ως θύμα των «δύο ολοκληρωτισμών», του ναζιστικού και του σοβιετικού (όπως η Πολωνία και τα υπόλοιπα Βαλτικά κράτη), μετά την ανεξαρτητοποίησή του το νέο κράτος προσπάθησε πρωτίστως να εξαλείψει τις αναφορές στη σοβιετική εποχή. Μόλις επιτεύχθηκε η ανεξαρτησία, το 1991, η Ρίγα επέβαλε την 8η Μαΐου ως ημέρα επετείου του τέλους της δεύτερης παγκόσμιας σύρραξης, ευθυγραμμιζόμενη έτσι με το δυτικοευρωπαϊκό ημερολόγιο. Οι εορταστικές εκδηλώσεις της 9ης Μαΐου, ημερομηνία που είχε επιλεγεί από τη Σοβιετική Ένωση ως εκείνη της παράδοσης του Τρίτου Ράιχ (λόγω της διαφοράς ώρας), συνέχισαν να συγκεντρώνουν κάθε χρόνο (έως την πανδημία της Covid-19) πολλές χιλιάδες κόσμο, με τη διακριτική υποστήριξη του Σάσκανια. Ακόμα και το 2021, το κόμμα μοίρασε καλάθια με δώρα στους τελευταίους βετεράνους του Κόκκινου Στρατού, τον οποίο η κυβέρνηση θεωρεί κατοχική δύναμη κατά το 1940 με 1941, και αργότερα από το 1944 έως το 1991. Οι πιο ριζοσπαστικοί εθνικιστές ζητούν την κατεδάφιση του Μνημείου των Απελευθερωτών (του Κόκκινου Στρατού) που οικοδομήθηκε το 1985 και προστατεύεται από μια συμφωνία που υπογράφηκε το 1994 μεταξύ Ρίγας και Μόσχας. Μάλιστα, ορισμένοι συμμετέχουν, κάθε 16 Μαρτίου, στη συγκέντρωση που οργανώνεται στη μνήμη της Λετονικής Λεγεώνας, μιας στρατιωτικής μονάδας προσαρτημένης στα ναζιστικά Waffen-SS που πολέμησε τη Σοβιετική Ένωση μεταξύ 1943 και 1944 με σκοπό την αποκατάσταση της κυριαρχίας της χώρας. Αποτελούμενη κατά πλειοψηφία από κληρωτούς, περιλάμβανε στις τάξεις της αξιωματικούς ιδιαίτερα ενεργούς στην εξουδετέρωση των Εβραίων κατά το «Ολοκαύτωμα από σφαίρες». Η συνάθροιση αυτή προκαλεί συχνά αγανακτισμένες αντιδράσεις στο εξωτερικό. Το 2012, το Συμβούλιο της Ευρώπης «εξέφρασε την ανησυχία του σχετικά με κάθε απόπειρα να δικαιολογηθεί η πολεμική συμμετοχή σε μονάδα των Waffen–SS και η συνεργασία με τους ναζί». Η συγκεκριμένη εκδήλωση μνήμης δεν έχασε τον επίσημο χαρακτήρα της παρά το 2000.
Στο πλαίσιο τέτοιων ενορχηστρωμένων συγκρούσεων μνήμης, οι Λετονοί, και κυρίως οι πιο νέοι, βρίσκουν τον δρόμο τους με τρόπους που κάποιες φορές εκπλήσσουν. Είναι η περίπτωση των αρχιτεκτόνων του γραφείου NRJA, εγκατεστημένου στις σοφίτες ενός κτιρίου στην παλιά πόλη της Ρίγας. Πλαισιωμένος από δύο συνεργάτιδες, ο διευθυντής του Ούλντις Λούκσεβιτς παρουσιάζει στον υπολογιστή του ένα βίντεο που σκηνοθέτησε η ομάδα προκειμένου να σώσει από την καταστροφή την πρώην έδρα της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος, που μετατράπηκε σε κτίριο γραφείων κατά τη δεκαετία του 1990. Φουτουριστικές φόρμες, μεγάλοι όγκοι, αχανές αμφιθέατρο: η ταινία εκθειάζει την πρωτοτυπία αυτού του διαμαντιού του μεταπολεμικού μοντερνισμού, κατασκευασμένου το 1974. Τ0 2020, ο υπουργός Πολιτισμού, μέλος της Εθνικής Συμμαχίας, αποφασίζει να ισοπεδώσει το κτίσμα προκειμένου να ανεγείρει στη θέση του μια αίθουσα συναυλιών και, με την ίδια κίνηση, να απελευθερώσει την πόλη από ένα «φάντασμα του κομμουνισμού, που δείχνει όλη την αυθαιρεσία εκείνης της εποχής» (2). Το NRJA αντιτίθεται στο σχέδιο. Μετά από μια έκκληση και συγκέντρωση υπογραφών, τη σκηνοθέτηση ενός συμβολικού ενταφιασμού και μια ταινία ευαισθητοποίησης, η κινητοποίηση αποδίδει καρπούς: το υπουργείο υποχωρεί. Όμως οι πείσμονες υπερασπιστές της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της κομμουνιστικής περιόδου αμφισβητούν, άραγε, την ιδέα της σοβιετικής κατοχής; «Δεν καταλαβαίνω την ερώτηση», μας απαντά ξαφνιασμένη η Ελίνα Λίμπιετε, νεαρή αρχιτέκτονας του NRJA. «Πρόκειται σαφώς για κατοχή. Και λοιπόν; Θα έπρεπε να καταστρέψουμε όλα τα έργα που δημιουργήθηκαν κατά τις περιόδους όπου η χώρα μας ήταν υπό κατοχή; Δεν θα έμεναν και πολλά πράγματα όρθια…», συμπληρώνει χαμογελώντας η συνάδελφός της Ιέβα Λάτσε-Λούκσεβιτσα.
Ο επίσημος χαρακτηρισμός της κομμουνιστικής περιόδου ως «κατοχή» έχει περάσει στην καθημερινή γλώσσα. Ωστόσο, κατά την ιστορικό Ζυλιέτ Ντενί, «η ενσωμάτωση [της Λετονίας] στον σοβιετικό κόσμο (…) δεν εγκαθίδρυσε κάποια “δυαδική εξουσία” (στρατιωτική και πολιτική), χαρακτηριστική, για παράδειγμα, των ναζιστικών κατοχών στην Ευρώπη. Η εμμονή [της λετονικής κυβέρνησης] με τον όρο κατοχή μοιάζει ακόμα πιο άκυρη από τη στιγμή που η προσάρτηση, και η συνακόλουθη σοβιετικοποίηση, είναι διαδικασίες εξίσου έως και πιο ριζοσπαστικές, πιο βαθιές και μεγαλύτερης διάρκειας από μια κατοχή. Αναμφίβολα, ο όρος έγινε δημοφιλής για λόγους μάλλον πολιτικούς παρά επιστημονικούς» (3). Εν προκειμένω, για να γίνει σύγκριση της Σοβιετικής Ένωσης με το ναζιστικό σύστημα και να διαμορφωθεί η ταυτότητα μιας χώρας θύματος δύο –εξίσου εγκληματικών– απολυταρχιών.
Υπάρχουν ακόμη 190.500 «μη πολίτες»{}
Το επινόημα αυτό έθεσε τις βάσεις μιας δημοκρατίας «α λα καρτ». Κατέστησε όλους τους κατοίκους που είχαν έρθει στη χώρα μετά την πρώτη προσάρτηση του 1940 (στην πλειοψηφία Ρώσους, αλλά και με καταγωγή από άλλες δημοκρατίες της ΕΣΣΔ) ξένα στοιχεία στο νέο κράτος. Η Εσθονία ακολούθησε την ίδια οδό, όχι όμως η Λευκορωσία και η Ουκρανία, οι οποίες μετά το 1991 χορήγησαν ιθαγένεια σε όλο τον πληθυσμό. Στη Λετονία, 700.000 άτομα, δηλαδή το ένα τρίτο του πληθυσμού, στερούνταν σαφούς καθεστώτος την εποχή της ανεξαρτητοποίησης. Το 1995, ένας νόμος δημιουργεί για εκείνους την έννοια των «μη πολιτών» (παραχωρήθηκε σε όλους τους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν πριν από το 1992, που είχαν ζήσει πάνω από δέκα χρόνια στη χώρα ή που γεννήθηκαν εκεί). Τρία χρόνια αργότερα, ένας άλλος νόμος διευκολύνει την πρόσβαση στην ιθαγένεια, ωστόσο οι πολιτογραφήσεις προχωρούν με βραδύ ρυθμό μετά την ένταξη της Λετονίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004. Υπάρχουν ακόμη 190.500 «μη πολίτες» σήμερα (εκ των οποίων το 65% αυτοπροσδιορίζονται ως Ρώσοι). Έτσι, το 10% του πληθυσμού στερείται δικαιώματος ψήφου (ακόμη και στις τοπικές εκλογές) και απαγορεύεται να ασκήσει ορισμένα επαγγέλματα (δημόσιος υπάλληλος, δικηγόρος, συμβολαιογράφος, φαρμακοποιός…).
Η Μόσχα καταγγέλλει τακτικά την κατάσταση των απάτριδων της Λετονίας, ιδίως στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης. Η Κοινοβουλευτική Συνέλευσή του έχει υιοθετήσει πολλά ψηφίσματα που επιβάλλουν στη Λετονία να ενθαρρύνει την ενσωμάτωση των ρωσοφώνων στη δημόσια διοίκηση και τη διδασκαλία των μειονοτικών γλωσσών. Η τελευταία μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος το 2018 ουδόλως υιοθετεί αυτή την κατεύθυνση. Με ορίζοντα το 2022, επιβάλλει την εκπαίδευση εξ ολοκλήρου στη λετονική γλώσσα σε όλα τα σχολεία δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, κάτι που θα εξαφανίσει τα απομεινάρια της σχολικής πολυγλωσσίας (ρωσικά, λετονικά και μερικές άλλες μειονοτικές γλώσσες όπως τα πολωνικά), κληρονομιά της σοβιετικής περιόδου. Για τη Ρίγα, η Ρωσία εργαλειοποιεί το γλωσσικό και το εθνοτικό ζήτημα προκειμένου να συντηρήσει τη διχόνοια στο κοινωνικό σώμα. Μολονότι καθησυχασμένη από την ενίσχυση που προσφέρει το ΝΑΤΟ από το 2016 (κυρίως διά της εκ περιτροπής ανάπτυξης μιας πολυεθνικής δύναμης αντίστοιχης ενός τάγματος σε καθεμία από τις τρεις Βαλτικές χώρες και στην Πολωνία), η Λετονία φαίνεται να βρίσκεται σε μόνιμη κατάσταση επιφυλακής όταν πρόκειται για την επιρροή της Ρωσίας στην κοινή γνώμη της.
Το τραύμα αυτό χρονολογείται από το 2012. Εκείνη τη χρονιά, διοργανώθηκε ένα δημοψήφισμα για την αναγνώριση της ρωσικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας, ύστερα από μια πρωτοβουλία πολιτών που συγκέντρωσε δέκα χιλιάδες υπογραφές (όπως προβλέπεται από το Σύνταγμα). Παρ’ ότι αναμεταδόθηκε και προωθήθηκε από τα ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια, που έχουν υψηλή τηλεθέαση στη χώρα, η ψηφοφορία έληξε με ένα τεράστιο «όχι» (75% των ψήφων κατά). Εντούτοις, το γεγονός και μόνο ότι πραγματοποιήθηκε μια τέτοια διαβούλευση ήταν αρκετό για να προκαλέσει πανικό στο λετονικό κράτος. «Το συμβάν αυτό έδειξε την ικανότητα της Ρωσίας να μετατρέπει ένα περιθωριακό ζήτημα σε κοινωνική αντιπαράθεση», μας υπενθυμίζει ο Γιάνις Σαρτς, διευθυντής του Κέντρου Αριστείας για τη Στρατηγική Επικοινωνία (StratCom COE), οργανισμού σκέψης προσκείμενου στο ΝΑΤΟ, ο οποίος ειδικεύεται σε θέματα παραπληροφόρησης και συγχρηματοδοτείται από τη Ρίγα.
Η Λετονία δεν διστάζει πλέον να χρησιμοποιήσει τη λογοκρισία προκειμένου να καταπολεμήσει την επιρροή της Μόσχας. Έτσι, τον Φεβρουάριο του 2021, το ρωσικό κανάλι Rossiya RTR τιμωρήθηκε με αναστολή λειτουργίας για έναν χρόνο. Η απόφαση αυτή προστίθεται σε τριάντα περίπου απαγορεύσεις εκπομπής από το 2019 και μετά. Οι περισσότερες στηρίζονται σε μια διασταλτική ερμηνεία των ατομικών κυρώσεων που υιοθετήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Ένωση μετά την προσάρτηση της Κριμαίας. Τον Φεβρουάριο του 2019, για παράδειγμα, εννέα κανάλια που ανήκουν στο National Media Group αναγκάστηκαν να διακόψουν προσωρινά τη λειτουργία τους, με την αιτιολογία ότι ο Γιούρι Κοβάλτσουκ, ο φερόμενος ως εκ των πραγμάτων διαχειριστής του ομίλου και ολιγάρχης στον στενό κύκλο του Βλαντίμιρ Πούτιν, βρισκόταν υπό καθεστώς κυρώσεων. Πολλοί δημοσιογράφοι των πρακτορείων ειδήσεων Sputnik Latvija και Baltnews ταλαιπωρήθηκαν επειδή δούλευαν για μέσα ενημέρωσης ελεγχόμενα από το κρατικό πρακτορείο Rossia Segodnia (Ρωσία Σήμερα), υπό τη διεύθυνση του Ντμίτρι Κισέλιεφ (επίσης υπό καθεστώς κυρώσεων). Το Pervy Baltiïski Kanal (PBK), η βαλτική εκδοχή του πρώτου ρωσικού καναλιού, γλίτωσε το κλείσιμο, ωστόσο οι τραπεζικοί λογαριασμοί του είχαν δεσμευθεί κατά τη διάρκεια της έρευνας. Οι οικονομικές πιέσεις ανάγκασαν τη διεύθυνση να σταματήσει, τον Μάρτιο του 2020, την παραγωγή τοπικών τηλεοπτικών δελτίων ειδήσεων.
«Όσο επιθετική κι αν είναι η ρωσική προπαγάνδα στην Ευρώπη, οι κυρώσεις της Ε.Ε. δεν είναι ούτε θεμιτό ούτε κατάλληλο εργαλείο για να καταπολεμηθεί», έκρινε η οργάνωση Δημοσιογράφοι Χωρίς Σύνορα, την οποία σίγουρα δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε για ενδοτικότητα απέναντι στο Κρεμλίνο. «Αντί του κλεισίματος μέσων ενημέρωσης για ασαφείς λόγους και σε μια εύθραυστη νομική βάση, τα κράτη μπορούν να απαιτήσουν εγγυήσεις δημοσιογραφικής ανεξαρτησίας από το σύνολο των μέσων ενημέρωσης. (…) Η υποβολή όλων των μέσων στις ίδιες υποχρεώσεις (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γεωγραφική προέλευση) θα επέτρεπε να αποφευχθούν αντίποινα από χώρες που επιδίδονται σε πολέμους πληροφοριών» (4). Παράλληλα, οι αρχές επιχειρούν να περιθωριοποιήσουν το περιεχόμενο σε ρωσική γλώσσα στα δημόσια τηλεοπτικά κανάλια. Έτσι, τα τηλεοπτικά δελτία ειδήσεων στα ρωσικά του δημόσιου καναλιού LTV7 εξορίστηκαν σε μια ψηφιακή πλατφόρμα πολυμέσων. Μια απόφαση που προκαλεί έκπληξη, καθώς ωθεί τους ρωσόφωνους της Λετονίας να στραφούν ακόμα περισσότερο στα ρωσικά κανάλια, τα οποία εξακολουθούν να είναι διαθέσιμα από ορισμένους παρόχους Διαδικτύου.
Από τις λευκές παραλίες της Ρίγας, πρέπει να διασχίσεις τριακόσια χιλιόμετρα αντίθετα με το ρεύμα του Ντάουγκαβα προκειμένου να φτάσεις στην Κράσλαβα. Σε αυτή την κωμόπολη των 7.600 περίπου κατοίκων, στο νότιο μέρος της περιφέρειας του Λάτγκαλε, σε απόσταση δύο χιλιομέτρων από τα λευκορωσικά σύνορα, τα ρωσικά είναι η γλώσσα που κυριαρχεί ευρέως στις συζητήσεις. Δίπλα στη βάση της μοναδικής γέφυρας της πόλης, το σπίτι του Βαλέρι Κριγιανόφσκι τα καλοκαίρια μετατρέπεται σε μικρό οικογενειακό ξενοδοχείο. Πίσω από τον πάγκο του, κάτω από το πορτρέτο του πάπα Φραγκίσκου που ευλογεί τους επισκέπτες, ο κύριος Κριγιανόφσκι αναφέρεται με υπερηφάνεια στους μακρινούς προγόνους του από την Πολωνία. Οι ρίζες του φέρνουν στο μυαλό την εποχή όπου το Λάτγκαλε αποκαλούνταν Πολωνική Λιβονία και ανήκε για μεγάλο διάστημα στη Δημοκρατία των δύο εθνών (ένωση του Μεγάλου Δουκάτου της Λιθουανίας και του Βασιλείου της Πολωνίας), προτού κατακτηθεί το 1772 από τους Ρώσους, που εισήγαγαν τη γλώσσα τους σε αυτή την καθολική περιοχή.
Καθολικός ο ίδιος (όπως το 18% του πληθυσμού), με βαθείς δεσμούς με την ιστορία της χώρας του, ο Κριγιανόφσκι ενσαρκώνει ό,τι φοβάται περισσότερο το λετονικό κράτος: ο ρωσόφωνος άντρας δεν παρακολουθεί παρά μόνο τα ρωσικά τηλεοπτικά κανάλια, «πιο αντικειμενικά από τα λετονικά». Μιλά με δυσκολία την επίσημη γλώσσα της χώρας του και «δεν του αρέσουν οι Λετονοί που έχουν κάνει κατάληψη στο κράτος». Περιορισμένη για πάρα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, η Ρωσία «θα ξαναφτάσει σύντομα ώς το Βερολίνο», διαβεβαιώνει χωρίς να ανησυχεί για ένα τέτοιο σενάριο. Τη δεκαετία του 1990, αυτό το πρώην στέλεχος της Οργάνωσης Κομμουνιστικής Νεολαίας αναχώρησε για τη Μόσχα προκειμένου να «κάνει μπίζνες» κατά την περίοδο του άγριου καπιταλισμού. «Ήταν μια επικίνδυνη εποχή: δώδεκα φίλοι μου άφησαν εκεί τα κόκαλά τους. Στάθηκα τυχερός.» Παρ’ όλο που μοιάζει να έχει επωφεληθεί από το χάος της περιόδου της μετάβασης στην οικονομία της αγοράς, ο Κριγιανόφσκι θαυμάζει τον Ρώσο πρόεδρο, έναν «μεγάλο πρωταθλητή του τζούντο» –δίπλα στο πορτρέτο του πάπα έχει κρεμάσει έναν τίτλο που κατέκτησε ο ίδιος σε έναν διεθνή αγώνα πάλης– και έναν άνθρωπο που «κατάφερε να ξαναβάλει τάξη στη χώρα του».
Έχουμε άραγε την απόδειξη της ύπαρξης μιας πέμπτης φάλαγγας που δικαιολογεί τα προληπτικά μέτρα της κυβέρνησης; Εκτός από τον Κριγιανόφσκι πάντως, δεν θα συναντήσουμε στην Κράσλαβα άλλα άτομα με αυτά τα χαρακτηριστικά. Οι υπόλοιποι ρωσόφωνοι διατηρούν μια αποστασιοποιημένη σχέση με το ρωσικό καθεστώς… χωρίς να αντιμετωπίζουν ήπια τη δική τους κυβέρνηση. Γενική γιατρός, η Μαρίνα Πρότσεφσκα διαβάζει τακτικά την ειδησεογραφική ιστοσελίδα Meduza, δημιουργημένη από αντιφρονούντες Ρώσους δημοσιογράφους που έχουν καταφύγει στη Λετονία, και κρίνει εξίσου σκληρά τον δογματισμό των λετονικών αρχών. Ενόσω ο πληθυσμός υφίστατο έναν νέο περιορισμό κυκλοφορίας στα τέλη Οκτωβρίου λόγω αναζωπύρωσης της επιδημίας, η κυβέρνηση παρέμενε απρόθυμη να επικοινωνήσει απευθείας στα ρωσικά με τον κόσμο, και ιδίως με τους ηλικιωμένους, πολλοί εκ των οποίων δυσκολεύονται να καταλάβουν τα λετονικά. «Το υπουργείο περίμενε να φτάσουμε στις αρχές Ιουλίου για να μου στείλει πληροφοριακό υλικό στα ρωσικά σχετικά με την Covid-19 και τον εμβολιασμό», λέει με θλίψη η γιατρός. Άραγε θεωρεί πως πρέπει να αναγνωριστεί στη ρωσική καθεστώς επίσημης γλώσσας του κράτους; Διστάζει. «Δεν μετακινήθηκα για το δημοψήφισμα του 2012. Μου φαινόταν ότι η ερώτηση δεν είχε τεθεί σωστά. Αυτό που προσδοκώ είναι να παραμείνουν τα λετονικά η μοναδική γλώσσα του κράτους, να υπάρχει όμως κάποια ελαστικότητα στο επίπεδο των δήμων.»
Στα 24 χρόνια του, ο Άιβαρς Μπάτσκουρς αγανακτεί κι εκείνος με την «πολιτική διακρίσεων προς τους ρωσόφωνους», δηλώνοντας ταυτόχρονα «πατριώτης». Δραστήριος στους κόλπους μιας εθνικής οργάνωσης νέων, υποψήφιος στις τελευταίες δημοτικές εκλογές, ο νεαρός άντρας ανησυχεί για το μέλλον της χώρας του. Μας οδηγεί σε ένα πρατήριο καυσίμων, έξω από την πόλη, μοναδικό μέρος όπου μπορεί κάποιος να πιει έναν καφέ μετά τις επτά το απόγευμα. Πολλά αυτοκίνητα είναι παρκαρισμένα κάτω από τη σημαία με το έμβλημα μιας εταιρείας πετρελαιοειδών. Όρθιοι ή καθισμένοι σε ένα τραπέζι για πικ-νικ, περίπου δεκαπέντε νέοι άνθρωποι απολαμβάνουν με μικρές γουλιές μια κόκα κόλα ή καπνίζουν ένα τσιγάρο. Καθισμένος επάνω σε ένα καπό, ο Μπάτσκουρς σκρολάρει στην οθόνη του smartphone του το ιστορικό του λογαριασμού του στο Instagram, ψάχνοντας μια ανάρτηση. «Κοίτα! Το 2009, η ομάδα των 18-24 ετών αντιπροσώπευε 238.000 άτομα, σε σχέση με 122.000 το 2019. Πρόκειται για αιμορραγία: η χώρα μας δεν έχει πετρέλαιο, ο μόνος πλούτος της είναι η ξυλεία και η νεολαία της, κι εκείνη φεύγει!» Οι αριθμοί είναι ακριβείς. Από το 1991, η χώρα έχει χάσει σχεδόν το ένα τρίτο του πληθυσμού της. Αν και τα ποσοστά θνησιμότητας (σε άνοδο) και γεννητικότητας (σε πτώση) συμβάλλουν στη δημογραφική κρίση, η μετανάστευση στη Δύση εξηγεί το ένα τρίτο αυτής της κάθετης πτώσης, σύμφωνα με τον κοινωνιολόγο Μίχαϊλς Χάζανς, «χωρίς να υπολογίζουμε την εποχιακή μετανάστευση, η οποία δεν περιλαμβάνεται στον αριθμό αυτό». Έτσι, η λετονική οικονομία έφτασε στο σημείο να μένει πίσω σε σχέση με εκείνες των βαλτικών γειτόνων της. Με όρους αγοραστικής δύναμης, το ΑΕΠ της αγγίζει το 72% του ευρωπαϊκού μέσου όρου (των είκοσι επτά χωρών) έναντι 86% για τη Λιθουανία και την Εσθονία (5).