Όταν μια εκλογική ήττα συνεπάγεται την πτώση της δύναμης ενός κόμματος κάτω από ένα συγκεκριμένο όριο, τότε μετατρέπεται σε πανωλεθρία. Ελάχιστες αμφιβολίες υπάρχουν για το γεγονός ότι έτσι πρέπει να χαρακτηριστεί το 4,9% που συγκέντρωσε το γερμανικό κόμμα Die Linke (Η Αριστερά) στις ομοσπονδιακές βουλευτικές εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου. Μονάχα η εφαρμογή μιας ειδικής διάταξης του εκλογικού νόμου διέσωσε την κοινοβουλευτική παρουσία του στη Μπούντεσταγκ, την ομοσπονδιακή Βουλή: ακόμα κι αν δεν περάσει το εκλογικό όριο του 5%, ένα κόμμα που κερδίζει την πλειοψηφία σε τουλάχιστον 3 (από τις 299) εκλογικές περιφέρειες μπορεί να σχηματίσει κοινοβουλευτική ομάδα. Παρ’ όλα αυτά, η εκλογική καθίζηση δεν παύει να είναι εντυπωσιακή για ένα κόμμα που είχε αγγίξει το 12% το 2009 και διατηρούνταν στο 9,2% το 2017. Αυτή τη φορά, προσέλκυσε μονάχα 2,3 εκατομμύρια ψήφους, σχεδόν το ήμισυ των 4,3 εκατομμυρίων του 2017. Και η κοινοβουλευτική ομάδα του αποτελείται πλέον μονάχα από 39 βουλευτές, έναντι 69 προηγουμένως (επί συνόλου 736).
Η πανωλεθρία ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην –ήδη πλούσια σε ήττες– ιστορία της γερμανικής μεταπολεμικής «Αριστεράς της Αριστεράς». Το Κομμουνιστικό Κόμμα απαγορεύτηκε στη Δυτική Γερμανία το 1956 και ο συγκεκριμένος πολιτικός χώρος εκπροσωπήθηκε στο Κοινοβούλιο μόλις το 1983, με την είσοδο των Πράσινων (Die Grünen), οι οποίοι δήλωναν ανοιχτά οικοσοσιαλιστές. Ωστόσο, μετά την ενοποίηση της χώρας το 1990, οι Πράσινοι πραγματοποίησαν συντηρητική στροφή, φτάνοντας στο σημείο να συμμετάσχουν στη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του σοσιαλδημοκράτη Γκέρχαρντ Σρέντερ (1998-2005) και να πρωτοστατήσουν στη γερμανική στρατιωτική εμπλοκή στη Γιουγκοσλαβία το 1999.
Το Die Linke αναδύθηκε από τα ερείπια του χώρου της Αριστεράς το 2007, συνενώνοντας σε ένα νέο κόμμα δύο διαφορετικές συνιστώσες. Αφενός τους συνδικαλιστές και τους πρώην σοσιαλδημοκράτες που είχαν απογοητευθεί από τη δεξιά στροφή του κόμματός τους και, αφετέρου, το Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού (PDS), τον κληρονόμο του κόμματος που είχε κυβερνήσει την Ανατολική Γερμανία. Χάρη στο ρίζωμά του στα ανατολικά κρατίδια, το PDS είχε περάσει το 2005, για πρώτη φορά μετά την ενοποίηση, το εκλογικό όριο του 5% (1). Έτσι το Die Linke γνωρίζει επιτυχία επειδή καλύπτει ένα κενό.
Αυτός ο κύκλος φαίνεται να έχει κλείσει. Το Die Linke χάνει το ένα μετά το άλλο τα προπύργιά του. Όχι μονάχα στις περιοχές του ανατολικού τμήματος της χώρας, όπου το ποσοστό του μειώθηκε στο ήμισυ μέσα σε μία δεκαετία (από 20% στο 9,8%), αλλά και σε εμβληματικές εκλογικές περιφέρειες όπως η Μαρτσάν-Χέλερσντορφ του ανατολικού Βερολίνου, που τον Σεπτέμβριο κατακτήθηκε από τη Δεξιά, ενώ μέχρι και το 2001 έδινε ποσοστό 51% στο μετακομμουνιστικό κόμμα…
Γιατί χάνει η Αριστερά; Καταρχάς για λόγους δημογραφικούς: ο σκληρός πυρήνας του μετακομμουνιστικού εκλογικού σώματος, που βίωσε την ενοποίηση της χώρας σαν προσάρτηση, γερνάει και συρρικνώνεται. Και κυρίως δεν ανανεώνεται πλέον, στον βαθμό που το Die Linke παύει να εκπροσωπεί τα συμφέροντα του πληθυσμού των ανατολικών ομόσπονδων κρατιδίων, ένας ρόλος που του επέτρεπε να προσελκύει νέους συμπαθούντες αμφισβητίες. Κι όμως, δεν λείπουν οι λόγοι για δυσαρέσκεια: τριάντα χρόνια μετά την πτώση του Τείχους, ένα σιδηρούν παραπέτασμα εξακολουθεί να χωρίζει τη χώρα όσον αφορά το επίπεδο της ζωής, των μισθών και των συντάξεων. Όμως, αντίθετα με τη δεκαετία του 2000, το Die Linke συμμετέχει στη διακυβέρνηση του Βερολίνου και του κρατιδίου του Μεκλεμβούργου-Δυτικής Πομερανίας, ενώ κυβερνά το κρατίδιο της Θουριγγίας… Πλέον, η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) είναι εκείνη που συγκεντρώνει την ψήφο διαμαρτυρίας στις ανατολικές περιοχές της χώρας και ενσαρκώνει την –αντιδραστική– αντιπολίτευση στα πρώην ανατολικά προπύργια της Αριστεράς.
Οι εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου θέτουν για το Die Linke ένα ακόμα πιο ακανθώδες ζήτημα. Πώς είναι δυνατόν να εξηγηθεί η πτώση του σε κοινωνικές ομάδες που αποτελούν παραδοσιακά την κοινωνική βάση του (εργάτες, άνεργοι, επισφαλώς εργαζόμενοι, χαμηλόμισθοι), τη στιγμή όπου η κοινωνική ασφάλιση είχε μετατραπεί στο κυριότερο ζήτημα της προεκλογικής εκστρατείας, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα την οικονομία, την εργασία, το περιβάλλον και το κλίμα (2) ; Και γιατί άραγε αυτή η τάση παρατηρήθηκε και σε μητροπολιτικά κέντρα και φοιτητουπόλεις, όπως η Βρέμη και το Αμβούργο, όπου πολλοί νέοι είχαν ψηφίσει υπέρ του κόμματος το 2017; Όσοι ποντάριζαν σε αυτό το εκλογικό σώμα των πτυχιούχων προκειμένου να διαμορφώσουν τη νέα βάση του κόμματος υπέστησαν πραγματική ψυχρολουσία, καθώς η νεολαία των αστικών κέντρων προτίμησε να ψηφίσει τους Πράσινους ή ακόμα και τους Φιλελεύθερους.
Στους λιγότερο νέους, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD) κατόρθωσε να αποσπάσει σχεδόν το ένα τρίτο των ψήφων που έχασε το Die Linke. Μετά από πολλά χρόνια κρίσης, οι σοσιαλδημοκράτες πέτυχαν να ξεχαστεί η νεοφιλελεύθερη περίοδος Σρέντερ (3) και ανταγωνίζονται το Die Linke στο γήπεδό του, προτείνοντας για παράδειγμα αύξηση του κατώτατου ωρομίσθιου στα 12 ευρώ (έναντι 9,82 ευρώ σήμερα). Η ανατροπή παρατηρείται και στην εκλογική συμπεριφορά των συνδικαλιστών: το 2017, το 11,8% ψήφιζαν Die Linke, έναντι 6,6% τον περασμένο Σεπτέμβριο. Με αυτήν της την επίδοση, η Αριστερά βρίσκεται πίσω από την Εναλλακτική για τη Γερμανία (12,2%) και το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FDP, 9%)…
Κάθε πολιτική κατάρρευση προϋποθέτει εσωτερικά οργανωτικά αίτια και το Die Linke δεν αποτελεί εξαίρεση. Οι νέες συμπρόεδροι του κόμματος, η Γιανίνε Βίσλερ και η Σουζάνε Χένιγκ-Βέλσοβ, ανέλαβαν τα καθήκοντά τους μόλις μερικούς μήνες πριν από την εκλογική αναμέτρηση: ελάχιστα γνωστές στο ευρύ κοινό, δυσκολεύτηκαν επιπλέον να πραγματοποιήσουν προεκλογική εκστρατεία λόγω των υγειονομικών περιορισμών. Στα τέλη Αυγούστου, μια εντυπωσιακή κακοφωνία στην κοινοβουλευτική ομάδα έδωσε λαβή σε πλήθος αρνητικών σχολίων του Τύπου: κατά τη διάρκεια της ψηφοφορίας για τη συμμετοχή της Bundeswehr, του γερμανικού στρατού, στην εκκένωση της Καμπούλ, ένα τμήμα των βουλευτών της Αριστεράς τάχθηκε υπέρ, ένα άλλο κατά, ενώ ένα τρίτο απείχε… Τέλος, η αναγγελία –δίχως εσωκομματική συζήτηση και πριν από την πραγματοποίηση των εκλογών– ορισμένων σημαντικών παραχωρήσεων που το κόμμα ήταν διατεθειμένο να κάνει σε περίπτωση συμμετοχής στην κυβέρνηση σίγουρα δεν εμψύχωσε τους συμπαθούντες.
Οι εσωκομματικές τριβές επηρεάζουν και άλλους αριστερούς σχηματισμούς
Ωστόσο, αυτά τα πρόσφατα επεισόδια δεν εξηγούν τις κακές επιδόσεις στις περιφερειακές και στις ευρωπαϊκές εκλογές που συσσωρεύονται από το 2019. Το σημαντικότερο πρόβλημα συνίσταται στη σύγκρουση σχετικά με τον πολιτικό προσανατολισμό, που φέρνει σε αντιπαράθεση τις διαφορετικές τάσεις του κόμματος. Η προσφυγική κρίση του 2015 ήταν εκείνη που έκανε ολοφάνερο το ρήγμα. Αναφερόμενοι στο πρόγραμμα του 2011 που απαιτεί «ανοιχτά σύνορα για όλους τους ανθρώπους», μεγάλο μέρος των μελών του κόμματος υποδέχτηκε με ενθουσιασμό την άρση των εμποδίων στη μετανάστευση και ζήτησε τη διαιώνιση της ελεύθερης εγκατάστασης. Όμως, αντίθετα, μια άλλη τάση του κόμματος θεωρεί μη ρεαλιστικό το σύνθημα «ανοιχτά σύνορα για όλους». Η Σάρα Βάγκενκνεχτ αποτελεί την ενσάρκωση αυτής της γραμμής. Όσον αφορά το μεταναστευτικό, αυτή η χαρισματική γυναίκα –εκείνη την εποχή συμπρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας, με δημοτικότητα που εκτεινόταν πολύ πιο πέρα από τους κύκλους των μελών του κόμματος– και οι οπαδοί της υποστηρίζουν μια θέση που βασίζεται στο διεθνές δίκαιο, αλλά ταυτόχρονα ζητούν ρύθμιση των μεταναστευτικών ροών.
Αν και συναντάμε παρόμοιες διαιρέσεις στους κόλπους της γαλλικής, της βρετανικής και της αμερικανικής Αριστεράς, στην περίπτωση της Γερμανίας συμπίπτουν και με το ρήγμα ανάμεσα στη Δυτική και την Ανατολική Γερμανία. Πολύ σύντομα, ο διάλογος για τη μεταναστευτική πολιτική εκτροχιάστηκε: μέλη του ίδιου της του κόμματος χαρακτήρισαν δημοσίως τη Βάγκενκνεχτ «nationale Sozialistin», εθνικοσοσιαλίστρια, παραπέμποντας στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα του Χίτλερ. Το 2018, η Βάγκενκνεχτ κόντραρε ακόμα περισσότερο τους συντρόφους της ιδρύοντας –χωρίς επιτυχία– το κίνημα Aufstehen («Εξεγερθείτε»), το οποίο θεωρήθηκε ανταγωνιστικό του Die Linke. Αν και έχει αποσυρθεί από τη διεύθυνση της κοινοβουλευτικής ομάδας από το 2019, η βουλευτής εξακολουθεί να έχει σημαντική παρουσία, ιδίως στα μέσα ενημέρωσης.
Έτσι, το δηλητηριώδες κλίμα του γερμανικού δημόσιου διαλόγου της περιόδου μετά το 2015 αποτυπώνεται και στο κόμμα της Αριστεράς. Η πολεμική για τις πολιτικές της ταυτότητας και την «κουλτούρα της ακύρωσης» (cancel culture) επιμόλυνε τις στρατηγικές συζητήσεις, με αποτέλεσμα να κυριαρχήσουν η ηθική καταδίκη και οι προσωπικές εχθρότητες, εις βάρος του διαλόγου και της ανάλυσης, «Το κεντρικό μήνυμα που φαινόταν να προκύπτει από το τελευταίο συνέδριο δεν ήταν μια ιδιαίτερη πολιτική τοποθέτηση ή το προεκλογικό πρόγραμμα του Die Linke, αλλά μάλλον η “πολυμορφία” της νέας ηγεσίας του και ο αδιαμφισβήτητος χαρακτήρας των ΛΟΑΤΚΙ, φεμινιστικών και αντιρατσιστικών αναφορών του. Είναι βέβαιο ότι όλα αυτά θα πρέπει όντως να αποτελούν χαρακτηριστικά ενός σοσιαλιστικού κόμματος», παρατηρούσε ο Λόρεν Μπάλχορν, συντάκτης στο Ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ και διευθυντής της γερμανικής έκδοσης του περιοδικού «Jacobin».«Ωστόσο», πρόσθετε, «μπορούμε να αναρωτηθούμε εάν αυτό το είδος μηνύματος βρίσκει απήχηση πέρα από τους στενούς κομματικούς κύκλους του Die Linke και εάν προσφέρει στον κόσμο λόγους για να το ψηφίσει» (4).
Τον ίδιο τύπο ανάλυσης εμβαθύνει η Βάγκενκνεχτ σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2021, το «Die Selbstgerechten» («Οι Αυτοδικαίωτοι») (5) , το οποίο γρήγορα συμπεριλήφθηκε στους καταλόγους βιβλίων με τις μεγαλύτερες πωλήσεις. Εκφράζοντας τη λύπη της για το γεγονός ότι η Αριστερά μετατρέπεται ολοένα περισσότερο σε ένα τρόπο ζωής μοδάτο, πανεπιστημιακό και «ενάρετο», η βουλευτής θεωρεί ότι η διάβρωση της βάσης του κόμματος οφείλεται στην έμφαση που δίνεται στις πολιτικές της ταυτότητας, εις βάρος των κοινωνικών ζητημάτων. Συνηγορεί υπέρ της πρωτοκαθεδρίας του ζητήματος της τάξης, στο οποίο ο φεμινισμός, ο αντιρατσισμός, ο αγώνας ενάντια στην ομοφοβία κ.λπ. ενσωματώνονται μέσω μιας διαλεκτικής σχέσης μεταξύ γενικού και ειδικού. Κάτι που εκτιμά ότι βρίσκεται στον αντίποδα των διατομεακών (intersectional) προσεγγίσεων, οι οποίες, υπό τον όρο «ταξισμός», ανάγουν το κοινωνικό ζήτημα σε μια μορφή διάκρισης που έχει την ίδια ακριβώς βαρύτητα με τον σεξισμό ή τον ρατσισμό.
Καθώς το βιβλίο της εκδόθηκε μερικούς μήνες πριν από τις εκλογές, οδήγησε σε παροξυσμό την εσωκομματική κρίση, σε σημείο ώστε μερικά μέλη του κόμματος ζήτησαν –ανεπιτυχώς– τη διαγραφή της ταραχοποιού. Εκτός του ότι αποθαρρύνουν τους ψηφοφόρους, αυτές οι συγκρούσεις εξασθενίζουν επίσης το κόμμα, καθώς οδηγούν στην επ’ αόριστον αναβολή της εκπόνησης των ενδεδειγμένων στρατηγικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, της ψηφιοποίησης, των αλλαγών στις διεθνείς ισορροπίες. Αξίζει να υπογραμμιστεί ότι οι έντονες εσωκομματικές τριβές που παραλύουν το Die Linke επηρεάζουν και άλλους σχηματισμούς της Αριστεράς, όπως η Attac Γερμανίας. Η οργάνωση, που διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο μέχρι τη χρηματοοικονομική κρίση του 2008, είναι πλέον η σκιά του παλιού της εαυτού, ανίκανη όχι μόνο να επικαιροποιήσει την έννοια της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης», αλλά ακόμα και να υπερβεί εποικοδομητικά τις εσωτερικές ρήξεις της.
Άραγε το Die Linke θα το κατορθώσει; Τρεις μήνες μετά τις εκλογές, η εσωκομματική μάχη ανάμεσα στις τάσεις δεν έχει πάψει. Η ηγεσία, όπου κυριαρχεί η κινηματική Αριστερά (Bewegungslinke), με επικέντρωση σε ζητήματα ταυτότητας και τρόπων ζωής, βρίσκεται σε αντιπαράθεση με την κοινοβουλευτική ομάδα, όπου κυριαρχεί μια συμμαχία μεταξύ των «ρεαλιστών» (συχνά προερχόμενων από το ανατολικό τμήμα της χώρας) και των βουλευτών που πρόσκεινται περισσότερο ή λιγότερο στη Βάγκενκνεχτ.
Ωστόσο, η μικρότερη κοινοβουλευτική ομάδα στο Μπούντεσταγκ θα διαθέτει και ένα πλεονέκτημα: το Die Linke θα αποτελεί τη μοναδική αριστερή αντιπολίτευση στον κυβερνητικό συνασπισμό των Σοσιαλδημοκρατών, των Πράσινων και των Φιλελεύθερων. Η σύνθεση της νέας κυβέρνησης θυμίζει εκείνη της περιόδου Σρέντερ, που είχε ευνοήσει την άνοδο του κόμματος της Αριστεράς. H συμμετοχή των Φιλελεύθερων στον συνασπισμό εντείνει τις αντιθέσεις στους κόλπους της κυβέρνησης και περιορίζει τις δυνατότητες να δοθούν απαντήσεις στα κοινωνικά προβλήματα. Όπως αφήνει να διαφανεί η άνοδος των τιμών της ενέργειας, η κοινωνική διάσταση της μετάβασης σε ένα νέο οικολογικό μοντέλο κάνει αισθητή την παρουσία της με πιεστικό τρόπο. Θα αποτελέσουν, άραγε, όλα αυτά μια ευκαιρία για το Die Linke;