Ενώ η Γαλλία θα ζήσει προεδρικές εκλογές στις 10 Απριλίου, η αίσθηση ότι η Αριστερά θα τις χάσει υπερτερεί σε μεγάλο βαθμό. Την αίσθηση αυτή καθιστά ακόμα πιο έντονη το γεγονός ότι, ακόμα και στην απίθανη περίπτωση όπου θα βρίσκονταν ενωμένες κατά τη διάρκεια κάποιων εκλογών, οι ετερόκλητες τάσεις που συνθέτουν τούτη την «οικογένεια» δεν έχουν πλέον πολλά κοινά. Πώς θα κυβερνούσαν μαζί, τη στιγμή που διαφωνούν μεταξύ τους για θέματα ουσιαστικά όπως η φορολογία, η ηλικία συνταξιοδότησης, η Ευρωπαϊκή Ένωση, η συνέχιση ή ο τερματισμός της χρήσης πυρηνικής ενέργειας, η αμυντική πολιτική και οι σχέσεις με την Ουάσινγκτον, τη Μόσχα και το Πεκίνο; Μόνο ο κοινός φόβος για την ακροδεξιά τις ενώνει ακόμη. Όμως, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, η άνοδος της τελευταίας συνεχίστηκε, ενώ η Αριστερά άσκησε εξουσία επί είκοσι χρόνια (1981-1986, 1988-1993, 1997-2002, 2012-2017). Κοντολογίς, οι στρατηγικές που αναπτύχθηκαν προκειμένου να αναχαιτιστεί αυτός ο κίνδυνος έχουν αποτύχει θεαματικά.
Εκτός Γαλλίας, η εικόνα δεν είναι καλύτερη. «Δεν αξίζει τον κόπο να ρίχνουμε αλάτι στην πληγή. Έχουμε βυθιστεί! Η Αριστερά έχει καταστραφεί σε μια ολόκληρη σειρά χωρών», παραδέχεται ο Ζαν-Λυκ Μελανσόν (1) , που απ’ ό,τι φαίνεται προηγείται στην Αριστερά, πίσω όμως από πολλούς δεξιούς και ακροδεξιούς υποψηφίους. Το 2002, οι σοσιαλδημοκράτες ηγούνταν σε δεκατρείς από τις δεκαπέντε κυβερνήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είκοσι χρόνια αργότερα, δεν μένουν παρά επτά από τις είκοσι επτά (σε Γερμανία, Φινλανδία, Σουηδία, Δανία, Ισπανία, Πορτογαλία και Μάλτα). Μια κατάρρευση που δεν είναι άσχετη με ένα σκληρό παράδοξο που αποκαλύπτει ο Ζαν-Πιερ Σεβενεμάν: «Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, μέσω της ελεύθερης κυκλοφορίας των αγαθών, των υπηρεσιών, των κεφαλαίων και των ανθρώπων, αμφισβητείται όχι από την Αριστερά, η οποία σε μεγάλο ποσοστό συντάσσεται με τον σοσιαλ-φιλελευθερισμό, αλλά από τη λεγόμενη “λαϊκιστική” Δεξιά» (2).
Μια τέτοια «αμφισβήτηση» θα έπρεπε να είχε ωφελήσει την «Αριστερά της Αριστεράς». Ωστόσο, κι από αυτή την άποψη, το τοπίο δεν είναι πιο αισιόδοξο. Στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάστηκε από τους πιστωτές να σκληρύνει τις οικονομικές και τις δημοσιονομικές πολιτικές που είχε δεσμευθεί ότι θα καταπολεμούσε, υπέκυψε στις επιταγές τους και κατόπιν έχασε την εξουσία. Οι Podemos στην Ισπανία και το Die Linke στη Γερμανία έχουν αποδυναμωθεί. Οι Γάλλοι κομμουνιστές δεν εκλέγουν πλέον κανέναν βουλευτή στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Και δεν τελειώνει εδώ. Αφού ηγήθηκε του βρετανικού Εργατικού Κόμματος προσπαθώντας να το βγάλει από τα ολισθηρά μονοπάτια του μπλερισμού, ο Τζέρεμι Κόρμπιν συγκαταλέγεται πλέον μεταξύ των μη εγγεγραμμένων στο κόμμα, ενώ στις ΗΠΑ ο Μπέρνι Σάντερς, που και εκείνος ήλπιζε ότι θα έδινε μια νέα ταυτότητα σε έναν πολιτικό σχηματισμό υπεύθυνο για τον σχεδιασμό της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, είδε την προεκλογική εκστρατεία του για το αξίωμα του προέδρου να καταρρέει μέσα σε λιγότερο από μία εβδομάδα. Μόνο στη Λατινική Αμερική η Αριστερά βρίσκει ακόμη αφορμές για αισιοδοξία.
Για να πραγματοποιηθούν, οι στόχοι του κοινωνικού μετασχηματισμού πρέπει να έχουν έρεισμα σε ένα ισχυρό κίνημα των λαϊκών τάξεων. Ουδείς αγνοεί πλέον ότι η επίγνωση των αποτυχιών μιας πολιτικής, ακόμα και η απονομιμοποίηση ενός συστήματος, δεν γεννά αυτόματα τη βούληση της ανατροπής τους. Όταν λείπουν τα εργαλεία για να φτάσουμε εκεί, η εξέγερση ή ο θυμός δίνουν συχνά τη θέση τους στο βόλεμα, στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» ή στην πεποίθηση ότι τα κοινωνικά δικαιώματα του γείτονα αποτελούν προνόμια. Αυτό αποτελεί πρόσφορο έδαφος για τους συντηρητικούς και την ακροδεξιά. Στη Γαλλία και αλλού, η αποτυχία της πλειονότητας των μεγάλων κοινωνικών κινητοποιήσεων εδώ και είκοσι χρόνια, εν μέρει οφειλόμενη σε αναποτελεσματικές συνδικαλιστικές στρατηγικές (λ.χ. κινήματα κυλιόμενων απεργιών στους σιδηροδρόμους της Γαλλίας SNCF και στις συγκοινωνίες του Παρισιού RATP), οφείλεται επίσης και σε κυβερνητικές πολιτικές που παρεμπόδισαν την οργάνωση παραλυτικών γενικών απεργιών επιβάλλοντας, επί παραδείγματι, ένα ελάχιστο επίπεδο υπηρεσιών στις μεταφορές. Ο λόγος είναι ότι η αστική τάξη έχει την ικανότητα να μαθαίνει από τις ήττες της και να καταστρέφει τα εργαλεία που τις προκάλεσαν. Δεν διστάζει ούτε να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού ούτε να τους παραβεί. Όποτε χρειαστεί να το κάνει, μπορεί –και το κάνει. Όπως παρατηρούσε ο φιλόσοφος Λυσιέν Σεβ, «ο καπιταλισμός δεν θα καταρρεύσει από μόνος του, έχει ακόμη τη δύναμη να μας οδηγήσει όλους στον θάνατο, όπως οι πιλότοι των αεροπλάνων που αυτοκτονούν μαζί με τους επιβάτες τους. Επείγει να μπούμε στο πιλοτήριο για να αναλάβουμε μαζί τον έλεγχο» (3).
Η Αριστερά μπήκε πολλές φορές σε αυτό το πιλοτήριο. Και αυτό είναι κατά κάποιον τρόπο το μειονέκτημά της σήμερα, καθώς η ανάμνηση των περασμάτων της από την εξουσία εκμηδενίζει τη θέληση να της εμπιστευτείς ξανά το πηδάλιο. Ονόματα όπως Μπλερ, Κλίντον, Μιτεράν, Κράξι, Γκονζάλες, Σρέντερ, Ολάντ συχνά προκαλούν μια βίαια απόρριψη. Σε τέτοιο σημείο ώστε κάποιος θα πρέπει να ανατρέξει πολύ πίσω στον χρόνο και να ανασκαλέψει σωρούς ασπρόμαυρων φωτογραφιών προκειμένου η λέξη «Αριστερά» να πυροδοτήσει ξανά μια κάποια νοσταλγία: το Νιου Ντιλ, το Λαϊκό Μέτωπο, το «πνεύμα του 1945» (στο οποίο οι Βρετανοί οφείλουν το δημόσιο σύστημα υγείας τους), τον «κομμουνισμό που είναι ήδη εδώ» της Κοινωνικής Ασφάλισης, σύμφωνα με τη διατύπωση του κοινωνιολόγου Μπερνάρ Φριό. Η ιστορία των απογοητεύσεων που ακολούθησαν, και ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, είναι γνωστή –είναι ανώφελο να αναλυθεί εδώ. Αξίζει ωστόσο να υπενθυμίσουμε δύο σημαντικές διαστάσεις. Αφενός, η Αριστερά όχι μόνο απλά απέτυχε να εφαρμόσει το πρόγραμμά της, αλλά υλοποίησε εκείνο των αντιπάλων της. Αφετέρου, κάθε φορά που δεν έσπευδε να συνθηκολογήσει –από την πρώτη κιόλας ημέρα της θητείας της στην περίπτωση του προέδρου Φρανσουά Ολάντ– η χαλιναγώγηση δεν προκαλούνταν από ένα πραξικόπημα ή από κάποιο ξένο στρατό, αλλά από έναν χρηματοπιστωτικό στραγγαλισμό. «Η Άνοιξη της Αθήνας», συνόψιζε τον Αύγουστο του 2015 ο Γιάνης Βαρουφάκης, που είχε διατελέσει υπουργός Οικονομικών στην Ελλάδα, «καταπνίγηκε όπως η Άνοιξη της Πράγας. Όχι από τα τανκς, αλλά από τις τράπεζες».
Και συχνά ο εχθρός βρισκόταν στο εσωτερικό… Έως πρόσφατα, κανείς δεν φανταζόταν ότι ένας Εργατικός πρώην πρωθυπουργός θα αλλαξοπιστούσε υπέρ του ιδιωτικού τομέα και ότι θα θησαύριζε ενοικιάζοντας τις υπηρεσίες του στην τράπεζα Barclays και στην JPMorgan ή ότι ένας σοσιαλιστής πρώην υπουργός Οικονομικών θα γινόταν γενικός διευθυντής του ΔΝΤ. Επιπλέον, οι αρχιτέκτονες της απορρύθμισης της αγοράς κεφαλαίων, κινητήριας δύναμης της χρηματοπιστωτικής παγκοσμιοποίησης, ήταν τρεις Γάλλοι σοσιαλιστές ή στον στενό κύκλο του Φρανσουά Μιτεράν: ο Ζακ Ντελόρ, ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο Ανρί Σαβρανσκί στον ΟΟΣΑ και ο Μισέλ Καμντεσύ ως γενικός διευθυντής του ΔΝΤ. Επομένως, η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη, οι συμπράξεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, οι ιδιωτικοποιήσεις, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης των μέσων ενημέρωσης, ήταν συχνά έργο της Αριστεράς. Ανακοινώνοντας την υποψηφιότητά του στις προεδρικές εκλογές του 2002, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός Λιονέλ Ζοσπέν υπενθύμισε μέχρι και ότι το «συμφέρον των εργαζομένων» της France Télécom και της Air France είχε –σύμφωνα με τον ίδιο– αιτιολογήσει τα ανοίγματα στο κεφάλαιο που είχαν αποφασιστεί από την κυβέρνησή του. Πώς να κινητοποιήσεις πολιτικά ένα εκλογικό σώμα της Αριστεράς με τέτοιον απολογισμό;
Τα πράγματα δεν είναι ευκολότερα όταν η Αριστερά στην εξουσία αρνείται να παίξει τον ρόλο του διαχειριστή των πολιτικών της Δεξιάς. Λίγο λιγότερο από έναν αιώνα πριν, ο σοσιαλιστής ηγέτης Λεόν Μπλουμ εξέθετε τις ανησυχίες του την παραμονή των βουλευτικών εκλογών στις οποίες θα νικούσε η Ένωση των Αριστερών: «Δεν είμαστε αρκετά σίγουροι ότι οι εκπρόσωποι και οι ηγέτες της σημερινής κοινωνίας, τη στιγμή που θα θεωρήσουν ότι οι βασικές αρχές της απειλούνται σοβαρά, δεν θα ξεπεράσουν και εκείνοι τα όρια της νομιμότητας» (4). Ο Μπλουμ φοβόταν τότε κάποιου είδους πραξικόπημα. Σήμερα, είναι ανώφελη η καταφυγή σε κάτι τέτοιο ή ακόμα και η κατάργηση της νομιμότητας προκειμένου να συνεχίσουν να εφαρμόζονται οι «βασικές αρχές» μιας καπιταλιστικής κοινωνίας, ό,τι και αν αποφασίζουν οι λαοί τους οποίους αφορούν. Μόλις τέσσερις ημέρες μετά τη νίκη της ελληνικής Αριστεράς στις βουλευτικές εκλογές, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ προειδοποιούσε τους νικητές των εκλογών: «Δεν μπορεί να υπάρξει δημοκρατική επιλογή απέναντι στις ευρωπαϊκές συνθήκες». Αυτή η ακαμψία των δομών και το συναίσθημα ότι τα πάντα σχεδόν έχουν καταστεί ανέφικτα είναι πλέον τόσο ριζωμένα στα κείμενα και στα μυαλά των κυβερνώντων ώστε, όταν τον περασμένο Νοέμβριο, ανακοινώθηκε στον Γάλλο υπουργό Δημόσιων Οικονομικών ότι το 90% του πληθυσμού της χώρας απαιτούσε την κατάργηση του ΦΠΑ σε πενήντα προϊόντα πρώτης ανάγκης, εκείνος αποκρίθηκε: «Θα χρειάζονταν χρόνια διαλόγου με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το θέμα αυτό, καθότι η καθιέρωση ενός μηδενικού ΦΠΑ δεν είναι εφικτή στο πλαίσιο των ισχυόντων κανόνων» (5). Πολύ θα το θέλαμε, αλλά δεν μπορούμε πια…
Η επαναλαμβανόμενη επίκληση στην αίσθηση αδυναμίας κατέληξε να απαξιώσει τον πολιτικό διάλογο. Τα κόμματα, που έχουν χάσει τα μέλη τους (το Σοσιαλιστικό Κόμμα είχε 22.000 το 2021, ενώ σαράντα χρόνια πριν είχε σχεδόν 200.000), δεν εμφανίζονται πια ως οι μοχλοί μιας πιθανής αλλαγής, αλλά ως εκλογικές μηχανές που ενθαρρύνουν το κλείσιμο σε έναν μικρόκοσμο, τους πολέμους ηγετών και τις συγκρούσεις εγωισμών. Επιδιώκοντας να διαφοροποιηθούν από αυτό το σύμπαν, που κρίνουν πως είναι διεφθαρμένο, πολλοί αγωνιστές στρέφονται προς άλλες μορφές πάλης, οριζόντιες, συμπεριληπτικές και συμμετοχικές. Όπως οι διαδηλωτές των «Αραβικών Ανοίξεων», του κινήματος διαμαρτυρίας Occupy Wall Street, του «Νύχτα Όρθιοι» ή των «Κίτρινων Γιλέκων»: άπαντες αρνήθηκαν να αποκτήσουν ηγέτη (λόγω φόβου προσωποποίησης), να οικοδομήσουν ιεραρχικές οργανώσεις (για την αποφυγή της απολυταρχίας), να συνάψουν συμμαχίες με κόμματα ή συνδικάτα (λόγω φόβου απορρόφησής τους) ή να εμπλακούν στο εκλογικό παιχνίδι (που εξομοιώνεται με έναν κόσμο μηχανορραφιών και συμβιβασμών).
Υπήρξαν φορές όμως όπου αυτή η αναζήτηση της αγνότητας έγινε σε βάρος της αποτελεσματικότητας. Στις 15 Οκτωβρίου του 2011, το κίνημα Occupy συσπείρωσε εκατομμύρια ανθρώπους σε 952 πόλεις, σε 82 χώρες –η μεγαλύτερη παγκόσμια κινητοποίηση στην ιστορία. Δεν κατάφερε τίποτα. Τα «Κίτρινα Γιλέκα» έκαναν πορείες επί δεκάδες διαδοχικά Σάββατα –το πιο μακροχρόνιο κοινωνικό κίνημα που παρατηρήθηκε στη Γαλλία. Ούτε εκείνα πέτυχαν πολλά πράγματα. Και οι «Αραβικές Ανοίξεις»; Δέκα χρόνια μετά τις συγκεντρώσεις της Πλατείας Ταχρίρ στην Αίγυπτο, η χώρα υφίσταται τον ζυγό της δικτατορίας του Αμπντέλ Φατάχ Αλ-Σίσι, ακόμα χειρότερης από εκείνη του Χόσνι Μουμπάρακ, του προέδρου που καθαιρέθηκε το 2011. «Οι νέοι που καθοδηγούσαν αυτά τα κινήματα (…) απέρριπταν κάθε μορφή κάθετης οργάνωσης», εξηγεί ο Χισάμ Ελ-Αλάουι σχετικά με τις «Αραβικές Ανοίξεις». «Γιατί; Έχοντας υπάρξει μάρτυρες δεκαετιών διαφθοράς, ήταν καχύποπτοι απέναντι στο πολιτικό σύστημα, έκριναν πως ήταν βρόμικο, διεφθαρμένο. Προκειμένου να διατηρήσουν τον ιδεαλισμό τους, όφειλαν να παραμείνουν αγνοί. (…) Όμως, όσο κι αν ασκήσεις πίεση συγκεντρώνοντας κόσμο στον δρόμο, εάν αυτή η πίεση δεν βρει τη μετάφρασή της μέσα στο πολιτικό σύστημα, θα περιθωριοποιηθείς» (6). Σε τέτοιες περιπτώσεις, η εξίσωση είναι απλή: χωρίς οργάνωση δεν υπάρχει επιρροή –και χωρίς επιρροή δεν υπάρχουν αποτελέσματα.
Εξ ου κι ένα συναίσθημα παραίτησης, εάν όχι μοιρολατρίας. Και η αναζήτηση άλλων πεδίων αγώνα. Εφόσον εκατομμύρια άτομα που διαδηλώνουν στους δρόμους δεν αρκούν για να αλλάξουν τον κόσμο, πολλοί ακτιβιστές προτιμούν πλέον τοπικές εναλλακτικές και σαφείς πρωτοβουλίες που τους επιτρέπουν να ανατρέψουν έναν τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας τον οποίο αποδοκιμάζουν. Έτσι βλέπουμε να ανθούν οι Ζώνες προς Υπεράσπιση (ZAD) (7) , οι αυτοδιαχειριζόμενες κοινότητες, τα δίκτυα «χωρίς μεσάζοντες». Εντούτοις, η ζωή μακριά από το σύστημα ισοδυναμεί με την αποδοχή του περιορισμού της δράσης στο περιθώριο, ελλείψει της δυνατότητας ουσιαστικών αλλαγών. «Δεν μετασχηματίζεις τις κοινωνικές σχέσεις απέχοντας από μερικές από αυτές», παρατηρεί ο Φρεντερίκ Λορντόν (8). «Μια αντικαπιταλιστική νησίδα δεν καταργεί τον καπιταλισμό: αφήνει στο έλεός του όλους τους “στεριανούς”.» «Ωστόσο», προσθέτει, «δείχνει το κίνημα εν δράσει. Κάτι που έχει ανεκτίμητη χρησιμότητα. Υπό τον όρο, φυσικά, να προετοιμάζεται η επιστροφή προς την ηπειρωτική χώρα: η γενίκευση της αλλαγής». Αναμφίβολα. Όμως οι πρακτικές των κινημάτων τύπου ZAD, τα οποία συχνά υποκινούνται από νέους προερχόμενους από μεσαίες τάξεις πτυχιούχων, αφορούν άραγε εξίσου τα λαϊκά στρώματα;
Διότι ένας προβληματισμός για τις αποτυχίες της Αριστεράς δεν είναι δυνατός χωρίς μια επιστροφή στη συμμαχία των τάξεων η οποία, καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, της είχε επιτρέψει να κερδίζει και να μεταμορφώνει την κοινωνία. Πάντα ήταν εύθραυστη, σήμερα είναι θρυμματισμένη. Μπορούμε άραγε να την οικοδομήσουμε ξανά; Πρέπει να την υποκαταστήσουμε με κάτι άλλο; Διότι το ενωμένο μέτωπο των προοδευτικών μεσαίων τάξεων και των λαϊκών στρωμάτων έχει αποσυντεθεί. Αυτές οι δύο μεγάλες κοινωνικές ομάδες δεν συναντιούνται πια, επειδή οι χωρικοί και οι εκπαιδευτικοί διαχωρισμοί έχουν αναπτυχθεί πάρα πολύ. Έχουν πάψει να στρατεύονται από κοινού σε πολιτικά κόμματα, που κατά το μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούνται πλέον από πτυχιούχους αστούς και από συνταξιούχους. Και δεν κινητοποιούνται πλέον ούτε από τις ίδιες αιτίες, ούτε λόγω των ίδιων προτεραιοτήτων.
Κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, η αποσύνδεση μεταξύ της Αριστεράς και του λαϊκού εκλογικού σώματος αποδόθηκε σε μια σειρά παραγόντων: πολιτικούς (αθέτηση των ανειλημμένων δεσμεύσεων), οικονομικούς (υπερδιόγκωση του τριτογενούς τομέα, χρηματιστικοποίηση, παγκοσμιοποίηση), ιδεολογικούς (νεοφιλελεύθερη ηγεμονία), κοινωνιολογικούς (εξύμνηση της αριστείας από τα καλλιεργημένα στρώματα), ανθρωπολογικούς (διάλυση διαφορετικών τρόπων ζωής μέσα στον υπολογιστικό και εμπορικό ορθολογισμό), γεωγραφικούς (μεγαλουπόλεις εναντίον περιαστικού χώρου), πολιτισμικούς (κοινωνιακοί αγώνες εναντίον κοινωνικών αγώνων). Τέτοιου είδους κλασικές αιτιολογήσεις δημιουργούν μια συνεκτική εικόνα μόνο όταν λαμβάνονται υπόψη άλλες δύο αιτίες που αναφέρονται σπανιότερα: οι μετριαστικές ικανότητες που ασκούσε η «σοβιετική απειλή» στους ηγέτες του καπιταλιστικού «ελεύθερου κόσμου» από τη μια πλευρά και η επιδείνωση της σχέσης των λαϊκών τάξεων με τη θεσμική πολιτική από την άλλη.
Ανένδοτος πολέμιος του επαναστατικού μαρξισμού, ο Τομά Πικετί αναγνωρίζει παρ’ όλα αυτά ότι «η μείωση των ανισοτήτων κατά τον 20ό αιώνα είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένη με την ύπαρξη ενός κομμουνιστικού αντι-προτύπου. (…) Μέσω της δύναμης πίεσης και της απειλής που αντιπροσώπευσε για τις ελίτ των ιδιοκτητών στις καπιταλιστικές χώρες, συνέβαλε κατά πολύ στη μεταβολή της ισορροπίας δυνάμεων, επιτρέποντας να εμφανιστεί στις καπιταλιστικές χώρες ένα φορολογικό καθεστώτος, ένα κοινωνικό καθεστώς και ένα καθεστώς κοινωνικής ασφάλισης που θα ήταν πολύ δύσκολο να επιβληθεί χωρίς αυτό το αντι-πρότυπο» (9).
Και αυτό επειδή, όσο παράξενο και αν φαίνεται σήμερα, η Σοβιετική Ένωση πράγματι συμβόλιζε επί δεκαετίες, ιδιαίτερα στους κόλπους της πιο αγωνιστικής μερίδας της δυτικής εργατικής τάξης, τη χειροπιαστή δυνατότητα για ένα άλλο παρόν και συνεπώς για ένα διαφορετικό μέλλον: μια προσδοκία. Δεν υπάρχει πολιτική χωρίς πίστη στο μέλλον –και είναι ακριβώς αυτό το κράμα επιθυμίας, ψευδαίσθησης και ελπίδας που εξαφανίστηκε τη δεκαετία του 1980, τη στιγμή ακριβώς που η νεοφιλελεύθερη μεταστροφή της κυβερνητικής Αριστεράς επιπλέον διέλυε τα βιομηχανικά προπύργια, με αποτέλεσμα να τεθεί εκτός παιχνιδιού η κοινωνική ομάδα που, από τη δεκαετία του 1930, καταλάμβανε εκείνο τον χώρο (10). Η «αποπολιτικοποίηση» που σχολιαστές και δημοσκόποι χρεώνουν στις λαϊκές τάξεις δεν είναι άλλο από το όνομα με το οποίο έχουν ντύσει οι ίδιοι την άρνηση της συμμετοχής σε ένα παιχνίδι όπου κυριαρχεί η εκτίμηση πως δεν υπάρχει πια τίποτα να κερδηθεί.
Και η απόσυρση των μεν ενισχύει το μονοπώλιο των δε. Όσο αυξάνεται το ποσοστό των πτυχιούχων ανώτατης εκπαίδευσης (ήταν μικρότερο του 5% μετά τον πόλεμο, ενώ τώρα είναι μεγαλύτερο από το ένα τρίτο στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ), τόσο εκείνοι γίνονται ηγεμονικοί στον πολιτιστικό χώρο και αποφασιστικής σημασίας στις εκλογές. Έτσι, θεωρούν πως είναι λιγότερο απαραίτητο να σχηματίσουν συμμαχίες με τους άλλους –πράγμα που απαιτεί φυσικά να λαμβάνονται υπόψη οι προτεραιότητές τους– προκειμένου να υπερισχύσουν πολιτικά.
Στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, οι πλούσιοι και οι πτυχιούχοι ψήφιζαν Δεξιά, ενώ οι φτωχοί και οι μη πτυχιούχοι ψήφιζαν Αριστερά. Αυτό δεν ισχύει πια: ο πανεπιστημιακός τίτλος, δηλαδή η θέση του ειδήμονα, του στελέχους, του ειδικού, οδηγεί σε αριστερή ψήφο και ενίοτε, ως αντίδραση, οδηγεί εκείνους που δεν είναι ούτε ειδήμονες ούτε πτυχιούχοι και που αισθάνονται ότι υποτιμούνται από τους ειδήμονες και τους πτυχιούχους να κλίνουν προς την αντίθετη κατεύθυνση (11). Το «αμερικανικό μοντέλο» που ακολουθεί βρίσκεται σχεδόν παντού στην Ευρώπη: μια πλούσια και διανοούμενη πόλη όπως η Νέα Υόρκη ή το Σαν Φρανσίσκο ψηφίζει Δημοκρατικούς. Μια φτωχή και αγροτική Πολιτεία όπως η Δυτική Βιρτζίνια ή το Μισισίπι ψηφίζει Ρεπουμπλικανούς.
Όμως, αντίθετα με την κατάσταση που ίσχυε πριν από τριάντα ή σαράντα χρόνια, τα μετριοπαθή αριστερά σχήματα –είτε είναι σοσιαλιστικά, είτε εργατικά, είτε δημοκρατικά, είτε οικολογικά– μπορούν πλέον να στοιχηματίσουν ότι θα κερδίσουν ακόμη και εάν παραβλέψουν τις απαιτήσεις του λαϊκού εκλογικού σώματος, κυρίως σε εκλογές όπου το τελευταίο έχει μικρή συμμετοχή. Είναι λοιπόν ελεύθερα να προωθήσουν έναν πολιτιστικό και κοινωνιακό φιλελευθερισμό που προορίζεται πρωτίστως για τη πεφωτισμένη αστική τάξη. «Δεν είναι σπουδαίο αν χάσουμε τους εργάτες», είχε συμπεράνει ο Φρανσουά Ολάντ. Ο γερουσιαστής από την Πολιτεία της Νέας Υόρκης Τσακ Σούμερ εξέφραζε την ίδια θέση τον Ιούλιο του 2016: «Για κάθε Δημοκρατικό εργάτη που χάνουμε στη δυτική Πενσιλβάνια, θα ξανακερδίσουμε δύο μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανούς στα προάστια της Φιλαδέλφειας». Δύο μήνες αργότερα, ο Ντόναλντ Τραμπ κέρδιζε την Πενσιλβάνια –και εξελέγη…
Ο Ντομινίκ Στρος-Καν είχε κι εκείνος απευθύνει σύσταση οι Γάλλοι σοσιαλιστές να εγκαταλείψουν το λαϊκό εκλογικό σώμα προκειμένου να «ασχοληθούν κατεπειγόντως με αυτό που συμβαίνει στα μεσαία στρώματα της χώρας μας». Λαμπρός στρατηγικός σχεδιαστής κι αυτός, είχε αποσαφηνίσει τη συγκεκριμένη επιλογή λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές του 2002, που είχαν ως κατάληξη τον αποκλεισμό του υποψηφίου του από τον πρώτο γύρο: «Τα μέλη της ενδιάμεσης ομάδας, η οποία αποτελείται σε τεράστιο ποσοστό από μισθωτούς σώφρονες, ενημερωμένους και μορφωμένους, σχηματίζουν τη ραχοκοκαλιά της κοινωνίας μας και εγγυώνται τη σταθερότητά της». Δεν ίσχυε όμως αυτό, σύμφωνα με τον ίδιο, για την «πιο μειονεκτούσα ομάδα» που «τις περισσότερες φορές δεν ψηφίζει καθόλου» και της οποίας «οι ξαφνικές εμφανίσεις εκδηλώνονται μερικές φορές με πράξεις βίας» (12).
Πριν από είκοσι χρόνια, οι σοσιαλιστές νίκησαν τη Δεξιά στις δημοτικές εκλογές του Παρισιού, χάνοντας ταυτόχρονα περισσότερες από είκοσι πόλεις σε άλλες περιοχές. Ένας από τους ηγέτες τους, ο Ανρί Εμανουελί, δημοσιεύει τότε ένα άρθρο με τον ειρωνικό τίτλο: «Αριστερά: πόσο κοστίζει το τετραγωνικό μέτρο;» (13). Και επισημαίνει: «Πλέον, η επιρροή της πληθυντικής Αριστεράς φαίνεται πως έχει την τάση να ακολουθεί την τιμή του τετραγωνικού μέτρου, ενώ παραδοσιακά η τάση ήταν αντιστρόφως ανάλογη». Το 1983 και το 1989, ο Ζακ Σιράκ είχε επικρατήσει σε κάθε ένα από τα είκοσι διαμερίσματα της πρωτεύουσας. Από τότε που δύο σοσιαλιστές δήμαρχοι διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον στο Δημαρχείο, η τιμή του τετραγωνικού μέτρου τριπλασιάστηκε… Αντιστοίχως, η ακροδεξιά, που στο Παρίσι συγκέντρωσε το 13,38% των ψήφων κατά τις προεδρικές εκλογές του 1988 –μια επίδοση συγκρίσιμη τότε με τα αποτελέσματα που σημείωσε στην υπόλοιπη χώρα– δεν διατήρησε παρά το 4,99% το 2017, μολονότι εκείνη τη χρονιά η Μαρίν Λε Πεν συγκέντρωσε το 21,3% των ψήφων σε εθνικό επίπεδο, ιδίως χάρη στην ψήφο των εργατών και των υπαλλήλων. Ενώπιον μιας τέτοιας κοινωνιολογικής ανατροπής, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ανώτερες τάξεις και οι πτυχιούχοι διαμορφώνουν το κλίμα για την Αριστερά και ορίζουν τις στρατηγικές προτεραιότητές της.
Όμως ό,τι έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τους μεν δεν είναι αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία για τους δε, ακόμη και στην περίπτωση όπου στηρίζουν το ίδιο κόμμα. Όταν το 2017 ζητήθηκε από τους Αμερικανούς εργάτες που ψήφιζαν Δημοκρατικούς να διατυπώσουν τις προτεραιότητές τους, εκείνοι επέλεξαν το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης, το επίπεδο της οικονομικής δραστηριότητας, την απασχόληση και τη συνταξιοδότηση. Οι προτεραιότητες των προοδευτικών πτυχιούχων –που είναι οι «δημιουργικές τάξεις» των δημοσιογράφων, των καλλιτεχνών, των εκπαιδευτικών, των δημοσκόπων, των αιρετών, των καθηγητών, των αναγνωστών των «New York Times», των μπλόγκερ, των ακροατών του δημόσιου ραδιοφώνου– ήταν, κατά σειρά, το περιβάλλον, η κλιματική αλλαγή, το κόστος της υγειονομικής περίθαλψης και η εκπαίδευση (14).
Μια ασυμφωνία τέτοιου είδους δεν ισχυροποιεί αναγκαστικά το χάσμα μεταξύ μετριοπαθών και ριζοσπαστών. Έτσι, το βρετανικό Εργατικό Κόμμα σημείωσε μια παταγώδη αποτυχία το 2019 λίγο αφότου ο ηγέτης του Τζέρεμι Κόρμπιν ανακοίνωσε, υποχωρώντας στη διπλή πίεση που ασκούσαν οι μπλεριστές βουλευτές, που τον απεχθάνονταν, και οι ριζοσπάστες φοιτητές, που τον υποστήριζαν, ότι σε περίπτωση νίκης θα οργάνωνε ένα δεύτερο δημοψήφισμα για το Brexit. Μολαταύτα, η έξοδος από την Ευρωπαϊκή Ένωση, κατακριτέα από τις μεσαίες τάξεις πτυχιούχων, μετριοπαθών και ριζοσπαστών, ήταν ευπρόσδεκτη στις πιο λαϊκές εργατικές εκλογικές περιφέρειες του βορρά της Αγγλίας. Η ευρωπαϊκή επιλογή του Κόρμπιν έριξε πολλούς στα χέρια του Συντηρητικού Κόμματος. Το μάθημα είναι σαφές: εάν η Αριστερά θέλει να κατακτήσει και πάλι το εκλογικό σώμα που έχασε, είναι προτιμότερο να αποφεύγει να προωθεί θέματα που προκαλούν αντιπαραθέσεις και είναι πιο πιθανό να το δυσαρεστήσουν. Η Δεξιά, το Twitter και τα μέσα ενημέρωσης έχουν ήδη αναλάβει αυτή τη δουλειά.
Όταν οι καιροί είναι χαλεποί, η απαίτηση για καλά νέα μεγαλώνει. Όμως, με την υγειονομική κρίση, οι κινητοποιήσεις που δίνουν το σήμα μιας επιθετικής Αριστεράς σπανίζουν ολοένα περισσότερο, πράγμα που αυξάνει την ατομική απόσυρση, τη μελαγχολία του «παλιού κόσμου που χάθηκε», την επικέντρωση της δημόσιας συζήτησης στις εμμονές της άκρας Δεξιάς με την εθνική ταυτότητα. Όλα αυτά είναι συστατικά στοιχεία μιας «πολιτικής φόβου» που θα οδηγήσει την Αριστερά, εάν υποκύψει σε αυτή, να μην προτείνει τίποτε άλλο από μια υπεράσπιση των κατακτήσεων του παρελθόντος ή ένα εκλογικό μπάλωμα με σκοπό την αποφυγή των χειρότερων. Σε μια τέτοια περίπτωση όμως, το «φράγμα» συχνά στήνεται γύρω από την πιο μετριοπαθή και την πιο δειλή πρόταση, την πρόταση που φαίνεται πως ρισκάρει λιγότερο να οδηγήσει σε οποιουδήποτε είδους ρήξη με την υφιστάμενη τάξη πραγμάτων –τον Ολάντ και τον Εμμανουέλ Μακρόν αντί του Μελανσόν τo 2012 και το 2017, τη Χίλαρι Κλίντον και τον Τζο Μπάντεν αντί του Μπέρνι Σάντερς το 2016 και το 2020. Με κίνδυνο σε αυτή την περίπτωση να δούμε τη στάθμη του νερού να έχει αυξηθεί κι άλλο την επόμενη φορά.
Αποκαμωμένοι από τη διεξαγωγή αποκλειστικά αμυντικών μαχών κατά του μεταπολεμικού σοσιαλισμού, οι αρχιτέκτονες του φιλελευθερισμού όπως ο Φρίντριχ Χάγιεκ είχαν επιλέξει έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Είχαν καλέσει τους οπαδούς τους να δώσουν μεγαλύτερη αξία σε «μια πνευματική περιπέτεια», «μια πράξη θάρρους», «έναν γνήσιο ριζοσπαστισμό». Σήμερα, η συμβουλή αυτή αφορά την Αριστερά: η ευλαβική προσήλωσή της στους οικονομικούς και στους πολιτικούς κανόνες του παιχνιδιού που δημιουργήθηκαν πριν από τριάντα χρόνια από τους αντιπάλους της απ’ ό,τι φαίνεται θα την οδηγήσει σε μια σίγουρη νέα αποτυχία. Η τριπλή κατάσταση έκτακτης ανάγκης, οικολογική, κοινωνική και δημοκρατική, απαιτεί αντιθέτως να αντιπαραταχθεί ένας αντίστροφος ριζοσπαστισμός απέναντι στον «φιλελεύθερο ριζοσπαστισμό», που πλέον θριαμβεύει, αλλά δείχνει ότι, αν συνεχίσουμε να ακολουθούμε τις επιταγές του, σε βάθος χρόνου θα σημάνει την καταστροφή της κοινωνίας και το τέλος της ανθρωπότητας. Με τη βεβαιότητα, τούτη τη φορά, πως μια Αριστερά σχεδόν ομοιόμορφα με ανώτατη μόρφωση και υπέρ της «αξιοκρατίας» και της «αριστείας» δεν θα είναι ούτε υπέρ της ισότητας, ούτε λαϊκή, ούτε νικηφόρα.
Ισχυριζόμενος ότι κάνει τη χώρα του «τάφο» του νεοφιλελευθερισμού, και υποθέτοντας ότι οι πράξεις του θα σεβαστούν αυτή τη δέσμευση, ο νέος Χιλιανός πρόεδρος Γκάμπριελ Μπόριτς παρουσιάζει τον στόχο που πρέπει να επιτευχθεί. Αν λέγαμε ότι ο δρόμος θα είναι απόκρημνος, θα υποτιμούσαμε σαφώς τις δυσκολίες. Όμως, κάποτε που ερωτήθηκε για την ακλόνητη αισιοδοξία του, ο Νόαμ Τσόμσκι είχε δώσει αυτή την απάντηση: «Έχετε δύο πιθανές επιλογές. Μπορείτε να πείτε: είμαι απαισιόδοξος, τίποτα δεν θα πάει καλά, παραιτούμαι, και έτσι καθιστώ βέβαιο ότι θα συμβεί το χειρότερο. Ή μπορείτε να αδράξετε τις ευκαιρίες που υπάρχουν, τις ακτίνες ελπίδας, και να πείτε ότι ίσως και να χτίσουμε έναν καλύτερο κόσμο. Στην ουσία, δεν πρόκειται καν για επιλογή».