Όταν ένας ηγέτης υπό αμφισβήτηση κατονομάζει έναν εσωτερικό εχθρό, τότε μπορεί να χαρακτηρίσει τους πολιτικούς αντίπαλους του ταραχοποιούς, ανατροπείς, πράκτορες ξένων δυνάμεων. Του είναι όμως επίσης χρήσιμο να κατονομάσει έναν εξωτερικό εχθρό και να υποδύεται ότι αντιδρά στην απειλή του: τοποθετώντας τον εαυτό του στη θέση του εγγυητή των εθνικών συμφερόντων, κερδίζει σε μεγαλοπρέπεια. Σύμφωνα με τους Δυτικούς, μια τέτοια ερμηνεία εξηγεί ταυτόχρονα γιατί ο Βλαντιμίρ Πούτιν σκλήρυνε την καταστολή των αντιπάλων του και γιατί ζήτησε από τις ΗΠΑ εγγυήσεις ασφαλείας σε σχέση με το ουκρανικό ζήτημα που ήξερε ότι δεν θα μπορούσαν να γίνουν αποδεκτές. Κι όμως, αν πρέπει να βρούμε έναν πρόεδρο που να έχει συμφέρον από μια επίδειξη στρατιωτικής δύναμης ώστε να ανακόψει την πτώση της δημοτικότητάς του, τότε ο Τζο Μπάιντεν έχει τουλάχιστον τις ίδιες πιθανότητες με τον Ρώσο ομόλογό του…
Ο αμερικανικός Τύπος, του οποίου οι αναλύσεις αναπαράγονται αμέσως από τα γαλλικά ΜΜΕ, μας εξηγεί ότι «μια δημοκρατική Ουκρανία θα αντιπροσώπευε έναν στρατηγικό κίνδυνο για το κράτος καταστολής που έχει οικοδομήσει ο Πούτιν. Θα μπορούσε να ενθαρρύνει τις ευνοϊκές προς τη δημοκρατία δυνάμεις στη Ρωσία» (1). Ποιος μπορεί όμως να πιστέψει ότι ο άνεμος ελευθερίας που θα φυσήξει από μια τόσο φτωχή και διεφθαρμένη χώρα όπως η Ουκρανία, στην οποία οι δύο ηγέτες της αντιπολίτευσης βρίσκονται υπό δικαστικό διωγμό, θα μπορούσε να τρομοκρατήσει το Κρεμλίνο; Και δεν είναι η αγάπη του Κιέβου για τις ατομικές ελευθερίες που του χάρισε τη στρατιωτική στήριξη της Τουρκίας.
Όμως τα μεγάλα λόγια για τη δημοκρατία σε κίνδυνο, μια στρατιωτική κλιμάκωση και ένας παχυλός προϋπολογισμός για το Πεντάγωνο (2) είναι η καλύτερη στρατηγική συσπείρωσης Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών αιρετών, που τον υπόλοιπο χρόνο αντιπαρατίθενται και υποδύονται ότι φτάνουν σε εξέγερση ή και σε εμφύλιο. «Για να μπορέσει να υπερασπιστεί την ειρήνη στο εξωτερικό, ο πρόεδρος Μπάιντεν θα πρέπει πρώτα να κάνει ειρήνη εδώ», τον συμβουλεύει μάλιστα η «Wall Street Journal». «Η αντίσταση στη Ρωσία ενώνει τους προοδευτικούς και τους συντηρητικούς γερουσιαστές» (3). Με δυο λόγια, η σύγκρουση με τη Μόσχα κατευνάζει κάπως τις έντονες αντιπαραθέσεις στην αμερικανική πολιτική…
Η αλλοπρόσαλλη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, οι δύο παραπομπές του στο Κογκρέσο, οι φαντασιοπληξίες του «Russiagate», η επίθεση στο Καπιτώλιο, οι κατηγορίες για εκλογονοθεία ή για χειραγώγηση των εκλογών υπονόμευσαν τις αξιώσεις της Ουάσιγκτον να επιβάλει μαθήματα δημοκρατίας στον υπόλοιπο κόσμο. Παραδεχόμενος ότι οι προφητείες του για το «τέλος της ιστορίας» διαψεύστηκαν, ο Φράνσις Φουκογιάμα προτείνει «δύο καθοριστικούς παράγοντες τους οποίους υποτίμησα τότε». Ο ένας ήταν ακριβώς η «πιθανότητα μιας πολιτικής αποσύνθεσης των εξελιγμένων δημοκρατιών» (4). Κρούοντας τον κώδωνα του κινδύνου, θεωρεί ότι οι εσωτερικές διαμάχες στις ΗΠΑ καταφέρνουν πλήγμα στην αποτρεπτική ισχύ της Δύσης.
Όμως, λίγους μήνες μετά την ήττα της Δύσης στο Αφγανιστάν, με τους Ευρωπαίους να έχουν συρθεί σε μια περιπέτεια χωρίς κανείς να έχει ζητήσει τη γνώμη τους για την έκβασή της, την οποία ακολούθησε η αμερικανική σφαλιάρα που εισέπραξε η Γαλλία στον Ειρηνικό, η Ουάσιγκτον μπορεί να χρησιμοποιήσει την ουκρανική κρίση για να επιπλήξει αλλά και να συσπειρώσει τους συμμάχους της στη Γηραιά Ήπειρο.