Οι ήχοι από μπότες στις πύλες της Ευρώπης προκάλεσαν πανικό στις δυτικές καγκελαρίες. Σε μια προσπάθεια να λάβει εγγυήσεις σχετικά με την προστασία της εδαφικής της ακεραιότητας, η Ρωσία παρουσίασε στους Αμερικανούς δύο σχέδια συνθηκών με στόχο τη μεταρρύθμιση της αρχιτεκτονικής ασφάλειας στην Ευρώπη συγκεντρώνοντας ταυτόχρονα στρατεύματα στα ουκρανικά σύνορα. Η Μόσχα απαιτεί το επίσημο πάγωμα της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, την απόσυρση των δυτικών στρατευμάτων από τις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και τον επαναπατρισμό των αμερικανικών πυρηνικών όπλων, που έχουν αναπτυχθεί στην Ευρώπη. Αυτές οι απαιτήσεις, καθώς είναι αδύνατον να ικανοποιηθούν ως έχουν, λαμβάνουν τη μορφή τελεσίγραφου και αποτελούν την απειλή της ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης στην Ουκρανία.
Υπάρχουν δύο αντίθετες ερμηνείες. Για ορισμένους, η Μόσχα πλειοδοτεί προκειμένου να επιτύχει παραχωρήσεις από την Ουάσιγκτον και τους Ευρωπαίους. Άλλοι, αντίθετα, πιστεύουν ότι το Κρεμλίνο θέλει να είναι σε θέση να χρησιμοποιήσει την άρνηση ως πρόσχημα προκειμένου να δικαιολογήσει μια κίνηση στην Ουκρανία. Σε κάθε περίπτωση, τίθεται το ερώτημα σχετικά με τον χρόνο επιλογής εμπλοκής της Μόσχας σε αυτόν τον ανταγωνισμό δυνάμεων. Γιατί να παίξει αυτό το ριψοκίνδυνο παιχνίδι και γιατί τώρα;
Από το 2014, οι ρωσικές αρχές έχουν αυξήσει σημαντικά την ικανότητα της οικονομίας τους να αντέξει ένα σοβαρό σοκ, ιδιαίτερα για τον τραπεζικό και χρηματοπιστωτικό τομέα. Το μερίδιο του δολαρίου στα αποθεματικά της κεντρικής τράπεζας έχει μειωθεί. Μια εθνική κάρτα πληρωμών, η Mir, βρίσκεται πλέον στα πορτοφόλια του 87% του πληθυσμού. Και αν οι ΗΠΑ πραγματοποιήσουν την απειλή τους να αποσυνδέσουν τη Ρωσία από το δυτικό σύστημα Swift, όπως έκαναν με το Ιράν το 2012 και το 2018, οι χρηματοπιστωτικές συναλλαγές μεταξύ ρωσικών τραπεζών και εταιρειών θα μπορούσαν πλέον να πραγματοποιούνται μέσω ενός τοπικού συστήματος επικοινωνίας. Συνεπώς, η Ρωσία αισθάνεται καλύτερα εξοπλισμένη για να αντιμετωπίσει αυστηρές κυρώσεις σε περίπτωση σύγκρουσης.
Από την άλλη πλευρά, η προηγούμενη κινητοποίηση του ρωσικού στρατού στα ουκρανικά σύνορα την άνοιξη του 2021 οδήγησε στην αναβίωση του ρωσοαμερικανικού διαλόγου για θέματα στρατηγικής και κυβερνοασφάλειας. Και πάλι, το Κρεμλίνο προφανώς θεώρησε ότι η στρατηγική της έντασης ήταν ο μόνος τρόπος για να ακουστεί από τη Δύση και ότι η νέα αμερικανική κυβέρνηση θα ήταν πρόθυμη να κάνει περισσότερες παραχωρήσεις προκειμένου να επικεντρωθεί στην αυξανόμενη αντιπαράθεση με το Πεκίνο.
Ο Βλαντιμίρ Πούτιν φαίνεται να θέλει να βάλει τέλος σε αυτό που αποκαλεί «δυτικό σχέδιο μετατροπής της Ουκρανίας σε μια εθνικιστική “αντιρωσική” χώρα» (1). Πράγματι, υπολόγιζε στις συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφηκαν τον Σεπτέμβριο του 2014, για να αποκτήσει πρόσβαση στην ουκρανική πολιτική μέσω των δημοκρατιών του Ντονμπάς. Συνέβη το αντίθετο: όχι μόνο η εφαρμογή τους έχει παγώσει, αλλά ο πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι, η εκλογή του οποίου τον Απρίλιο του 2019 είχε γεννήσει στο Κρεμλίνο την ελπίδα ανανέωσης των δεσμών με το Κίεβο, ενίσχυσε την πολιτική της ρήξης με τον «ρωσικό κόσμο» που είχε ξεκινήσει ο προκάτοχός του. Ακόμη χειρότερα, η στρατιωτικο-τεχνική συνεργασία μεταξύ της Ουκρανίας και του ΝΑΤΟ συνεχίζει να εντείνεται, ενώ η Τουρκία, μέλος και η ίδια του ΝΑΤΟ, έχει παραδώσει μη επανδρωμένα αεροσκάφη μάχης, που κάνουν το Κρεμλίνο να φοβάται ότι το Κίεβο μπορεί να μπει στον πειρασμό μιας στρατιωτικής ανακατάληψης του Ντονμπάς. Επομένως, η Μόσχα καλείται να αναλάβει πρωτοβουλία όσο υπάρχει ακόμη χρόνος. Όμως, ανεξάρτητα από τους συγκυριακούς παράγοντες που αποτελούν την αιτία των σημερινών εντάσεων, θα πρέπει να σημειωθεί ότι η Ρωσία απλώς επαναλαμβάνει τα αιτήματα που προβάλλει από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, χωρίς η Δύση να τα θεωρεί αποδεκτά ή με νομιμοποιητική βάση.
Η παρανόηση χρονολογείται από την κατάρρευση του κομμουνιστικού μπλοκ το 1991. Λογικά, η εξαφάνιση του Συμφώνου της Βαρσοβίας θα έπρεπε να οδηγήσει στη διάλυση του ΝΑΤΟ, το οποίο δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τη «σοβιετική απειλή». Νέες μορφές ολοκλήρωσης θα έπρεπε να κατατεθούν για αυτή την «άλλη Ευρώπη», η οποία φιλοδοξούσε να πλησιάσει τη Δύση. Η στιγμή έμοιαζε κατάλληλη, καθώς οι ρωσικές ελίτ, οι οποίες πιθανότατα ποτέ δεν ήταν τόσο φιλοδυτικές, είχαν αποδεχτεί την διάλυση της αυτοκρατορίας τους αμαχητί (2). Ωστόσο, οι σχετικές προτάσεις, ιδίως της Γαλλίας, θάφτηκαν υπό την πίεση της Ουάσιγκτον. Μη θέλοντας να στερηθούν τη «νίκη» τους επί της Μόσχας, οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεσαν για την ανατολική διεύρυνση των ευρωατλαντικών δομών, κληροδότημα του Ψυχρού Πολέμου, προκειμένου να εδραιώσουν την κυριαρχία τους στην κεντρική Ευρώπη.
Παραβίαση του διεθνούς δικαίου
Ήδη από το 1997 ξεκινά η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά, παρόλο που οι δυτικοί ηγέτες είχαν υποσχεθεί στον Μιχαήλ Γκορμπατσόφ ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο (3). Στις Ηνωμένες Πολιτείες, ηγετικές προσωπικότητες εξέφραζαν τη διαφωνία τους. Ο Τζορτζ Κένναν, ο οποίος θεωρείται ο αρχιτέκτονας της πολιτικής ανάσχεσης της ΕΣΣΔ, προέβλεψε τις συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης, οι οποίες ήταν τόσο λογικές όσο και επιβλαβείς: «Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ θα ήταν το πιο μοιραίο λάθος στην αμερικανική πολιτική από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου. Είναι αναμενόμενο ότι η απόφαση αυτή θα αναζωπυρώσει εθνικιστικές, αντιδυτικές και μιλιταριστικές τάσεις στη ρωσική κοινή γνώμη, θα αναζωπυρώσει την ψυχροπολεμική ατμόσφαιρα στις σχέσεις Ανατολής-Δύσης και θα κατευθύνει τη ρωσική εξωτερική πολιτική προς μια κατεύθυνση που θα είναι αντίθετη με τις επιθυμίες μας» (4).
Το 1999, όταν το ΝΑΤΟ γιόρταζε με τυμπανοκρουσίες την 50ή επέτειό του, πραγματοποίησε την πρώτη του διεύρυνση προς τα ανατολικά (Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχική Δημοκρατία) και ανακοίνωσε ότι η διαδικασία θα συνεχιζόταν μέχρι τα ρωσικά σύνορα. Πάνω απ’ όλα, η Ατλαντική Συμμαχία προχώρησε ταυτόχρονα σε πόλεμο κατά της Γιουγκοσλαβίας, μετατρέποντας τον οργανισμό από αμυντικό μπλοκ σε επιθετική συμμαχία, κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου. Ο πόλεμος κατά του Βελιγραδίου διεξήχθη χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ, εμποδίζοντας τη Μόσχα να χρησιμοποιήσει ένα από τα τελευταία εναπομείναντα μέσα εξουσίας της: το δικαίωμα βέτο της στο Συμβούλιο Ασφαλείας. Οι ρωσικές ελίτ, που είχαν ποντάρει τόσα πολλά στην ενσωμάτωση της χώρας τους με τη Δύση, αισθάνθηκαν προδομένες: η Ρωσία, με πρόεδρο τότε τον Μπόρις Γέλτσιν που είχε εργαστεί για την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, δεν αντιμετωπίστηκε ως εταίρος που έπρεπε να ανταμειφθεί για τη συμβολή του στο τέλος του κομμουνιστικού συστήματος, αλλά ως ο μεγάλος χαμένος του Ψυχρού Πολέμου, που έπρεπε να πληρώσει το γεωπολιτικό τίμημα.
Παραδόξως, η ανάληψη της εξουσίας από τον Πούτιν τον επόμενο χρόνο αντιστοιχούσε μάλλον σε μια περίοδο σταθεροποίησης των σχέσεων μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης. Ο νέος Ρώσος πρόεδρος πολλαπλασίασε τις πράξεις καλής θέλησης προς την Ουάσιγκτον μετά τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001. Αποδέχθηκε την προσωρινή εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων στην Κεντρική Ασία και διέταξε, ταυτόχρονα, το κλείσιμο των βάσεων που κληρονόμησε από την ΕΣΣΔ στην Κούβα, καθώς και την αποχώρηση των Ρώσων στρατιωτών που βρίσκονταν στο Κόσοβο. Σε αντάλλαγμα, η Ρωσία ήθελε η Δύση να αποδεχθεί την ιδέα ότι ο μετασοβιετικός χώρος, τον οποίο ορίζει ως το εγγύς εξωτερικό της, εμπίπτει στη σφαίρα ευθύνης της. Αλλά ενώ οι σχέσεις με την Ευρώπη ήταν αρκετά καλές, ιδίως με τη Γαλλία και τη Γερμανία, υπήρχαν αυξανόμενες παρεξηγήσεις με τις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 2003, η επέμβαση στο Ιράκ από τον αμερικανικό στρατό χωρίς την έγκριση του ΟΗΕ αποτελεί μια ακόμα παραβίαση του διεθνούς δικαίου, την οποία κατήγγειλαν εν χορώ το Παρίσι, το Βερολίνο και η Μόσχα. Η κοινή αυτή αντίθεση των τριών μεγαλύτερων δυνάμεων της ευρωπαϊκής ηπείρου επιβεβαιώνει τους φόβους της Ουάσιγκτον για τους κινδύνους που ελλοχεύουν για την αμερικανική ηγεμονία από μία συνεργασία της Ρωσίας με την Ευρώπη.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι Ηνωμένες Πολιτείες ανακοίνωσαν την πρόθεσή τους να εγκαταστήσουν τμήματα της αντιπυραυλικής τους ασπίδας στην Ανατολική Ευρώπη, κατά παράβαση της συμφωνίας Ρωσίας-ΝΑΤΟ (που υπογράφηκε το 1997), η οποία εγγυήθηκε στη Μόσχα ότι η Δύση δεν θα εγκαθιστούσε νέες μόνιμες στρατιωτικές υποδομές. Εξάλλου, η Ουάσινγκτον αμφισβήτησε τις συμφωνίες πυρηνικού αφοπλισμού: οι Ηνωμένες Πολιτείες αποσύρθηκαν από τη Συνθήκη για αντιβαλιστικούς πυραύλους (ABM, 1972) τον Δεκέμβριο του 2001.
Είτε επρόκειτο για δικαιολογημένο φόβο είτε για ψευδαισθήσεις καταδίωξης, οι «χρωματιστές επαναστάσεις» στον μετασοβιετικό χώρο έγιναν αντιληπτές στη Μόσχα ως επιχειρήσεις που αποσκοπούσαν στην εγκαθίδρυση φιλοδυτικών καθεστώτων στο κατώφλι της. Όντως, τον Απρίλιο του 2008 η Ουάσιγκτον άσκησε ισχυρές πιέσεις στους Ευρωπαίους συμμάχους της να επικυρώσουν την πρόσκληση της Γεωργίας και της Ουκρανίας για ένταξη στο ΝΑΤΟ, παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία των Ουκρανών ήταν αντίθετη σε κάτι τέτοιο. Ταυτόχρονα, οι Ηνωμένες Πολιτείες πίεζαν για την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου, η οποία αποτελούσε περαιτέρω παραβίαση του διεθνούς δικαίου, καθώς νομικά πρόκειται για σερβική επαρχία.
Αφού η Δύση άνοιξε το κουτί της Πανδώρας του παρεμβατισμού και της αμφισβήτησης των συνόρων στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η Ρωσία απάντησε με στρατιωτική επέμβαση στη Γεωργία το 2008 και στη συνέχεια με την αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας. Με τον τρόπο αυτό, το Κρεμλίνο έστελνε το σήμα πως θα κάνει τα πάντα για να αποτρέψει την περαιτέρω διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά. Αλλά αμφισβητώντας την εδαφική ακεραιότητα της Γεωργίας, η Ρωσία παραβίασε με τη σειρά της το διεθνές δίκαιο.
Η ρωσική ενόχληση έφτασε σε σημείο χωρίς επιστροφή με την ουκρανική κρίση. Στα τέλη του 2013, Ευρωπαίοι και Αμερικανοί υποστήριξαν τις διαδηλώσεις που οδήγησαν στην ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς, η εκλογή όμως του οποίου το 2010 είχε αναγνωριστεί ως σύμφωνη με τα δημοκρατικά πρότυπα. Για τη Μόσχα, η Δύση υποστήριξε ένα πραξικόπημα προκειμένου να πετύχει, πάση θυσία, την προσάρτηση της Ουκρανίας στο δυτικό στρατόπεδο. Έκτοτε, η ρωσική παρέμβαση στην Ουκρανία -η προσάρτηση δηλαδή της Κριμαίας και η ανεπίσημη στρατιωτική υποστήριξη των αυτονομιστών του Ντονμπάς- παρουσιάζονται από το Κρεμλίνο ως νόμιμη απάντηση στη φιλοδυτική κατάληψη της εξουσίας στο Κίεβο. Από την πλευρά τους, οι δυτικές πρωτεύουσες καταγγέλλουν μια άνευ προηγουμένου πρόκληση για τη διεθνή τάξη μετά τον Ψυχρό Πόλεμο.
Οι συμφωνίες του Μινσκ, που υπογράφηκαν τον Σεπτέμβριο του 2014, έδωσαν τη δυνατότητα στη Γαλλία και τη Γερμανία να πάρουν το πάνω χέρι στην εξεύρεση λύσης μέσω διαπραγματεύσεων για τις εχθροπραξίες στο Ντονμπάς. Χρειάστηκε το ξέσπασμα μιας ένοπλης σύγκρουσης στην ήπειρο προκειμένου Παρίσι και Βερολίνο να εγκαταλείψουν την παθητικότητά τους. Αλλά επτά χρόνια αργότερα, η διαδικασία έχει σταματήσει. Το Κίεβο εξακολουθεί να αρνείται να παραχωρήσει αυτονομία στο Ντονμπάς, όπως προβλέπεται στο κείμενο. Αντιμέτωπο με την έλλειψη αντίδρασης από το Παρίσι και το Βερολίνο, που κατηγορούνται ότι ευθυγραμμίζονται με τις ουκρανικές θέσεις, το Κρεμλίνο επιδιώκει να διαπραγματευτεί απευθείας με τους Αμερικανούς, τους οποίους θεωρεί ως τους πραγματικούς καθοδηγητές του Κιέβου. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Μόσχα εξεπλάγη από το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι αποδέχθηκαν χωρίς αντίδραση όλες τις αμερικανικές πρωτοβουλίες, ακόμη και τις πιο αμφισβητήσιμες. Χαρακτηριστική ήταν η απόσυρση της Ουάσιγκτον από τη συνθήκη για τις Ενδιάμεσες Πυρηνικές Δυνάμεις (INF) τον Φεβρουάριο του 2019, η οποία θα έπρεπε να είχε προκαλέσει την αντίδρασή τους, καθώς αποτελούν δυνητικά τους πρώτους στόχους αυτού του είδους των όπλων. Σύμφωνα με την ερευνήτρια Ιζαμπέλ Φακόν, η Ρωσία «πιστεύει σταθερά, αισθητά ενοχλημένη, ότι οι ευρωπαϊκές χώρες είναι απελπιστικά ανίκανες να αποκτήσουν στρατηγική αυτονομία έναντι των Ηνωμένων Πολιτειών και ότι αρνούνται να αναλάβουν τις ευθύνες τους μπροστά στην επιδείνωση της στρατηγικής και διεθνούς κατάστασης» (5).
Παρακολουθητές του Ατλαντισμού
Ακόμη πιο εκπληκτικό: όταν Ρώσοι και Αμερικανοί μιλούσαν ξανά για στρατηγικά θέματα, με την πενταετή παράταση της συνθήκης για τη μείωση των πυρηνικών όπλων New Start, που ακολούθησε τη σύνοδο κορυφής Μπάιντεν-Πούτιν τον Ιούνιο του 2021, η Ευρωπαϊκή Ένωση, αντί να πιέσει για εκτόνωση των σχέσεων με τη Μόσχα, απέρριψε μια πιθανή συνάντηση με τον Ρώσο πρόεδρο. Για την Πολωνία, η οποία τορπίλισε την πρωτοβουλία μαζί με άλλες χώρες, «αυτό θα ενίσχυε το κύρος του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν αντί να τιμωρήσει μια επιθετική πολιτική» (6). Η άρνηση διαλόγου έρχεται σε αντίθεση με τη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στον άλλο μεγάλο γείτονα της ΕΕ, την Τουρκία: παρά την στρατιωτική της δραστηριότητα (κατοχή της βόρειας Κύπρου και μέρους του συριακού εδάφους, αποστολή στρατευμάτων στο Ιράκ, τη Λιβύη και τον Καύκασο), το αυταρχικό καθεστώς του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος είναι εξάλλου σύμμαχος του Κιέβου, δεν υπόκειται σε κυρώσεις. Στην περίπτωση της Ρωσίας, αντίθετα, οι Ευρωπαίοι δεν παρουσίασαν άλλη πολιτική από το να απειλούν τακτικά με νέες κυρώσεις, ανάλογα με τις ενέργειες του Κρεμλίνου. Όσο για την Ουκρανία, περιορίζονται στο να επαναλαμβάνουν το ΝΑΤΟϊκό δόγμα της ανοικτής πόρτας, παρόλο που οι μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, με επικεφαλής το Παρίσι και το Βερολίνο, έχουν εκφράσει την αντίθεσή τους στο παρελθόν και δεν έχουν, στην πραγματικότητα, καμία πρόθεση να εντάξουν την Ουκρανία στη στρατιωτική τους συμμαχία.
Η κρίση στις σχέσεις Ρωσίας-Δύσης καταδεικνύει ότι η ασφάλεια της ευρωπαϊκής ηπείρου δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς τη Ρωσία, πόσω μάλλον εναντίον της. Αντιθέτως, η Ουάσιγκτον ευνοεί τον αποκλεισμό, καθώς ενισχύει την αμερικανική ηγεμονία στην Ευρώπη. Από την πλευρά τους, οι Δυτικοευρωπαίοι, με τη Γαλλία πρώτη πρώτη, δεν είχαν το όραμα και το πολιτικό θάρρος να μπλοκάρουν τις πιο προκλητικές πρωτοβουλίες της Ουάσιγκτον και να προτείνουν ένα θεσμικό πλαίσιο χωρίς αποκλεισμούς, που θα απέτρεπε την επανεμφάνιση ρηγμάτων στην ήπειρο. Και γι’ αυτόν τους τον φιλοατλαντισμό η Ουάσιγκτον αντί να τους ανταμείβει, τους αγνοεί. Η ασυντόνιστη απόσυρση από το Αφγανιστάν και η δημιουργία μιας στρατιωτικής συμμαχίας στον Ειρηνικό χωρίς την έγκριση του Παρισιού είναι τα τελευταία επεισόδια μιας τέτοιας συμπεριφοράς. Οι Ευρωπαίοι παρακολουθούν τώρα ως θεατές τις διαπραγματεύσεις των ΗΠΑ και της Ρωσίας για την ασφάλεια της Γηραιάς Ηπείρου, με φόντο τον πόλεμο στην Ουκρανία.