Πριν από μερικά χρόνια, μια λέξη ξεχασμένη από τον περισσότερο κόσμο ξανάκανε την εμφάνισή της στον δημόσιο διάλογο: ο «αποπληθωρισμός», ένα φαινόμενο που στο άκουσμά του και μόνο έμοιαζαν να παγώνουν από τρόμο οι οικονομολόγοι και στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη μείωση των τιμών και των μισθών, με παράλληλη πτώση των επενδύσεων και της οικονομικής δραστηριότητας. Στον απόηχο της κρίσης της διετίας 2007-2008, απειλούσε να βυθίσει την Ευρωπαϊκή Ένωση και τις ΗΠΑ σε έναν ανησυχητικό φαύλο κύκλο. Για την αναχαίτισή του έπρεπε να επιχειρηθούν τα πάντα, ακόμα και εκείνο που η αμερικανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) και, κυρίως, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) –ένας πραγματικός ναός της δημοσιονομικής αυστηρότητας– προσπαθούσαν ανέκαθεν να αποφύγουν: να διοχετεύσουν ωκεανούς ρευστότητας στην παγκόσμια οικονομία, με την ελπίδα ότι οι τιμές θα ξαναρχίσουν να ανεβαίνουν. Να όμως που τώρα μας ανησυχεί το ακριβώς αντίθετο: μια έκρηξη τιμών που με τη σειρά της ενδέχεται να αποσταθεροποιήσει την παγκόσμια οικονομία.
Κατά τη διάρκεια των τελευταίων μηνών του 2021, ο Τύπος αφιέρωσε τα πρωτοσέλιδά του στις ανησυχίες εξαιτίας της επιστροφής ενός ορμητικού πληθωρισμού. Πράγματι, στις περισσότερες χώρες, οι δείκτες τιμών σημείωναν ιστορικές αυξήσεις. Στις ΗΠΑ, η αύξηση έφτασε το 7% τον Δεκέμβριο του 2021, επίπεδο το οποίο δεν είχε ποτέ ξεπεραστεί από το 1982. Στη ζώνη του ευρώ, ανέρχεται στο 5% και σπάει ρεκόρ τριακονταετίας στη Γερμανία και στην Ισπανία. Πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτή η ανατροπή; Μήπως ο κόσμος κατόρθωσε να ξεφύγει από τον αποπληθωρισμό ίσα για να πέσει στα νύχια της έκρηξης των τιμών;
Ο πληθωρισμός μετριέται με έναν οικονομικό δείκτη που θεωρείται ότι υπολογίζει τη συνολική εξέλιξη των τιμών σε μια δεδομένη επικράτεια, σε ένα δεδομένο νόμισμα και σε μια δεδομένη χρονική περίοδο (συνήθως των τελευταίων δώδεκα μηνών). Στην πράξη, οι εθνικές στατιστικές υπηρεσίες τον υπολογίζουν μέσω ενός δείκτη τιμών καταναλωτή. Αυτός αντικατοπτρίζει την εξέλιξη ενός ορισμένου «καλαθιού» αγαθών και υπηρεσιών (ο δείκτης που χρησιμοποιεί η Eurostat περιλαμβάνει 700): ψωμί, ρούχα, οικιακές συσκευές, κούρεμα… Στόχος είναι να υπολογιστεί τόσο η εξέλιξη των τιμών όσο και η εξέλιξη της αγοραστικής δύναμης του νομίσματος: όταν η τιμές αυξάνονται από χρόνο σε χρόνο, το ίδιο ποσό ευρώ επιτρέπει την αγορά όλο και μικρότερου αριθμού προϊόντων.
Οι επιπτώσεις τέτοιων μειώσεων της αγοραστικής δύναμης δεν κατανέμονται ομοιόμορφα στο εσωτερικό της κοινωνίας. Έτσι, ο πληθωρισμός μπορεί να ωφελήσει κράτη με υψηλό δανεισμό, καθώς μειώνει το βάρος της εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους. Όταν οι μισθοί ακολουθούν την αύξηση των τιμών –μέσω διαπραγματεύσεων για τους μισθούς ή μέσω μιας αυτόματης τιμαριθμικής αναπροσαρμογής– ωφελεί και τα νοικοκυριά που έχουν συνάψει δάνεια.
Στη Γαλλία, τη δεκαετία του 1970, διάφορες μορφές τιμαριθμικής αναπροσαρμογής συνέβαλαν στην προστασία των μισθωτών από τις επιπτώσεις του πληθωρισμού. Στις περιπτώσεις όπου η εξέλιξη των εισοδημάτων δεν αντισταθμίζει την πτώση της αγοραστικής δύναμης του νομίσματος και οι τιμές της ενέργειας, των μεταφορών και των τροφίμων αυξάνονται, ο πληθωρισμός μετατρέπεται σε εκείνο που ο Φρανσουά Μιτεράν, ο Γάλλος πρόεδρος που το 1982 προχώρησε στην κατάργηση της τιμαριθμικής αναπροσαρμογής, είχε αποκαλέσει «φορολόγηση των φτωχών» (1). Συνεπώς, ο πληθωρισμός αποτελεί ένα φαινόμενο αναδιανομής του εισοδήματος με μεταβλητή γεωμετρία και με συνέπειες που ποικίλλουν ανάλογα με τις θεσμικές διευθετήσεις… και τους κοινωνικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, μία σταθερά υπάρχει: οι δανειστές και οι εισοδηματίες τον απεχθάνονται επειδή διαβρώνει την αξία των αποταμιεύσεών τους.
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, ο πληθωρισμός βρισκόταν στην πρώτη γραμμή των οικονομικών ανησυχιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκείνη την εποχή, η χώρα βρισκόταν αντιμέτωπη με μια ταχεία αύξηση των τιμών –διψήφια το 1974 και μεταξύ 1979-1981– σε μια οικονομική συγκυρία στασιμότητας και ανεργίας. Οι νεοφιλελεύθεροι οικονομολόγοι, οι οποίοι από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ακόνιζαν τα όπλα τους, επωφελήθηκαν από αυτή την κρίση που ονομάστηκε «στασιμοπληθωρισμός» (συνδυασμός οικονομικής στασιμότητας και πληθωρισμού) προκειμένου να επιβάλλουν τις απόψεις τους. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, η κεϋνσιανής έμπνευσης οικονομική πολιτική αποσκοπούσε κατά κύριο λόγο στην εξασφάλιση των υψηλότερων δυνατών επιπέδων οικονομικής δραστηριότητας, αποδεχόμενη τη δημιουργία ενός ορισμένου επιπέδου πληθωρισμού. Το νέο ρεύμα οικονομικής σκέψης, με κορυφαίο εκπρόσωπο τον Μίλτον Φρίντμαν, ανήγαγε σε προτεραιότητα την καταπολέμηση του πληθωρισμού, ακόμα κι όταν κάτι τέτοιο συνεπαγόταν τη βύθιση της οικονομίας στην ύφεση.
Η επικράτηση αυτού του νέου δόγματος σημαδεύτηκε από ένα ιδρυτικό γεγονός: τη δραστική αύξηση του επιτοκίου βάσης (το επιτόκιο βραχυπρόθεσμου δανεισμού που καθορίζεται από τις κεντρικές τράπεζες και χρησιμοποιείται ως εργαλείο για τη ρύθμιση της οικονομικής δραστηριότητας) της Fed, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1979 από τον πρόεδρό της Πολ Βόλκερ. Στόχος ήταν να ανακοπεί ο πληθωρισμός μέσω του στραγγαλισμού της αμερικανικής οικονομίας. Στα χρόνια που ακολούθησαν αυτό το «σοκ», ο μέσος ετήσιος δείκτης τιμών καταναλωτή κατακρημνίστηκε (από το 13,6% το 1980 στο 3,2% το 1983), με την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού να επωφελείται από ευνοϊκές συνθήκες όπως η πτώση της τιμής του πετρελαίου. Για τους νεοφιλελεύθερους ήταν τελειωμένη υπόθεση: το φάρμακο του μονεταρισμού είχε αποδείξει την αποτελεσματικότητά του –λίγη σημασία είχαν οι αλυσιδωτές πτωχεύσεις επιχειρήσεων, η εκτίναξη της ανεργίας και η σοβαρότατη ύφεση που επιβλήθηκαν στον πληθυσμό.
Μια παρόμοια μέριμνα πρυτάνευσε στην ευρωπαϊκή οικοδόμηση –και βρίσκεται πίσω από τους κανόνες που υιοθετήθηκαν στη Συνθήκη του Μάαστριχτ τον Φεβρουάριο του 1992: απαγόρευση νομισματοποίησης των δημοσιονομικών ελλειμμάτων (δηλ. κάλυψη των ελλειμμάτων με έκδοση χρήματος) και ανεξαρτησία της ΕΚΤ. Πρόκειται για την εκ των προτέρων απαγόρευση των πολιτικών που θεωρούνται πληθωριστικές και την επιβολή κατηγορηματικών κανόνων νομισματικής διαχείρισης, όπως ο προσδιορισμός του πληθωρισμού γύρω ή και κάτω από ένα ορισμένο χαμηλό ποσοστό. Η διασφάλιση της «σταθερότητας τιμών» αποτελεί την πρωταρχική αποστολή της ΕΚΤ. Πρόκειται για την πρόσδοση συνταγματικού χαρακτήρα σε μια δημόσια πολιτική απόλυτα συμβατή με τις αρχές του ορντοφιλελευθερισμού (2).
Το νέο δόγμα της νομισματικής πολιτικής επιβάλλει να επιτηρείται ο πληθωρισμός σαν να επρόκειτο για μάστιγα έτοιμη να ξεσπάσει ανά πάσα στιγμή. Στην πράξη, αυτό μεταφράζεται σε μια περιοριστική πολιτική που αποσκοπεί στην αύξηση των επιτοκίων προκειμένου να περιοριστούν οι χορηγήσεις πιστώσεων και η οικονομική δραστηριότητα όταν η οικονομία ανεβάζει απότομα στροφές, όταν δηλαδή καταγράφεται ένα επίπεδο ανεργίας χαμηλότερο από εκείνο το οποίο οι μονεταριστές θεωρούν «φυσιολογικό» (ο Φρίντμαν έκανε λόγο για ένα «επίπεδο ανεργίας που δεν επιταχύνει τον πληθωρισμό»). Το ζητούμενο είναι να υποταχθεί η δημόσια, η νομισματική και η δημοσιονομική πολιτική στις προτιμήσεις των εισοδηματιών και των δανειστών.
Ο κίνδυνος ενός αποπληθωριστικού φαύλου κύκλου
Ωστόσο, η κρίση της περιόδου 2007-2008 ανέτρεψε τα δεδομένα. Εκτός από το ενδεχόμενο μιας γενικευμένης χρηματοοικονομικής κατάρρευσης, το ωστικό κύμα της κρίσης αναβίωσε έναν κίνδυνο γνωστό στις ΗΠΑ μετά την κρίση του 1929: τον κίνδυνο ενός αποπληθωριστικού φαύλου κύκλου που επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα. Ένα φαινόμενο γνώριμο και στην Ιαπωνία κατά τη διάρκεια της «χαμένης δεκαετίας» του 1990: αντιμέτωπη με έναν καταστροφικό για την οικονομία αποπληθωρισμό μετά από μια μείζονα κρίση, η Τράπεζα της Ιαπωνίας όχι μόνον μείωσε το επιτόκιο βάσης στο μηδέν, αλλά κινητοποίησε και άλλες «μη συμβατικές πολιτικές», όπως η άμεση εξαγορά χρεογράφων. Μετά την κρίση του 2008, η Fed και η ΕΚΤ χρησιμοποίησαν την ίδια εργαλειοθήκη. Κατορθώνοντας να αποφύγουν την κατάρρευση του χρηματοπιστωτικού συστήματος… χωρίς ωστόσο να κατορθώσουν να βγάλουν την αμερικανική και την ευρωπαϊκή οικονομία από τη «lowflation», ένα μείγμα χαμηλού πληθωρισμού και αναιμικής οικονομικής μεγέθυνσης.
Η κρίση της Covid-19 κλόνισε ακόμα περισσότερο τις μονεταριστικές δοξασίες. Η διάσωση της οικονομίας μετά τον περιορισμό των μετακινήσεων ενός μεγάλου μέρους του παγκόσμιου πληθυσμού απαιτούσε σημαντικές δαπάνες και ακόμα πιο χαλαρές πολιτικές εκ μέρους των νομισματικών αρχών. Στις ΗΠΑ, τα διαδοχικά σχέδια ανάκαμψης που υιοθετήθηκαν από τον Ντόναλντ Τραμπ και τον Τζο Μπάιντεν, καθώς και η άνευ προηγουμένου πολιτική χορήγησης δανείων και εξαγοράς τίτλων εκ μέρους της Fed, φτάνουν αθροιστικά σε ύψος αρκετών τρισεκατομμυρίων δολαρίων (3). Από την πλευρά της, η ΕΚΤ δρομολόγησε ένα μεγάλης έκτασης πρόγραμμα εξαγοράς τίτλων προκειμένου να τροφοδοτήσει με ρευστότητα τις οικονομίες της Γηραιάς Ηπείρου. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, ο πληθωρισμός παρέμενε στάσιμος στο 1,4% στα τέλη του 2020, αφού προηγουμένως είχε πρακτικά μηδενιστεί, κινούμενος στο επίπεδο του 0,1% την άνοιξη. Στη ζώνη του ευρώ, ο αποπληθωρισμός έκανε την εμφάνισή του μετά τον Αύγουστο, κυρίως στη Γερμανία. Και στις δύο ακτές του Ατλαντικού, οι σχολιαστές και οι αναλυτές ανησυχούσαν: μήπως έχει γίνει πραγματικότητα η απειλή του αποπληθωρισμού, που εδώ και αρκετά χρόνια προκαλούσε ανησυχία;
Και μετά, όλα ανατρέπονται κατά τη διάρκεια του 2021. Μετά τον Μάρτιο, ο πληθωρισμός αρχίζει να αυξάνεται. Όμως, το πολυαναμενόμενο φαινόμενο στο εξής θα αποδεικνυόταν… υπερβολικά έντονο. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον Νοέμβριο του 2021, ο Λόρενς Σάμερς, πρώην υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, προειδοποιεί: αντί να σηματοδοτεί την έξοδο από το αποπληθωριστικό επεισόδιο, η άνοδος των τιμών φανερώνει μια υπερθέρμανση της οικονομίας που θα μπορούσε «να δημιουργήσει μεταστάσεις και να απειλήσει την ευημερία, όπως και την εμπιστοσύνη στους θεσμούς» (4). Ο Ολιβιέ Μπλανσάρ, πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για το σχέδιο Μπάιντεν του Μαρτίου 2021: μια τέτοια δημοσιονομική προσπάθεια «θα μπορούσε να οδηγήσει όχι σε υπερθέρμανση, αλλά σε πυρκαγιά» (5). Στη Γερμανία, το πολύ δημοφιλές ταμπλόιντ «Bild» επικρίνει την έλλειψη αντίδρασης της ΕΚΤ απέναντι στην άνοδο των τιμών και κολλάει στην Κριστίν Λαγκάρντ το παρατσούκλι «Μαντάμ Πληθωρισμός» (6).
Έτσι, οι αυξήσεις των τιμών προκύπτουν από «μια υπερβολική δημοσιονομική ενίσχυση και από μια υπερβολικά χαλαρή νομισματική πολιτική», ισχυρίζεται ο Σάμερς, υιοθετώντας με τη σειρά του τις αναλύσεις του Φρίντμαν: μια υπερβάλλουσα ενίσχυση των δημοσιονομικών δαπανών, χρηματοδοτούμενη από τη δημιουργία χρήματος, θεωρείται πως αποτελεί μια τεχνητή τόνωση της οικονομίας. Εκκινώντας εκείνο που ο Νουριέλ Ρουμπινί, πρώην σύμβουλος του Λευκού Οίκου επί προεδρίας Κλίντον, παρουσιάζει ως «ένα στασιμοπληθωριστικό περιβάλλον μεσοπρόθεσμα χειρότερο και από εκείνο της δεκαετίας του 1970» (7).
Κάτω από τα πυρά της κριτικής, η Fed και η ΕΚΤ προσπαθούν να σχετικοποιήσουν τη σοβαρότητα του φαινομένου. «Τίποτε δεν αποδεικνύει ότι ο πληθωρισμός είναι ανεξέλεγκτος», δήλωσε η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος του διευθυντηρίου της ΕΚΤ, όταν ρωτήθηκε από τη γερμανική τηλεόραση στις 29 Νοεμβρίου 2021 (8). Μερικές εβδομάδες νωρίτερα, ο πρόεδρος της Fed Ζερόμ Πάουελ είχε χαρακτηρίσει «μεταβατική» (9) την άνοδο του πληθωρισμού. Πράγματι, μια σημαντική μερίδα των αναλυτών διευκρινίζει ότι αυτή η αναζωπύρωση οφείλεται σε μια σειρά συγκυριακών αιτίων.
Στο παιχνίδι εμπλέκονται πολλοί παράγοντες, συνδεδεμένοι με την κρίση της Covid-19. Καταρχάς, η απλή στατιστική «επίδραση της βάσης σύγκρισης». Την άνοιξη του 2020, οι τιμές πολλών πρώτων υλών, όπως το πετρέλαιο, αντιμετώπισαν τις πιέσεις της πανδημίας. Όμως, ο πληθωρισμός υπολογίζεται σε ετήσια βάση. Έτσι, μετά τον Απρίλιο του 2021, το ποσοστό του πληθωρισμού άρχισε να λαμβάνει υπόψη τους μήνες όπου το επίπεδο των τιμών ήταν «αφύσικα» χαμηλό, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην ευρωζώνη. Με μηχανικό τρόπο, ένα τέτοιο σημείο σύγκρισης οδηγεί σε έναν «αφύσικα» υψηλό δείκτη πληθωρισμού.
Τετριμμένες επωδοί της δεκαετίας του 1970
Δεύτερο επεξηγηματικό στοιχείο είναι εκείνο που οι οικονομολόγοι αποκαλούν «σοκ της προσφοράς», το οποίο επίσης προκλήθηκε από την κρίση της Covid-19. Πρόκειται για την ξαφνική αύξηση της τιμής της ενέργειας, και ειδικότερα του πετρελαίου, μόλις ξεκίνησε η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Η τιμή του βαρελιού του πετρελαίου, αφού πρώτα είχε αγγίξει ένα ιστορικό χαμηλό τον Μάρτιο και τον Απρίλιο του 2020, άρχισε σταδιακά να ανεβαίνει, καταλήγοντας να ξεπεράσει το προ της κρίσης επίπεδό της. Μεταξύ του Οκτωβρίου 2020 και του 2021 διπλασιάστηκε, ξεπερνώντας τα 80 δολάρια. Καθώς το πετρέλαιο παραμένει η προτιμώμενη παγκόσμια πηγή ενέργειας, το φαινόμενο διαχύθηκε στο σύνολο της οικονομίας, οδηγώντας σε άνοδο τις τιμές της ενέργειας (βενζίνη, ντίζελ, φυσικό αέριο, ακόμα και άνθρακας), των πλαστικών, των πρώτων υλών, καθώς των χερσαίων και αεροπορικών μεταφορών. Αντιμέτωπες με μια τέτοια συγκυρία, πολλές επιχειρήσεις αποφάσισαν να μετακυλήσουν τα επιπλέον κόστη στην τελική τιμή των προϊόντων τους.
Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλους κλάδους όπως το χαρτί, τα οικοδομικά υλικά ή τους ηλεκτρονικούς μικροεπεξεργαστές, όπου εμφανίζονται ελλείψεις που, και αυτές, ευνοούν την άνοδο των τιμών στις παγκόσμιες αγορές. Αφενός, εξαιτίας της έντονης ζήτησης, οφειλόμενης στη σταδιακή επανεκκίνηση της οικονομίας μετά από μια περίοδο (σχεδόν) παγκόσμιων περιοριστικών μέτρων. Αφετέρου, εξαιτίας μιας προσφοράς αποδιοργανωμένης μετά την υγειονομική κρίση και τις πολυάριθμες περιπλοκές που αυτή προκάλεσε στις εμπορευματικές μεταφορές: ανεπάρκεια σε κοντέινερ, κορεσμός των αποθηκών, συμφόρηση στα λιμάνια, έκρηξη τιμών στις θαλάσσιες μεταφορές. Χωρίς να υπολογίσουμε το μπλοκάρισμα της διώρυγας του Σουέζ επί έξι ημέρες τον Μάρτιο του 2021 από το γιγαντιαίο φορτηγό πλοίο της Evergreen.
Όλα αυτά είχαν ως συνέπεια ένα ασφυκτικό «μποτιλιάρισμα» στις παραδόσεις εμπορευμάτων και μια αποδιοργάνωση των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων, επιδεινώνοντας τα προβλήματα ανεφοδιασμού σε μια εποχή όπου η παραγωγή οργανώνεται στη βάση της «έγκαιρης παράδοσης» (just in time) (10). Τέλος, τα κύματα ξηρασίας και καύσωνα επηρέασαν την παραγωγή αγροτικών προϊόντων όπως τα σιτηρά και ο καφές, καθιστώντας τα με τη σειρά τους πιο ακριβά.
Ωστόσο, καμία από αυτές τις διαταραχές της παγκόσμιας οικονομίας δεν αναμενόταν να διαρκέσει. Εξάλλου, στα τέλη του 2021, όπως εξηγεί ο Άνταμ Μπλάιντερ, πρώην αντιπρόεδρος της Fed, οι αυξήσεις των τιμών επικεντρώνονταν σε έναν περιορισμένο αριθμό αγαθών και υπηρεσιών: στα μεταχειρισμένα αυτοκίνητα, στα αεροπορικά εισιτήρια και στη βενζίνη (11). Ένας δείκτης για την μέτρηση του πληθωρισμού που δημιουργήθηκε από την Κεντρική Τράπεζα της Πολιτείας του Τέξας φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτήν την άποψη: εξαιρώντας τις πιο ευμετάβλητες τιμές, εμφανίζει τον Δεκέμβριο του 2021 στις ΗΠΑ έναν πληθωρισμό της τάξης του 3%, σε αντίθεση με το 7% του παραδοσιακού δείκτη τιμών καταναλωτή (12). Ωστόσο, συνεπεία της αύξησης του κόστους της ενέργειας και των πρώτων υλών κατά τους τελευταίους μήνες, ενδέχεται να διευρυνθεί το φάσμα των προϊόντων και υπηρεσιών που επηρεάζονται από την άνοδο των τιμών.
Παρ’ όλους τους αριθμούς-ρεκόρ που καταγράφηκαν στο τέλος του 2021, οι περισσότεροι σχολιαστές εξέφραζαν την αισιοδοξία τους. Για τον «Economist», ο πληθωρισμός «θα ξεπεράσει τους στόχους των κεντρικών τραπεζών για το 2022», αλλά στη συνέχεια «θα αποκλιμακώνεται σε σχέση με το 2021, έως ότου πάψει εντελώς να αποτελεί πηγή μακροοικονομικής ανησυχίας» (13). Αυτή ακριβώς είναι και η άποψη του τηλεοπτικού καναλιού Bloomberg (14). Σημεία των καιρών; Μάλιστα, η «ορθόδοξη» ερμηνεία της αναζωπύρωσης του πληθωρισμού αποτέλεσε αντικείμενο έντονων ενστάσεων του αγγλοσαξονικού Τύπου. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 2021, ο υπεύθυνος για τις οικονομικές στήλες των «New York Times» άσκησε σφοδρή κριτική στους Σάμερς και Μπλανσάρ, χαρακτηρίζοντάς τους «κινδυνολόγους». Αμφισβητούσε τις «τετριμμένες επωδούς τους, δημιουργημένες κατά τη διάρκεια του στασιμοπληθωρισμού της δεκαετίας του 1970» (15) , όπως και τις αξιώσεις τους να προσδιορίσουν το σωστό ύψος των δημόσιων δαπανών.
Ένας δείκτης «υπερθέρμανσης»
O «Economist», σε ένα άρθρο που ανήγγελλε την επερχόμενη μείωση των τιμών, απορρίπτει την υπόθεση της επιτάχυνσης του πληθωρισμού που προβάλλεται από τους υπερασπιστές της νομισματικής ορθοδοξίας. Οι τελευταίοι επισείουν τον κίνδυνο πυροδότησης ενός φαύλου κύκλου «τιμών-μισθών»: η άνοδος των τιμών παρακινεί τους μισθωτούς να ζητούν μισθολογικές αυξήσεις, οδηγώντας τις επιχειρήσεις να αυξήσουν με τη σειρά τους τα τιμολόγιά τους προκειμένου να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους τους. Ωστόσο, σύμφωνα με το γνωστό οικονομικό περιοδικό, μένει να αποδειχθεί κατά πόσο ο φόβος για την πυροδότηση αυτής της δυναμικής ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα (16). Βέβαια, η κρίση της Covid-19 δεν άφησε ανεπηρέαστη την αμερικανική αγορά εργασίας. Λειτούργησε ως καταλύτης σε ένα κίνημα αποχωρήσεων μισθωτών, που αποκλήθηκε «η μεγάλη παραίτηση», ιδιαίτερα έντονο στους κακοπληρωμένους και εκτεθειμένους στον ιό κλάδους της οικονομίας (κυρίως στην εστίαση, στις αποθήκες και στις μεταφορές). Η έλλειψη εργατικού δυναμικού σε αυτούς τους τομείς διευκόλυνε την επίτευξη μισθολογικών αυξήσεων, συμβάλλοντας στην αύξηση κατά 5,7% του μέσου ωρομίσθιου μεταξύ Ιανουαρίου 2021 και Ιανουαρίου 2022. Για τους φιλελεύθερους σχολιαστές, πρόκειται για έναν δείκτη «υπερθέρμανσης», που στην πραγματικότητα όμως αποτελεί μείωση του μέσου μισθού… εάν συνυπολογιστεί και ο πληθωρισμός. Με άλλα λόγια, δεν πρόκειται για κάτι που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει τον πληθωριστικό πυρετό.
Επιπλέον, η τάση μείωσης τιμών και μισθών που δρομολογήθηκε από την παγκοσμιοποίηση και το ελεύθερο εμπόριο εντέλει συμβάλλει στην απομάκρυνση του φοβήτρου ενός φαύλου κύκλου «τιμών-μισθών». Αυτοί οι δύο παράγοντες πίεσης δημιουργούν μια μέγγενη. Από τη μία πλευρά, ο ανταγωνισμός, σε παγκόσμια κλίμακα, για τη μείωση του κόστους οδηγεί στη μείωση των μισθών. Από τη άλλη, οι εισαγωγές φθηνών προϊόντων συμβάλλουν στην πτώση των τιμών στις αναπτυγμένες χώρες: ο στασιμοπληθωρισμός είναι εισαγόμενος. Όλα αυτά προκύπτουν από ένα καθεστώς πλεονάζουσας προσφοράς και μια δομική υπερπαραγωγή σε παγκόσμιο επίπεδο, που τα τελευταία χρόνια οδήγησε σε καθοδική τροχιά τόσο τις τιμές όσο και τους μισθούς (17).
Για τον Ρόμπερτ Ράιχ, πρώην υπουργό Εργασίας στην κυβέρνηση Κλίντον, ούτε οι μισθοί ούτε το υπερβολικό επίπεδο των δημόσιων δαπανών εξηγούν το υψηλό επίπεδο των τιμών. Αντίθετα, επισημαίνει τον ρόλο των οικονομικών γιγάντων που έχουν δημιουργήσει ολιγοπωλιακές καταστάσεις σε πολλούς κλάδους: τον αγροδιατροφικό, τον χρηματοπιστωτικό, τις τηλεπικοινωνίες, την αεροπορία, τη φαρμακευτική βιομηχανία… Μια κατάσταση που τους προσφέρει «αρκετή εξουσία ώστε να αυξάνουν τις τιμές και να πολλαπλασιάζουν τα κέρδη τους» (18).
Και φυσικά, δεν παρέλειψαν να το πράξουν. Σύμφωνα με την «Wall Street Journal», σχεδόν τα δύο τρίτα των εισηγμένων στο χρηματιστήριο αμερικανικών επιχειρήσεων κατέγραψαν υψηλότερα κέρδη κατά τη διάρκεια του πρώτου εννεάμηνου του 2021 σε σχέση με αντίστοιχες περιόδους πριν από την πανδημία (19). Η αμερικανική οικονομική εφημερίδα παρατηρεί ότι η αύξηση του κόστους παραγωγής εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης αποτέλεσε «μια ευκαιρία από εκείνες που δίνονται μονάχα μια φορά μέσα σε μια γενιά» προκειμένου να αυξήσουν τις τιμές και τα περιθώρια κέρδους τους σε βάρος των πελατών. Συνεπώς, σύμφωνα με τον Ράιχ, η καταπολέμηση των δομικών αιτιών του πληθωρισμού θα προϋπέθετε την «επιθετική προσφυγή στην αντιμονοπωλιακή νομοθεσία». Η κυβέρνηση Μπάιντεν ενδέχεται να καταλήξει σε αυτήν την επιλογή, καθώς στα τέλη του 2021 δρομολόγησε αρκετές έρευνες για «πρακτικές αντίθετες στον υγιή ανταγωνισμό» στους κλάδους της βιομηχανικής γεωργοκτηνοτροφίας, της ενέργειας και των θαλάσσιων μεταφορών.
Στο επίπεδο της νομισματικής πολιτικής, το πολιτικό βάρος που διαθέτουν οι Κασσάνδρες, ενισχυμένο από το εκλογικό κόστος των παρατεταμένων αυξήσεων των τιμών, θα οδηγήσει εντέλει τον πρόεδρο της Fed να σκληρύνει τη γραμμή του απέναντι στον πληθωρισμό. Κατά τους τελευταίους μήνες του 2021, σταμάτησε να χρησιμοποιεί τον όρο «μεταβατικές» όταν αναφερόταν στις αυξήσεις των τιμών. «Σχεδόν όλοι οι αναλυτές αναμένουν ότι ο πληθωρισμός θα μειωθεί αισθητά κατά τη διάρκεια του δεύτερου ημίσεος του επόμενου έτους», δήλωνε στις αρχές Δεκεμβρίου του 2021 ενώπιον μιας επιτροπής του Κογκρέσου, για να υπαναχωρήσει όμως στη συνέχεια: «Δεν μπορούμε να ενεργήσουμε σαν να ήμασταν σίγουροι για κάτι τέτοιο» (20).
Να αποτελεί άραγε αυτή η διαμάχη ένα νέο χαρακτηριστικό παράδειγμα του γνωμικού που λέει ότι αρκεί να συγκεντρώσεις τρεις οικονομολόγους μέσα σε ένα δωμάτιο για να έχεις τέσσερις απόψεις; Ή μήπως ντύνει με τεχνοκρατικό λόγο αντιθέσεις πολιτικής φύσης, από εκείνες που δεν αντιμετωπίζονται με θεωρητικούς συλλογισμούς αλλά με συσχετισμούς δυνάμεων;
Η διαδοχή σοβαρών κρίσεων μεταξύ 2007 και 2021 έχει δημιουργήσει ρωγμές στο κέλυφος της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η ιδεολογία αυτή είχε χρησιμοποιηθεί προκειμένου να επιβάλει κανόνες «ορθής διαχείρισης» στη δημόσια πολιτική –δηλαδή την πλοήγηση της πολιτικής από την οικονομία. Όμως, η απειλή μιας γενικευμένης κατάρρευσης απαίτησε την επιστροφή στον εντελώς αντίθετο κανόνα: την πλοήγηση της οικονομίας από την πολιτική. Για τους υπέρμαχους της οικονομικής ορθοδοξίας, η αναζωπύρωση του πληθωρισμού προσφέρει την ευκαιρία για το κλείσιμο αυτής της παρένθεσης. Το παράδοξο της κατάστασης είναι ότι αυτή η σύγκρουση φέρνει αντιμέτωπες δύο ομάδες στο εσωτερικό των κυρίαρχων τάξεων και των θεσμών που φροντίζουν για τα συμφέροντά τους. Διότι, ποιοι είναι οι στόχοι των πιο άτεγκτων θεματοφυλάκων της κυρίαρχης νομισματικής τάξης; Η ΕΚΤ και η Fed, τις οποίες κανείς δεν θα μπορούσε να θεωρήσει ύποπτες για μαρξιστικές τάσεις, ούτε και θα μπορούσε να θεωρήσει ότι η πρόσφατη γενναιοδωρία τους όσον αφορά τη ρευστότητα υποκρύπτει κάποια ξαφνική επιθυμία για ανατροπή της νομισματικής τάξης. Απλώς φιλοδοξούν ακριβώς το αντίθετο: να εγγυηθούν την επιβίωση του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος.
Οι κεντρικοί τραπεζίτες βρίσκονται παγιδευμένοι σε μια μέγγενη. Από τη μια πλευρά βρίσκονται οι ποικίλες προσταγές για περιορισμό του πληθωριστικού κινδύνου, είτε υποκινούνται από ιδεολογικά κίνητρα είτε από εκλογικές σκοπιμότητες αφού, καθώς βρισκόμαστε σε περίοδο σημαντικών εκλογικών αναμετρήσεων και στις δύο ακτές του Ατλαντικού, οι αυξήσεις των τιμών θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν την οργή των λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη, βρίσκεται η επείγουσα ανάγκη να ενισχυθεί μέσω διαρκών επιχορηγήσεων μια ασθμαίνουσα παγκόσμια οικονομία και, όσον αφορά την Ευρώπη, να διασφαλιστεί η συνοχή ενός νομισματικού μπλοκ του οποίου οι βαθιές δυσλειτουργίες δεν έχουν εκλείψει, όσο κι αν για την ώρα καταπνίγονται από τους ποταμούς ρευστότητας της ΕΚΤ.
Διότι μια δραστική περιστολή της νομισματικής πολιτικής θα συνέβαλε στην επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας –μια διόλου ελκυστική επιλογή για τους πολιτικούς ηγέτες– και θα μπορούσε να πυροδοτήσει ισχυρές εντάσεις στις χρηματαγορές, στην αγορά ακινήτων, ακόμα και στην αγορά των κρυπτονομισμάτων (21) , αγορές τόσο εθισμένες στα χαμηλά επιτόκια ώστε να είναι πλέον εξαρτημένες από αυτά. Μια κατάσταση που φανερώνει τον κίνδυνο για μια άλλη μορφή πληθωρισμού, η οποία ωστόσο διαφεύγει από το «ραντάρ» του δείκτη τιμών καταναλωτή: τον χρηματοπιστωτικό πληθωρισμό που δημιουργεί χρηματιστηριακές φούσκες, πηγή κερδοσκοπικού πλουτισμού, ανισοτήτων και κρίσεων.
Στην ζώνη του ευρώ προστίθεται μια επιπλέον αφορμή για σύνεση: μια νομισματική περιστολή θα οδηγούσε πιθανότατα στην επιστροφή των εντάσεων στην αγορά τίτλων κρατικού χρέους. Οι αντιφάσεις που σπαράσσουν τη νεοφιλελεύθερη νομισματική τάξη, δημιουργημένη μετά τη δεκαετία του 1970, έχουν μάλλον γίνει τόσο έντονες, ώστε οι λύσεις που εφαρμόζονται σε ένα σημείο του συστήματος πλέον επιδεινώνουν αλλού τις εντάσεις.
Η Fed δείχνει πλέον να κλίνει σαφώς προς την περιστολή. Έχει προ πολλού εξαγγείλει τον ακρωτηριασμό των προγραμμάτων αγοράς τίτλων του Δημοσίου, καθώς και αρκετές αυξήσεις του επιτοκίου βάσης της για το 2022, με την πρώτη να πραγματοποιείται την άνοιξη. Η ΕΚΤ για μεγάλο χρονικό διάστημα συνηγορούσε υπέρ μιας ενδιάμεσης οδού, περιοριζόμενη στην προγραμματισμένη μείωση των εξαγορών ομολόγων –κυρίως δημόσιου χρέους– μέχρι τον τερματισμό τους την άνοιξη. Όμως, στις αρχές Φεβρουαρίου, η Κριστίν Λαγκάρντ έπαψε πλέον να απορρίπτει το ενδεχόμενο αύξησης των επιτοκίων μέσα στο 2022. Μια αναγγελία αρκετή για να προκαλέσει την εκτίναξη των επιτοκίων του ελληνικού και του ιταλικού χρέους… Με δεδομένη την υπερθέρμανση των αγορών, οι συνέπειες της περιστολής της νομισματικής πολιτικής, και στις δύο ακτές του Ατλαντικού, παραμένουν απρόβλεπτες.