Εξαναγκαστικά επιβεβλημένη, η ψηφιοποίηση της πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες εφαρμόζεται πλέον σε αναγκαίες διαδικασίες, όπως η αίτηση για έκδοση πιστοποιητικού οικογενειακής κατάστασης, η πληρωμή των φόρων, η απόκτηση άδειας παραμονής. Κι όμως, η υποχρεωτικότητα της χρήσης του Διαδικτύου σε αυτούς και πολλούς ακόμα τομείς που συνδέονται με την καθημερινή ζωή (ταξίδια, θεάματα, λογιστική) απαιτεί ακόμα μεγαλύτερη προσπάθεια από εκείνους που είναι λιγότερο σε θέση να το πράξουν, είτε γιατί δεν έχουν τον απαραίτητο εξοπλισμό είτε τις γνώσεις πληροφορικής είτε τη βοήθεια των οικείων τους. Γι’ αυτούς «το έθνος των start–ups» του Εμμανουέλ Μακρόν μεταφράζεται σε ποινή εξορίας μέσα στην ίδια τους τη χώρα.
Από τις πρώτες λέξεις της έκθεσης που αφιερώνει στον αυξανόμενο ρόλο της ψηφιοποίησης στη σχέση μεταξύ της δημόσιας διοίκησης και του πολίτη, η Συνήγορος του Πολίτη Κλερ Εντόν δίνει τον τόνο: «Στα κατά τόπους γραφεία μας φτάνουν άνθρωποι εξαντλημένοι, ενίοτε απελπισμένοι, και μας εξηγούν πόσο ανακουφισμένοι είναι που επιτέλους μιλούν σε κάποιον με σάρκα και οστά» (1). Οι τραγικές σκηνές στο «Εγώ, ο Ντάνιελ Μπλέικ», της ταινίας του Κεν Λόουτς όπου ένας Βρετανός άνεργος προσπαθεί να τα βγάλει πέρα με διαδικασίες που όσο πιο ψηφιακές είναι τόσο πιο απάνθρωπες γίνονται, ξαναπαίζονται καθημερινά στη Γαλλία. Δεκατρία εκατομμύρια άτομα, δηλαδή ένας στους πέντε, προσπαθούν να τα βγάλουν πέρα με τις ψηφιακές υπηρεσίες χωρίς κανένας πολιτικός αξιωματούχος να ασχολείται με την ύπαρξή τους (2).
Το προφίλ των θυμάτων συμπίπτει με τους πληθυσμούς που βασανίζονται ήδη από τον τρόπο οργάνωσης της κοινωνίας: υπερήλικες, κάτοικοι αγροτικών περιοχών, προλετάριοι, άτομα χωρίς σπουδές, κρατούμενοι, ξένοι. Αντίστροφα, τα στελέχη, τα υψηλά εισοδήματα και οι πτυχιούχοι έχουν όλο τον απαιτούμενο εξοπλισμό σε υπολογιστές, ταμπλέτες κι έξυπνα κινητά και χρησιμοποιούν ευχαρίστως την ψηφιακή δημόσια διοίκηση. Με δυο λόγια, σε όσο μεγαλύτερη κοινωνική επισφάλεια βρίσκεται κάποιος τόσο πιο δύσκολο είναι να έχει πρόσβαση στα δικαιώματά του, στα επιδόματα, στις δημόσιες υπηρεσίες. Η υγειονομική κρίση που γενίκευσε την προσφυγή στην τηλεργασία, την εξ αποστάσεως εκπαίδευση, το διαδικτυακό κλείσιμο ιατρικών ραντεβού, ενέτεινε τον τεχνολογικό υποβιβασμό των μη προνομιούχων. Και κάποιες φορές, χωρίς να το εκτιμούν σωστά, τα πολιτικά κόμματα επεκτείνουν και στο πεδίο του δημοκρατικού βίου την απομόνωση των κοινωνικών στρωμάτων σε επισφάλεια. Έτσι, όταν οι οικολόγοι διοργάνωσαν μια ψηφοφορία «ανοιχτή σε όλες και σε όλους από 16 ετών και άνω» για την επιλογή του υποψήφιού τους στις προεδρικές εκλογές, η συμμετοχή προϋπέθετε «έναν λογαριασμό ηλεκτρονικού ταχυδρομείου για τη λήψη των υπερσυνδέσμων της ψηφοφορίας, έναν αριθμό κινητού τηλεφώνου για τη λήψη των κωδικών επικύρωσης της ψήφου και μια τραπεζική κάρτα για την πληρωμή της συμμετοχής των 2 ευρώ».
Επισημαίνοντας ότι «η κατάσταση χειροτερεύει», η Κλερ Εντόν θυμίζει ότι από κανέναν δεν μπορεί να αφαιρεθεί η πρόσβαση στα δικαιώματα και τα επιδόματά του με τη δικαιολογία ότι δεν χρησιμοποιεί την τεχνολογία στις συναλλαγές του με το Δημόσιο. Διότι για πολλούς, τονίζει, η «εξαναγκαστική ψηφιοποίηση» δεν αντιπροσωπεύει την απλοποίηση, αλλά «μια μορφή θεσμικής κακοποίησης».