Παρατηρούμε άραγε στην Ουκρανία μια πλανητικών διαστάσεων σύγκρουση ανάμεσα στη «δημοκρατία και στον αυταρχισμό», όπως διακηρύσσει ο Αμερικανός πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και επαναλαμβάνουν ασταμάτητα οι δυτικοί πολιτικοί και σχολιαστές; Όχι, απαντά η μοναχική φωνή του Αμερικανού δημοσιογράφου Ρόμπερτ Κάπλαν, «όσο κι αν κάτι τέτοιο μπορεί να φαίνεται ενάντιο σε όσα υπαγορεύει η διαίσθησή μας». Άλλωστε, «η ίδια η Ουκρανία υπήρξε εδώ και πολλά χρόνια μια αδύναμη δημοκρατία, διεφθαρμένη και θεσμικά υπανάπτυκτη». Στην παγκόσμια κατάταξη όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου, η έκθεση των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα για το 2021 την κατέτασσε στην 97η θέση. Όπως προσθέτει ο Κάπλαν, «η μάχη αφορά κάτι πιο ευρύ και πιο θεμελιώδες: το δικαίωμα των λαών να αποφασίζουν για το μέλλον τους και να ζουν απαλλαγμένοι από οποιαδήποτε επίθεση» (1). Και σημειώνει το προφανές, ότι πολλές «δικτατορίες» είναι σύμμαχοι των ΗΠΑ, κάτι που άλλωστε δεν καταδικάζει.
Αν και στον Βορρά οι αποκλίνουσες φωνές στο ζήτημα του πολέμου της Ουκρανίας παραμένουν σπάνιες και ακούγονται ελάχιστα, καθώς επικράτησε ξανά η ενιαία σκέψη σε καιρό πολέμου (2) , κυριαρχούν στον Νότο, σε αυτό το «υπόλοιπο του κόσμου» που αποτελεί την πλειονότητα της ανθρωπότητας και παρατηρεί τον πόλεμο μέσα από διαφορετικούς φακούς. Η οπτική γωνία του Νότου συνοψίστηκε από τον γενικό διευθυντή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Τέντρος Γκεμπρεγέσους, ο οποίος θλίβεται που ο κόσμος δεν θεωρεί εξίσου σημαντική τη ζωή των λευκών και των μαύρων, τη ζωή των Ουκρανών, των Υεμενιτών ή των Τιγκραϊτών, «επειδή δεν αντιμετωπίζει την ανθρώπινη φυλή κατά τον ίδιο τρόπο, καθώς ορισμένοι είναι πιο ίσοι από κάποιους άλλους» (3). Είχε κάνει αυτήν την θλιβερή διαπίστωση ήδη κατά την έξαρση της πανδημίας Covid-19.
Πρόκειται για έναν από τους λόγους για τους οποίους σημαντικός αριθμός χωρών, κυρίως αφρικανικών, απείχαν από τη διαδικασία των ψηφισμάτων του ΟΗΕ για την Ουκρανία –φυσικά οι δικτατορίες, αλλά και χώρες όπως η Νότια Αφρική και η Ινδία, η Αρμενία και το Μεξικό, η Σενεγάλη και η Βραζιλία (4). Και, μέχρι τα τέλη Απριλίου, καμία μη δυτική χώρα δεν έμοιαζε έτοιμη να επιβάλει σημαντικές κυρώσεις στη Ρωσία.
Όπως υπογράμμισε ο Τρίτα Πάρσι, αντιπρόεδρος της δεξαμενής σκέψης Quincy Institute for Responsible Statecraft (Ουάσιγκτον), επιστρέφοντας από το Φόρουμ της Ντόχα (26-27 Μαρτίου 2022) όπου συναντήθηκαν περισσότεροι από δύο χιλιάδες πολιτικοί, δημοσιογράφοι και διανοούμενοι από τις τέσσερις γωνιές του πλανήτη, οι χώρες του Νότου «συμπάσχουν με τον ουκρανικό λαό και θεωρούν τη Ρωσία εισβολέα. Όμως, οι απαιτήσεις της Δύσης, που τους ζητάει να κάνουν οδυνηρές θυσίες διακόπτοντας τους οικονομικούς δεσμούς τους με τη Ρωσία, με το πρόσχημα της διατήρησης μιας “διεθνούς τάξης πραγμάτων θεμελιωμένης στο δίκαιο”, προκάλεσαν αλλεργικές αντιδράσεις, αφού η συγκεκριμένη τάξη πραγμάτων έχει μέχρι σήμερα επιτρέψει στις ΗΠΑ να παραβιάζουν εντελώς ατιμώρητες το διεθνές δίκαιο» (5).
Η τοποθέτηση του σαουδαραβικού καθεστώτος, το οποίο αρνείται να στρατευθεί στην αντιρωσική εκστρατεία και κάνει έκκληση για διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο πλευρών όσον αφορά την ουκρανική κρίση, είναι εμβληματικό παράδειγμα αυτής της αποστασιοποίησης. Μια σειρά παραγόντων ευνόησαν την «ουδετερότητα» ενός από τους σημαντικότερους συμμάχους των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή. Καταρχάς, η δημιουργία του ΟΠΕΚ+ το 2016 (6) , χάρη στον οποίο η Μόσχα συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των επιπέδων της παραγωγής πετρελαίου, μεταφράστηκε σε έναν επικερδή συντονισμό ανάμεσα στη Ρωσία και στη Σαουδική Αραβία. Η τελευταία μάλιστα θεωρεί τη σχέση «στρατηγική» (7) –χωρίς αμφιβολία, μια ιδιαίτερα αισιόδοξη διάγνωση.
Δεν διέφυγε από τους παρατηρητές η συμμετοχή, τον Αύγουστο του 2021, του Σαουδάραβα υφυπουργού Άμυνας πρίγκιπα Χαλέντ Μπιν Σαλμάν στην Έκθεση Οπλικών Συστημάτων της Μόσχας ούτε και η υπογραφή μιας συμφωνίας στρατιωτικής συνεργασίας ανάμεσα στις δύο χώρες, που ενισχύει την παλαιότερη συνεργασία τους για την ανάπτυξη πυρηνικών για ειρηνικούς σκοπούς. Γενικότερα, η Ρωσία έχει μετατραπεί σε έναν αναπόφευκτο συνομιλητή σε όλες τις περιφερειακές κρίσεις, καθώς είναι η μόνη σημαντική δύναμη που διατηρεί σταθερές σχέσεις με το σύνολο των εμπλεκόμενων, ακόμα κι αν αυτοί διατηρούν ψυχρότατες σχέσεις ή ακόμη και βρίσκονται σε πόλεμο μεταξύ τους: Ισραήλ και Ιράν, Χούθι της Υεμένης και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Τουρκία και κουρδικές ομάδες…
Παράλληλα, οι σχέσεις του Ριάντ με την Ουάσιγκτον είναι μπλοκαρισμένες. Στις χώρες του Περσικού Κόλπου επικρατεί η ιδέα ότι οι ΗΠΑ δεν είναι πλέον αξιόπιστος σύμμαχος: υπενθυμίζουν την «εγκατάλειψη» του Αιγύπτιου προέδρου Χόσνι Μουμπάρακ το 2011 και την αξιοθρήνητη αποχώρηση των Αμερικανών από το Αφγανιστάν, την επιθυμία τους να διαπραγματευτούν για τα πυρηνικά με το Ιράν χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τις επιφυλάξεις των περιφερειακών συμμάχων τους, την παθητική στάση τους απέναντι στις επιθέσεις των δρόνων των Χούθι εναντίον των σαουδαραβικών πετρελαϊκών εγκαταστάσεων, ακόμα και όταν πρόεδρος ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ, που θεωρούνταν φίλος του Ριάντ. Η εκλογή του Μπάιντεν δηλητηρίασε το κλίμα. Είχε υποσχεθεί ότι θα αντιμετωπίσει τη Σαουδική Αραβία σαν παρία μετά τη δολοφονία του δημοσιογράφου Τζαμάλ Κασόγκι τον Οκτώβριο του 2018, την ευθύνη της οποίας οι αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες καταλογίζουν στον Μοχάμεντ Μπιν Σαλμάν (γνωστό ως «MBS»), τον πανίσχυρο Σαουδάραβα πρίγκιπα διάδοχο. Ο Αμερικανός πρόεδρος είχε επίσης καταγγείλει τον πόλεμο που διεξάγει η Σαουδική Αραβία στην Υεμένη.
Η πολιτική της κυβέρνησης των Δημοκρατικών δεν απέκλινε από αυτές τις προεκλογικές δεσμεύσεις (αν εξαιρέσουμε την ακύρωση της άρνησης του Μπάιντεν να έχει οποιαδήποτε άμεση επαφή με τον «MBS»), με το Ριάντ να εκδηλώνει έντονη δυσαρέσκεια. Όταν ο πρόεδρος Μπάιντεν ενέδωσε και τον κάλεσε, κυρίως για να ζητήσει αύξηση της παραγωγής σαουδαραβικού πετρελαίου προκειμένου να αντισταθμιστούν οι συνέπειες του εμπάργκο ενάντια στη Ρωσία, ο «MBS» δεν απάντησε στο τηλεφώνημα, όπως αποκάλυψε η «Wall Street Journal» (8). «Γιατί οι Ηνωμένες Πολιτείες ζητούν τη γνώμη μας τόσο αργά, μετά από όλους τους δυτικούς συμμάχους τους;», «Η υποστήριξή μας δεν πρέπει να θεωρείται εκ των προτέρων δεδομένη»: τέτοιες φράσεις ακούγονται συχνά στο Ριάντ.
Μετάβαση προς ένα πολυπολικό σύστημα
Και ο σαουδαραβικός Τύπος αφήνει διαρκώς αιχμές ενάντια στις Ηνωμένες Πολιτείες. Όπως γράφει η μεγάλης επιρροής εφημερίδα «Al-Riyadh»: «Η παλαιά παγκόσμια τάξη πραγμάτων που αναδύθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν διπολική και στη συνέχεια έγινε μονοπολική μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σήμερα γινόμαστε μάρτυρες των πρώτων σταδίων μιας μετάβασης προς ένα πολυπολικό σύστημα». Και, απευθυνόμενη στους Δυτικούς, προσθέτει: «Η τοποθέτηση ορισμένων χωρών απέναντι σε αυτόν τον πόλεμο δεν επιζητά την υπεράσπιση των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αλλά των δικών τους συμφερόντων, που συνδέονται με τη διατήρηση της υφιστάμενης παγκόσμιας τάξης πραγμάτων» (9).
Η άποψη αυτή υιοθετείται σε μεγάλο βαθμό στη Μέση Ανατολή και αναπτύσσεται γύρω από δύο άξονες επιχειρημάτων. Καταρχάς, ότι η Ρωσία δεν είναι η μόνη που φέρει την ευθύνη για τον πόλεμο, καθώς αυτός είναι πριν απ’ όλα μια σύγκρουση μεταξύ μεγάλων δυνάμεων για την παγκόσμια ηγεμονία –και άρα, καθώς το διακύβευμά της δεν είναι ο σεβασμός του διεθνούς δικαίου, δεν αφορά τον αραβικό κόσμο. Ένας σημαντικός αρθρογράφος της «Al-Ahram», του ανεπίσημου οργάνου της αιγυπτιακής κυβέρνησης, μίας ακόμη συμμάχου των Ηνωμένων Πολιτειών, αναφέρεται σε «μια αντιπαράθεση μεταξύ, αφενός, των ΗΠΑ και των δυτικών χωρών και, αφετέρου, των χωρών που απορρίπτουν την ηγεμονία τους. Οι ΗΠΑ επιχειρούν να αναδιαμορφώσουν την παγκόσμια τάξη πραγμάτων, καθώς συνειδητοποίησαν ότι, στη σημερινή μορφή της, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους αλλά μάλλον ενισχύει την Κίνα εις βάρος τους. Είναι τρομοκρατημένες από το επικείμενο τέλος της παγκόσμιας κυριαρχίας τους και έχουν συνειδητοποιήσει ότι η σημερινή σύγκρουση στην Ουκρανία αποτελεί την τελευταία ευκαιρία να διατηρήσουν τη θέση τους» (10).
Ο δεύτερος άξονας της επιχειρηματολογίας των αραβικών μέσων ενημέρωσης περιστρέφεται γύρω από την καταγγελία της διπλής γλώσσας των Δυτικών. Δημοκρατία; Ελευθερίες; Εγκλήματα πολέμου; Δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση; Οι ΗΠΑ, που έχουν βομβαρδίσει τη Σερβία και τη Λιβύη και έχουν εισβάλει στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ, είναι άραγε οι πλέον αρμόδιες να επικαλεστούν τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου; Μήπως δεν έχουν κι αυτές χρησιμοποιήσει βόμβες διασποράς και φωσφόρου (11) , αλλά και βλήματα απεμπλουτισμένου ουρανίου; Τα εγκλήματα του αμερικανικού στρατού στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ έχουν τεκμηριωθεί ευρύτατα, χωρίς ποτέ όμως να καταλήξουν σε απαγγελία κατηγοριών. Και, χωρίς την παραμικρή πρόθεση να προσβάλουν τους Ουκρανούς, θεωρούν ότι, προς το παρόν, οι καταστροφές που προκλήθηκαν στις δύο αυτές χώρες ξεπερνούν κατά πολύ τις καταστροφές που υφίστανται εκείνοι.
Να συρθεί ο Βλαντιμίρ Πούτιν ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου; Μα η Ουάσιγκτον εξακολουθεί να μην κυρώνει το καταστατικό αυτού του διεθνούς δικαστηρίου! Ένας αρθρογράφος παρατηρεί ειρωνικά (12) ότι το 2013, μετά την εισβολή στο Ιράκ, ο «Economist» είχε στο εξώφυλλό του μια έγχρωμη φωτογραφία του Τζορτζ Μπους με τίτλο «Τώρα δρομολογείται η ειρήνη» («Now the waging of peace»). Αντίθετα, το περιοδικό του επιχειρηματικού κόσμου βάζει σήμερα στο εξώφυλλό του μια μαυρόασπρη φωτογραφία του Πούτιν, με ένα τανκ στη θέση του εγκεφάλου και τίτλο «Πού θα σταματήσει;».
Η Παλαιστίνη, πλήρως κατεχόμενη εδώ και δεκαετίες, τη στιγμή που η Ουκρανία βρίσκεται υπό μερική κατοχή εδώ και τρεις μήνες, εξακολουθεί να αποτελεί μια ανοιχτή πληγή για τη Μέση Ανατολή. Όμως, το παλαιστινιακό ζήτημα δεν έχει προκαλέσει καμία κίνηση αλληλεγγύης εκ μέρους των δυτικών κυβερνήσεων, οι οποίες εξακολουθούν να προσφέρουν λευκή επιταγή στο Ισραήλ. «Δεν είναι διόλου περιττό να υπενθυμίσουμε»,παρατηρεί ένας δημοσιογράφος, «τα συνθήματα στις διαδηλώσεις, τις γεμάτες οργή διακηρύξεις που, επί χρόνια και δεκαετίες, εκλιπαρούσαν χωρίς αποτέλεσμα για βοήθεια στον παλαιστινιακό λαό, που βομβαρδίζεται στη Γάζα ή ζει κάτω από την απειλή των επιδρομών, των φόνων, του σφετερισμού της γης του και της κατεδάφισης των σπιτιών στη Δυτική Όχθη, μια περιοχή την οποία όλα τα διεθνή ψηφίσματα χαρακτηρίζουν “κατεχόμενα εδάφη”» (13).
Η εμφάνιση του προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι στην Κνεσέτ (το ισραηλινό Κοινοβούλιο), όπου έκανε παραλληλισμό της κατάστασης στη χώρα του με εκείνη του «απειλούμενου με καταστροφή» Ισραήλ, προκάλεσε την αγανάκτηση πολλών, δίχως ωστόσο και να του εξασφαλίσει την αναμενόμενη γι’ αυτόν υποστήριξη από το Τελ Αβίβ, το οποίο ενδιαφέρεται για τη διατήρηση των στενών σχέσεών του με τη Μόσχα (14). Τέλος, η διαφορετική αντιμετώπιση που επιφυλάχθηκε στους Ουκρανούς πρόσφυγες, λευκούς και Ευρωπαίους, σε σχέση με εκείνους από τον «υπόλοιπο κόσμο», την Ασία, τη Βόρεια ή την Υποσαχάρια Αφρική, προκάλεσε μια αίσθηση πικρής ειρωνείας στη Μέση Ανατολή, όπως και σε ολόκληρο τον Νότο.
Ευμετάβλητοι και ασταθείς σύμμαχοι
Θα μπορούσε κάποιος να παρατηρήσει ότι δεν πρόκειται για κάτι καινούργιο, ότι η αραβική κοινή γνώμη (και τα αραβικά μέσα ενημέρωσης) ήταν ανέκαθεν αντιδυτικά, ότι το «αραβικό πεζοδρόμιο», όπως συχνά χαρακτηρίζεται περιφρονητικά από τις ευρωπαϊκές και βορειοαμερικανικές πρεσβείες, δεν έχει ιδιαίτερη πολιτική βαρύτητα. Σε τελική ανάλυση, κατά τη διάρκεια του Πρώτου Πολέμου του Κόλπου (1990-1991), η Σαουδική Αραβία, η Αίγυπτος και η Συρία αφέθηκαν να παρασυρθούν στον πόλεμο στο πλευρό των ΗΠΑ, αγνοώντας τη βούληση των λαών τους. Αντιθέτως όμως, στην περίπτωση της Ουκρανίας, αυτές οι χώρες, ακόμα και όταν πρόκειται για ιστορικούς συμμάχους της Ουάσιγκτον, κράτησαν αποστάσεις από τον Θείο Σαμ –και η Σαουδική Αραβία δεν υπήρξε η μόνη περίπτωση. Στις 28 Φεβρουαρίου, ο υπουργός Εξωτερικών των Ηνωμένων Αραβικών Εμιράτων σεΐχης Αμπνταλά Μπιν Ζαγιέντ Αλ Ναγιάν συνάντησε τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέι Λαβρόφ στη Μόσχα και χαιρέτισε τους στενούς δεσμούς μεταξύ των δύο χωρών. Από την πλευρά της, η Αίγυπτος δεν απάντησε στην ελάχιστα διπλωματική προσταγή των πρεσβευτών των G7 στο Κάιρο να καταδικάσει τη ρωσική εισβολή. Ακόμα και το Μαρόκο, πιστός σύμμαχος της Ουάσιγκτον, βρήκε την ευκαιρία να καταγραφεί στα «απέχοντα μέλη» κατά την ψηφοφορία της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ για την Ουκρανία, στις 2 Μαρτίου.
Ταυτόχρονα, με τους δεκάδες χιλιάδες στρατιώτες τους στον Κόλπο, τις βάσεις τους στο Μπαχρέιν, στο Κατάρ και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, αλλά και την παρουσία του 5ου Στόλου, οι ΗΠΑ παραμένουν ένας μείζων παίκτης στην περιοχή, που θα μπορούσε να αποδειχθεί επικίνδυνος εάν αγνοηθεί ή, ακόμα χειρότερα, εάν του εναντιωθούν. Ειδικά από τη στιγμή που μια τέτοια τοποθέτηση διάφορων αραβικών χωρών, όπως και ευρύτερα εκείνη του Νότου, δεν γίνεται στο όνομα μιας νέας οργάνωσης του κόσμου ή μιας στρατηγικής αντιπαράθεσης στον Βορρά (όπως εκείνη του «Κινήματος των Αδεσμεύτων» των δεκαετιών του 1960 και του 1970, προσκείμενου στο «σοσιαλιστικό στρατόπεδο»), αλλά στο όνομα όσων κάθε χώρα αντιλαμβάνεται ως τα δικά της ιδιαίτερα συμφέροντα. Παραφράζοντας τον Βρετανό Λόρδο Γλάδστωνα, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε ότι, στη μεταψυχροπολεμική εποχή, τα κράτη δεν έχουν πια ούτε φίλους ούτε μόνιμους υποστηρικτές, αλλά ευμετάβλητους, ασταθείς και περιορισμένης διάρκειας συμμάχους. Οι αποτυχίες της Ρωσίας και οι κυρώσεις που της επιβλήθηκαν θα οδηγήσουν άραγε ορισμένες από αυτές τις χώρες να περιορίσουν την επιείκεια και την κατανόησή τους απέναντι στη Μόσχα;
Ενόσω ξεθωριάζουν οι ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές του παρελθόντος και οι υποσχέσεις της Ουάσιγκτον για μια «νέα διεθνή τάξη πραγμάτων» βούλιαξαν στην άμμο της ιρακινής ερήμου, ένας πολυπολικός κόσμος αναδύεται μέσα από το χάος. Προσφέρει ένα διευρυμένο περιθώριο ελιγμών στον «υπόλοιπο κόσμο». Ωστόσο, η σημαία της εξέγερσης ενάντια στη Δύση και η πλήρης έλλειψη οργάνωσης δεν συγκροτούν (ακόμα;) έναν οδικό χάρτη για έναν κόσμο που θα διεπόταν από το διεθνές δίκαιο και όχι από το δίκαιο του ισχυρότερου.