Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ενέργεια παίζει μείζονα ρόλο στα αμερικανικά διπλωματικά και στρατιωτικά συμφέροντα. Η ενεργειακή πολιτική της χώρας κυριαρχούνταν επί μακρόν από τον φόβο απέναντι στην ευαλωτότητά της: με την ελάττωση της πετρελαιοπαραγωγής, που θεωρούνταν μη αναστρέψιμη, και με μια διαρκώς αυξανόμενη εξάρτηση από τις εισαγωγές από τη Μέση Ανατολή, η Ουάσινγκτον θεωρούσε ότι βρισκόταν στο έλεος μιας ενδεχόμενης έλλειψης καυσίμων. Αυτή η έμμονη ιδέα κορυφώθηκε το 1973 και το 1974, όταν οι Άραβες παραγωγοί επέβαλαν εμπάργκο στις εξαγωγές του πετρελαίου τους προς τις ΗΠΑ ως αντίποινα για την υποστήριξή τους στο Ισραήλ κατά τον Πόλεμο του Γιομ Κιπούρ, όπως επίσης και το 1979, την επαύριο της ισλαμικής επανάστασης στο Ιράν.
Προκειμένου να ξεπεράσει αυτό το αίσθημα ευπάθειας, η χώρα εδραίωσε μια μόνιμη στρατιωτική παρουσία στον Αραβοπερσικό Κόλπο, την οποία χρησιμοποίησε πολλές φορές προκειμένου να διασφαλίσει τον απρόσκοπτο εφοδιασμό της (1). Σήμερα, παρ’ όλο που διατηρούν την παρουσία τους στην περιοχή, οι ΗΠΑ έχουν καταστεί σχεδόν αυτάρκεις σε πετρέλαιο και φυσικό αέριο και συνεπώς η ενεργειακή πολιτική τους δεν βασίζεται πλέον στην αρχή της ευαλωτότητας. Αντιθέτως, η άφθονη παραγωγή τους αντιπροσωπεύει ένα στρατηγικό πλεονέκτημα –ένα μέσο για να επιβάλουν τα συμφέροντά τους στην παγκόσμια γεωπολιτική αρένα.
Η ανατροπή αυτή επήλθε κατά την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα: η ανάπτυξη των τεχνικών της υδραυλικής ρηγμάτωσης διευκόλυνε τότε τη μεγάλης κλίμακας εκμετάλλευση του σχιστολιθικού πετρελαίου. Σύμφωνα με τις στατιστικές του αμερικανικού υπουργείου Ενέργειας, η εγχώρια παραγωγή αργού πετρελαίου σημείωνε πτώση επί δύο δεκαετίες, πέφτοντας από τα 7,5 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα (MMbpd) το 1990 στα 5,5 MMbpd τον Ιανουάριο του 2010. Υπό την επίδραση της «επανάστασης» του σχιστολιθικού πετρελαίου, σημειώνει και πάλι αύξηση, ξεπερνώντας τα 9 MMbpd το 2015 (2). Στην Ουάσινγκτον, με κάθε φόβο ευπάθειας να έχει κοπάσει, οι πολιτικοί ηγέτες σκέφτονται τρόπους να αποκομίσουν γεωπολιτικό πλεονέκτημα από αυτή τη νέα χρυσή εποχή.
Η μεταστροφή αυτή εκδηλώθηκε για πρώτη φορά με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων του 2013 με το Ιράν σχετικά με το στρατιωτικό πυρηνικό πρόγραμμά του: ενώ έως τότε η αμερικανική κυβέρνηση, φοβούμενη μια νέα κρίση, δίσταζε να επιβάλει σοβαρές κυρώσεις στην Τεχεράνη, πλέον θεωρούσε ότι είχε πλήρη ελευθερία κινήσεων, καθώς είχε τη δυνατότητα να αντισταθμίσει πιθανή μείωση των εξαγωγών από το Ιράν μέσω μιας ισοδύναμης αύξησης της εγχώριας παραγωγής. Όπως εξηγούσε ο σύμβουλος εθνικής ασφάλειας Τόμας Ντόνιλον, «η αύξηση της αμερικανικής παραγωγής ενέργειας επιτρέπει να μειώσουμε την ευπάθειά μας απέναντι στις διακοπές εφοδιασμού στον κόσμο και (…) μας δίνει ένα πιο δυνατό χαρτί ώστε να επιδιώξουμε και να πετύχουμε τους στόχους μας σε θέματα διεθνούς ασφάλειας». Τίποτα δεν αντικατόπτριζε καλύτερα αυτή την αλλαγή, παρατηρούσε, από τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν από την Ουάσινγκτον προκειμένου να πειστούν άλλες χώρες να ευθυγραμμιστούν με τη σκληρή γραμμή της ενάντια στο Ιράν: «Η σημαντική αύξηση της παραγωγής πετρελαίου στις ΗΠΑ (…) μειώνει το βάρος που θα επωμιζόταν ο υπόλοιπος κόσμος σε περίπτωση όπου ενδεχόμενες διεθνείς κυρώσεις και οι κοινές προσπάθειες των Αμερικανών και των συμμάχων τους θα οδηγούσαν σε μείωση της παραγωγής του ιρανικού πετρελαίου κατά 1 MMbpd» (3).
Η αντίληψη ότι το κέρας της Αμάλθειας του σχιστολιθικού πετρελαίου παρείχε στις ΗΠΑ ένα «πιο δυνατό χαρτί» επικράτησε έως την τελευταία ημέρα της προεδρίας Ομπάμα και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εμπνέει την αμερικανική στρατηγική σκέψη. Η Ουάσινγκτον χρησιμοποίησε αυτό το πλεονέκτημα ιδίως κατά τις προσπάθειές της να παροτρύνει τους Ευρωπαίους να ελαττώσουν την εξάρτησή τους από τους ρωσικούς υδρογονάνθρακες. Από τότε που η Δυτική Ευρώπη άρχισε να εισάγει σοβιετικό πετρέλαιο, στις αρχές της δεκαετίας του 1980, οι Αμερικανοί ηγέτες δεν έπαψαν να θεωρούν αυτή την εξάρτηση ως απειλή απέναντι στην αρχή της αλληλεγγύης του ΝΑΤΟ, εφόσον πρόσφερε στη Μόσχα ένα μέσο εκβιασμού ή εκφοβισμού σε περίπτωση κρίσης. Όσο καιρό οι ίδιες οι ΗΠΑ εξαρτώνταν από τρίτες χώρες για την τροφοδοσία τους, δεν ήταν διόλου σε θέση να δασκαλεύουν τους Ευρωπαίους. Τώρα όμως που η βιομηχανία σχιστολιθικού πετρελαίου τους λειτουργεί στο φουλ, έχουν λιγότερους ενδοιασμούς.
Οι τεχνικές γεώτρησης που οδήγησαν στην επιτυχία του αμερικανικού σχιστολιθικού πετρελαίου επέτρεψαν επίσης σημαντική αύξηση της παραγωγής φυσικού αερίου, η οποία από τα 489 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα βρέθηκε στα 939 δισεκατομμύρια μεταξύ 2005 και 2019 (4). Αρχικά, αυτό το επιπλέον αέριο υποτίθεται ότι θα καταναλωνόταν κατά κύριο λόγο στην αμερικανική επικράτεια ή στην επικράτεια των άμεσα γειτονικών χωρών. Και αυτό επειδή δεν υπήρχαν επαρκείς δυνατότητες για τη μετατροπή του σε υγροποιημένο φυσικό αέριο (LNG, ΥΦΑ), το μόνο που μπορεί να εξαχθεί διά θαλάσσης. Όταν όμως η κότα με τα χρυσά αυγά άρχισε να γεννά, η κυβέρνηση έβαλε τα δυνατά της για να εξάγει ΥΦΑ.
Υπό την προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, η κατασκευή εγκαταστάσεων παραγωγής ΥΦΑ κατέστη εθνική προτεραιότητα, με κύριο προορισμό την ευρωπαϊκή αγορά. Απρόθυμος να υιοθετήσει υπερβολικά εχθρική στάση απέναντι στη Μόσχα, ο Τραμπ εντούτοις είχε σκοπό να αποδεσμεύσει τους Ευρωπαίους από την εξάρτησή τους από το ρωσικό αέριο, ανοίγοντάς τους τις στρόφιγγες του αμερικανικού ΥΦΑ. «Οι ΗΠΑ δεν θα χρησιμοποιήσουν ποτέ την ενέργεια για να ασκήσουν εξαναγκασμό στις χώρες σας –και δεν μπορούμε να επιτρέψουμε ούτε και σε άλλους να το κάνουν», δήλωσε κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στη Βαρσοβία τον Ιούλιο του 2017. «Η Αμερική θα είναι ένας πιστός και αξιόπιστος εταίρος στην εξαγωγή και στην πώληση των υψηλής ποιότητας και χαμηλού κόστους ενεργειακών πόρων μας» (5).
Ήταν επίσης κατά τη διάρκεια της θητείας του Τραμπ που η χώρα υιοθέτησε το νέο στρατηγικό δόγμα της, τον «ανταγωνισμό των μεγάλων δυνάμεων» (great power competition). Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στη Στρατηγική Εθνικής Άμυνας (NDS) τον Φεβρουάριο του 2018 και βασίζεται στην ιδέα ότι οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους ενδέχεται να αντιμετωπίσουν τη Ρωσία και την Κίνα σε μια λυσσαλέα μάχη για την κατάκτηση νέων γεωπολιτικών πλεονεκτημάτων. Προκειμένου να εμποδίσει αυτούς τους δύο ανταγωνιστές να επεκτείνουν τη ζώνη επιρροής τους, η Δύση θα πρέπει να δημιουργήσει ένα ενιαίο μέτωπο ενάντια σε κάθε επιθετική παράβαση εκ μέρους της Μόσχας ή του Πεκίνου. Κάτι που προϋποθέτει όχι μόνο την επιπλέον ενίσχυση της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ, αλλά και την κινητοποίηση όλων των οικονομικών και τεχνολογικών πόρων τους, με την ενέργεια να αποτελεί μια συνιστώσα αποφασιστικής σημασίας.
Το δόγμα αυτό δέχτηκε την ανεπιφύλακτη υποστήριξη της κυβέρνησης Μπάιντεν, που θεωρεί την παγκόσμια μάχη κατά της Ρωσίας και της Κίνας θεμελιώδη αρχή της εξωτερικής και στρατιωτικής πολιτικής της. Μολονότι η Κίνα συνεχίζει σε μεγάλο βαθμό να θεωρείται ο κύριος αντίπαλος (6) , η Ρωσία είναι εκείνη που, από τον Ιανουάριο, μονοπωλεί την προσοχή των Αμερικανών ιθυνόντων. Μεταξύ των στρατηγικών που είναι ικανές να αντιμετωπίσουν τη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία, το χαρτί της ενέργειας έχει επιβληθεί εξαρχής ως ο κρυφός άσσος.
Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός: η Μόσχα εξαρτάται από τα έσοδα από το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο για τη χρηματοδότηση των πολεμικών επιχειρήσεών της. Η εξασθένηση των στρατιωτικών δυνατοτήτων της Ρωσίας προϋποθέτει κατά συνέπεια τη χαλιναγώγηση των εξαγωγών της και επομένως την τροφοδοσία της Ευρώπης, που παραμένει εξαρτημένη από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, με εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Γι’ αυτό και ένα από τα θεμέλια της αμερικανικής στρατηγικής στην Ουκρανία –πέραν της παροχής όπλων και διάφορων ενισχύσεων στις ένοπλες δυνάμεις της χώρας– συνίσταται στην παρακίνηση των Ευρωπαίων ηγετών να αντικαταστήσουν τις παραγγελίες ρωσικών υδρογονανθράκων με εισαγωγές από τις ΗΠΑ και από άλλους έμπιστους προμηθευτές.
Ευθυγραμμιζόμενοι με το πνεύμα αυτής της στρατηγικής, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν και η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν παρουσίασαν στις 25 Μαρτίου ένα κοινό σχέδιο για τη μείωση της εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από τις ρωσικές ορυκτές πηγές ενέργειας. Το σχέδιο προβλέπει, μεταξύ άλλων, ότι η Ευρώπη θα επιταχύνει την κατασκευή τερματικών σταθμών εισαγωγής LNG στην επικράτειά της, ενόσω οι ΗΠΑ θα αυξάνουν τις εξαγωγικές ικανότητές τους με σκοπό να προμηθεύουν τους Ευρωπαίους συμμάχους τους με έως και 50 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα φυσικού αερίου τον χρόνο –δηλαδή μια αύξηση κατά 150% σε σχέση με το 2021. Επιπλέον, ο Μπάιντεν υποσχέθηκε ότι θα βοηθήσει την Ευρωπαϊκή Ένωση να βρει άλλες πηγές εφοδιασμού με ΥΦΑ, ώστε να μπορέσει να απεξαρτηθεί εντελώς από το ρωσικό αέριο μέχρι το 2027 (7). «Θέλουμε (…) να διαφοροποιήσουμε τον εφοδιασμό μας, να μην εξαρτώμαστε πια από τη Ρωσία, αλλά να στραφούμε σε προμηθευτές που μπορούμε να εμπιστευθούμε, φίλους στους οποίους θα υπολογίζουμε», δήλωσε η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.
Το ευρωαμερικανικό σχέδιο δεν επιτρέπει από μόνο του να απεξαρτηθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση από το ρωσικό αέριο. Ένας παρόμοιος στόχος φαίνεται πως θα επιβάλει να καταβληθούν πολύ ευρύτερες προσπάθειες: μαζική επέκταση των υποδομών, βελτιωμένες δυνατότητες αποθήκευσης και εφοδιασμό με μεγαλύτερες ποσότητες ΥΦΑ και φυσικού αερίου μέσω αγωγών από ξένους προμηθευτές. Προσδένοντας ακόμη πιο σφιχτά την Ευρώπη στις ΗΠΑ, το σχέδιο αυτό δεν παύει να αποτελεί μια μείζονα γεωπολιτική στροφή. Στην πορεία, θα ενισχύσει περαιτέρω την εξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο, που αποτελεί έναν από τους κυριότερους συντελεστές της πλανητικής υπερθέρμανσης –παρότι εκλύει λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα σε σχέση με το πετρέλαιο και τον άνθρακα.
Εξάλλου, η δέσμευση που ανέλαβαν Μπάιντεν και Φον ντερ Λάιεν εκφράζει μια κοινή βούληση να ανατραπεί το παγκόσμιο ενεργειακό σύστημα, το οποίο δεν θα υπόκειται πλέον μόνο στους νόμους της αγοράς, αλλά θα διαμερίζεται με βάση γεωπολιτικές διαχωριστικές γραμμές. Έτσι, οι ΗΠΑ και οι «φίλοι» τους απ’ ό,τι φαίνεται θα ελέγχουν ένα τεράστιο δίκτυο διανομής ενέργειας, ενώ ο υπόλοιπος κόσμος θα μοιράζεται μικρότερων διαστάσεων δίκτυα, που θα καθορίζονται ανάλογα με την πολιτική αφοσίωση των εμπλεκόμενων παραγόντων. Ακόμα και αν και η επίτευξη αυτού του μεγάλου σχεδίου παραμένει δύσκολη, θα πρέπει να αναμένουμε ότι ο ενεργειακός ανταγωνισμός θα καταλαμβάνει ολοένα και πιο κεντρική θέση στη διεθνή σκηνή, με τις ΗΠΑ να παίζουν τον πρώτο ρόλο.