Ο Κινοσίτα Τάρο (1) θεωρεί τον εαυτό του τυχερό. Ελαιοχρωματιστής στο επάγγελμα, σαραντάρης, με κοντά μαλλιά και στιβαρή κορμοστασιά, ρουφάει τον κρύο καφέ του χαζεύοντας το αδιάκοπο πηγαινέλα των αυτοκινήτων στη γειτονιά του, στα νότια του Τόκιο. Το παρουσιαστικό του αποπνέει μια αίσθηση ηρεμίας. Τίποτα δεν μαρτυρά ότι πριν από δέκα χρόνια υπήρξε μέλος της Ιναγκάουα-κάι (Inagawa-kai), μίας από τις ισχυρότερες φατρίες της Γιακούζα στην Ιαπωνία, με 3.300 μέλη. Μόνη ένδειξη που θα μπορούσε να φανερώσει το μυστικό του: ένα ακρωτηριασμένο μικρό δάχτυλο –το σημάδι της Γιακούζα– που κρύβει επιμελώς στο μανίκι του. Εργάζεται πλέον ως αυτοαπασχολούμενος και έχει φροντίσει ώστε κανένας πελάτης να μην μπορεί να ανακαλύψει το παρελθόν του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, τα χρόνια που πέρασε στο σπίτι του ογιαμπούν του (oyabun, αρχηγός φατρίας της Γιακούζα στα ιαπωνικά) είναι μια μαύρη κηλίδα στη ζωή του. Με την ένταξή του στους κόλπους της οργάνωσης σε ηλικία εικοσιπέντε ετών, ανέλαβε «να μοχθεί από το πρωί έως το βράδυ» εργαζόμενος ως σωφέρ του αρχηγού, με την εργασία του να περιλαμβάνει και όλες τις οικιακές εργασίες –από το καθάρισμα του διαμερίσματος έως το πλύσιμο των ρούχων του. Επιπλέον, ο τοξικομανής ογιαμπούν τον χτυπούσε με την παραμικρή αφορμή, πιέζοντάς τον να κερδίζει όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα από τη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών. Πήρε την απόφαση να εγκαταλείψει τον ιαπωνικό υπόκοσμο το 2011, παρόλο που εκείνη την περίοδο κέρδιζε περί τα 7.000 ευρώ μηνιαίως.
Σε αντίθεση με πολλά πρώην μέλη, που πασχίζουν να επανενταχθούν στην κοινωνία, η δική του επιστροφή ήταν μάλλον εύκολη. Καθώς είχε ήδη εργαστεί ως ελαιοχρωματιστής πριν από την ένταξή του στη Γιακούζα, απλώς ξανάπιασε την παλιά δουλειά του. «Τώρα έχω πολλή περισσότερη ελευθερία. Και δεν ανησυχώ πια μήπως βάλω σε μπελάδες την οικογένειά μου. Δεν μετανιώνω σε καμία περίπτωση για αυτή μου την επιλογή», διαβεβαιώνει.
Η παρακμή των φατριών της Γιακούζα, που χρονολογείται εδώ και μια δεκαετία περίπου, απλώς ενισχύει τη βεβαιότητά του. Απόδειξη των δυσκολιών τους: κάθε φορά που συναντά έναν παλιό σύντροφό του που παρέμεινε στο κύκλωμα, εκείνος του ζητά ένα μικρό χρηματικό ποσό, 5.000 ή 10.000 γιεν (38 και 76 ευρώ, αντίστοιχα). «Και δεν πρόκειται για κάποιον που βρίσκεται στη βάση της ιεραρχίας. Αντιθέτως, πρόκειται για εκείνον που ηγείται των επιθέσεων της φατρίας του κατά τη διάρκεια συγκρούσεων», εξηγεί ο Κινοσίτα.«Οι δουλειές τους δεν προχωράνε πια και είναι λίγο σαν ζητιάνοι. Αν θα ήθελα να ξαναγίνω Γιακούζα; Ποτέ ξανά στη ζωή μου.»
Αντίθετα με την εικόνα της πανίσχυρης συμμορίας που συχνά απεικονίζεται στα δυτικά μέσα ενημέρωσης, η ιαπωνική μαφία διέρχεται μια υπαρξιακή κρίση. Μετά το αποκορύφωμα των 180.000 μελών τη δεκαετία του 1960, όταν η οργάνωση βρισκόταν στο απόγειό της, η αριθμητική δύναμη των φατριών της μειώθηκε κατά 70% μεταξύ 2004 και 2020 (2). Ο λόγος: η νομοθεσία που θεσπίστηκε μεταξύ 2009 και 2011 και είχε ως στόχο να αφανίσει την οργάνωση, πλήττοντας τις πηγές της χρηματοδότησής της.
Έχοντας πρωτοεμφανιστεί κατά την περίοδο Έντο (1603-1867), η Γιακούζα είχε απλώσει τον ιστό της στο σύνολο της κοινωνίας, φθάνοντας στο σημείο τα μέλη της να λειτουργούν ως φρουροί ασφαλείας στο χάος των μεταπολεμικών χρόνων. Ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες και επιχειρηματίες κράτησαν μια επαμφοτερίζουσα στάση, συνεργαζόμενοι κατά καιρούς με τις φατρίες της για την καταστολή απεργιών και αντικυβερνητικών διαδηλώσεων.
Κατάλοιπο αυτής της ιστορίας ήταν ότι τα μέλη της Γιακούζα πάντα κατάφερναν να αποφεύγουν τον έλεγχο της αστυνομίας χάρη στις βαθιές ρίζες τους στην κοινωνία. Πέρα από τις κλασικές σινόγκι τους (shinogi, οι «δουλειές» στη γλώσσα του υποκόσμου), όπως το εμπόριο ναρκωτικών, ο τζόγος και η μαστροπεία, χρησίμευαν και χρησιμεύουν ως «ελβετικός σουγιάς», άλλοτε αναλαμβάνοντας την προστασία εστιατορίων από βίαιους πελάτες, άλλοτε βοηθώντας επιχειρήσεις να εισπράξουν χρέη. Για πολύ καιρό, η οργάνωση θεωρείτο ως ένα αναγκαίο κακό που επέτρεπε να «τακτοποιούνται γρήγορα τα πράγματα» χωρίς να χρειαστεί η καταφυγή στην αστυνομία ή στη δικαιοσύνη, λένε οι γνώστες του ιαπωνικού υποκόσμου. «Επρόκειτο για μια σκιώδη βιομηχανία, βαθιά ριζωμένη στην κοινωνία, που πρόσφερε χρήσιμες υπηρεσίες στα όρια της νομιμότητας, αλλά και πέρα από αυτά», διαβεβαιώνει ο Χιροσούε Νομπόρου, ειδικός στην κοινωνιολογία του εγκλήματος.
Βοήθεια στους αδύναμους, συντριβή των δυνατών
Αυτός ο χαρακτήρας της Γιακούζα, ημινόμιμος και ταυτόχρονα ημιπαράνομος, ενισχύεται από την εθνική νομοθεσία. Με την ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι να κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, ο νόμος προβλέπει βεβαίως κυρώσεις για τις παράνομες πράξεις των μαφιόζικων φατριών, δεν μπορεί όμως να διατάξει τη διάλυσή τους. Έτσι, εξηγεί ο Μιζογκούτσι Ατσούσι, δημοσιογράφος που μελετά εδώ και δεκαπέντε χρόνια τη Γιαμαγκούτσι-γκούμι (Yamaguchi-gumi), τη μεγαλύτερη οικογένεια της Γιακούζα (3.800 μέλη), «η Ιαπωνία βιώνει μια μοναδική κατάσταση σε ολόκληρο τον κόσμο: στην ιστοσελίδα της αστυνομίας μπορείς να βρεις πληροφορίες για τη Γιακούζα», όπως λόγου χάρη τα μέλη κάθε φατρίας και τη διεύθυνση των γραφείων τους. «Εξαιτίας αυτής της μειωμένης δικαιοδοσίας, τα μέλη της Γιακούζα μπορούν ακόμη και να αναγράφουν το όνομα της οργάνωσής τους στην είσοδο του γραφείου τους ή στην επαγγελματική κάρτα τους», προσθέτει.
Έτσι, κατά τη δεκαετία του 1980, οι ογιαμπούν των μεγάλων οικογενειών κυριαρχούσαν σαν βασιλιάδες στην οικονομία του ιαπωνικού αρχιπελάγους, εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τη χρηματοπιστωτική έκρηξη της εποχής. Σύμφωνα με μια έρευνα της αστυνομίας που πραγματοποιήθηκε το 1989 (3) , ο κύκλος εργασιών στο σύνολο του κλάδου ανερχόταν σε 1.300 δισεκατομμύρια γιεν ετησίως (10 δισεκατομμύρια ευρώ σε σημερινές τιμές).
Εξοργισμένες, οι αρχές της χώρας άρχισαν να σφίγγουν τον κλοιό γύρω από την ιαπωνική μαφία. Το 1992, τίθεται σε ισχύ ο νόμος για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος, ενώ μεταξύ 2009 και 2011 οι σαράντα επτά περιφέρειες της χώρας υιοθετούν ένα διάταγμα «για τον αποκλεισμό των εγκληματικών ομάδων» (μποχάι τζορέι), απαγορεύοντας κάθε οικονομική σχέση ανάμεσα στους πολίτες και τις συμμορίες του οργανωμένου εγκλήματος.
Έτσι, μετά την έκδοση του διατάγματος, στις κυρώσεις δεν υπόκεινται μονάχα για τα μέλη της Γιακούζα, αλλά και όσοι συναναστρέφονται μαζί τους. «Βιώνουμε παράξενους καιρούς», σχολίαζε τότε ο Σινόντα Κενίτσι, αρχηγός της Γιαμαγκούτσι-γκούμι (4). «Ακριβώς όπως και όλοι οι Ιάπωνες, έχουμε οικογένειες, συγγενείς και φίλους. (…) Πλέον, οι άνθρωποι αυτοί, που ζουν ακριβώς όπως όλοι οι υπόλοιποι πολίτες, κινδυνεύουν να βρεθούν αντιμέτωποι με κυρώσεις στο ίδιο πλαίσιο με εμάς. Είναι εντελώς αφύσικο.» Έντεκα χρόνια μετά, η δήλωση αυτή ακούγεται σαν προφητεία.
Για παράδειγμα, η Κυουσετσού, εταιρεία ηλεκτρονικού εξοπλισμού με έδρα την περιφέρεια της Όιτα (στα νότια της χώρας) κήρυξε πτώχευση τον Μάιο του 2021. Ο πρόεδρός της κατηγορήθηκε ότι δειπνούσε τακτικά με στελέχη μιας φαμίλιας σε εστιατόριο ιδιοκτησίας τους, στην πόλη Φουκουόκα. Η τοπική αστυνομία δημοσίευσε το όνομα της εταιρείας, προσάπτοντάς της ότι «διατηρούσε στενές σχέσεις με μια οργάνωση της μαφίας». Ως αποτέλεσμα, η τράπεζα του ομίλου πάγωσε τους λογαριασμούς του. Ο πρόεδρος δεν είχε άλλη επιλογή παρά να εκκινήσει τη διαδικασία εθελούσιας εκκαθάρισης. Αν και οι ποινές που προβλέπονται από το διάταγμα είναι σχετικά ελαφρές –ένα έτος φυλάκισης ή πρόστιμο έως 3.800 ευρώ– το μποχάι τζορέι κατάφερε να δημιουργήσει ενός είδους περιοριστικό κλοιό γύρω από τα μέλη της Γιακούζα. Αποκομμένοι από τα δίκτυα όπου πάντοτε έβρισκαν καταφύγιο, περιήλθαν σε απελπισία.
Στην Οσάκα, την τρίτη μεγαλύτερη πόλη της χώρας, ο Τανάκα Κενταρό σιγοπίνει ήρεμα την μπύρα του. Διοικεί δεκαπέντε περίπου μέλη, με την ομάδα του να ανήκει σε μία από τις σημαντικότερες φαμίλιες της οργάνωσης. Γύρω του, τα «αδερφάκια» του τρώνε και πίνουν, γελώντας δυνατά, με μεγάλα ποτήρια μπύρας στα χέρια. Με ξυρισμένο κεφάλι και ντύσιμο στα μαύρα, έχει την επιβλητική παρουσία ενός ανθρώπου που χάραξε τον δρόμο του υπερνικώντας πολλά εμπόδια. Έχοντας ενταχθεί στην οργάνωση πριν από περίπου ένα τέταρτο του αιώνα, σχεδόν πενηντάρης σήμερα, παρατηρεί την εξέλιξη της Γιακούζα τόσο μέσα από τη φυλακή –όπου πέρασε συνολικά δέκα χρόνια– όσο και από τον έξω κόσμο. Προτιμά να παραμείνει φειδωλός όσον αφορά τις πληροφορίες για τις πηγές εισοδήματός του.
Μεταξύ των δικών του θεωρείται παλιομοδίτης. Εξηγεί πως μπήκε στην οργάνωση επιζητώντας να ακολουθήσει τα ιδεώδη του νινκυό-ντο (ninkyo–do), του κώδικα συμπεριφοράς της Γιακούζα που συνίσταται στο «να βοηθάς τους αδύναμους και να συντρίβεις τους δυνατούς». Έτσι, ορκίζεται ότι δεν έχει ασχοληθεί με διακίνηση ναρκωτικών ούτε και με απάτες, παρόλο που πρόκειται για τυπικές ασχολίες της ιαπωνικής μαφίας. Μην έχοντας όμως πλέον τη δυνατότητα να έλθουν σε επαφή με απλούς πολίτες, τα περιθώρια ελιγμών για την επίτευξη κερδών, με ταυτόχρονο σεβασμό στον περίφημο κώδικα, γίνονται όλο και πιο στενά. «Δεν μπορούμε πλέον να δουλέψουμε μαζί τους, ακόμη και αν πρόκειται να τους προσφέρουμε βοήθεια. Δεν ξέρω πλέον τι να κάνω», λέει, εκφράζοντας τη βαθιά λύπη του για το γεγονός ότι αυτή η φιλοσοφία ζωής πλέον δεν είναι παρά «όμορφα λόγια για το φαίνεσθαι».
Ένας από τους νεότερους ακόλουθους του διευκρινίζει ότι, μετά την έκδοση του διατάγματος, μειώθηκαν δραματικά οι «σίγουρες δουλειές», ενισχύοντας τον ανταγωνισμό μεταξύ των φατριών. «Πολλά μέλη αναγκάζονται να έχουν παράλληλα και μια νόμιμη εργασία, για παράδειγμα ως οδηγοί φορτηγών», εξηγεί ο εικοσιεξάχρονος άντρας. «Με αυτόν τον τρόπο, ακόμα και αν σε σταματήσουν για έλεγχο οι μπάτσοι, δεν διατρέχεις κανένα κίνδυνο. Με λίγα λόγια, για να επιβιώσεις, πρέπει να είσαι έξυπνος.» Όσο για τον αρχηγό του, νοσταλγεί τον παλιό καιρό, όπου ο έλεγχος της αστυνομίας ήταν «πολύ πιο εύκολο να παρακαμφθεί».
Αυτό το συναίσθημα συμμερίζεται και ο Τακεγκάκι Σατορού, πρώην αρχηγός της Γκιρυουκάι (Giryukai), φαμίλιας που ανήκει στη Γιαμαγκούτσι-γκούμι. Αναπολεί ιδιαιτέρως τα χρυσά χρόνια της ιαπωνικής οικονομίας στα τέλη της δεκαετίας του 1980, όπου «ακόμη και ένας τυχαίος Γιακούζα είχε στο πορτοφόλι του 200.000 με 300.000 γιεν» (1.500 με 2.250 ευρώ σε σημερινές τιμές). Έχουν περάσει οι «παλιές καλές εποχές», όπου κάποιοι μπορούσαν να εμφανιστούν «στο τιμόνι ενός καλού αυτοκινήτου με τη συνοδεία μιας όμορφης γυναίκας στο πλευρό του». Με τα όνειρα που προκαλούσε το άκουσμα της λέξης «Γιακούζα» να είναι πλέον ανέφικτα, δυσκολεύονται να στρατολογήσουν νέα μέλη, κάτι που επιταχύνει τη μείωση του αριθμού τους. «Είναι απολύτως κατανοητό, δεν έχει νόημα στις μέρες μας να γίνεις γιακούζα», καταλήγει ο Τακεγκάκι, εκφράζοντας με τη σειρά του τη λύπη του για τις χαμένες αξίες της οργάνωσης. «Στην απόλυτη ανάγκη τους να κερδίσουν τα προς το ζην, επιτρέπουν στους εαυτούς τους τα πάντα. Καταλήξαμε να πορευόμαστε στα μονοπάτια της απληστίας.»
Από την πλευρά της αστυνομίας, οι αξιωματούχοι της έχουν θέσει ως στόχο να εξουδετερώσουν τον ορκισμένο εχθρό τους. Ο πυλώνας της στρατηγικής τους; Να πείσουν τα μέλη της οργάνωσης να εγκαταλείψουν τη φατρία τους, βοηθώντας τα να βρουν μια εργασία που θα διασφαλίσει τη μετέπειτα ζωή τους. Για παράδειγμα, από το 2016, η περιφερειακή αστυνομία της Φουκουόκα καταβάλλει έως και 5.500 ευρώ σε επιχειρήσεις που προσλαμβάνουν τα πρώην μέλη. Περηφανεύεται ότι κατάφερε, από το 2016 έως τον Αύγουστο του 2021, να πείσει 593 μέλη να εγκαταλείψουν την οργάνωση, εκ των οποίων 81 βρήκαν εργασία με τη μεσολάβησή της.
Ο Μιγιαχάρα Οσαμού, επικεφαλής της μονάδας καταπολέμησης οργανωμένου εγκλήματος της τοπικής αστυνομίας, εξηγεί: «Η καλύτερη τακτική για την εξάλειψη των μαφιόζικων οργανώσεων είναι η μείωση του αριθμού των μελών τους. Η αποχώρηση ενός μέλους έχει την ίδια αξία με μια μακρά ποινή φυλάκισης». Οι χειρισμοί αυτοί γίνονται κυρίως κατά τη διάρκεια ανακρίσεων. Οι αστυνομικοί ωθούν τα μέλη να ξαναφτιάξουν τη ζωή τους, δείχνοντάς τους ότι κάτι τέτοιο εγγυάται μια σταθερή οικογενειακή ζωή και ότι ο υπόκοσμος βρίσκεται σε παρακμή. Είναι εύκολο να πειστούν διότι «συχνά ήδη αμφιβάλλουν, μην γνωρίζοντας πραγματικά έως πότε θα μπορούν να συνεχίζουν τη δράση τους», διαβεβαιώνει ο Νακασίτα Σίρο, αξιωματικός της μονάδας.
Παρ’ όλα αυτά, όσον αφορά την επανένταξή τους, η πρωτοβουλία της αστυνομίας δεν έχει αποφέρει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Μεταξύ 2010 και 2018, μόνο το 3% από τα 5.453 πρώην μέλη της οργάνωσης που την εγκατέλειψαν χάρη στην παρέμβαση της αστυνομίας έχει βρει άλλη εργασία (5). Γιατί το ποσοστό αυτό είναι τόσο χαμηλό και πού βρίσκονται οι υπόλοιποι;
Φυλακή: ένα δίχτυ ασφαλείας
Ο Γκεν Χιντεμόρι, εκπρόσωπος του σωματείου Κακεκόμι Ντέρα («ναός υποδοχής για τα άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες»), δεν εκπλήσσεται διόλου. Καθισμένος στο γραφείο του στην καρδιά του Τόκιο, πραγματικός γνώστης των κακόφημων συνοικιών της πρωτεύουσας, στηρίζει οποιονδήποτε έχει ανάγκη από άμεση βοήθεια –θύματα ενδοοικογενειακής βίας, πρώην μέλη της Γιακούζα, χικικομόρι (εκείνα τα άτομα που έχουν κλειστεί απόλυτα στον εαυτό τους, ανίκανα να προχωρήσουν σε κοινωνικές σχέσεις)– και εκτιμά ότι η αστυνομία δεν παρέχει επαρκείς απαντήσεις. «Είναι ήδη πολύ δύσκολο να βρεθούν επιχειρήσεις που θα δεχθούν να προσλάβουν πρώην μέλη της Γιακούζα, η πλειονότητα των οποίων δεν έχει καν βιογραφικό. Εκείνοι δεν έχουν ζήσει όπως εμείς και δυσκολεύονται πολύ να προσαρμοστούν στην εργασιακή νοοτροπία. Οι περισσότεροι είναι ανίκανοι να ξυπνήσουν το πρωί και αδυνατούν να ξεκινήσουν συζητήσεις με τους συναδέλφους τους, καθώς η κουλτούρα τους είναι εντελώς διαφορετική. Τουλάχιστον το 90% εξ αυτών καταλήγουν να φύγουν μετά από έξι μήνες», ξεκαθαρίζει.
Συχνά, μην έχοντας κανέναν να εμπιστευθούν, πολλά πρώην μέλη της Γιακούζα, απομονωμένα, επιστρέφουν στους παλιούς γνώριμούς τους, με τους οποίους μπορούν τουλάχιστον να συζητήσουν για τη φυλακή και τα ναρκωτικά. Η βοήθεια της αστυνομίας είναι το τελευταίο πράγμα που έχουν ανάγκη. «Τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά τη διαδικασία επανένταξης είναι συχνά στα όρια της νομιμότητας, λόγου χάρη σχετικά με ένα χρέος προς κάποιο άλλο μέλος της πρώην φατρίας τους ή τη χρήση ναρκωτικών», προσθέτει ο Γκεν. «Η αστυνομία δεν έχει διάθεση να παρέμβει σε αυτή τη γκρίζα ζώνη. Εάν θελήσουμε να τους βοηθήσουμε, πρέπει να τους φροντίζουμε σαν να γίναμε οι γονείς τους.»
Επιπλέον, κατά τη διάρκεια των πέντε ετών μετά την αποχώρησή τους, τα πρώην μέλη της Γιακούζα υπόκεινται στο διάταγμα για τον αποκλεισμό των εγκληματικών ομάδων, ακριβώς όπως τα ενεργά μέλη. Η ιδέα είναι να αποφευχθεί η κάλυψη πίσω από μια ψευδή «μεταμέλεια». Έτσι, τράπεζες, κτηματομεσιτικά γραφεία, ακόμη και τηλεφωνικές εταιρείες διαθέτουν λεπτομερείς λίστες με τα ονόματα τόσο των ενεργών όσο και των πρώην μελών που δεν έχουν υπερβεί το όριο των πέντε ετών. Αποφεύγουν να υπογράψουν οποιαδήποτε σύμβαση μαζί τους.
«Υπό αυτές τις συνθήκες, η εύρεση εργασίας είναι προφανώς ανέφικτη», λέει με λύπη ο Μιζογκούτσι. «Επιβιώνουν διαπράττοντας μικροεγκλήματα, άλλοτε μόνοι, άλλοτε ομαδικά. Η φυλακή έχει καταστεί εκ των πραγμάτων το δίχτυ ασφαλείας τους. Εκεί έχουν τουλάχιστον μια στέγη πάνω από το κεφάλι τους, ρούχα και τρία γεύματα την ημέρα.»
Χαρακτηρίζοντας το σύστημα «καταχρηστικό και αντιπαραγωγικό», ο κοινωνιολόγος Χιροσουέ συνηγορεί υπέρ της ενίσχυσης των μέσων στήριξης: «Κανένας δεν γεννιέται Γιακούζα. Στις περισσότερες περιπτώσεις, [τα άτομα αυτά] προέρχονται από φτωχά μονογονεϊκά νοικοκυριά. Χωρίς την κατάλληλη υποστήριξη, θα δημιουργήσουμε παράνομους που θα έχουν ήδη έτοιμο δίκτυο και εμπειρία», επιμένει. Ένας απόλυτα δικαιολογημένος φόβος. Από τα περισσότερα από 9.000 μέλη της Γιακούζα που εγκατέλειψαν την κοινότητα του εγκλήματος μεταξύ 2011 και 2015, τα 2.660 κατέληξαν με απαγγελία κατηγοριών από την αστυνομία. Ένα ποσοστό εξήντα φορές υψηλότερο σε σχέση με το μέσο ποσοστό του πληθυσμού (6).