Κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, οι σκανδιναβικές χώρες θεωρούνταν σε μεγάλο βαθμό πρότυπα πεφωτισμένων αντιμιλιταριστικών κοινωνιών, που υποστήριζαν με πάθος την κοινωνική δικαιοσύνη και ήταν ηθικά ανώτερες από τους δύο αντίθετους πόλους της νεωτερικής εποχής: τις ΗΠΑ και τη Σοβιετική Ένωση. Οι δύο πιο εκθειασμένες ενσαρκώσεις αυτού του μοντέλου ήταν για πολύ καιρό η Σουηδία και η Φινλανδία.
Μια μακρά ιστορία συνδέει τις δύο χώρες. Η Φινλανδία επί αιώνες υπαγόταν στο σουηδικό βασίλειο. Μετά ήρθαν οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, κατά τη διάρκεια των οποίων η Σουηδία υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τη φινλανδική επαρχία της στη Ρωσία. Από το 1814 και έπειτα, κατάφερε σταθερά να απέχει από πολέμους και να δηλώνει την ουδετερότητά της, όπως έκανε στον Πόλεμο των Δουκάτων (ή Δεύτερο Πόλεμο του Σλέσβιχ) μεταξύ Πρωσίας και Δανίας το 1864.
Η Φινλανδία είχε μια λιγότερο ειρηνική ιστορία. Η Ρωσική Επανάσταση δεν επέφερε μόνο την ανεξαρτησία της, αλλά προκάλεσε και έναν εμφύλιο πόλεμο που το 1918 δίχασε τη χώρα μεταξύ των «Ερυθρών» (σοσιαλδημοκράτες) και των «Λευκών» (συντηρητικοί). Οι τελευταίοι επικράτησαν με τη στρατιωτική υποστήριξη της Γερμανίας, ενώ στη συνέχεια η Φινλανδία ενεπλάκη στον ρωσικό εμφύλιο πόλεμο έως τη σύναψη της Συνθήκης του Τάρτου το 1920. Ενάντια σε κάθε πρόβλεψη, η χώρα παρέμεινε δημοκρατική και στους Σοσιαλδημοκράτες επιτράπηκε να συμμετέχουν στις εκλογές και στους κυβερνητικούς συνασπισμούς ήδη από τη δεκαετία του 1920.
Ενόσω η σοσιαλδημοκρατία κέρδιζε έδαφος στη Σουηδία καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και του 1930, η Φινλανδία εισήλθε σε μια ταραγμένη περίοδο, που κορυφώθηκε το 1930 με μια αποτυχημένη απόπειρα φασιστικής εξέγερσης. Στη Σουηδία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα ανήλθε στην εξουσία το 1932 και την διατήρησε, είτε μόνο του είτε μέσα από συμμαχίες με άλλα κόμματα, χωρίς διακοπή έως το 1976. Θεσπίζοντας σθεναρές κοινωνικές μεταρρυθμίσεις και έναν τρόπο διακυβέρνησης με βάση ηθικές αρχές, που αντικατοπτριζόταν στη διεθνιστική εξωτερική πολιτική της, η σοσιαλδημοκρατική Σουηδία επιβλήθηκε ως η χώρα-φάρος του σκανδιναβικού μοντέλου.
Στο μεταξύ, ύστερα από δύο διαδοχικούς πολέμους με τη Σοβιετική Ένωση μεταξύ 1939 και 1944 –στον δεύτερο ως σύμμαχος της ναζιστικής Γερμανίας– η Φινλανδία γνώρισε μια φάση έντονων μετασχηματισμών, χαρακτηριζόμενη από τις εκλογικές επιτυχίες του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος και ενός νεοπαγούς πολιτικού σχηματισμού με πιο αριστερή τοποθέτηση, του Φινλανδικού Λαϊκού Δημοκρατικού Συνδέσμου. Προκειμένου να αποσυρθεί από τη σύγκρουση το 1944, αναγκάστηκε να στρέψει τα όπλα της κατά των Γερμανών και να κάνει εδαφικές παραχωρήσεις στους Σοβιετικούς. Στη συνέχεια, ήταν η μοναδική μη κομμουνιστική χώρα που συνήψε το 1948 τη Συμφωνία Φιλίας, Συνεργασίας και Αμοιβαίας Βοήθειας με τη Μόσχα, αρνήθηκε την αμερικανική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ και δεσμεύτηκε να τηρήσει μια de facto ουδετερότητα.
Οι απαιτήσεις των «νέων καιρών»
Το 1952, ο πρωθυπουργός και μετέπειτα πρόεδρος Ούρχο Κέκκονεν εκφώνησε μια συγκλονιστική ομιλία υπέρ της ειρήνης, στην οποία συνέδεσε τη φινλανδική ουδετερότητα με τη σκανδιναβική ταυτότητα (1). Ήταν μια καθοριστική στιγμή στην ιστορία της χώρας. Σε μια συγκυρία όπου η σοσιαλδημοκρατία καθίστατο ηγεμονική σε εκείνη την περιοχή της Ευρώπης, η αδέσμευτη από ΗΠΑ και ΕΣΣΔ πολιτική της, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές κατακτήσεις του εργατικού κινήματος, επιτρέπει στη Φινλανδία να ακολουθήσει το σουηδικό μοντέλο και να οικοδομήσει ένα δημοκρατικό και οικουμενικό κράτος πρόνοιας. Οικονομική ανάπτυξη, τεχνολογικός δυναμισμός, αστικοποίηση και μείωση των ανισοτήτων χαρακτηρίζουν εκείνη την περίοδο.
Ο ενεργός διεθνισμός της Σουηδίας απέρρεε από τις προοδευτικές αξίες που είχαν διαποτίσει την εξωτερική πολιτική. Η θεωρούμενη υπεροχή του σκανδιναβικού κοινωνικού μοντέλου, που κρίνεται ορθολογικό, συνετό και φιλειρηνικό, οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι κατά τον Ψυχρό Πόλεμο οι εκεί στρατιωτικές εντάσεις είναι σαφέστατα λιγότερο οξείες από ό,τι στην Κεντρική Ευρώπη –παρά το γεγονός ότι η Νορβηγία και η Δανία ανήκουν στο ΝΑΤΟ και παρά τη συμφωνία φιλίας που έχει συναφθεί μεταξύ της Φινλανδίας και της Σοβιετικής Ένωσης. Το 1955, η Φινλανδία εντάσσεται στο Συμβούλιο Σκανδιναβικών και Βόρειων Χωρών που είχε συγκροτηθεί από τη Νορβηγία, τη Σουηδία, την Ισλανδία και τη Δανία τρία χρόνια νωρίτερα. Αυτό το διακοινοβουλευτικό φόρουμ επιτρέπει ήδη από τη δεκαετία του 1950 τη διασφάλιση της ελεύθερης κυκλοφορίας των πολιτών μεταξύ των χωρών-μελών, χωρίς διαβατήριο, και την εγκαθίδρυση κοινών κανόνων όσον αφορά την αγορά εργασίας ή τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, τέθηκε εκ νέου το ζήτημα της λυσιτέλειας του σκανδιναβικού μοντέλου, με διαφορετικούς όμως όρους: υπάρχει άραγε κάποια κοινωνική και δημοκρατική εναλλακτική λύση απέναντι στη συναίνεση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που καθοδηγείται από την Ουάσινγκτον (2) ; Ήδη από τη δεκαετία του 1970, κάποιες άλλες αλλαγές καθιστούσαν το ζήτημα πιο επιτακτικό. Στη Σουηδία, η άνθηση των πολυεθνικών, οι διενέξεις σχετικά με τα ασφαλιστικά ταμεία των μισθωτών και η πετρελαϊκή κρίση είχαν οδηγήσει τους σοσιαλδημοκράτες στην πρώτη εκλογική ήττα τους μετά από σαράντα τέσσερα χρόνια.
Κατά την επιστροφή τους στην εξουσία το 1982, ο «τρίτος δρόμος» απέκτησε νέο νόημα: αντί συμβιβασμού μεταξύ καπιταλισμού και κομμουνισμού, οριζόταν πλέον ως συμβιβασμός μεταξύ σοσιαλδημοκρατίας και νεοφιλελευθερισμού. Η κυβέρνηση κατέφυγε στη φιλελευθεροποίηση ως εργαλείο μακροοικονομικής πολιτικής, αύξησε τη βαρύτητα της αγοράς κεφαλαίων στο ισοζύγιο των πληρωμών και στα επιτόκια και αποφάσισε να απορρυθμίσει τις χρηματαγορές (3). Η Φινλανδία και η Νορβηγία την μιμήθηκαν στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Η απορρύθμιση πυροδότησε έναν κύκλο υπερθέρμανσης και ύφεσης, που κατέληξε σε μια σοβαρότατη τραπεζική και νομισματική κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Στη Φινλανδία, η κρίση πήρε ακόμη μεγαλύτερες διαστάσεις, καθώς συνέπεσε με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και των εμπορικών συναλλαγών μεταξύ των δύο χωρών.
Μόλις έκλεισε το κεφάλαιο του Ψυχρού Πολέμου, οι οπαδοί της νεοφιλελεύθερης θεραπείας επιτέθηκαν στη «φινλανδοποίηση». Σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες πολλαπλασιάστηκαν οι προτροπές για συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των «νέων καιρών». Για κάθε κοινωνικό πρόβλημα, η απάντηση ήταν μια νεοφιλελεύθερη συνταγή βασισμένη σε λιτότητα, μειώσεις φόρων, ιδιωτικοποιήσεις, υπεργολαβίες και δόγματα του μάνατζμεντ. Στη δεκαετία του 1990, αποκαλύφθηκαν οι στενοί και κρυφοί δεσμοί που είχαν συναφθεί μεταξύ Σουηδίας και ΝΑΤΟ κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Αν και πάντα στην εμπροσθοφυλακή, η Στοκχόλμη απομακρυνόταν οριστικά από το σκανδιναβικό μοντέλο. Και πάλι, η Φινλανδία χρησιμοποίησε ως παράδειγμα τη Σουηδία ζητώντας να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 1992, μια επιλογή που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα δύο χρόνια αργότερα. Το ίδιο έκανε και η νορβηγική κυβέρνηση, ωστόσο το 1994 έχασε το δημοψήφισμα που θα ενέκρινε την απόφασή της. Η Φινλανδία και η Σουηδία έγιναν μέλη της ΕΕ το 1995.
Τότε ήταν που η ταυτότητά τους επαναπροσδιορίστηκε ως ευρωπαϊκή και δυτική, σε αντιδιαστολή με τον σκανδιναβικό και ουδέτερο χαρακτήρα που πρόβαλλαν στο παρελθόν, παρόλο που αυτές οι δύο ιδιότητες συνυπήρχαν –και ίσως συνυπάρχουν ακόμη. Κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου προέκυψαν οι πρώτες συζητήσεις περί πιθανής ένταξής τους στο ΝΑΤΟ. Από το 1994, η Φινλανδία και η Σουηδία συμμετέχουν στη «Σύμπραξη για την Ειρήνη» της Ατλαντικής Συμμαχίας. Οι φινλανδικές ένοπλες δυνάμεις φρόντισαν ιδιαίτερα να προσαρμοστούν στα στρατιωτικά συστήματα του ΝΑΤΟ, ακολουθώντας μια λογική που τις οδήγησε προσφάτως να αγοράσουν εξήντα τέσσερα αμερικανικά μαχητικά αεροσκάφη F-35, με δυνατότητα να φέρουν πυρηνικά όπλα. Καθ’ όλη τη διάρκεια των δεκαετιών του 2000 και του 2010, η Φινλανδία και η Σουηδία συμμετείχαν σε επιχειρήσεις «διατήρησης της ειρήνης» του ΝΑΤΟ και συνήψαν μαζί του συμφωνίες που επιτρέπουν την παροχή εφοδιαστικής υποστήριξης στις σταθμευμένες στα εδάφη τους ή διερχόμενες από αυτά συμμαχικές δυνάμεις.
Οι αντιδράσεις στη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία απορρέουν κατά μεγάλο μέρος από αυτές τις σταδιακές αλλαγές –είτε μιλάμε με όρους κοινωνικής αποδοχής, είτε παρουσίασης στα μέσα ενημέρωσης, είτε πολιτικής ρητορικής– που προετοίμασαν το έδαφος για μια διολίσθηση του συνόλου του πολιτικού φάσματος προς τα δεξιά. Υπό αυτή την έννοια, ο πόλεμος στην Ουκρανία και ο αντίκτυπός του στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη απλώς επέσπευσαν τη μετάβαση στο τελευταίο σκέλος μιας διαδρομής ενσωμάτωσης που είχε ήδη ξεκινήσει πολύ πρωτύτερα. Η ένταξη της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ θα έχει βαριές συνέπειες και για τις ίδιες, αλλά και για τις διεθνείς σχέσεις στην Ευρώπη και στον κόσμο. Θα σημάνει το τέλος του προοδευτικού σκανδιναβικού διεθνισμού, τουλάχιστον προσώρας.
Συχνά ακούμε να λέγεται ότι η ουδετερότητα αποτέλεσε έναν ακλόνητο πυλώνα της εθνικής ταυτότητας της Σουηδίας, ενώ για τη Φινλανδία η ουδετερότητα ήταν εξαρτημένη περισσότερο από πραγματιστικές εκτιμήσεις και πολιτικό ρεαλισμό. Διατηρώντας την ελπίδα ότι θα μπορούσε να ξεπεραστεί ο Ψυχρός Πόλεμος, η φινλανδική εξωτερική πολιτική έγινε πιο ενεργή και πιο επινοητική, όπως αποδεικνύει η Διάσκεψη για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που φιλοξενήθηκε στο Ελσίνκι μεταξύ 1973 και 1975. Για τον πρόεδρο Κέκκονεν, η Φινλανδία όφειλε να αποτελέσει τον «γεφυροποιό» μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Η ιδέα ήταν να επιλυθεί το δίλημμα της ασφάλειας μέσω του αφοπλισμού και της ενίσχυσης της εμπιστοσύνης, δημιουργώντας μια κανονιστική βάση για τη μελλοντική σύγκλιση των συνασπισμών.
Ενώ, κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, οι σκανδιναβικές χώρες σχημάτιζαν μια πλουραλιστική κοινότητα ασφάλειας, η οποία τασσόταν υπέρ της αλληλεγγύης και του κοινού συμφέροντος στις σχέσεις με το εξωτερικό, το τρέχον στάδιο της ένταξης στο ΝΑΤΟ συνοδεύεται από στρατιωτικοποίηση της κοινωνίας και από ένα νέο σύστημα πεποιθήσεων, που αποδίδει στη δύναμη των όπλων την ικανότητα πρόληψης των πολέμων. Η διεύρυνση της Ατλαντικής Συμμαχίας βασίζεται στη θεωρία της αποτροπής –συμπεριλαμβανομένης και της πυρηνικής– η οποία, με τη σειρά της, βασίζεται στην αφηρημένη προϋπόθεση ότι οι όποιοι εμπλεκόμενοι θα κινηθούν με βάση τον ορθολογισμό.
Η έννοια του κοινού καλού καταποντίστηκε σε αυτές τις συζητήσεις, και εάν έχει επιζήσει, είναι μόνο στην ελπίδα μιας σταθερότητας που θα επιτευχθεί μέσω της αποτροπής, της αρχής που συνίσταται στον εκφοβισμό εκείνου που προκαλεί φόβο. Η ύστατη έκφρασή της βρίσκεται στην ισορροπία του τρόμου. Αντίθετα με την ουδετερότητα κατά τον Ψυχρό Πόλεμο, η οποία εκλαμβανόταν, τουλάχιστον ορισμένες φορές, ως ένας τρόπος να αποτραπεί η οικουμενική σύρραξη που απειλούσε την ανθρωπότητα, η στρατηγική που εφαρμόζεται σήμερα εντάσσεται στη στενή προοπτική της αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής. Επιπλέον, ο φόβος που εμπνέει η Ρωσία τροφοδοτεί την απλοϊκή θεώρηση μιας ευθείας αντιπαράθεσης μεταξύ της «Αυτοκρατορίας του Κακού» και των «ηρώων της ελευθερίας».
Ξεκινώντας πόλεμο κατά της Ουκρανίας, η Ρωσία έριξε τη Φινλανδία και τη Σουηδία στην αγκαλιά της Ατλαντικής Συμμαχίας. Εντούτοις, οι αιτήσεις ένταξής τους αποτελούν μια επιπλέον φάση στην κλιμάκωση της εχθρότητας μεταξύ της Ρωσίας και του ΝΑΤΟ, καθώς και –σε μικρότερο βαθμό– μεταξύ της Ρωσίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η διεύρυνση της Συμμαχίας προς ανατολάς από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα ήταν ένας από τους καθοριστικούς παράγοντες για την τρέχουσα σύρραξη. Ποτέ άλλοτε ο κόσμος δεν βρισκόταν τόσο κοντά σε έναν πυρηνικό πόλεμο μετά την Κρίση των Πυραύλων της Κούβας το 1962 –και κάθε επιπλέον βήμα σε αυτή την κατεύθυνση αυξάνει τον κίνδυνο. Εκείνο που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, είναι ότι κάθε ένταξη στο ΝΑΤΟ γίνεται ακόμη υπό τον όρο να εξυπηρετείται η πυρηνική αποτροπή. Συνεπώς, φαίνεται μάλλον απίθανο η Φινλανδία και η Σουηδία να επανέλθουν στην πολιτική της εμπιστοσύνης και του αφοπλισμού στο προσεχές μέλλον. Η σκανδιναβική ιδέα έχει πεθάνει.
Η απόφαση των δύο χωρών δημιουργεί φόβους όχι μόνο για την κλιμάκωση της σύγκρουσης μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, αλλά και για την ενίσχυση της εξάρτησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης από την Ουάσινγκτον. Εντείνει τη διαδικασία της διαίρεσης του κόσμου σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα και της περαιτέρω στρατιωτικοποίησης των σχέσεων αλληλεξάρτησης. Οι συνέπειες της διεύρυνσης της Ατλαντικής Συμμαχίας δεν προκαλούν ανησυχία μόνο στη Ρωσία, αλλά και σε ένα μεγάλο μέρος του νότιου ημισφαιρίου και της Ασίας. Πρόκειται για φόβους της ίδιας φύσης με εκείνους της Αυστραλίας και των ΗΠΑ απέναντι στη συμφωνία ασφάλειας που μόλις υπέγραψαν οι Νήσοι του Σολομώντα με την Κίνα.
Οι εξελίξεις αυτές θυμίζουν τις διεργασίες που οδήγησαν στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Σε αυτό το στάδιο, το σενάριο μιας παγκόσμιας στρατιωτικής καταστροφής δεν μπορεί πια να αποκλειστεί (4). Ακόμη και εάν δεν επαληθευτεί στο άμεσο μέλλον, παρόμοια περιστατικά εγγράφονται σε μια υποβόσκουσα τάση, της οποίας τα αποτελέσματα κινδυνεύουμε να αντιληφθούμε σε δέκα ή είκοσι χρόνια –εκτός εάν η πορεία του κόσμου δεν παρεκκλίνει, χάρη, για παράδειγμα, στην εμφάνιση ενός νέου Κινήματος των Αδεσμεύτων. Με το αίτημά τους να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, η Φινλανδία και η Σουηδία παίρνουν θέση στην επικίνδυνη όχθη της ιστορίας.