el | fr | en | +
Accéder au menu

Οι γυναίκες του Ιράν άναψαν το φυτίλι της κοινωνικής αγανάκτησης

Η εξέγερση που πυροδότησε ο θάνατος της Μαχσά Αμινί δεν περιορίζεται στα αιτήματα της κατάργησης της λαομίσητης Αστυνομίας Ηθών και της άρσης της υποχρεωτικής χρήσης της μαντίλας. Και μπορεί μεν η κυβέρνηση να προσπαθεί να κατευνάσει το πλήθος εξετάζοντας τα συγκεκριμένα θέματα, τα θεμέλια του καθεστώτος, όμως, βάλλονται πανταχόθεν, ενώ διαφορετικές κατηγορίες του πληθυσμού ενώνονται στο όνομα μιας γενικευμένης αγανάκτησης.

«Γυναίκα, ζωή, ελευθερία!», «Δεν θα το αφήσουμε να ξαναγίνει!», «Θάνατος στον δικτάτορα!»: τα συνθήματα που δόνησαν τους δρόμους της Τεχεράνης και άλλων ογδόντα πόλεων της χώρας συνοψίζουν την αποφασιστικότητα διαδηλωτριών, αλλά και διαδηλωτών, για μετωπική σύγκρουση με το καθεστώς. Όλα ξεκίνησαν στις 13 Σεπτεμβρίου. Μέλη της Αστυνομίας Ηθών (Γαστ-ε Ερσάντ) συνέλαβαν τη Μαχσά Αμινί, μια εικοσιδιάχρονη γυναίκα κουρδικής καταγωγής, με την κατηγορία ότι δεν φορούσε τη μαντίλα της με τον ενδεδειγμένο τρόπο –ένα σύνηθες φαινόμενο με το οποίο έρχονται αντιμέτωπες χιλιάδες Ιρανές σε καθημερινή βάση. Η Μαχσά Αμινί θα καταλήξει τρεις ημέρες αργότερα στο νοσοκομείο όπου είχε μεταφερθεί σε κωματώδη κατάσταση και την κηδεία στη γενέτειρά της, την πόλη Σαγέζ του ιρανικού Κουρδιστάν, θα ακολουθήσει μια έκρηξη οργής που θα εξαπλωθεί σε ολόκληρη τη χώρα.

Το τείχος του φόβου υποχωρεί παντού και οι γυναίκες διακινδυνεύουν τη ζωή και τη σωματική ακεραιότητά τους, αψηφώντας το καθεστώς στους δρόμους (1). Παρά τις ενορχηστρωμένες από την κυβέρνηση διακοπές της λειτουργίας του Διαδικτύου, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναμεταδίδουν εικόνες γυναικών να καίνε τις μαντίλες τους, με μια χειρονομία που παραδόξως θυμίζει τις αμερικανικές σημαίες τις οποίες κάποτε έκαιγε το πλήθος στους ίδιους αυτούς δρόμους. Στο Σαγέζ, η οικογένεια του θύματος αμφισβητεί την επίσημη αιτία θανάτου –νεκρή εξαιτίας βεβαρημένου ιατρικού ιστορικού– και υποστηρίζει ότι οι ωμότητες στις οποίες επιδίδεται συχνά η Αστυνομία Ηθών είναι η αιτία του θανάτου της κόρης τους, η οποία πλέον αντιμετωπίζεται ως «μάρτυρας» από τον ιρανικό λαό.

Παρά την ολοένα και πιο σκληρή κρατική καταστολή – με την αστυνομία να πυροβολεί σε ορισμένες περιπτώσεις με πραγματικές σφαίρες– το αντικείμενο των διαμαρτυριών γρήγορα διευρύνθηκε. Αρχικά, στο επίκεντρο βρισκόταν η αμφισβήτηση της εξουσίας που έχει παραχωρηθεί στην Αστυνομία Ηθών και η απαίτηση για κατάργηση της υποχρεωτικής χρήσης μαντίλας (σε ισχύ από το 1983). Όμως, πολύ γρήγορα, ήταν τα ίδια τα θεμέλια του συστήματος που δέχθηκαν επίθεση, όπως άλλωστε μαρτυρά και το σύνθημα «Την Ισλαμική Δημοκρατία δεν την θέλουμε, δεν την θέλουμε!».

Παρόλο που το Ιράν έχει αντιμετωπίσει κατά καιρούς αρκετά κύματα λαϊκών διαμαρτυριών, κανένα από αυτά δεν είχε τέτοια εμβέλεια ή τέτοιον αντίκτυπο, τόσο στο εσωτερικό της χώρας όσο και στο εξωτερικό. Τον Ιούνιο του 2009, το «Πράσινο Κίνημα» ξεσηκώθηκε κατά της επανεκλογής του προέδρου Μαχμούντ Αχμαντινετζάντ, καταγγέλλοντας νοθεία στις κάλπες (2). Το σύνθημα «Πού είναι η ψήφος μου;» κινητοποίησε τότε τις ανώτερες μεσαίες τάξεις, όμως δεν κατάφερε να φτάσει στις αγροτικές περιοχές. Στα τέλη του 2017, διάφορες κοινωνικές ομάδες, προερχόμενες από τα πλέον μειονεκτούντα στρώματα του πληθυσμού, κινητοποιήθηκαν ξεχωριστά για να διαμαρτυρηθούν για τη μείωση των επιδοτήσεων και την άνοδο των τιμών σε καύσιμα και σε πολλά τρόφιμα πρώτης ανάγκης. Τέλος, το 2019, τα ίδια οικονομικά κίνητρα ξεσήκωσαν την εργατική τάξη και τα μικροαστικά στρώματα, κυρίως στις μικρές πόλεις και τα φτωχά προάστια των μεγάλων αστικών κέντρων. Σε όλες τις περιπτώσεις, η ανελέητη καταστολή στους δρόμους και οι χιλιάδες συλλήψεις τσάκισαν τα κινήματα.

Ένας στους δέκα κατοίκους δεν έχει να φάει

Στην πραγματικότητα, το καθεστώς πρέπει να αντιμετωπίσει το ξέσπασμα μιας γενικευμένης λαϊκής δυσφορίας, με τις γυναίκες και τη νεολαία της χώρας να είναι στην πρώτη γραμμή. Σχεδόν το 51% των Ιρανών είναι κάτω των τριάντα ετών, σε έναν συνολικό πληθυσμό ογδόντα έξι εκατομμυρίων κατοίκων (τα τρία τέταρτα των οποίων διαμένουν σε αστικές περιοχές). Η νεολαία αυτή δεν μπορεί πλέον να ζει τόσο περιορισμένη, όπου όλα όσα αλλού μοιάζουν φυσιολογικά –λόγου χάρη, απλώς να ακούς με την παρέα σου μουσική στον δρόμο– μπορούν να προκαλέσουν προβλήματα με τον νόμο (3). «Η ανθρώπινη αξιοπρέπεια βρίσκεται στο επίκεντρο του κινήματος. Είναι σαν οι άνθρωποι να θέλουν να ανακτήσουν τη χαμένη νεότητά τους και να εκφράσουν την επιθυμία τους για μια φυσιολογική και αξιοπρεπή ύπαρξη», υποστηρίζει ο κοινωνιολόγος Ασέφ Μπαγιάτ. Σε αυτό έρχεται να προστεθεί και το γεωγραφικό εύρος των διαδηλώσεων, οι οποίες δεν περιορίζονται μονάχα στα αστικά κέντρα, αλλά εκτείνονται και σε πιο απομακρυσμένες περιοχές. Το Κουρδιστάν και το Μπαλουχιστάν, ιδίως η πόλη Ζαχεντάν, βιώνουν τις πιο βίαιες συγκρούσεις.

Η κακή κατάσταση της οικονομίας είναι βασικός τροφοδότης της οργής των Ιρανών, τσακισμένων από έναν πληθωρισμό της τάξης του 40%. Μία από τις προεκλογικές υποσχέσεις του Εμπραχίμ Ραϊσί ήταν η ανάληψη δράσης για τη βελτίωση της καθημερινότητας των συμπολιτών του. Όμως ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει μετά την εκλογή του στην προεδρία της Ισλαμικής Δημοκρατίας τον Ιούνιο του 2021. Αντίθετα, η κυβέρνηση υιοθέτησε μια σειρά από μέτρα λιτότητας, μειώνοντας ορισμένες επιδοτήσεις σε βασικά είδη διατροφής, επικαλούμενη τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν από τη Δύση στο Ιράν προκειμένου να το εμποδίσουν να αναπτύξει το πυρηνικό πρόγραμμά του. «Η αγοραστική δύναμη των Ιρανών έχει μειωθεί δραματικά, δυσκολεύονται να αγοράσουν ακόμη και είδη πρώτης ανάγκης. Η κατανάλωση κρέατος, αυγών και γαλακτοκομικών προϊόντων έχει μειωθεί κατά 50%», επεσήμαινε τον περασμένο Μάιο η οικονομική εφημερίδα «Τζαχάν-ε-Σανάτ», σύμφωνα με την οποία περίπου το 45% του ιρανικού πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας ενώ το 10% εξ αυτών δεν έχει να φάει (4).

Πέρα από τις διαρκώς επιδεινούμενες οικονομικές δυσκολίες, ο λαός έχει να αντιμετωπίσει και μια ανυπέρβλητη ενδημική διαφθορά. Παρά τις υποσχέσεις των αρχών, η φεσάντ (διαφθορά) και το ρεσβέχ (δωροδοκία) κυριαρχούν τόσο στην καθημερινή ζωή όσο και στις επιχειρήσεις, σε μια χώρα όπου πάνω από τα δύο τρίτα του ΑΕΠ εξαρτώνται από δημόσιες ή ημιδημόσιες επιχειρήσεις και οργανισμούς. Έτσι, στα τέλη Αυγούστου, ο επίσημος ιρανικός Τύπος έκανε αναφορά σε μια κοινοβουλευτική έκθεση που κατήγγειλε την υπεξαίρεση τριών δισεκατομμυρίων δολαρίων από τη διοίκηση του μεγαλύτερου παραγωγού χάλυβα του Ιράν, τη Mobarakeh Steel Company. Αμέσως μετά, η μετοχή της εταιρείας τέθηκε σε αναστολή διαπραγμάτευσης στο Χρηματιστήριο της Τεχεράνης –όμως οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν έτρεφαν αυταπάτες περί πιθανών νομικών συνεπειών στην υπόθεση…

Ένα άλλο χαρακτηριστικό της εξέγερσης έγκειται στην απουσία πολιτικής καθοδήγησης ή αναγνωρισμένου συντονιστικού κέντρου. Ο οριζόντιος αυτός χαρακτήρας, γνώρισμα και άλλων κινημάτων στον κόσμο, εξηγείται κυρίως από την καταστολή και τον κατακερματισμό των πολιτικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης στο εσωτερικό της χώρας, αλλά και τον φόβο για αντίποινα. Αντανακλά επίσης την έλλειψη διαφάνειας όσον αφορά τον συσχετισμό δυνάμεων εντός του συμπλέγματος της ιρανικής εξουσίας. Τέλος, το ακροατήριο του κινήματος δεν θα ήταν το ίδιο χωρίς τον ενεργό ρόλο των περσόφωνων μέσων ενημέρωσης που χρηματοδοτούνται από τις χώρες της Δύσης και τις μοναρχίες του Περσικού Κόλπου και λειτουργούν ως αναμεταδότες των βίντεο από τις διαδηλώσεις. Το 2018, ο «Guardian» ισχυρίστηκε ότι το πολύ δραστήριο τηλεοπτικό κανάλι Iran International (II) χρηματοδοτούνταν από τη Σαουδική Αραβία (5). Ένας ισχυρισμός που διαψεύστηκε από το κανάλι.

Ενόσω η οικονομική κατάσταση επιδεινωνόταν, το καθεστώς προτίμησε, μερικούς μήνες πριν από την εξέγερση, την κοινωνική όξυνση, επαναφέροντας την Αστυνομία Ηθών στους δρόμους και διατάσσοντας συλλήψεις κινηματογραφιστών και μελών της θρησκευτικής μειονότητας των Μπαχάι. Σε αυτό το πλαίσιο, οι διαδηλώσεις ελάχιστα ωφελούν το πολιτικό στρατόπεδο των ρεφορμιστών, καθώς οι διαδηλωτές είναι ενωμένοι όσον αφορά την απόρριψη του συστήματος στο σύνολό του. «Ο διαχωρισμός μεταξύ ρεφορμιστών και φονταμενταλιστών, που καταλάμβανε την επίσημη πολιτική σκηνή κατά τα πρώτα χρόνια της επανάστασης, έφτασε στο τέλος του με τη λήξη της θητείας του προέδρου Χασάν Ροχανί το 2021. Έχει πλέον χάσει ολοκληρωτικά την απήχησή του και ο λαός απορρίπτει και τα δύο στρατόπεδα», θεωρεί ο κοινωνιολόγος Γιουσέφ Αμπαζαρί (6).

Μια απορριπτική στάση που ενισχύεται ακόμη περισσότερο από την πλήρη απροθυμία του καθεστώτος να προχωρήσει σε αλλαγές προς την κατεύθυνση των λαϊκών αιτημάτων (7). Ενόσω στη χώρα οργανώνονταν αντιδιαδηλώσεις προς υποστήριξη του καθεστώτος, ο πρόεδρος Ραϊσί, επιστρέφοντας στις 23 Σεπτεμβρίου από τη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη, κάλεσε τις δυνάμεις τις τάξης της χώρας να δράσουν «αποφασιστικά εναντίον εκείνων που υπονομεύουν την ασφάλεια και την ειρήνη της χώρας και του λαού». Από την πλευρά του, ο Γολαμοχσεΐν Μοχσενί Εζεΐ, επικεφαλής της δικαστικής εξουσίας, υπογράμμισε τη σημασία της διατήρησης «μιας αδιάλλακτης στάσης απέναντι στους πρωταίτιους και τους οργανωτές των ταραχών αυτών» κατά τη διάρκεια μιας αιφνιδιαστικής επίσκεψής του, στις 25 Σεπτεμβρίου, στο αρχηγείο των δυνάμεων καταστολής ταραχών. Κατά τη συνήθη ρητορική του, ο Πνευματικός Ηγέτης της Επανάστασης Αγιατολάχ Αλί Χαμενεΐ με τη σειρά του δήλωνε ότι «οι ταραχές και η ανασφάλεια είναι έργο των ΗΠΑ και του σφετεριστικού σιωνιστικού καθεστώτος», με το ζήτημα της μαντίλας κατ’ αυτόν να αποτελεί απλώς ένα πρόσχημα για την αποσταθεροποίηση της χώρας. Και πρόσθετε ότι «πολλές γυναίκες στο Ιράν δεν φορούν τέλεια τη μαντίλα τους, όμως είναι ένθερμες υποστηρίκτριες της Ισλαμικής Δημοκρατίας». O Χαμενεΐ αρνείται επίσης να ικανοποιήσει το αίτημα της μεταρρυθμιστικής παράταξης να καταργηθεί απλά και ξεκάθαρα η υποχρεωτική χρήση χιτζάμπ από τις γυναίκες («μαντίλα» στα φαρσί).

Η κυβέρνηση έλαβε παρόλα αυτά ορισμένα συμφιλιωτικά μέτρα, με κυριότερο τη δημιουργία «σπιτιών ελεύθερου διαλόγου» από το Ανώτατο Συμβούλιο Πολιτιστικής Επανάστασης. Μάλιστα, σε ένα εξ αυτών πραγματοποιήθηκε συνάντηση με την παρουσία ενενήντα προσεκτικά επιλεγμένων καθηγητών πανεπιστημίου. Όμως, αυτή η φαινομενική διάθεση για διάλογο δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχνάμε ότι, στα μέσα Οκτωβρίου, η κυβερνητική καταστολή είχε οδηγήσει στη σύλληψη πάνω από δύο χιλιάδων ατόμων και στο θάνατο πάνω από διακοσίων διαδηλωτών, μεταξύ των οποίων και περίπου είκοσι ανήλικοι. Αυτός ο προσωρινός απολογισμός δεν λαμβάνει υπόψη τα θύματα των συγκρούσεων μέσα στη φυλακή Εβίν της Τεχεράνης: μια «Βαστίλη» όπου κρατούνται τόσο κοινοί εγκληματίες όσο και πολιτικοί κρατούμενοι και ξένοι υπήκοοι κατηγορούμενοι για κατασκοπεία, όπως η γαλλο-ιρανή ερευνήτρια Φαρίμπα Αντελχά.

Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει το κίνημα; Πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα προς το παρόν. Είναι ακόμη άγνωστο εάν οι παραγωγικοί συντελεστές της οικονομίας θα ακολουθήσουν το παράδειγμα των διαδηλωτών. Απεργούν βεβαίως οι εργάτες της πετροχημικής μονάδας του Ασαλουγιέ, αλλά η κινητοποίησή τους δεν έχει ακόμη εξαπλωθεί στη χώρα. Ομοίως, οι στάσεις εργασίας των εκπαιδευτικών παραμένουν σποραδικές, ενώ οι έμποροι του παζαριού της Τεχεράνης –ο ρόλος των οποίων ήταν καθοριστικός στην επίσπευση της πτώσης του Σάχη το 1979– αργούν να εκφράσουν ανοιχτά την αλληλεγγύη τους στους διαδηλωτές. Τέλος, ποια στάση θα κρατήσουν τόσο η βάση του καθεστώτος όσο και, ακόμα πιο καθοριστικά, οι Φρουροί της Επανάστασης; Σε μια εποχή όπου οι διαπραγματεύσεις για το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν έχουν περιέλθει σε αδιέξοδο και η Τεχεράνη προσεγγίζει έντονα τη Μόσχα –το Ιράν έγινε μόνιμο μέλος του Οργανισμού Συνεργασίας της Σανγκάης (SCO), στις 15 Σεπτεμβρίου– είναι πολύ πιθανό η σκληροπυρηνική πτέρυγα του καθεστώτος να εκτιμήσει ότι η συγκυρία δεν προσφέρεται για μείζονες παραχωρήσεις. Σημείο των καιρών: ο Αγιατολάχ Χαμενεΐ στις 20 Σεπτεμβρίου απομάκρυνε από το Συμβούλιο Διάκρισης Υπέρτατου Συμφέροντος του Καθεστώτος προσωπικότητες που θεωρήθηκαν ευνοϊκά προσκείμενες προς τη Δύση, μεταξύ των οποίων και ο τέως πρόεδρος Ροχανί.

Όποια και αν είναι η τύχη του κινήματος, τα κεκτημένα του μοιάζουν ήδη σημαντικά. Η ιρανική νεολαία και ακόμη περισσότερο οι νέες γυναίκες διεκδικούν την αλλαγή. Το «ξήλωμα» της Αστυνομίας Ηθών και η προοπτική η χρήση της μαντίλας να πάψει να είναι υποχρεωτική δεν εγγυώνται ότι θα ληφθούν μέτρα προς ένα μεγαλύτερο πολιτικό άνοιγμα.

Οι αγώνες των γυναικών του Ιράν για ισότητα έχουν τις ρίζες τους στην ταραχώδη ιστορία της χώρας. Ήδη από το 1906, κατά τη διάρκεια των πρώτων κινητοποιήσεων με αίτημα η χώρα να αποκτήσει Σύνταγμα και Κοινοβούλιο, σχηματίστηκαν κρυφά γυναικείες ενώσεις με κυριότερο σκοπό τη δημιουργία σχολείων για κορίτσια. Το 1910 εκδίδεται το «Dânech» («Γνώση»), το πρώτο γυναικείο ιρανικό περιοδικό. Όμως, η μοναρχία θα εμποδίσει τη γυναικεία χειραφέτηση, ακριβώς όπως θα αντιταχθεί και στις δημοκρατικές εξελίξεις. Το 1932, η τελευταία ανεξάρτητη γυναικεία οργάνωση διαλύεται από τον Σάχη Ρεζά, ο οποίος εναλλάσσει φιλελεύθερα μέτρα και έντονο αυταρχισμό. Το 1936 απαγορεύει το χιτζάμπ σε δημόσιους χώρους και επιτρέπει την είσοδο των γυναικών στο πανεπιστήμιο. Ωστόσο, η καταπίεση πλήττει χωρίς διάκριση τους άνδρες και τις γυναίκες που αντιτίθενται στο μοναρχικό καθεστώς.

Μεταξύ 1940 και 1953, την περίοδο κατά την οποία μεσολαβεί η εθνικοποίηση το ιρανικού πετρελαίου, δημιουργούνται ενώσεις γυναικών με σκοπό τη διεκδίκηση πολιτικών δικαιωμάτων και ισότητας με τους άνδρες. Μετά το πραξικόπημα του 1953 που υποκινήθηκε από τη CIA, μόνο οι προσκείμενες στο καθεστώς οργανώσεις έχουν τη δυνατότητα να εκφράζονται και οι αρχές παρακολουθούν στενά τους φεμινιστικούς κύκλους. Τη δεκαετία του 1970, πληθώρα νέων γυναικών, κατά κύριο λόγο φοιτήτριες, εντάσσονται στον ένοπλο αγώνα κατά του καθεστώτος του Σάχη. Πολλές ανάμεσά τους συλλαμβάνονται, βασανίζονται και εκτελούνται.

Η Ισλαμική Επανάσταση του 1979 γκρεμίζει κάθε ελπίδα για την επίτευξη ισότητας μεταξύ των δύο φύλων. Στις 8 Μαρτίου του ίδιου έτους, την παγκόσμια ημέρα για τα δικαιώματα της γυναίκας, πολλές χιλιάδες Ιρανές διαδηλώνουν κατά του νομοσχεδίου που θεσπίζει την υποχρεωτική χρήση μαντίλας σε δημόσιους χώρους. Η αδιαφορία των πολιτικών δυνάμεων για το ζήτημα και οι μαζικές συλλήψεις ακτιβιστριών επέτρεψαν την έναρξη ισχύος του νόμου το 1983.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών, ο φεμινιστικός αγώνας δεν σταμάτησε ποτέ, όπως άλλωστε αποδεικνύεται από τη μεγάλη επιτυχία της καμπάνιας του 2009 για τη συλλογή υπογραφών για ίσα δικαιώματα στην οικογένεια και για την κατάργηση της ποινής του λιθοβολισμού γυναικών. Το 2017, οι Ιρανές έβγαλαν τις μαντίλες τους και το κίνημά τους έγινε γνωστό ως «Τα κορίτσια της οδού Ενγκελάμπ» («Οδού Επανάστασης»). Η ενέργεια αυτή ήδη αντικατόπτριζε την αποτυχία της επίσημης κρατικής ιδεολογίας να πείσει τις νεότερες γενιές για την ορθότητα της χρήσης του χιτζάμπ.

Mitra Keyvan

Δημοσιογράφος
Ελίνα Βέτση

(1Βλ. Florence Beaugé, «Οι Ιρανές δεν το βάζουν κάτω», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 10 Απριλίου 2016, monde-diplomatique.gr.

(2Πρβ. Ahmad Salamatian και Sara Daniel, Iran, la révolution verte. La fin de l’islam politique?, Delavilla, Παρίσι, 2010.

(3Βλ. Thelma Katebi, «Être chanteur en Iran», «Le Monde diplomatique», Αύγουστος 2020.

(412 Μαΐου 2022.

(5«Concern over UK-based Iranian TV channel’s links to Saudi Arabia», «The Guardian», Λονδίνο, 31 Οκτωβρίου 2018.

(6Naghd Eghtessad Siasi (ιστοσελίδα), 26 Σεπτεμβρίου 2022.

(7Βλ. Shervin Ahmadi και Philippe Descamps, «Ελπίδες και παρωδία αλλαγής στο Ιράν», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», 26 Ιουνίου 2016, monde-diplomatique.gr.

Μοιραστείτε το άρθρο