Οι ευρωπαϊκές νομισματικές αρχές θυμίζουν ορισμένες φορές τον Καλιμερό, τον ήρωα μιας σειράς κινουμένων σχεδίων της δεκαετίας του 1960. Κατά τη διάρκεια των επεισοδίων, το μικρό μαύρο κοτοπουλάκι με το μισό τσόφλι του αβγού ακόμη στο κεφάλι προσέκρουε διαρκώς σε έναν κόσμο που θεωρούσε εχθρικό. «Είναι πραγματικά πάρα πολύ άδικο!», συμπέραινε συστηματικά, με μια τρίχα στο στόμα και ένα δάκρυ στα μάτια.
Τι μοιάζει, εδώ και μερικούς μήνες, «πάρα πολύ άδικο» στους Ευρωπαίους επιγόνους αυτού του φανταστικού ήρωα; Η κατρακύλα του κοινού νομίσματος σε σχέση με τα διεθνή νομίσματα, ειδικά με το δολάριο. Αν και τον Αύγουστο του 2020 ένα ευρώ αντιστοιχούσε σε 1,20 δολάρια, δεν αντιστοιχούσε ούτε σε ένα δολάριο τον περασμένο Σεπτέμβριο. Αποτέλεσμα; Οι τιμές των προϊόντων και των πρώτων υλών που τιμολογούνται σε δολάρια, όπως το πετρέλαιο, εκτοξεύονται στη Γηραιά Ήπειρο. Έχοντας γίνει «πολύ αδύναμο», το ευρώ απειλεί την ευρωπαϊκή οικονομία, «περιπλέκοντας τη μάχη κατά του πληθωρισμού», όπως δηλώνει φανερά ενοχλημένος ο διοικητής της Τράπεζας της Γαλλίας Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό (1).
Λίγα χρόνια νωρίτερα, ο Γάλλος κεντρικός τραπεζίτης ήδη έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου. Αλλά για τον αντίθετο λόγο: το ευρώ αποδεικνυόταν τότε… «πολύ ισχυρό». «Η πρόσφατη εξέλιξη της ισοτιμίας αποτελεί πηγή αβεβαιότητας» (2), παρατηρούσε ο Βιλερουά ντε Γκαλό το 2018, όταν το κοινό νόμισμα είχε φθάσει τα 1,22 δολάρια. Όπως εξηγούσε ο Φιλίπ Βακστέρ, διευθυντής οικονομικών ερευνών της Natixis Asset Management, με αφορμή προηγούμενη περίοδο ανατίμησης του κοινού νομίσματος, μια τέτοια ισοτιμία «διαβρώνει τις προσπάθειες που κάνουν οι ευρωπαϊκές χώρες για να γίνουν πιο ανταγωνιστικές» (3).
Ας συνοψίσουμε. «Το σκληρό ευρώ ανησυχεί την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα» (4), εξηγεί το 2020 η Agefi, ιστότοπος που ειδικεύεται στα χρηματοοικονομικά θέματα. Δύο χρόνια αργότερα, όλα έχουν αλλάξει, αλλά όλα εξελίσσονται εξίσου άσχημα: «Το μαλακό ευρώ περιπλέκει (…) το έργο της ΕΚΤ» (5), σύμφωνα με την καθημερινή οικονομική εφημερίδα «Les Echos». Με άλλα λόγια, όταν έρχεται κορώνα, η Γηραιά Ήπειρος χάνει: το ευρώ είναι πολύ ισχυρό και μειώνει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Αλλά, όταν έρχονται γράμματα, πάλι χάνει η Ευρώπη: το ευρώ είναι πολύ αδύναμο, περιορίζει την αγοραστική δύναμη των πολιτών και παροξύνει την ήδη μεγάλη άνοδο των τιμών. Πώς να εξηγήσει κάποιος αυτή την παράξενη κατάσταση όπου το ευρωπαϊκό νόμισμα μοιάζει καταδικασμένο να προκαλεί τη δυσαρέσκεια;
Επαναλαμβανόμενος μηχανισμός
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και το τέλος του συστήματος του Μπρέτον Γουντς (6), με το οποίο ρυθμίζονταν οι ισοτιμίες μεταξύ νομισμάτων, τα περισσότερα νομίσματα βρίσκονται σε καθεστώς ελεύθερα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών, δηλαδή από μέρα σε μέρα αλλάζουν την ισοτιμία μεταξύ τους. Οι διακυμάνσεις αυτές καθορίζονται από πλειάδα παραγόντων, που έχουν σχέση με τη συγκυρία, με τις προσδοκίες των χρηματιστικών αγορών για την ευρωστία της μίας ή της άλλης οικονομικής περιοχής, καθώς και με τις αποφάσεις των διάφορων κεντρικών τραπεζών του πλανήτη σχετικά με τα επιτόκιά τους. Έτσι, τα υψηλά επιτόκια –που προσφέρουν μεγαλύτερη απόδοση στους επενδυτές– έχουν την τάση να προκαλούν εισροή κεφαλαίων και, επομένως, ανατίμηση του νομίσματος. Αντίστροφα, μια μείωση επιτοκίων σε γενικές γραμμές οδηγεί τους κατόχους κεφαλαίων να αναζητήσουν αλλού πιο γενναιόδωρες αποδόσεις –φαινόμενο που συμβάλλει στη μείωση της αξίας ενός νομίσματος. Όμως, μέσα σε αυτούς τους μυριάδες καθοριστικούς παράγοντες, ένας συγκεκριμένος μηχανισμός βαρύνει περισσότερο από άλλους.
Στις 4 Ιανουαρίου 1999, το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα εισάγεται με ισοτιμία 1:1,1789 δολάρια. Εκείνη την εποχή, η φρενίτιδα γύρω από το Διαδίκτυο και τη «νέα οικονομία» τονώνει την αμερικανική ανάπτυξη. Η αμερικανική κεντρική τράπεζα Federal Reserve (Fed), προσπαθώντας να αποφύγει την υπερθέρμανση της οικονομίας και να «διασφαλίσει ότι οι τιμές των αγαθών και των υπηρεσιών δεν θα εκτοξευθούν» (7), αυξάνει τα επιτόκιά της. Η απόφαση οδηγεί στην ανατίμηση του δολαρίου και, αυτόματα, στην υποχώρηση του ευρωπαϊκού νομίσματος. Το ευρώ χάνει το 30% της αξίας του σε σχέση με το δολάριο μεταξύ 1999 και 2002. Η κατρακύλα προκαλεί τρόμο στους Ευρωπαίους, οι οποίοι ήλπιζαν ότι το ευρώ θα εξελισσόταν γρήγορα σε αποθεματικό νόμισμα. Φοβούνται ότι μια τέτοια διολίσθηση μπορεί να τροφοδοτήσει την καχυποψία απέναντι στο νεογέννητο χρηματικό εγχείρημα: ένα νόμισμα του οποίου η αξία μειώνεται γρήγορα εμπνέει ελάχιστη εμπιστοσύνη στους επενδυτές.
Μετά το σκάσιμο της «φούσκας του Διαδικτύου», τον Μάρτιο του 2000, η Fed επιδιώκει να αποφύγει το πέρασμα των ΗΠΑ σε ύφεση. Μειώνει τα επιτόκιά της προκειμένου να διευκολύνει τη χορήγηση πιστώσεων. Καμία ευκαιρία για τη Γηραιά Ήπειρο, όπου η απόφαση της Fed προκαλεί την ενίσχυση του ευρώ, γεγονός που στραγγαλίζει την οικονομική δραστηριότητα. Το 2004, ο Γάλλος πρωθυπουργός Ζαν-Πιερ Ραφαρέν εκφράζει την ενόχλησή του για την «ανησυχητική» ισοτιμία του ευρώ, ενώ ο μετέπειτα υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών Ντομινίκ Στρος-Καν, τότε ακόμη βουλευτής, δηλώνει δυσαρεστημένος που το ευρώ είναι «υπερβολικά ισχυρό σε σχέση με το δολάριο, κάτι που βλάπτει την ανάπτυξη» (8). Το κοινό νόμισμα συνεχίζει ωστόσο την ανοδική πορεία του, για να φθάσει μέχρι και τα 1,60 δολάρια στις 15 Ιουλίου 2008.
Η κρίση των subprime (των ενυπόθηκων στεγαστικών δανείων), που εκδηλώνεται την ίδια χρονιά, προκαλεί γενικευμένο επαναπατρισμό των εκφρασμένων σε δολάρια περιουσιακών στοιχείων προς τις Ηνωμένες Πολιτείες, τη χρηματοπιστωτική περιοχή που θεωρείται ασφαλέστερη μέσα στη θύελλα. Έτσι, η ισοτιμία του ευρώ πέφτει ξανά, μέχρι την εφαρμογή των μέτρων «ποσοτικής χαλάρωσης» της Fed. Τα μέτρα αυτά έχουν στόχο, σε πρώτη φάση, να καταπολεμήσουν την οικονομική κρίση που συνδέεται με το χρηματοπιστωτικό χάος και έπειτα, σε δεύτερο χρόνο, να περιορίσουν το πλήγμα που προκάλεσε η πανδημία Covid-19. Για μία ακόμη φορά, τα μέτρα που έλαβε η Fed για να διευκολύνει τις πιστώσεις και την οικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ ροκανίζουν την αξία του αμερικανικού νομίσματος. Από τη στιγμή που δολάριο και ευρώ δεν μπορούν να κινούνται ταυτόχρονα σε πολύ χαμηλά επίπεδα, η πτώση του δολαρίου προκαλεί την ανατίμηση του ευρώ, εξέλιξη που περιπλέκει τη μάχη κατά του αποπληθωρισμού στη Γηραιά Ήπειρο.
Από τις αρχές του 2022, η οικονομική ανάκαμψη και, στη συνέχεια, οι κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας προκάλεσαν κατακόρυφη άνοδο των τιμών, ιδιαίτερα στον τομέα της ενέργειας. Η Fed αντέδρασε ανεβάζοντας επιθετικά τα επιτόκιά της, καθώς ένα ισχυρότερο νόμισμα επιτρέπει να περιοριστεί ο αντίκτυπος του πληθωρισμού, μειώνοντας το κόστος των εισαγωγών. Αντίθετα, στη Γηραιά Ήπειρο, αυτή η άνοδος του δολαρίου οδηγεί σε επιπλέον κόστος, καθώς οι ευρωπαϊκές εισαγωγές πετρελαίου τιμολογούνται σε δολάρια. Επομένως, η νομισματική συγκυρία ενισχύει τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ευρώπη…
Άρα, μέσα στην πολυπλοκότητα των παραγόντων που συντρέχουν ώστε να ωθούν το ευρώ προς τα πάνω ή προς τα κάτω, ένας μηχανισμός επανέρχεται σταθερά: οι αποφάσεις της αμερικανικής κεντρικής τράπεζας, τις οποίες λαμβάνει με γνώμονα το συμφέρον της… αμερικανικής οικονομίας. Θα προβληθεί, βέβαια, το επιχείρημα ότι τίποτε δεν αποκλείει οι επιλογές της Fed να έχουν ευνοϊκό αντίκτυπο στην ευρωζώνη. Εξάλλου, επιλέγοντας να αυξήσουν τα επιτόκια για να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό και αφήνοντας το δολάριο να ανατιμηθεί, όπως κάνει σήμερα η Fed, οι αμερικανικές αρχές μειώνουν το κόστος των ευρωπαϊκών προϊόντων που εξάγονται στις Ηνωμένες Πολιτείες. Εκ πρώτης όψεως, είναι ευλογία για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις της Γηραιάς Ηπείρου. Αλίμονο όμως. Η πολιτική της Fed συνοδεύεται από έναν νόμο για τον περιορισμό του πληθωρισμού (IRA), που ψηφίστηκε το 2022: ένα πρόγραμμα επιδοτήσεων και φορολογικών εκπτώσεων για τα προϊόντα made in America, το οποίο παρέχει μια προστατευτική ασπίδα στην αμερικανική παραγωγή. Διπλός θετικός αντίκτυπος για τις ΗΠΑ, που κατορθώνουν να καταπολεμήσουν τον πληθωρισμό χωρίς να χάσουν (υπερβολικά) σε ανταγωνιστικότητα. Διπλός αρνητικός αντίκτυπος για την ευρωπαϊκή πλευρά, όπου το ευρώ πέφτει και επιδεινώνει τον πληθωρισμό, χωρίς όφελος ανταγωνιστικότητας στην αμερικανική αγορά.
Σε κάθε νέα φάση, η ΕΚΤ βρίσκεται σε θέση αδυναμίας απέναντι στη Fed. Εκτός από τη δύναμη πυρός της, η αμερικανική κεντρική τράπεζα διακρίνεται από εξαιρετική ιδεολογική και στρατηγική επιδεξιότητα. Η κεντρική τράπεζα με έδρα τη Φρανκφούρτη, αντίθετα, προσκολλημένη στην ορθοδοξία της (η καταστατική αποστολή της, για παράδειγμα, της απαγορεύει να ορίσει συναλλαγματική ισοτιμία για το ευρώ) και εγκλωβισμένη μεταξύ των αντιφατικών απαιτήσεων των κρατών-μελών της ευρωζώνης (ό,τι είναι καλό για το Βερολίνο δεν είναι απαραίτητα καλό και για το Παρίσι), χαρακτηρίζεται από λήθαργο. Με αποτέλεσμα οι αποφάσεις που λαμβάνονται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού συχνά να βαρύνουν περισσότερο από τις αποφάσεις της Γηραιάς Ηπείρου.
Επομένως, το ευρώ δεν είναι ούτε «πολύ σκληρό» ούτε «πολύ μαλακό», αλλά μάλλον πολύ εξαρτημένο. Πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα περισσότερα νομίσματα στον κόσμο. Ο λόγος είναι ότι, μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, οι ΗΠΑ επέβαλαν το νόμισμά τους ως «νόμισμα-κλειδί» για το διεθνές νομισματικό σύστημα. Όπως εξηγούν οι οικονομολόγοι Μισέλ Αλιετά, Γκουό Μπάι και Καμίλ Μακέρ, ένας τέτοιος μηχανισμός «δεν είναι σταθερός παρά μόνο όταν η ηγεμονία αναγνωρίζεται από τις άλλες χώρες (…), ότι, μέσω της εμπορικής και χρηματοπιστωτικής ενσωμάτωσης, προσφέρει στις εξαρτώμενες χώρες περισσότερα πλεονεκτήματα παρά μειονεκτήματα» (9). Συνεπώς, η εύρυθμη λειτουργία του σημερινού διεθνούς νομισματικού συστήματος εξαρτάται από τη βούληση των αμερικανικών αρχών να κατευθύνουν το δολάριο με γνώμονα «το γενικό νομισματικό συμφέρον». Κάτι τέτοιο, όμως, δεν έχει συμβεί ποτέ. Αντίθετα, η Ουάσινγκτον στρατολογεί όλο και εντονότερα το δολάριο στις γεωπολιτικές μάχες της. «Η σκόπιμη χρήση του συστήματος διεθνών πληρωμών σε δολάρια προκειμένου να εμποδιστούν οι ιδιωτικές συναλλαγές που αφορούν χώρες στις οποίες οι ΗΠΑ θέλουν να επιβάλλουν κυρώσεις απλώς επιβεβαιώνει την εργαλειοποίηση του δολαρίου και τη μετατροπή του σε κατεξοχήν μέσο πολιτικής κυριαρχίας» (10), εξηγούσε ο Αλιετά και οι δύο συνάδελφοί του πριν ακόμη η Ρωσία εισβάλλει στην Ουκρανία.
Η ανάμνηση του μπανκόρ
Βέβαια, όσο μεγαλύτερη η κατάχρηση της εξουσίας τόσο ταχύτερη και η φθορά της. Και, κατά παράδοξο τρόπο, οι κυρώσεις σε βάρος της Μόσχας τείνουν να αποδυναμώσουν το σύστημα κυριαρχίας που τις καθιστά δυνατές. «Από τον Φεβρουάριο του 2022, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας πρώτων υλών στον κόσμο (η Ρωσία) και ο μεγαλύτερος εισαγωγέας πρώτων υλών στον κόσμο (η Κίνα) έχουν περάσει από το αμερικανικό δολάριο στο κινεζικό γουάν», εξηγεί ο ερευνητής Λουι-Βενσάν Γκαβ (11), ο οποίος αμφιβάλλει ότι θα υπάρξει επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση στο συγκεκριμένο πεδίο.
Πολλές αναδυόμενες χώρες ζητούν από το 2008 την αναμόρφωση του διεθνούς νομισματικού συστήματος με κεντρικό άξονα ένα διεθνές νόμισμα, θυμίζοντας το μπανκόρ που είχε οραματιστεί ο οικονομολόγος Τζον Μέιναρντ Κέινς στις αρχές της δεκαετίας του 1940. Το Πεκίνο σταδιακά επιβάλλει τη χρήση του γουάν στην Ασία. Στη Λατινική Αμερική, οι αριστερές κυβερνήσεις σκέφτονται εδώ και πολύ καιρό τη δημιουργία ενός διεθνούς νομίσματος που θα συνέβαλε στη χειραφέτηση της περιοχής. Την ιδέα επανέφερε ο Λουίς Ινάσιο Λούλα ντα Σίλβα, σε ομιλία του στις 2 Μαΐου 2022: «Θα δημιουργήσουμε ένα νόμισμα στη Λατινική Αμερική, που θα ονομάζεται sur [Νότος, στα ισπανικά], για να καταπολεμήσουμε την εξάρτησή μας από το δολάριο». Στο μεταξύ, ο Λούλα έγινε ξανά πρόεδρος της σημαντικότερης λατινοαμερικανικής δύναμης. Σε όλον τον πλανήτη, εξηγεί ο οικονομολόγος Ντομινίκ Πλιόν, «γινόμαστε μάρτυρες σε μια διπλή κίνηση περιφερειοποίησης και πολυπολικής αναδιαμόρφωσης του διεθνούς νομισματικού συστήματος, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει σε “νομισματικό πόλεμο”» (12).
Παντού, η πολιτική εξουσία που συνδέεται με την κυρίαρχη θέση του δολαρίου αμφισβητείται, ακόμη κι αν κανένα νέο «νόμισμα-κλειδί» δεν φαίνεται ικανό να αναδυθεί. Παντού, σκέφτονται τρόπους να αντισταθούν στην ηγεμονία του δολαρίου, που αναγνωρίζεται ως δυσλειτουργική σε οικονομικό επίπεδο. Παντού, εκτός από την Ευρώπη, όπου οι διάφοροι Καλιμερό περιορίζονται να σημειώσουν ότι, αναμφίβολα, ο κόσμος είναι «πραγματικά πάρα πολύ άδικος».