el | fr | en | +
Accéder au menu

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Θέσεις εργασίας, μισθοί, συντάξεις: η ώρα των γυναικών

Η μαζική κινητοποίηση του γαλλικού λαού εναντίον της αύξησης των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης ανέδειξε ταυτόχρονα και τις ανισότητες που υφίστανται οι γυναίκες σε όλη τη διάρκεια του επαγγελματικού τους βίου. Με τα κυβερνητικά σχέδια να επιδεινώνουν ακόμη περισσότερο την κατάσταση, ποια μέτρα θα μπορούσαν να την διορθώσουν;

Στις 23 Ιανουαρίου, ο Φρανκ Ριστέρ, ο αρμόδιος υπουργός της Γαλλίας για τις σχέσεις με το Κοινοβούλιο, σε δηλώσεις του στον τηλεοπτικό σταθμό LCP παραδέχτηκε το προφανές: «Εάν μετατεθεί η νόμιμη ηλικία συνταξιοδότησης, οι γυναίκες εκ των πραγμάτων θα υποστούν λίγο περισσότερες αρνητικές επιπτώσεις από τους άνδρες». Από τη μεριά τους, οι ενδιαφερόμενες δεν τον είχαν ανάγκη για να το αντιληφθούν: σύμφωνα με μια δημοσκόπηση του IFOP, κυρίαρχης εταιρείας του κλάδου, δημοσιευμένη μόλις μία εβδομάδα πριν από τις επίμαχες δηλώσεις, το 73% των γυναικών δήλωναν αντίθετες στη συνταξιοδότηση στην ηλικία των 64 ετών, ένα ποσοστό απόρριψης έξι μονάδες υψηλότερο από το αντίστοιχο των ανδρών. Η κυβέρνηση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν υποστηρίζει εδώ και μήνες ότι στόχος της είναι η κοινωνική δικαιοσύνη (1), όπως άλλωστε διαβεβαίωναν οι κυβερνήσεις του Ζαν-Μαρκ Αιρώ το 2013 και του Ζαν Καστέξ το 2019. Τίποτε όμως δεν πιάνει πια.

Προωθούμενη από μείζονα θεσμικά όργανα όπως το ΔΝΤ και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η ίδια λογική απαντάται λίγο ως πολύ παντού τα τελευταία τριάντα χρόνια. Οι διαδοχικές μεταρρυθμίσεις αποσκοπούν στη μείωση του μεριδίου του δημόσιου αναδιανεμητικού συστήματος συντάξεων στο ΑΕΠ κάθε χώρας και με αυτόν τον τρόπο να διευρυνθεί εντέλει το πεδίο εφαρμογής του κεφαλαιοποιητικού συστήματος (2). Όλες οι μεταρρυθμίσεις επιδιώκουν τη μείωση του ύψους των συντάξεων μέσω της αυστηροποίησης των απαιτούμενων προϋποθέσεων για τη θεμελίωση δικαιώματος πλήρους σύνταξης (3). Και, ως εκ τούτου, όλες ενισχύουν τη σχέση μεταξύ των καταβαλλόμενων ασφαλιστικών εισφορών κατά τη διάρκεια της επαγγελματικής σταδιοδρομίας (ανταποδοτικές εισφορές) και των απονεμόμενων συντάξεων. Όσο περισσότερο εξαρτάται το ύψος των δεύτερων από το ύψος των πρώτων, τόσο περισσότερο το σύστημα θεωρείται ανταποδοτικό. Ωστόσο, αυτή η έντονη συσχέτιση μεταξύ του ύψους των συντάξεων και της «ανταποδοτικής προσπάθειας» αποδυναμώνει τον ρόλο της αλληλεγγύης στον καθορισμό των συντάξεων.

Υφίστανται διάφοροι μηχανισμοί συμπληρωματικών παροχών για άτομα που έχουν βιώσει περιόδους ανεργίας, ασθενείας, διακοπής της επαγγελματικής δραστηριότητας που σχετίζεται με την ύπαρξη τέκνων, που έχουν εργαστεί σε βαρέα και ανθυγιεινά επαγγέλματα ή που έχουν στο ενεργητικό τους μια μακρόχρονη σταδιοδρομία. Έχουν ουσιαστική σημασία για τις γυναίκες, που επωφελούνται ιδίως από προσαυξήσεις σχετικές με τη διάρκεια καταβολής εισφορών και με τις ελάχιστες συντάξεις. Η ενίσχυση της ανταποδοτικότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος πλήττει κάθε σταδιοδρομία διακοπείσα, σύντομου χρονικού διαστήματος ή χαμηλά αμειβόμενη: με αυτόν τον τρόπο τιμωρεί την πλειονότητα των γυναικών σε μια κοινωνία όπου ο καταμερισμός της εργασίας, είτε πρόκειται για μισθωτή είτε για οικιακή εργασία, εξακολουθεί να διέπεται από την πατριαρχική εξουσία. Από τη δεκαετία του 1960 και μετά, το συνταξιοδοτικό χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών μειώθηκε σημαντικά, ως αποτέλεσμα της αυξημένης συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας και των βελτιωμένων επαγγελματικών προσόντων τους. Ωστόσο, οι επιπτώσεις των διαδοχικών συνταξιοδοτικών μεταρρυθμίσεων αποτέλεσαν τροχοπέδη σε αυτή τη μείωση και έτσι, τα τελευταία επτά ή οκτώ χρόνια, η κατάσταση παρέμεινε στάσιμη. Σήμερα, τo 67% των άμεσων συντάξεων των ανδρών είναι υψηλότερες από εκείνες των γυναικών. Επιπλέον, το COR (Συμβούλιο Προσανατολισμού Συντάξεων), στην ετήσια έκθεσή του που δημοσιεύτηκε τον περασμένο Σεπτέμβριο, διευκρινίζει ότι «το 10,4% των συνταξιούχων γυναικών είναι φτωχές συγκριτικά με το 8,5% των συνταξιούχων ανδρών» και ότι «το χάσμα αυτό έχει την τάση να διευρύνεται από το 2012».

Η κατάσταση αυτή έχει προκύψει μέσα από διαδοχικές μεταρρυθμίσεις, που ξεκίνησαν με εκείνη της κυβέρνησης του Εντουάρ Μπαλαντύρ το 1993 (4). Απορρέει όμως και από την αδυναμία προσαρμογής στην εξέλιξη της οικογένειας και της απασχόλησης. Κατά τη δημιουργία του και για τις επόμενες δεκαετίες, το γαλλικό συνταξιοδοτικό σύστημα επέτρεψε βεβαίως μια σημαντική κοινωνική πρόοδο, επιβεβαιώνοντας την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών. Όμως, στο μοντέλο που επικρατούσε τότε, την εξασφάλιση του οικογενειακού εισοδήματος επωμιζόταν ο άνδρας: εργαζόταν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης, χωρίς διακοπές του επαγγελματικού βίου (η ανεργία δεν αποτελούσε ακόμη πρόβλημα), πλήρωνε εισφορές και απολάμβανε πλήρη δικαιώματα κοινωνικής κάλυψης, στα οποία συμπεριλαμβανόταν η σύνταξη. Η γυναίκα ασχολούνταν με το νοικοκυριό και με την ανατροφή των παιδιών και απολάμβανε παράγωγα δικαιώματα εκ της ιδιότητάς της ως συζύγου. Είναι ένα μοντέλο που προκύπτει από μια λογική εξάρτησης.

Ξετυλίγοντας το νήμα των ανισοτήτων για την αναζήτηση λύσεων

Παρ’ όλο που, από τη δεκαετία του 1960, η γυναικεία απασχόληση –αρχικά πλήρους ωραρίου– σημείωσε ραγδαία ανάπτυξη, χαρακτηρίστηκε εντούτοις από περιόδους διακοπής του εργασιακού βίου, εφόσον οι γυναίκες αναλαμβάνουν σχεδόν εξ ολοκλήρου την ευθύνη της ανατροφής των παιδιών. Από τη δεκαετία του 1990, οι δημόσιες πολιτικές για την καταπολέμηση της ανεργίας ενθάρρυναν τη μερική απασχόληση. Στην πράξη, αφορούσαν κυρίως τις γυναίκες, οι οποίες καλούνται να εξισορροπήσουν την οικογενειακή με την επαγγελματική ζωή. Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, το ένα τρίτο των γυναικών εργαζόταν σε καθεστώς μερικής απασχόλησης.

Αυτό το μοντέλο απασχόλησης, με συντομότερο εργασιακό βίο και περιόδους μερικής απασχόλησης, είναι επομένως διαφορετικό από το ανδρικό μοντέλο πάνω στο οποίο βασίστηκε το σύστημα υπολογισμού των συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων. Αφενός, οι περίοδοι μερικής απασχόλησης έχουν έντονη αρνητική επίπτωση στο ύψος της σύνταξης. Αφετέρου, ο τρόπος υπολογισμού του ακριβούς ποσού της σύνταξης επιφυλάσσει διακριτική μεταχείριση στους εργαζόμενους με σύντομο εργασιακό βίο –εξαιτίας του ότι, μετά το 1993, λαμβάνονται υπ’ όψη τα είκοσι πέντε καλύτερα μισθολογικά έτη, αντί των έως τότε προβλεπόμενων δέκα ετών, αλλά και εξαιτίας της περικοπής λόγω μη συμπλήρωσης του απαιτούμενου αριθμού ετών ασφάλισης για πλήρη σύνταξη. Μια διπλή «τιμωρία» για όσους δεν έχουν καλύψει τον πλήρη αριθμό ενσήμων, όπως αναγνώρισε εξάλλου και ο Ζαν Πολ Ντελεβουά, Επίτροπος για τις συντάξεις έως το 2019 (5). Διότι η σύνταξη ήδη υπολογίζεται με βάση την αναλογία των πραγματικών ετών ασφάλισης σε σχέση με τα έτη ασφάλισης που απαιτούνται για τη θεμελίωση δικαιώματος για πλήρη σύνταξη. Η περικοπή συνιστά μια πρόσθετη μείωση της τάξης του 5% για κάθε υπολειπόμενο έτος. Έτσι, προκειμένου να την αποφύγουν, το 19% των γυναικών και το 10% των ανδρών που γεννήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1950 επέλεξαν να περιμένουν έως τη συμπλήρωση των 67 ετών (ηλικία υποχρεωτικής συνταξιοδότησης, που ακυρώνει την περικοπή) για την εκκαθάριση της σύνταξής τους (6).

Το ξετύλιγμα του νήματος των ανισοτήτων στην απονομή των συντάξεων επιτρέπει τον εντοπισμό των παραγόντων μέσω των οποίων το ίδιο το σύστημα συμμετέχει ειδικότερα στη δυσμενέστερη μεταχείριση των γυναικών –αλλά και την αναζήτηση λύσεων για την αντιμετώπισή της. Από τη σκοπιά αυτή, είναι αυτονόητο ότι η απονομή οικογενειακών δικαιωμάτων λόγω τέκνων παραμένει αναγκαία για την άμβλυνση των έμφυλων συνταξιοδοτικών ανισοτήτων, εφόσον οι γυναίκες εξακολουθούν να αναλαμβάνουν το μεγαλύτερο βάρος της φροντίδας των παιδιών. Όμως, δεν μπορεί πλέον να τίθεται το ζήτημα της ενίσχυσης των δικαιωμάτων αυτών ως αποκλειστικό εργαλείο πολιτικής υπέρ της συνταξιοδοτικής ισότητας. Στην πραγματικότητα, αντισταθμίζουν εκ των υστέρων και πολύ αποσπασματικά τις ανισότητες, χωρίς να φτάνουν στη ρίζα του προβλήματος –όταν δεν συμβάλλουν στη διατήρησή τους, εγκλωβίζοντας τη γυναίκα στον ρόλο της μητέρας.

Η οικονομική αυτονομία, αποφασιστικός παράγοντας χειραφέτησης

Εάν ένας κοινωνικός θεσμός όπως το συνταξιοδοτικό σύστημα χορηγεί στις γυναίκες συμπληρωματικά δικαιώματα σε συνάρτηση με τα παιδιά, διαιωνίζει αναγκαστικά την αντίληψη ότι η φροντίδα τους αποτελεί αποκλειστικό προορισμό των γυναικών. Μια συνεπής προοδευτική πολιτική οφείλει να συμβάλλει τόσο στη μείωση των συνταξιοδοτικών ανισοτήτων μεταξύ των δύο φύλων όσο και στον μετασχηματισμό του μοντέλου κοινωνικής προστασίας: αυτό δεν σημαίνει την ενίσχυση των συμπληρωματικών δικαιωμάτων προς τις γυναίκες –κάτι που θα ήταν αντιπαραγωγικό, καθώς θα συντηρούσε τον έμφυλο καταμερισμό της εργασίας– αλλά την ενίσχυση του ίδιου του δικαιώματός τους για πλήρη σύνταξη. Ένα συνταξιοδοτικό σύστημα θα πρέπει στην πραγματικότητα να δίνει σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα θεμελίωσης δικαιώματος σε μια επαρκή σύνταξη, με τους μηχανισμούς αλληλεγγύης να διασφαλίζουν συμπληρωματικές παροχές σε περιπτώσεις απρόβλεπτων διακοπών του εργασιακού βίου.

Από τη μια πλευρά, αυτό προϋποθέτει την ανάληψη δράσης εντός του συνταξιοδοτικού συστήματος ώστε να διορθωθούν όσα επιφυλάσσουν δυσμενέστερη μεταχείριση στις συντομότερες σταδιοδρομίες που έχουν οι γυναίκες, ξεκινώντας από την κατάργηση της περικοπής. Προϋποθέτει επίσης την ενίσχυση της σύνδεσης του ύψους της σύνταξης με τους υψηλότερους μισθούς του ασφαλιστικού βίου, σε αντίθεση με την τρέχουσα τάση συνάρτησης του ύψους της σύνταξης από το ύψος των καταβληθεισών εισφορών. Τέλος, προϋποθέτει τον καθορισμό ενός πλήρους ασφαλιστικού βίου που να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα της αγοράς εργασίας, κάτι που απέχει από τα σημερινά δεδομένα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του COR, ο χρόνος αναγνωρισμένης ασφάλισης μειώνεται σταθερά για τους γεννηθέντες μετά το 1955, ενώ η απαιτούμενη διάρκεια καταβολής εισφορών συνεχίζει να αυξάνεται. Έτσι., το χάσμα μεταξύ των δύο διευρύνεται, με αποτέλεσμα την περαιτέρω μείωση του ύψους των συντάξεων. Συνεπώς, μια προοδευτική αλλαγή του συνταξιοδοτικού μοντέλου θα μπορούσε να φέρει την απαιτούμενη διάρκεια καταβολής εισφορών πιο κοντά στη διάρκεια του μέσου ασφαλιστικού βίου των γυναικών.

Από την άλλη, και πρωτίστως, είναι απαραίτητη η ανάληψη δράσης για την εξάλειψη των ανισοτήτων στους μισθούς, στον εργασιακό χώρο και στην πρόσβαση των γυναικών στην απασχόληση, πολύ πριν από το στάδιο της συνταξιοδότησης. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει τον μετασχηματισμό των έμφυλων κοινωνικών σχέσεων στο σύνολο της κοινωνίας –αλλά και τον προσδιορισμό του επιθυμητού μοντέλου ισότητας. Η φεμινιστική προοπτική της χειραφέτησης είναι ριζικά αντίθετη με την αντίληψη της ύπαρξης συμπληρωματικών ρόλων για τις γυναίκες και για τους άντρες, η οποία οδηγεί στην υποτίμηση του ρόλου της γυναίκας σε όλα τα πεδία. Ούτε έχει να κάνει με την προσαρμογή των γυναικών στο ανδρικό «καλούπι» του υφιστάμενου κόσμου. Αντιθέτως, πρόκειται για ένα μοντέλο όπου, για παράδειγμα, οι γονείς θα επενδύουν κατά τον ίδιο τρόπο στην εκπαίδευση των παιδιών τους. Με τα οικιακά και γονεϊκά καθήκοντα να κατανέμονται ισότιμα, οι μητέρες δεν θα αναγκάζονται πλέον να αποσύρονται από την εργασία τους ή να εργάζονται σε καθεστώς μερικής απασχόλησης.

Η οικονομική αυτονομία είναι αποφασιστικής σημασίας για τη χειραφέτηση των γυναικών προκειμένου, μέσω της κατοχύρωσης των δικαιωμάτων τους, να μπορούν να εξασφαλίσουν τα μέσα διαβίωσής τους χωρίς να εξαρτώνται ούτε από την ιδιότητα της συζύγου ούτε από την πάντα επισφαλή σταθερότητα ενός ζευγαριού. Μια ποιοτική εργασία πλήρους απασχόλησης σε συνδυασμό με την εξάλειψη των μισθολογικών ανισοτήτων –που συνεπάγεται και τη συνολική μισθολογική αναβάθμιση των γυναικοκρατούμενων επαγγελμάτων– είναι απαραίτητες προϋποθέσεις όχι μόνο για τη μελλοντική σύνταξη των γυναικών, αλλά και για την οικονομική αυτονομία τους καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Ταυτόχρονα, αποτελεί έναν πολύ αποτελεσματικό μοχλό για τη βελτίωση της χρηματοδότησης των συντάξεων, της μισθολογικής ισότητας και των ποσοστών απασχόλησης, προσφέροντας μη αμελητέα ποσά στα ασφαλιστικά ταμεία μέσα από τις επιπλέον εισφορές.

Ανάδυση ενός νέου τρόπου σκέψης

Τo 2021, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Στατιστικής και Οικονομικών Μελετών της Γαλλίας (INSEE), τα ποσοστά απασχόλησης γυναικών και ανδρών ηλικίας μεταξύ 25 και 54 ετών ανέρχονταν αντιστοίχως σε 84% και 92%, καταγράφοντας μια διαφορά 8 μονάδων. Εάν τα ποσοστά ήταν ίδια για τα δύο φύλα, επιπλέον 1,1 εκατομμύριο γυναίκες θα ήταν οικονομικά ενεργές. Παρότι το χάσμα μειώνεται συνεχώς τα τελευταία σαράντα χρόνια, τα σημερινά επίπεδά του παραμένουν αμετάβλητα έως και το 2070 στις προβλέψεις του INSEE και του COR. Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από μια αντίσταση στην πρόοδο που αντανακλά τη συντηρητική ιδεολογία σε σχέση με την απασχόληση των γυναικών.

Η άρση των εμποδίων στη γυναικεία απασχόληση προϋποθέτει επίσης μια ικανοποιητική κάλυψη των αναγκών της βρεφονηπιακής φροντίδας. Αν και η κατάσταση στη Γαλλία είναι καλύτερη από εκείνη στις γειτονικές χώρες, σχεδόν ένα εκατομμύριο νήπια κάτω των τριών ετών –τα μισά δηλαδή– δεν βρίσκουν θέση σε ανάλογη δομή (7). Η υπόσχεση της πρωθυπουργού Ελιζαμπέτ Μπορν, τον Ιούλιο του 2022, περί δημιουργίας 200.000 νέων θέσεων σε βρεφονηπιακούς σταθμούς, έμεινε λοιπόν στα λόγια. Η κάλυψη των αναγκών αυτών, όπως και των αναγκών σε υπηρεσίες για άτομα με απώλεια αυτονομίας, στο πλαίσιο της βελτίωσης της λειτουργίας των δημόσιων υπηρεσιών, θα επέτρεπε τη δημιουργία πολλών θέσεων εργασίας, που θα απευθύνονταν στους άντρες λίγο-πολύ με τους όρους που απευθύνονται στις γυναίκες, προκαλώντας έτσι την αναγνώριση της αξίας των τελευταίων. Ο τομέας αυτός της ανθρώπινης δραστηριότητας, που ασκείται κατά κύριο λόγο από γυναίκες, τόσο στην εμπορική σφαίρα όσο και στον δημόσιο τομέα, πλάθει δεσμούς απαραίτητους για μια κοινωνία.

Η συνειδητοποίηση όλων αυτών θα ενθαρρύνει την ανάδυση ενός νέου τρόπου σκέψης και, γενικότερα, μπορεί να μας οδηγήσει να θέσουμε ερωτήσεις γύρω από την έννοια της εργασίας, τον τρόπο ζωής μας, τη φύσης και τις προτεραιότητες της οικονομικής παραγωγής. Σε αυτό το σημείο, το ζητούμενο του φεμινισμού συναντά το ζητούμενο της οικολογίας. Και στις δύο περιπτώσεις, τίθεται το ζήτημα της γενικής μείωσης του χρόνου εργασίας και σε καμία περίπτωση της αύξησής του: ο επαναπροσανατολισμός της εργασίας σε δραστηριότητες που είναι ουσιώδεις για την ίδια τη ζωή, επικεντρωμένες στην ευημερία του ανθρώπου, στην κοινωνική χρησιμότητα, στη φροντίδα του συνανθρώπου και στην προστασία του πλανήτη. Στη μακρά ιστορία της ανθρώπινης χειραφέτησης, βασικό στοιχείο της κοινωνικής προόδου ήταν πάντα η μείωση του χρόνου εργασίας, μέσα στην ημέρα, μέσα στην εβδομάδα και εν συνεχεία για όλη τη διάρκεια της ζωής.

Η κριτική του σημερινού συνταξιοδοτικού συστήματος σε συνδυασμό με την αναγνώριση μιας φεμινιστικής προοπτικής θέτει σταδιακά τις βάσεις για έναν συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η επίτευξη της ισότητας είναι βέβαιο πως θα απαιτήσει χρόνο, όμως η παντελής αγνόηση των δυνατοτήτων που συνδέονται με τη γυναικεία απασχόληση εκ μέρους των πολιτικών ηγετών σίγουρα δεν συμβάλλει θετικά στην επίτευξη του στόχου.

Christiane Marty

Ερευνήτρια, μέλος του επιστημονικού συμβουλίου του κινήματος Attac και του ιδρύματος Κοπέρνικος, συγγραφέας του βιβλίου "L’Enjeu féministe des retraites", εκδόσεις La Dispute, Παρίσι, 2023
μετάφραση: Ελίνα Βέτση

(1Βλ. «La double peine des femmes», «Le Monde diplomatique», Σεπτέμβριος 2013, και «Au nom de l’équité, davantage d’inégalités», Μάιος 2019.

(2Βλ. Gregory Rzepski, «Γαλλία: Από το αναδιανεμητικό στο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης», «Le Monde diplomatique - ελληνική έκδοση», 2 Απριλίου 2023, monde-diplomatique.gr.

(3Βλ. Michaël Zemmour, «Bientôt, la retraite à 70 ans?», «Le Monde diplomatique», Νοέμβριος 2022.

(4Βλ. Martine Bulard, «Briser le collectif », «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2020.

(5Στην έκθεσή του με τίτλο «Pour un système universel de retraite» που υποβλήθηκε στις 18 Ιουλίου 2019.

(6«Les retraités et les retraites», Direction de la recherche, des études, de l’évaluation et des statistiques (Drees), Παρίσι, 2022.

(7«L’accueil du jeune enfant en 2019», Observatoire national de la petite enfance (Onape), 2020.

Μοιραστείτε το άρθρο