el | fr | en | +
Accéder au menu

ΡΕΠΟΡΤΑΖ

Σίτυ: Μια παρασιτική εξουσία στην καρδιά του Λονδίνου

Πέρσι το φθινόπωρο, η βρετανική κυβέρνηση αποφάσισε να καταργήσει το ανώτατο όριο στα μπόνους των τραπεζιτών που είχε θεσμοθετηθεί μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008. Το πολιτικό σύστημα επιδεικνύει πάντοτε ιδιαίτερη φροντίδα ώστε να παραμένει ελκυστικός ο βρετανικός χρηματοπιστωτικός τομέας. Αλλά το ειδικό βάρος του για τη βρετανική οικονομία θα μπορούσε να αποδειχθεί πηγή κακοδαιμονίας, ιδιαίτερα σε μια συγκυρία έντονης αστάθειας των παγκόσμιων αγορών.

Κοιτάζοντας προς το Σίτυ, οι ουρανοξύστες με τα περιγράμματά τους διαγράφονται στον ορίζοντα. Τα ασυνήθιστα σχήματά τους έχουν εμπνεύσει στους Λονδρέζους αστεία ονόματα –όπως «Νυστέρι» ή και «Τρίφτης Τυριού». Φιλοξενώντας σχεδόν 250 τραπεζικά ιδρύματα, το Λονδίνο χαρακτηρίζεται από τη μεγαλύτερη συγκέντρωση ξένων τραπεζών στον πλανήτη. Υπολογίζεται ότι στη βρετανική πρωτεύουσα γίνονται διπλάσιας αξίας συναλλαγές σε δολάρια σε σχέση με τις αμερικανικές αγορές συναλλάγματος. Με περίπου 860.000 ανθρώπους να απασχολούνται στον κλάδο των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών –υπολογίζοντας τις συμπληρωματικές υπηρεσίες συμβούλων, δικηγόρων και λογιστών– ο χρηματοπιστωτικός τομέας αντιπροσωπεύει το 18% του ενεργού πληθυσμού του Λονδίνου (1). Μεγάλο μέρος αυτών των θέσεων εργασίας συγκεντρώνεται σε μια έκταση ενός τετραγωνικού μιλίου (δηλαδή με κάθε του πλευρά να έχει μήκος περίπου 1,6 χιλιόμετρα), από όπου προκύπτει και το Square Mile («Τετράγωνο Μίλι»), προσωνύμιο του Σίτυ. Σε αυτό θα πρέπει να προστεθούν πιο πρόσφατοι θύλακες, όπως το Canary Wharf, που εκτείνεται στις όχθες του Τάμεση, λίγο ανατολικότερα.

Το Σίτυ δεν είναι απλώς μια επιχειρηματική συνοικία που σφύζει από ζωή μέσα στην εβδομάδα, όταν κινείται στους φρενήρεις ρυθμούς των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών. Είναι ταυτόχρονα και η παλαιά, ιστορική καρδιά της βρετανικής αυτοκρατορίας, όπου έχει τις ρίζες του ο σύγχρονος χρηματοπιστωτικός κόσμος. Τον 17ο αιώνα, οι τραπεζίτες του Square Mile χρηματοδοτούσαν τις αποστολές από το Λονδίνο προς τις ανατολικές Ινδίες ή την αμερικανική ήπειρο, μια δραστηριότητα τόσο παρακινδυνευμένη όσο και επικερδή. Εκείνη την εποχή, ο καπνός, ο καφές, το λουλάκι ή και ο «λευκός χρυσός», δηλαδή η ζάχαρη, τροφοδοτούσαν την αποικιοκρατική μηχανή. Στα καφέ και στα σοκάκια ήδη ανταλλάσσονταν οι τίτλοι των πρώτων μετοχικών εταιρειών, όπως της πανίσχυρης Βρετανικής Εταιρείας Ανατολικών Ινδιών. Αναπτυσσόταν, επίσης, και μια άλλη χρηματοπιστωτική δραστηριότητα: οι ασφάλειες. Οι έμποροι, οι πλοίαρχοι και ιδιοκτήτες των πλοίων μπορούσαν να υπογράψουν συμβόλαια κάλυψης ενδεχόμενων ζημιών σε μια λέσχη επενδυτών γνωστή με το όνομα Lloyd’s Market. Σήμερα, η Lloyd’s είναι ένας από τους μεγαλύτερους παγκόσμιους παίκτες στον κλάδο των ασφαλειών.

Ωστόσο, το Σίτυ, ο μεγάλος θησαυροφύλακας της αυτοκρατορίας, θα δει το αστέρι του να δύει την επομένη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ενώ οι τραπεζίτες του ήταν σε θέση να δραστηριοποιούνται σε ολόκληρο τον κόσμο, η εφαρμογή των συμφωνιών του Μπρέτον Γουντς, που υπογράφηκαν το 1944, θα περιορίσει σημαντικά τις κινήσεις κεφαλαίων σε διεθνή κλίμακα. Η κρίση της διώρυγας του Σουέζ, το 1956, σηματοδοτεί την υποχώρηση της επιρροής του Ηνωμένου Βασιλείου στη διεθνή σκηνή. Η αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Αίγυπτο κάτω από την πίεση των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης θα συνοδευτεί από κερδοσκοπικές κινήσεις και φυγή κεφαλαίων, που θα κάνουν πιο εύθραυστη τη βρετανική λίρα, ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής επιρροής και χρηματοπιστωτικής ισχύος. Αντιμέτωποι με έναν μαρασμό που μοιάζει αναπόφευκτος και υπό τον ανταγωνισμό της Γουόλ Στριτ, οι τραπεζίτες του Σίτυ θα καταφύγουν σε τεχνάσματα. Προκειμένου να επιτρέψουν στο Λονδίνο να συνεχίσει να διαδραματίζει ρόλο στα νέα διεθνή χρηματοπιστωτικά δεδομένα, θα αναπτύξουν μια πραγματική βιομηχανία απόκρυψης και μεταμφίεσης κεφαλαίων.

«Η αρχαιότερη δημοκρατία του κόσμου»

Έτσι, στο Λονδίνο αναπτύσσονται οι συναλλαγές σε δολάρια κατατεθειμένα σε ευρωπαϊκές τράπεζες (ευρωδολάρια): μια απορρυθμισμένη αγορά συναλλάγματος που, από τις αρχές της δεκαετίας του 1960, προσελκύει τράπεζες από ολόκληρο τον κόσμο –ιδιαίτερα αμερικανικές. Με τις ευλογίες της εποπτεύουσας αρχής, της Τράπεζας της Αγγλίας, η οποία θα κλείσει τα μάτια όσον αφορά τις τραπεζικές δραστηριότητες για λογαριασμό πελατών που δεν είναι μόνιμοι κάτοικοι Βρετανίας. Την ίδια περίοδο, τα τραπεζικά ιδρύματα του Σίτυ συστήνουν θυγατρικές σε αρκετές υπεράκτιες κτήσεις, όπως οι Νήσοι Κέιμαν ή οι Βερμούδες, με σκοπό να προσελκύσουν στις εσχατιές της βρετανικής Αυτοκρατορίας τα κεφάλαια που επιζητούν διακριτικότητα: πετροδολάρια της Μέσης Ανατολής, πακτωλοί μετρητών από τα καρτέλ ναρκωτικών, προϊόντα φοροδιαφυγής, περιουσίες δικτατόρων… Τα υπεράκτια κεφάλαια δεν αποφεύγουν απλώς τον έλεγχο των κρατών: μπορούν να ανακυκλωθούν –ή να ξεπλυθούν– χωρίς δυσκολία από τα τραπεζικά ιδρύματα του Σίτυ, μέσω της αγοράς των ευρωδολαρίων.

Ένα νέο κεφάλαιο ανοίγει κατά τη δεκαετία του 1980, με τη σαρωτική απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα από την τότε πρωθυπουργό Μάργκαρετ Θάτσερ. Πρόκειται για το «Big Bang» του 1986, με το οποίο αναθεωρούνται κανόνες που διέπουν επί αιώνες το Χρηματιστήριο του Λονδίνου, τίθεται σε λειτουργία ένα σύστημα ηλεκτρονικής διαπραγμάτευσης συνεχούς ροής και ανοίγει η χρηματιστηριακή αγορά στις τράπεζες. Τα αμερικανικά, ιαπωνικά και ευρωπαϊκά τραπεζικά ιδρύματα μεταφέρουν σε μαζική κλίμακα δραστηριότητες στη βρετανική χρηματοπιστωτική αγορά έτσι ώστε να επωφεληθούν από το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο, ευνοϊκό για την ανάπτυξη αχαλίνωτων χρηματοπιστωτικών δραστηριοτήτων. Έτσι, το Σίτυ ξαναβρίσκεται σε πρωταγωνιστικό ρόλο. Σήμερα, έχει συμβάλει καθοριστικά στην ανάδειξη του Ηνωμένου Βασιλείου ως του μεγαλύτερου εξαγωγέα χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών στον κόσμο, με εμπορικό πλεόνασμα πάνω από 60 δισεκατομμύρια βρετανικές λίρες (69 δισεκατομμύρια ευρώ) το 2020 (2).

Αυτή η άνοδος, ή μάλλον επαναφορά, δεν θα ήταν εφικτή χωρίς στέρεες διασυνδέσεις με την πολιτική και διοικητική ελίτ του Ηνωμένου Βασιλείου. Πρόκειται για μια στενή σχέση που έρχεται από πολύ παλιά και είναι χαραγμένη στο μάρμαρο θεσμών όπως η City of London Corporation, η αυτοδιοικητική αρχή του Square Mile εδώ και αιώνες. Η έδρα της, το Guildhall, βρίσκεται σε απόσταση μόλις λίγων τετραγώνων από την έδρα της Τράπεζας της Αγγλίας. «Είμαστε επιφορτισμένοι με τη διακυβέρνηση του Square Mile, αλλά και με την υπεράσπιση των συμφερόντων του Σίτυ ενώπιον των διαφόρων κυβερνήσεων, καθώς και με την εκπροσώπηση και την προώθηση του συνόλου του βρετανικού χρηματοπιστωτικού τομέα», εξηγεί ο Κρις Χέιγουορντ, επικεφαλής του εκτελεστικού σώματος της Corporation.

Οι οικοδεσπότες στο Guildhall δεν παραλείπουν να υπερηφανευτούν για τις δημοκρατικές αρετές της λειτουργίας της Corporation, κληρονομημένης από τους μεσαιωνικούς χρόνους. Οι επισκέπτες μπορούν να δουν σε περίοπτη θέση ένα γνήσιο αντίγραφο της Μάγκνα Κάρτα του 1297, με την οποία επιβεβαιώνονται οι ελευθερίες που παραχωρεί το βασίλειο στους έμπορους και τους βιοτέχνες του Λονδίνου. «Η Corporation είναι η αρχαιότερη δημοκρατία στον κόσμο», δηλώνει λοιπόν με ενθουσιασμό ο Χέιγουορντ. Βεβαίως, κάθε τέσσερα χρόνια διεξάγονται αυτοδιοικητικές εκλογές, μεταξύ των ψηφοφόρων όμως βρίσκονται και οι εκπρόσωποι των εταιρειών που δραστηριοποιούνται στο Σίτυ –και μάλιστα σε αριθμό ανάλογο με τον αριθμό των εργαζομένων τους. Με άλλα λόγια, στις εκλογές του Square Mile κυριαρχούν οι μεγαλύτεροι χρηματοπιστωτικοί όμιλοι του Σίτυ.

Η Corporation, πραγματικό όργανο θεσμικής εκπροσώπησης του λονδρέζικου χρηματοπιστωτικού τομέα, έχει εξασφαλίσει μια επιρροή μοναδική στη βρετανική ιστορία. Και διόλου αμελητέους οικονομικούς πόρους, επίσης. Το ενεργητικό του City’s Cash, του αυτοδιοικητικού ταμείου που διαχειρίζεται τα περιουσιακά στοιχεία της Corporation, υπολογιζόταν γύρω στα 3,4 δισεκατομμύρια βρετανικές λίρες (3,9 δισεκατομμύρια ευρώ) το 2021 (3). Εξάλλου, η Corporation διαθέτει δικό της εκπρόσωπο στη Βουλή των Κοινοτήτων. Αυτός ο επικεφαλής λομπίστας, ο Remembrancer, μπορεί από το 1685 να παρίσταται ως παρατηρητής στις εργασίες του βρετανικού Κοινοβουλίου. Διευθύνει μια ομάδα νομικών, οι οποίοι εξετάζουν τα νομοσχέδια που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τον βρετανικό χρηματοπιστωτικό τομέα.

Προκειμένου να ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στην αποστολή τους για την προώθηση των συμφερόντων του Σίτυ, οι αξιωματούχοι της Corporation έχουν στη διάθεσή τους ετήσιο προϋπολογισμό, το ύψος του οποίου ανήλθε σε 13,7 εκατομμύρια βρετανικές λίρες το 2021 (15,7 εκατομμύρια ευρώ). Ποσό μεγαλύτερο από τις δαπάνες του πιο σημαντικού χρηματοπιστωτικού λόμπι στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της κραταιάς Association for Financial Markets in Europe (AFME). Ο ετήσιος αυτός προϋπολογισμός καλύπτει τις δαπάνες του Remembrancer, τα έξοδα παράστασης του Lord Mayor, δημάρχου του Σίτυ και πραγματικού πρέσβη του λονδρέζικου χρηματοπιστωτικού κλάδου σε εθνική και διεθνή κλίμακα, καθώς και τις δαπάνες του Policy Chair, του επικεφαλής της διοίκησης του δήμου.

Επίσης, το 2010, μετά την εκδήλωση της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, η σεβάσμια Corporation συνεργάστηκε ώστε να φιλοτεχνηθεί μια πιο «σύγχρονη» βιτρίνα για τον χρηματοπιστωτικό τομέα. Το TheCityUK είναι ένα λόμπι που δημιουργήθηκε με τις ευλογίες του Εργατικού Άλιστερ Ντάρλινγκ, τότε υπουργού Οικονομικών, και του Συντηρητικού Μπόρις Τζόνσον, τότε δημάρχου Λονδίνου.

Η επιρροή του λόμπι του λονδρέζικου χρηματοπιστωτικού τομέα εκτείνεται πολύ πέρα από τα σύνορα του Ηνωμένου Βασιλείου. «Για δεκαετίες, το Σίτυ και οι μυριάδες λομπίστες του συμμετείχαν ενεργά στη διαμόρφωση της συζήτησης στις Βρυξέλλες σχετικά με τις κανονιστικές ρυθμίσεις», εξηγεί ο Κένεθ Χάαρ, ερευνητής στο Παρατηρητήριο της Επιχειρηματικής Ευρώπης (Corporate Europe Observatory, CEO). Πρόκειται για έναν από τους λόγους που η μεγάλη πλειοψηφία των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων του Λονδίνου, με εξαίρεση ορισμένους βαθύπλουτους ιδιοκτήτες κερδοσκοπικών επενδυτικών κεφαλαίων, ήταν αντίθετη στο Brexit. «Εξάλλου, ο Τζόναθαν Χιλ, ο τελευταίος Βρετανός Επίτροπος πριν από το Brexit, ήταν ο ίδιος παλαιός λομπίστας του TheCityUK». Ως Ευρωπαίος Επίτροπος, το χαρτοφυλάκιό του δεν ήταν διόλου τυχαίο, καθώς ήταν επιφορτισμένος με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, τις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες και το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τις κεφαλαιαγορές.

«Το Σίτυ δεν ήταν ποτέ οπαδός της αποχώρησης [από την Ευρωπαϊκή Ένωση]», συνοψίζει χωρίς περιστροφές ο Lord Mayor Νίκολας Λάιονς («Le Monde», 17 Απριλίου 2023). Τρέφει όμως ελπίδες για επανέναρξη των διαπραγματεύσεων μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών για τα χρηματοπιστωτικά ζητήματα. Το Brexit; «Πρόκειται ήδη για παλιά ιστορία», εκτιμά από την πλευρά του ο εκπρόσωπος Τύπου του TheCityUK Τζακ Νιλ-Χολ: «Το τοπίο έχει εξελιχθεί, ο κλάδος έχει προσαρμοστεί». Σύμφωνα με την εταιρεία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών Εrnst&Υoung, το Brexit υπολογίζεται ότι προκάλεσε την απώλεια μόλις 7.000 θέσεων εργασίας, οι οποίες μεταφέρθηκαν στο Παρίσι, τη Φρανκφούρτη και το Δουβλίνο. Αριθμός αναμφίβολα υποεκτιμημένος, αλλά, μέχρι στιγμής, το Brexit δεν έχει οδηγήσει στην καταστροφή που είχε προαναγγελθεί. Για τη λονδρέζικη χρηματοπιστωτική αγορά, μάλιστα, προσθέτει ο Νιλ-Χολ, θα μπορούσε να αποτελέσει ευκαιρία να παραμείνει «ανταγωνιστική», υιοθετώντας ένα ρυθμιστικό πλαίσιο «ευέλικτο» και προσαρμοσμένο «στα μέτρα» του βρετανικού χρηματοπιστωτικού κλάδου. Με στόχο την απόσπαση μεριδίων αγοράς από τη Νέα Υόρκη, «τον μοναδικό ανταγωνιστή του Λονδίνου σε παγκόσμια κλίμακα».

Η έκκληση του Σίτυ φαίνεται ότι εισακούστηκε από την κυβέρνηση των Συντηρητικών. Στις 20 Ιουλίου 2022, η βρετανική κυβέρνηση παρουσίασε έναν νέο νόμο με σκοπό να πραγματοποιήσει το «Big Bang 2.0» του λονδρέζικου χρηματοπιστωτικού τομέα. Ένας από τους εμπνευστές του, ο σημερινός πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ, τότε υπουργός Οικονομικών (Chancellor of the Exchequer), είχε, ήδη από τον Μάιο του 2022, υπογραμμίσει την ανάγκη «να περιοριστεί το βάρος του ρυθμιστικού πλαισίου» (4). Στο πρόγραμμα, εισάγεται μια νέα απαίτηση για τους επικεφαλής των ρυθμιστικών αρχών: να προωθείται η «διεθνής ανταγωνιστικότητα» των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών. Τον Δεκέμβριο του 2022, ο νέος υπουργός Οικονομικών Τζέρεμι Χαντ επαναβεβαίωνε τη συγκεκριμένη κατεύθυνση, ανακοινώνοντας σειρά μεταρρυθμίσεων με στόχο την κατάργηση των εποπτικών κανόνων για τη συστημική ανθεκτικότητα των τραπεζών που υιοθετήθηκαν μετά την κρίση του 2008. Σε τέτοιο σημείο που προκάλεσε την ανησυχία του πασίγνωστου αρθρογράφου των «Financial Times» Μάρτιν Γουλφ, ο οποίος προειδοποιεί για τον κίνδυνο μιας «άφρονος απορρύθμισης» στην παρούσα συγκυρία (5).

«Οι πολιτικοί θεωρούν ότι το Σίτυ είναι η κότα με τα χρυσά αυγά», εξηγεί ο Τζον Κρίστενσεν, ειδικός στον βρετανικό χρηματοπιστωτικό τομέα, «αλλά είναι επιτέλους καιρός να τελειώσουμε με αυτή τη ρητορική». Διότι ο χρηματοπιστωτικός κλάδος ασκεί κατά κύριο λόγο ένα είδος παρασιτισμού: «Λένε ότι το Σίτυ δίνει τη δυνατότητα προσέλκυσης κεφαλαίων από την Κίνα, τις ΗΠΑ, την Ευρώπη και επένδυσής τους στο Ηνωμένο Βασίλειο, ποιος είναι όμως ο χαρακτήρας αυτών των επενδύσεων; Ακίνητα, χρηματιστήριο ή συγχωνεύσεις και εξαγορές εταιρειών. Δηλαδή τίποτε που να ωφελεί την παραγωγική οικονομία».

Για την Μαρίεκε Μπεκ από το King’s College του Λονδίνου, ειδική στο Σίτυ, το πρόβλημα έγκειται στις βαθιές ρίζες που έχουν αποκτήσει τα συμφέροντα του χρηματοπιστωτικού τομέα μέσα στην κοινωνία, γεγονός που τροφοδοτεί τη «δομική εξουσία» του. Από την εποχή της παρακμής της αριστοκρατίας των γαιοκτημόνων, τον 19ο αιώνα, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει την πρωτοκαθεδρία απέναντι στις άλλες μερίδες των κυρίαρχων τάξεων, ιδιαίτερα τους εκπροσώπους του βιομηχανικού καπιταλισμού, χάρη στις θεσμικές προσβάσεις του στην Τράπεζα της Αγγλίας και στο υπουργείο Οικονομικών (6). Επιπρόσθετα, με την υποχώρηση του κράτους πρόνοιας και των κοινωνικών παροχών, οι Βρετανοί αναγκάζονται να καταφύγουν στα ιδιωτικά συνταξιοδοτικά ταμεία για να προετοιμάσουν τη σύνταξή τους ή ακόμη και σε καταναλωτικά δάνεια για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους σε δύσκολες περιόδους. Με κίνδυνο να βρεθούν με μεγάλα χρέη και, μάλιστα, πολύ νωρίς. Έτσι, μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει συνδέσει, θέλοντας ή μη, την τύχη του με εκείνη του χρηματοπιστωτικού τομέα.

Βουλευτές των Εργατικών ή λομπίστες του Σίτυ;

Το Σίτυ μοιάζει περισσότερο από ποτέ σε θέση να επιβάλλει τις απόψεις του στις πολιτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένου και του Εργατικού Κόμματος υπό την ηγεσία του Κιρ Στάρμερ. «Με τον Τζέρεμι Κόρμπιν, είχαμε δείξει ότι ήταν εφικτό και δημοφιλές να αμφισβητηθεί η εξουσία του χρηματοπιστωτικού τομέα», υποστηρίζει ο Τζέιμς Σνάιντερ, στέλεχος της αριστερής πτέρυγας του Εργατικού Κόμματος, «όμως η σημερινή ηγεσία έπαψε να ασκεί οποιαδήποτε κριτική στο Σίτυ». Προσκεκλημένη στην ετήσια διάσκεψη του TheCityUΚ το 2022, η βουλεύτρια των Εργατικών Ρέιτσελ Ριβς, υπεύθυνη Οικονομίας, αναμάσησε την κατευναστική ρητορική των λόμπι: «Το Ηνωμένο Βασίλειο θα έπρεπε να είναι απίστευτα υπερήφανο για τη διεθνή επιτυχία του κλάδου των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών του, κορυφαίου εξαγωγέα τέτοιων υπηρεσιών παγκοσμίως»…

Όμως, το χρηματοπιστωτικό μοντέλο οικονομικής μεγέθυνσης που προωθείται από το Σίτυ θα μπορούσε σύντομα να κλονιστεί συθέμελα. Εξαρτάται από τη ροή κεφαλαίων από ολόκληρο τον κόσμο για να τροφοδοτεί επενδύσεις σε μη παραγωγικές δραστηριότητες (αγορά ακινήτων, χρηματαγορές) και να ενισχύει την κατανάλωση πολυτελείας ή... την κατανάλωση με δανεικά. Οι πρόσφατες κρίσεις, ωστόσο, θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβάλλουν στην κατάρρευση αυτού του χάρτινου πύργου. Η εκτόξευση του κόστους ενέργειας, ο εν γένει πληθωρισμός και η αύξηση των επιτοκίων από τις κεντρικές τράπεζες έχουν οδηγήσει σε φυγή κεφαλαίων «προς ασφαλή καταφύγια», δηλαδή προς τα αμερικανικά αξιόγραφα. Με τα νέα αυτά δεδομένα, θα μπορούσε να στερέψει η πηγή φθηνής ρευστότητας που τροφοδοτεί εδώ και πολύ καιρό το διεθνές χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η απότομη κατάρρευση της Silicon Valley Bank και της Credit Suisse μαρτυρούν την εξαιρετικά εύθραυστη κατάσταση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά και τις εκρηκτικές συνέπειες του ψαλιδίσματος των εποπτικών κανόνων στο όνομα της ανταγωνιστικότητας. Μέσα στο πλαίσιο αυτό, ο προγραμματισμός ενός νέου κύματος χρηματοπιστωτικής απορρύθμισης –όπως κάνει η κυβέρνηση Σούνακ με το σχέδιο «Big Bang 2.0»– είναι σαν να παίζει κάποιος με τα σπίρτα καθισμένος πάνω σε ένα βαρέλι με μπαρούτι.

Frédéric Lemaire

Οικονομολόγος, διδάκτωρ του Κέντρου Οικονομικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Paris-Nord (CEPN), μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της Attac (Ένωση για τη Φορολόγηση των Χρηματοοικονομικών Συναλλαγών και τη Δράση των Πολιτών)
μετάφραση: Χάρης Λογοθέτης

(1«Key facts about the UK as an international financial centre 2022», TheCityUk, Ιανουάριος 2023, και «Key facts about UK-based financial and related professional services 2023», Μάρτιος 2023, https://thecityuk.com.

(2«State of the sector: Annual review of UK financial services 2022», κοινή έκθεση του βρετανικού υπουργείου Οικονομικών και της City of London Corporation, Ιούλιος 2022, www.gov.uk.

(3«City’s Cash annual report and financial statements», The City of London Corporation, 2021, www.cityoflondon.gov.uk.

(4Rowena Mason και Heather Stewart, «Rishi Sunak to weaken City regulation in post-Brexit nod to Tory donors», «The Guardian», Λονδίνο, 10 Μαΐου 2022.

(5Martin Wolf, «The UK needs to learn its own lessons from the banking crisis», «Financial Times», Λονδίνο, 2 Απριλίου 2023.

(6Franck Longstreth, «The City, industry and the state», στο Colin Crouch (επιμ.), State and Economy in Contemporary Capitalism, Croom Helm, Λονδίνο, 1979.

Μοιραστείτε το άρθρο