el | fr | en | +
Accéder au menu

ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ

Το σκοτεινό υπογάστριο του βελγικού ποδοσφαίρου

Πριν από το Qatargate, ο ανακριτής-σταρ Μισέλ Κλεζ είχε αναλάβει το Footbelgate. Με τη σειρά τους, επί δυόμισι χρόνια, ο Πατρίκ Ρεμάκλ και ο Τιερί Λυτέρ διεξήγαγαν έρευνα για τη διαφθορά στο βελγικό ποδόσφαιρο. Δεκάδες άνθρωποι δέχθηκαν να σπάσουν την ομερτά που είθισται να κυριαρχεί σε αυτόν τον χώρο. Οι δύο δημοσιογράφοι είχαν πρόσβαση σε σημαντικά εμπιστευτικά έγγραφα, ιδίως στις καταθέσεις του μάνατζερ παικτών Ντέγιαν Βελικόβιτς, του πρώτου κατηγορούμενου που τέθηκε σε καθεστώς μεταμέλειας στη βελγική νομική ιστορία.

Για τον παρατηρητή που εισχωρεί για πρώτη φορά στον ποδοσφαιρικό κόσμο του Βελγίου, μία πραγματικότητα γίνεται αμέσως αντιληπτή: όλοι γνωρίζονται μεταξύ τους. Σίγουρα η χώρα είναι μικρή και αυτό διευκολύνει τα πράγματα. Ωστόσο, ο κόσμος του βελγικού ποδοσφαίρου είναι ακόμα πιο μικρός. Και μέσα σε αυτό το πολύ κλειστό οικογενειακό περιβάλλον είναι που με το πέρασμα των χρόνων «καρποφόρησαν» μεγάλες οικονομικές ατασθαλίες, γεννώντας εκείνο που ονομάστηκε σκάνδαλο «Footbelgate».

Όλα ξεκινούν στα τέλη του 2017. Η Μονάδα Επεξεργασίας Χρηματοοικονομικών Πληροφοριών (CTIF), υπαγόμενη στο υπουργείο Οικονομικών, λαμβάνει γνώση της ύπαρξης είκοσι επτά τραπεζικών λογαριασμών, που συνδέονται με ένα και μόνο άτομο, σε ένα υποκατάστημα τράπεζας στο Χάσελτ, στην επαρχία του Λιμβούργου. Η CTIF ενημερώνει την ομοσπονδιακή εισαγγελική αρχή. Ορίζεται ανακριτής και ανοίγει έρευνα: είναι η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια», που παραπέμπει στην έρευνα με το όνομα «Mani Pulite» η οποία έβαλε στο στόχαστρό της, στις αρχές της δεκαετίας του 1990, διάφορες προσωπικότητες της Ιταλίας (υπουργούς, βουλευτές, γερουσιαστές, επιχειρηματίες κ.λπ.), φέρνοντας στο φως ένα εκτεταμένο σύστημα διαφθοράς.

Σύντομα αρχίζουν να παρακολουθούνται οι συνομιλίες του ατόμου που έχει σχέση με τους είκοσι επτά λογαριασμούς. Πρόκειται για τον Ντέγιαν Βελικόβιτς, πρώην ποδοσφαιριστή που έγινε μάνατζερ παικτών. Σερβικής καταγωγής, την εποχή εκείνη ζει ήδη αρκετά χρόνια στη Φλάνδρα. Κατά τη διάρκεια των ακροάσεων, οι ερευνητές της αστυνομίας παρατηρούν με κάποια έκπληξη ότι ο Βελικόβιτς και οι συνομιλητές του μιλούν εντελώς ελεύθερα στο τηλέφωνο. Δεν υπάρχουν ούτε κρυπτογραφημένα μηνύματα ούτε κωδικοποιημένες λέξεις: αναφέρουν ήρεμοι χρηματικά ποσά, μίζες, χρηματοδοτικούς μηχανισμούς, εξαγορές ποδοσφαιρικών αγώνων. «Όλοι τους μοιάζουν να το βρίσκουν εντελώς φυσιολογικό», επισημαίνει ένας αστυνομικός σε ένα συνοπτικό υπόμνημά του.

Καλοστημένες μίζες

Πολύ σύντομα, οι τηλεφωνικές ακροάσεις και οι στενές παρακολουθήσεις εμφανίζουν και άλλους πρωταγωνιστές. Συγκεκριμένα τον Αρνό (τον επονομαζόμενο «Μοζί») Μπαγιάτ, τον κυριότερο μάνατζερ παικτών στο Βέλγιο. Η οικογένειά του διέφυγε από το Ιράν μετά την πτώση του σάχη για να εγκατασταθεί στη Νότια Γαλλία. Στη συνέχεια, μαζί με τον αδελφό του Ρομπέρ (τον επονομαζόμενο «Μεντί»), επανενώθηκαν στο Βέλγιο με τον θείο τους Αμπάς, επιχειρηματία, εκείνη την εποχή ιδιοκτήτη και πρόεδρο του συλλόγου Σπορτίνγκ Σαρλερουά (2000-2012). Ο Μεντί Μπαγιάτ κατέληξε να αγοράσει τον σύλλογο το 2012, ενώ το 2010 ο Μοζί Μπαγιάτ γίνεται μάνατζερ, με δράση όχι μόνο στο Βέλγιο αλλά και στο εξωτερικό, όπου συνδέεται στενά με τους προέδρους της Ναντ στη Γαλλία, της Γουότφορντ στο Ηνωμένο Βασίλειο και της Ούντινε στην Ιταλία. Στο Βέλγιο, διαχειρίζεται την καριέρα ποδοσφαιριστών σε παραπάνω από δέκα συλλόγους. Για τον σκοπό αυτό έχει ιδρύσει δύο επιχειρήσεις: τη βελγική εταιρεία Creative & Management Group και τη λουξεμβουργιανή International Sports & Football Management SA. Το 2017, επτά χρόνια μετά την έναρξη της δραστηριότητάς του, μπορούσε να δηλώνει όλο χαμόγελα στην τηλεόραση: «Είμαι ο καλύτερα αμειβόμενος ποδοσφαιριστής στο Βέλγιο» (1).

Μετά από πολλούς μήνες ερευνών, η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» ανεβάζει ταχύτητα. Στις 10 Οκτωβρίου 2018, διεξάγονται σαράντα τέσσερις έρευνες στο Βέλγιο και άλλες δέκα στο εξωτερικό –στη Γαλλία, στο Λουξεμβούργο, στην Κύπρο, στο Μαυροβούνιο, στη Σερβία και στη Βόρεια Μακεδονία, υπό τον συντονισμό του Eurojust (του Οργανισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για τη Συνεργασία στον Τομέα της Ποινικής Δικαιοσύνης). Αφορούν πολλούς ποδοσφαιρικούς συλλόγους, προέδρους, μάνατζερ, διαιτητές, έναν πρώην δικηγόρο, μια λογιστική εταιρεία, έναν προπονητή και δημοσιογράφους. Η ομοσπονδιακή εισαγγελία διευκρινίζει τότε σε ένα ανακοινωθέν ότι «μεγάλος αριθμός ατόμων στερήθηκαν την ελευθερία τους και προσήχθησαν για λεπτομερή ανάκριση».

Στο σπίτι του Μοζί Μπαγιάτ, όπου τα μέλη της ομάδας ειδικών δυνάμεων εισβάλλουν σπάζοντας την πόρτα και με τα όπλα ανά χείρας (η προκαταρκτική έρευνα είχε δείξει ότι το συγκεκριμένο άτομο ενδέχετο να ήταν βίαιο), η έρευνα θα διαρκέσει οκτώ ώρες. Σε ένα δωμάτιο της τεράστιας βίλας, οι αστυνομικοί ανακαλύπτουν δύο γυναίκες ρουμανικής εθνικότητας, που ήταν αδήλωτες εργαζόμενες. Σε ένα άλλο δωμάτιο βρίσκουν στοίβες από χαρτιά με λογότυπα ποδοσφαιρικών συλλόγων, αρχεία παικτών και τιμολόγια από έναν κοσμηματοπώλη στις Βρυξέλλες. Επτά πολυτελή αυτοκίνητα είναι σταθμευμένα στο γκαράζ. Η τσάντα χειρός της συζύγου του Μοζί Μπαγιάτ περιέχει 7.500 ευρώ σε μετρητά. Εκείνο όμως που κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον των αστυνομικών είναι η ανακάλυψη κουτιών από πολυτελή ρολόγια, περίπου διακόσια, τα περισσότερα από τα οποία είναι άδεια, με δυνητική αξία εκτιμώμενη στα 8 εκατομμύρια ευρώ. «Ο πελάτης μου ήταν ανέκαθεν συλλέκτης κουτιών από πολυτελή ρολόγια. Είναι δικαίωμά του», θα τον δικαιολογήσει, σε ένα αξέχαστο ξέσπασμα, ο δικηγόρος του μάνατζερ, Ζαν-Φιλίπ Μαγιάνς (2).

Ο Μοζί Μπαγιάτ συλλαμβάνεται και τίθεται σε προσωρινή κράτηση για σαράντα οκτώ ώρες. Στη συνέχεια θα φυλακιστεί για σαράντα έξι ημέρες στη φυλακή της Λουβέν. Η δικαιοσύνη υποπτεύεται ότι ο Μπαγιάτ έχει στήσει ένα παράνομο σύστημα με σκοπό να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του σε βάρος των συλλόγων. Για τα ρολόγια, γίνεται λόγος για απάτη τύπου καρουζέλ με τον ΦΠΑ (3), αλλά όχι μόνο. Η εισαγγελία έχει την υποψία ότι τα ρολόγια χρησίμευαν επίσης ως «λάδωμα» στις συμφωνίες για μεταγραφές παικτών, με βάση ένα καλοκουρδισμένο σύστημα μιζών: ο σύλλογος Α αγοράζει έναν παίκτη από τον σύλλογο Β, έναντι μιας μεταγραφικής αποζημίωσης που έχει συμφωνηθεί μεταξύ τους. Ο εμπλεκόμενος μάνατζερ –ή καλύτερα εμπλεκόμενοι, καθώς συχνά είναι πολλοί– λαμβάνουν μια προμήθεια υπό τη μορφή ποσοστού επί του συνολικού ποσού της μεταγραφής. Τότε επιστρέφουν ένα μέρος της προμήθειάς τους σε ένα ή περισσότερα άτομα που διευκόλυναν τη συναλλαγή, για παράδειγμα στον αθλητικό διευθυντή του συλλόγου Α. Η πληρωμή αυτής της μίζας γίνεται διακριτικά, σε μετρητά ή μέσω ανταλλαγμάτων όπως ρολόγια πολυτελείας. Στη γλώσσα της ποινικής δικαιοσύνης, μιλάμε για φορολογική απάτη, ιδιωτική διαφθορά και, σε πολλές περιπτώσεις, για ξέπλυμα κεφαλαίων.

Πολλές μαρτυρίες και στοιχεία υποδεικνύουν ότι ένα τέτοιο σύστημα, μεγάλης κλίμακας, λειτουργούσε στους κύκλους των Βέλγων μάνατζερ, όπως δείχνει η αύξηση των δικαστικών υποθέσεων τα τελευταία χρόνια. Έτσι, ο Κριστόφ Ανροτέ, μάνατζερ πολλών «Κόκκινων Διαβόλων» (το παρατσούκλι της εθνικής ομάδας του Βελγίου), ένας εκ των οποίων είναι ο τερματοφύλακας της Ρεάλ Μαδρίτης Τιμπό Κουρτουά, τον Σεπτέμβριο του 2019 δέχθηκε κατηγορίες για ξέπλυμα χρήματος, σύσταση συμμορίας και ιδιωτική διαφθορά. Τα κεντρικά θέματα είναι η μεταγραφή του Αλεξάνταρ Μίτροβιτς από την Άντερλεχτ στη Νιουκάσλ και εκείνη του Γιούρι Τίλεμανς από την Άντερλεχτ στην ΑΣ Μονακό. Ύστερα από την έρευνα στο σπίτι του στο Μονακό, η βελγική δικαιοσύνη κατάσχεσε 7 εκατομμύρια ευρώ σε μετρητά, ένα σκάφος, δύο διαμερίσματα και τρία πολυτελή αυτοκίνητα.

Άλλο παράδειγμα: ο Κέβιν ντε Μπρόινε, Βέλγος ποδοσφαιριστής της Μάντσεστερ Σίτι, υπέβαλε καταγγελία κατά του ιστορικού μάνατζέρ του Πάτρικ Ντε Κόστερ, τον οποίον κατηγορεί για απάτη ύψους πολλών εκατομμυρίων ευρώ από την αρχή της καριέρας του. Τον Σεπτέμβριο του 2020, ο Ντε Κόστερ βρίσκεται κατηγορούμενος για πλαστογραφία, χρήση πλαστών εγγράφων και ξέπλυμα χρήματος, και κατόπιν φυλακίζεται για τρεις εβδομάδες στη φυλακή Σεν-Ζιλ των Βρυξελλών. Αμέσως πριν από αυτή την καταγγελία, ο μάνατζερ είχε διαπραγματευθεί την ανανέωση του συμβολαίου του παίκτη στη Μάντσεστερ Σίτι, έναντι προμήθειας κυμαινόμενης μεταξύ 8 και 10 εκατομμυρίων ευρώ για τέσσερα ή πέντε χρόνια. Τελικά, ο Ντε Μπρόιν, προκειμένου να διευθετήσει το νέο συμβόλαιό του, κατέφυγε σε ένα δικηγορικό γραφείο των Βρυξελλών. Ποσό του λογαριασμού; 20.000 ευρώ…

Άραγε την έχει γλιτώσει η υπόλοιπη Ευρώπη;

Ο Βέλγος πρώην παίκτης της Παρί Σεν-Ζερμέν, Τομά Μενιέ, που πλέον παίζει στην Μπορούσια Ντόρτμουντ, υπέβαλε και εκείνος καταγγελία, το 2018, κατά του πρώην μάνατζέρ του Ντιντιέ Φρενέ για απάτη και κατάχρηση εμπιστοσύνης. Οι κατηγορίες του Κόκκινου Διαβόλου αφορούν τη μεταγραφή του από τη Βιρτόν στην Μπριζ το 2011. Ο Φρενέ φέρεται να επινόησε τότε έναν χρηματοδοτικό μηχανισμό για τη μεταπώληση του παίκτη, χωρίς να τον ειδοποιήσει γι’ αυτό, που προέβλεπε ισότιμο μοίρασμα του οφέλους της συναλλαγής μεταξύ του συλλόγου της Μπριζ και της εταιρείας του Φρενέ. Ο μάνατζερ, τον οποίο επίσης αφορά καταγγελία του Βέλγου παίκτη Λαντρί Ντιματά, που τώρα παίζει σε ομάδα της Ολλανδίας, κατηγορήθηκε για πλαστογραφία και χρήση πλαστού εγγράφου, απάτη, ξέπλυμα χρήματος και εγκληματική οργάνωση.

Το 2021, έρχεται η σειρά των πρώην προέδρων της Άντερλεχτ, Ρότζερ Φάντεν Στοκ και Χέρμαν Φαν Χόλσμπεεκ, να διωχθούν για πλαστογραφία και χρήση πλαστών εγγράφων, ξέπλυμα χρήματος και απάτη στο πλαίσιο της πώλησης του συλλόγου τους, ύστερα από μήνυση που κατέθεσε ο νέος πλειοψηφικός μέτοχος Μαρκ Κουκ. Η λίστα των κατηγορουμένων στην υπόθεση περιλαμβάνει επίσης τον Ανροτέ (για πλαστογραφία και απάτη), καθώς και τον πρώην διευθύνοντα σύμβουλο του συλλόγου και δύο δικηγόρους. Οι περισσότερες από αυτές τις υποθέσεις εξετάζονται στις Βρυξέλλες από τον ανακριτή Μισέλ Κλεζ (4), ειδικευμένο στην καταπολέμηση της φορολογικής απάτης και του μεγάλου οικονομικού εγκλήματος.

Σύμφωνα με τον Μικαέλ Νταντίν, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Λιέγης, πολλοί παράγοντες εξηγούν αυτές τις ατασθαλίες: η συγκέντρωση ιδιαίτερα μεγάλων χρηματικών ποσών στην ίδια συναλλαγή, για την οποία ενδιαφέρονται διάφοροι μεσάζοντες, η διακριτική ευχέρεια κινήσεων κάποιου προσώπου (συχνά του αθλητικού διευθυντή), η υποκειμενική αξία του «παίκτη-εμπορεύματος» (δεν υπάρχει κλίμακα υπολογισμού της τιμής ενός ποδοσφαιριστή), η ελαστικότητα της βελγικής νομοθεσίας σε θέματα σύγκρουσης συμφερόντων κ.λπ. Ο Νταντίν, ειδικός στην οικονομική εγκληματικότητα, καταδεικνύει επίσης την εύθραυστη οικονομική κατάσταση του βελγικού επαγγελματικού ποδοσφαίρου. «Οι περισσότεροι σύλλογοι “βρίσκονται στο κόκκινο”, σε μεγάλη οικονομική επισφάλεια. Τα δικαιώματα τηλεοπτικής μετάδοσης είναι χαμηλά. Τα άλλα μέσα χρηματοδότησης, όπως οι χορηγίες και οι εισπράξεις από τους αγώνες, είναι περιορισμένα. Απομένουν οι μεταγραφές παικτών για να προσπαθήσουν να ισοσκελίσουν τους λογαριασμούς», εξηγεί. Ωστόσο, το Βέλγιο αναμφίβολα δεν αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση. Οι ίδιοι εγκληματογόνοι παράγοντες υπάρχουν και αλλού, γιατί τα υπόλοιπα πρωταθλήματα να γλιτώνουν από αυτές τις πρακτικές; «Πολύ θα ήθελα να έχω ένα μαγικό ραβδί και να ξεσκεπάσω την κατάσταση που επικρατεί στη Γερμανία, στη Γαλλία και στην Αγγλία. Ορισμένοι από τους πρωταγωνιστές του Footbelgate δεν ήταν ενεργοί μόνο στο Βέλγιο», υπογραμμίζει ο Νταντίν. «Όπως και να έχει, μου είναι μάλλον δύσκολο να σκεφτώ ότι ήταν εντελώς “καθαροί” στο εξωτερικό και εντελώς “βρόμικοι” στο Βέλγιο…»

Ας επιστρέψουμε όμως στην επιχείρηση «Καθαρά Χέρια». Στο σπίτι του Βελικόβιτς, η έρευνα εξελίσσεται ήρεμα. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα κινητά τηλέφωνα έχουν κατασχεθεί. Στο γραφείο του μάνατζερ, οι ερευνητές της αστυνομίας ανακαλύπτουν πολλά ντουλάπια, γεμάτα με δεκάδες ντοσιέ. Εκ πρώτης όψεως όλα είναι εντάξει: τα έγγραφα των συναλλαγών είναι απολύτως σύννομα. Μια λεπτομέρεια εντούτοις κινεί την περιέργεια των αστυνομικών: συνημμένα φύλλα χαρτιού, όπου αναγράφονται αριθμοί, συνοδευόμενοι από ημερομηνίες και από αρχικά ονομάτων. Κάθε ντοσιέ συνοδεύεται από το φύλλο του. Στην υπόθεση της πώλησης της Άντερλεχτ, οι ανακριτές είχαν κάνει μια παρόμοια ανακάλυψη καθώς ερευνούσαν το σπίτι του Ανροτέ στο Μονακό. Μέσα σε ένα μικρό έπιπλο, κάτω από την τηλεόραση, σφηνωμένο ανάμεσα σε περιοδικά, βρήκαν ένα μικρό σημειωματάριο με ονόματα, ημερομηνίες και χρηματικά ποσά που κατά τα φαινόμενα αφορούσαν μεταγραφές. Ένα χρυσωρυχείο για τους αστυνομικούς: είναι η Αχίλλειος πτέρνα των μάνατζερ. Τα ποσά που ανακοινώνονται κατά τις μεταγραφές δεν καταβάλλονται ποτέ εφάπαξ, αλλά σε δόσεις, ανά έξι ή δώδεκα μήνες, χωρίζοντας έτσι τη διάρκεια των συμβολαίων σε περιόδους. Ο μάνατζερ των ποδοσφαιριστών ανταμείβει τους διάφορους μεσάζοντες ακολουθώντας τον ίδιο ρυθμό και γι’ αυτό οφείλει να τηρεί κάποια αρχεία…

Εμπλεκόμενοι αθλητικοί διευθυντές

Ο Βελικόβιτς επέλεξε έναν δικηγόρο πολύ γνωστό στη Φλάνδρα, τον Κρις Λάυκς. Μια επιλογή καθοριστική για τη συνέχεια, καθώς ο Λάυκς δεν είναι μόνο ένας αστέρας της δικηγορίας: υπήρξε επίσης γενικός γραμματέας του κόμματος Ανοιχτοί Φλαμανδοί Φιλελεύθεροι και Δημοκράτες (Open VLD). Αναγκάστηκε έτσι να συμμορφωθεί με ένα νομοσχέδιο που ονομάστηκε «των μεταμεληθέντων», το οποίο ακολουθεί πιστά τη νομοθεσία άλλων ευρωπαϊκών κρατών όπως η Ιταλία, η Ολλανδία και η Γερμανία. Ο νόμος τέθηκε σε ισχύ στις 17 Αυγούστου του 2018, λιγότερο από δύο μήνες πριν από την έναρξη της επιχείρησης «Καθαρά Χέρια». Αντιμέτωπος με τους αστυνομικούς, ο Βελικόβιτς βρέθηκε στριμωγμένος εξαιτίας της ανακάλυψης των αρχείων του. Από το κελί του, είδε στην τηλεόραση ότι όλος ο κόσμος του ποδοσφαίρου τον εγκατέλειπε. Αποφάσισε λοιπόν να μιλήσει και να αποκαλύψει τα πάντα, εμπλέκοντας προέδρους, ποδοσφαιριστές, μάνατζερ, διαιτητές και προπονητές, στους οποίους ισχυρίσθηκε πως απέφερε κέρδη 25,5 εκατομμυρίων ευρώ σε βρόμικο χρήμα μέσα σε μερικά χρόνια.

Παράλληλα, ο δικηγόρος του διαπραγματευόταν με την ομοσπονδιακή εισαγγελική αρχή προκειμένου να αποδοθεί στον πελάτη του το καθεστώς του μεταμεληθέντα. «Προφανώς, ήταν κάτι εντελώς νέο για τα δύο μέρη. Ο πρώτος μεταμεληθείς στην ιστορία. Ο καθένας έπρεπε να εμπιστευθεί τον άλλον», μας εξηγεί. «Ήταν σημαντικό να υπάρχει κάποιος μέσα από το σύστημα, για να καταλάβουμε τις διάφορες μεθόδους απάτης», μας είχε δηλώσει ο Ερίκ Μπίσχοπ, ο βοηθός ομοσπονδιακός εισαγγελέας και αρμόδιος για την υπόθεση έως τον θάνατό του τον Ιανουάριο του 2023. Στο μνημόνιο που σύναψε με την εισαγγελία, ο Βελικόβιτς δεσμεύθηκε να προβεί σε ειλικρινείς και πλήρεις δηλώσεις για την υπόθεση διαφθοράς του βελγικού ποδοσφαίρου. Μεταξύ 2018 και 2021, κατέθεσε είκοσι επτά φορές στους αστυνομικούς του Χάσελτ.

Όπως το εξήγησε στους ανακριτές, το σύστημά του βασικά ήταν απλούστατο: εξέδιδε πλαστά τιμολόγια για «σκάουτινγκ» (ανίχνευση νέων ταλέντων). Για τον σκοπό αυτόν διέθετε δύο εταιρείες, μία καταχωρισμένη στην Κύπρο και μία στο Μαυροβούνιο. Για κάθε (ή σχεδόν κάθε) φάκελο μεταγραφής, μία εκ των δύο εταιρειών εξέδιδε ένα τιμολόγιο για σκάουτινγκ –για παράδειγμα, για την αναζήτηση φερέλπιδων παικτών επί τρία χρόνια στο Μαυροβούνιο, στη Βόρεια Μακεδονία και στη Σερβία, εκδόθηκαν τιμολόγια παροχής υπηρεσιών συνολικής αξίας 800.000 ευρώ. Δεν έγινε καμία πραγματική εργασία, τα χρήματα όμως καταβλήθηκαν από έναν σύλλογο σε μια εταιρεία του Βελικόβιτς. Τα χρήματα αυτά στη συνέχεια επέστρεψαν στο Βέλγιο μέσω πλαγίων οδών, ώστε να δοθούν στους διάφορους μεσάζοντες, τις περισσότερες φορές τους αθλητικούς διευθυντές που είχαν διευκολύνει τις μεταγραφές στις ομάδες τους. Αυτά τα μαύρα ποσά χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη συμπλήρωση των μισθών προπονητών ή παικτών μακριά από τα βλέμματα της φορολογικής αρχής.

Διαβάζοντας τις ακροάσεις του Βελικόβιτς, ανακαλύπτουμε τόσο τα ονόματα των κυριότερων ιθυνόντων του βελγικού ποδοσφαίρου όσο και τη μεγάλη γενναιοδωρία του μάνατζερ απέναντί τους. Φάκελοι με μετρητά («Του έδωσα τον φάκελο στις τουαλέτες του εστιατορίου»), πολυτελή ρολόγια για τον κύριο και την κυρία, ρούχα επώνυμων σχεδιαστών, μη επιστρεπτέα δάνεια τοις μετρητοίς για την αγορά αυτοκινήτου: αντάμειβε πλουσιοπάροχα τους επιχειρηματικούς εταίρους του.

Ανάμεσα στις καταθέσεις του μάνατζερ, εκείνη της 23ης Νοεμβρίου 2018 ρίχνει άπλετο φως σε ορισμένες πρακτικές. Στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου 2016-2017, ένας λαμπρός παίκτης της Άντερλεχτ, ο Σοφιάν Χανί, θέλει αναπροσαρμογή της αξίας του συμβολαίου του. Ο Βελικόβιτς, ο μάνατζερ του, ασκεί πιέσεις στον αθλητικό διευθυντή της Άντερλεχτ, τον Φαν Χόλσμπεεκ, ο οποίος αρχικά αρνείται. Μερικές εβδομάδες αργότερα, η Άντερλεχτ αντιμετωπίζει την Μπριζ σε μια κεφαλαιώδους σημασίας συνάντηση για την κατάκτηση του τίτλου. Ο Φαν Χόλσμπεεκ προσκαλεί τον Βελικόβιτς στο γραφείο του. «Μου είπε ότι ο διαιτητής που είχε οριστεί ήταν ο Σεμπαστιέν Ντελφεριέρ και ότι ήταν καλός φίλος μου. Μου ζήτησε να έρθω σε επαφή μαζί του για να κανονίσει να μην χάσει η Άντερλεχτ από την Μπριζ», αναφέρει ο μάνατζερ. Ως αντάλλαγμα, ο αθλητικός διευθυντής φέρεται να του υποσχέθηκε ένα νέο συμβόλαιο για τον Χανί και μια καλή προμήθεια για τον μάνατζερ. Ο Βελικόβιτς στη συνέχεια συνάντησε τον διαιτητή σε ένα εστιατόριο για να του εξηγήσει την κατάσταση: ο αγώνας είναι σημαντικός για την αναπροσαρμογή του συμβολαίου του ποδοσφαιριστή. «Ο “Σεμπά” είπε κατευθείαν (…) ότι δεν θα έπρεπε να ανησυχώ και ότι η Άντερλεχτ δεν θα έχανε. Τότε αγκάλιασα τον “Σεμπά” και του έδωσα ένα φιλί.» Αποτέλεσμα του αγώνα: ισοπαλία 1-1. Και αμέσως μετά, νέο συμβόλαιο για τον Χανί και προμήθεια 440.000 ευρώ για τον μάνατζερ. Μετά την υπογραφή του συμβολαίου, «ο Φαν Χόλσμπεεκ είπε ότι η ζωή είναι ένα πάρε-δώσε. Τον ρώτησα πόσα ήθελε», συνεχίζει την αφήγησή του ο μάνατζερ. «Τότε μου είπε ότι φορούσα ωραία ρολόγια και ότι ήθελε ένα τέτοιο». Οπότε ο Βελικόβιτς προσκάλεσε τον Φαν Χόλσμπεεκ και τη σύζυγό του σε ένα κοσμηματοπωλείο της Αμβέρσας για να τους αγοράσει δύο ρολόγια. Το τιμολόγιο περιλαμβάνεται στα έγγραφα που κατασχέθηκαν κατά την έρευνα. Ποσό: 43.500 ευρώ.

Στην ίδια κατάθεση, η ευρηματικότητα πάει παρέα με την αστειότητα. Ο Βελικόβιτς αφηγείται ένα επεισόδιο που είχε λάβει χώρα το 2010. Ο Ρότζερ Λάμπρεχτ (που πέθανε πρόσφατα και του οποίου το όνομα συμπεριλαμβανόταν στο κατηγορητήριο του Footbelgate) εκείνη την περίοδο είναι πρόεδρος της Λόκερεν. Έκανε ένα προσύμφωνο με τον προπονητή Ζορζ Λέεκενς για να αναλάβει την ομάδα του. Ο Βελικόβιτς διευκρινίζει ότι ο Λέεκενς δέχθηκε τότε προκαταβολή 200.000 ευρώ μαύρα –στους ποδοσφαιρικούς κύκλους, λέγεται ότι ο Λάμπρεχτ έκρυβε τα χαρτονομίσματα μέσα σε παλιές χαρτοσακούλες ψωμιού. Όμως ο Λέεκενς τελικά προσλαμβάνεται ως προπονητής της εθνικής ομάδας και παραβιάζει τη δέσμευσή του προς τη Λόκερεν. Παρόλα αυτά, δεν έχει διάθεση να επιστρέψει τα χρήματα στον Λάμπρεχτ και του κάνει μια πρόταση, την οποία περιγράφει ο Βελικόβιτς: «Έμαθα από τον Ρότζερ Λάμπρεχτ ότι είχε συμφωνήσει με τον Λέεκενς να προσκαλέσει έναν παίκτη της Λόκερεν στην εθνική ομάδα. (…) Έτσι, η αγοραία αξία του παίκτη θα αυξανόταν και ο Ρότζερ Λάμπρεχτ θα λάμβανε μια αποζημίωση για την αδήλωτη προκαταβολή, χωρίς να χρειαστεί ο Λέεκενς να επιστρέψει τα 200.000 ευρώ». Πράγματι, στις 10 Αυγούστου του 2011, ένας παίκτης της Λόκερεν, ο Ντέρικ Τσιμάνγκα, επιλέγεται από τον Λέεκενς. Μπαίνει στο παιχνίδι τέσσερα λεπτά πριν από τη λήξη της φιλικής συνάντησης Σλοβενίας-Βελγίου. Θα είναι η μοναδική συμμετοχή του σε παιχνίδι των Κόκκινων Διαβόλων. Μερικούς μήνες αργότερα, μεταγράφεται από τη Λόκερεν στην Γκενκ για 2,5 εκατομμύρια ευρώ. Σύμφωνα με την εξειδικευμένη ιστοσελίδα ποδοσφαιρικών πληροφοριών Transfermarkt, η συμμετοχή αυτή φαίνεται να αύξησε απότομα την αξία του.

Επιείκεια για έναν μεταμεληθέντα

Ύστερα από τρία χρόνια ανακρίσεων, η έρευνα κλείνει στις 14 Ιανουαρίου του 2022. Η ομοσπονδιακή εισαγγελία ζητά από το δικαστικό συμβούλιο του εφετείου της Αμβέρσας να παραπέμψει ενώπιον του πλημμελειοδικείου όλη την αφρόκρεμα του βελγικού ποδοσφαίρου. Πρόκειται για πενήντα έξι φυσικά πρόσωπα και μία εταιρεία: πρώην και νυν πρόεδροι συλλόγων (Άντερλεχτ, Μπριζ, Σταντάρ, Λα Γκαντουάζ, Σαρλερουά, Γκενκ, Μέχελεν, Μπέβερεν, Άντβερπ), καθώς και δύο πρώην πρόεδροι της Βελγικής Ποδοσφαιρικής Ένωσης (ο δικηγόρος Φρανσουά ντε Κέερσμάακερ και ο Μεντί Μπαγιάτ), ένας πρώην σοσιαλιστής δήμαρχος της Αμβέρσας, προπονητές, παίκτες και πρώην παίκτες, ένας πρώην δικηγόρος και οι δύο καλύτεροι διαιτητές του Βελγίου. Χωρίς να ξεχνάμε, βέβαια, τους δύο μάνατζερ που βρίσκονται στην καρδιά του συστήματος, τον Βελικόβιτς και τον Μοζί Μπαγιάτ, αδελφό του Μεντί. «Ένα πούλμαν γεμάτο», λέει περιπαικτικά ένας από τους αστυνομικούς ερευνητές.

Ο κατάλογος του κατηγορητηρίου της ομοσπονδιακής εισαγγελίας περιλαμβάνει πλαστογράφηση εγγράφων, ξέπλυμα χρήματος, στημένους αγώνες, σύσταση συμμορίας και απάτες με τον ΦΠΑ. Για να έχουμε μια ιδέα πόσο σημαντικοί είναι οι σύλλογοι που κατηγορούνται, κατέχουν αθροιστικά σχεδόν ογδόντα τίτλους πρωταθλήματος στο Βέλγιο. Άλλα διακόσια άτομα από τον χώρο του ποδοσφαίρου βλέπουν την υπόθεσή τους να αποστέλλεται στην εφορία: θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατηγορία ότι δεν δήλωσαν χρήματα που έλαβαν στο πλαίσιο του Footbelgate. Για ένα από τα δύο μεγάλα ψάρια, τον Βελικόβιτς, το κατηγορητήριο φέρνει στο φως ένα σύστημα που μόλυνε ολόκληρο το βελγικό ποδόσφαιρο. Περίπου σαράντα μεταγραφές βρίσκονται υπό εξέταση. Στην περίπτωση του Μοζί Μπαγιάτ, η εισαγγελία απαριθμεί δέκα ξεχωριστές υποθέσεις.

Στις 25 Νοεμβρίου του 2021, το δικαστικό συμβούλιο της Αμβέρσας ενέκρινε το μνημόνιο του Βελικόβιτς. Με απλά λόγια, το καθεστώς του ως μεταμεληθέντα επιβεβαιώθηκε από το αληθές των αποκαλύψεών του. Βάσει της προηγούμενης συμφωνίας, καταδικάζεται σε πενταετή φυλάκιση με αναστολή, σε καταβολή αποζημίωσης 80.000 ευρώ με αναστολή, ενώ τα παρανόμως αποκτηθέντα περιουσιακά στοιχεία του, που εκτιμώνται στα 4 εκατομμύρια ευρώ περίπου, κατάσχονται. Έτσι γίνεται ο πρώτος μεταμεληθείς στη νομική ιστορία του Βελγίου.

Όσο για τις δίκες της υπόθεσης Footbelgate, εξακολουθούν να καθυστερούν. Η καθυστέρηση οφείλεται κυρίως σε αιτήσεις για περαιτέρω έρευνες εκ μέρους ορισμένων κατηγορουμένων. Είναι επίσης αποτέλεσμα οικονομικών συμβιβασμών μεταξύ εισαγγελίας και ορισμένων διαδίκων. Περίπου δέκα από αυτούς έχουν ήδη ολοκληρωθεί και κάποιοι άλλοι βρίσκονται υπό εξέταση –και συνεπώς είναι δύσκολο να προβλεφθεί σήμερα ποιος πραγματικά θα οδηγηθεί στο δικαστήριο.

Patrick Remacle

Δημοσιογράφος, δημιουργός (μαζί με τον Τιερύ Λυτέρ) του ερευνητικού τηλεοπτικού ντοκιμαντέρ Le Milieu du terrain (2021)
μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Βελγική Ραδιοτηλεόραση της Γαλλικής Κοινότητας (RTBF), 16 Οκτωβρίου 2017.

(2«Le Soir», Βρυξέλλες, 27 Μαρτίου 2019.

(3Στην απάτη τύπου καρουζέλ με τον ΦΠΑ εμπλέκονται δύο ή περισσότερες επιχειρήσεις. Στη μία εξ αυτών –στις περισσότερες περιπτώσεις βραχύβια– επιστρέφεται ΦΠΑ από το Δημόσιο Ταμείο για εμπορικές συναλλαγές, αγαθά ή υπηρεσίες που είναι εν μέρει ή εξολοκλήρου πλασματικές.

(4(Σ.τ.Μ.) Ο Βέλγος ανακριτής Michel Claise, μετά το Footbelgate, ανέλαβε και το Qatargate, στο οποίο εμπλέκεται η Ελληνίδα ευρωβουλευτής Εύα Καϊλή. Πριν από μερικές εβδομάδες αποσύρθηκε από την υπόθεση, μετά από παρέμβαση του δικηγόρου ενός εκ των κατηγορουμένων που του απέδιδε σύγκρουση συμφερόντων.

Μοιραστείτε το άρθρο