Από τότε που εκτοξεύτηκαν οι τιμές της ενέργειας κατά τη διάρκεια του 2021, ο γαλλικός Τύπος δημοσιεύει τέτοιου τύπου ιστορίες: «Ο λογαριασμός του ρεύματός της θα αυξηθεί κατά 400%, πρέπει να κλείνει το εστιατόριό της το μεσημέρι», διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ouest-France» (27 Δεκεμβρίου 2022) σχετικά με τη διευθύντρια ενός ξενοδοχείου-εστιατορίου στη Λοζέρ. Η εφημερίδα της Βρετάνης «Le Télégramme» δίνει μια εικόνα δήμων του Φινιστέρ, στη βορειοδυτική Γαλλία, που αντιμετωπίζουν «ιλιγγιώδεις αυξήσεις άνω του 200%» (1η Οκτωβρίου 2022). Το τελευταίο διάστημα, πολλά μέσα ενημέρωσης μεταδίδουν την απελπισία πελατών ιδιωτικών παρόχων: «Πρέπει να πληρώσω 2.700 ευρώ για τον διακανονισμό του λογαριασμού του ηλεκτρικού και ωστόσο η κατανάλωσή μου έχει μειωθεί» (LaMontagne.fr, 31 Αυγούστου 2023).
Η προβαλλόμενη εξήγηση δεν απέχει πολύ από εκείνη που έχουν δώσει οι κυβερνήσεις και η Ευρωπαϊκή Ένωση: φταίει ο ρωσικός πόλεμος στην Ουκρανία και, σε μικρότερο βαθμό, η ξηρασία και τα προβλήματα διάβρωσης που επηρεάζουν τους πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής της Γαλλίας. Ποιες όμως είναι οι δομικές αιτίες αυτής της αύξησης; Και πώς καθορίζονται συγκεκριμένα οι τιμές; Από τη στιγμή που οι Βρυξέλλες απελευθέρωσαν την παραγωγή και την παροχή, στα τέλη της δεκαετίας του 1980 (1), τα εγχώρια τιμολόγια που βασίζονταν στα μέσα κόστη παραγωγής έδωσαν τη θέση τους στον «νόμο» της προσφοράς και της ζήτησης.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση ονειρεύεται μια ενιαία αγορά ηλεκτρισμού όπου όλα τα ηλεκτρόνια, είτε προέρχονται από τη γαλλική πυρηνική ενέργεια είτε από το ιταλικό φυσικό αέριο είτε από τις ανεμογεννήτριες της Δανίας, είτε από δημόσιους είτε από ιδιωτικούς φορείς, θα πωλούνται στην ίδια τιμή, στο ίδιο Χρηματιστήριο Ενέργειας. Ωστόσο, το ηλεκτρικό δίκτυο επιβάλλει έναν τεχνικό περιορισμό: πρέπει να υπάρχει μόνιμη ισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης, η οποία ποικίλλει καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους και της ημέρας. Είναι πλέον ευθύνη της αγοράς και όχι του κράτους η παροχή του σωστού «τιμολογιακού σήματος» για την επίτευξη αυτής της ισορροπίας. Άρα, σε αντίθεση με ένα δημόσιο μονοπώλιο, που προσαρμόζει την προσφορά με βάση τη ζήτηση ανεξάρτητα από το κόστος παραγωγής τη συγκεκριμένη στιγμή, ένας ιδιώτης παραγωγός δεν θα θέσει σε λειτουργία τον ηλεκτροπαραγωγικό σταθμό του παρά μόνο εάν η αγορά τού εγγυηθεί μια τιμή ικανή να καλύψει τις δαπάνες του.
Οι τιμές αυξομειώνονται από ώρα σε ώρα
Παρ’ όλο που η ενιαία αγορά του ηλεκτρισμού παραμένει ανολοκλήρωτη ελλείψει επαρκών ηλεκτρικών διασυνδέσεων στα σύνορα, τα ευρωπαϊκά Χρηματιστήρια Ενέργειας ήδη λειτουργούν στο πλαίσιο αυτής της προοπτικής. Στις αγορές άμεσων συναλλαγών (τις αποκαλούμενες αγορές spot), πραγματοποιούνται δημοπρασίες για κάθε ζώνη τιμών (εν αναμονή της τελικής ενοποίησης, συνήθως υπολογίζεται ότι υπάρχει μία ζώνη ανά κράτος-μέλος) και για κάθε χρονοθυρίδα της επόμενης ημέρας. Οι παραγωγοί προτείνουν μεγαβατώρες με κάποια ορισμένη τιμή πώλησης και οι αγοραστές ζητούν συγκεκριμένους όγκους ηλεκτρικής ενέργειας και προσφέρουν τιμές αγοράς. Κατόπιν, ένα λογισμικό ταξινομεί τις προτάσεις αγοράς και πώλησης: καταρτίζει ένα «πρόγραμμα πρόσκλησης» που δίνει προτεραιότητα στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με το χαμηλότερο κόστος λειτουργίας.
Στη συνέχεια, ο αλγόριθμος καθορίζει την αγοραία τιμή. Προκειμένου να διασφαλιστεί ότι και ο τελευταίος σταθμός που είναι απαραίτητος για την ισορροπία του δικτύου θα τεθεί όντως σε λειτουργία από τον ιδιοκτήτη του, η τιμή του ρεύματος θα αντιστοιχεί στο υψηλότερο κόστος από όλους τους χρησιμοποιούμενους σταθμούς: είναι η αρχή της λεγόμενης χρέωσης «με οριακό κόστος». Στη Γαλλία, σε περιόδους χαμηλής κατανάλωσης, ο ηλεκτρισμός που προέρχεται από την αιολική, την ηλιακή, την υδροηλεκτρική και την πυρηνική ενέργεια δύναται να καλύψει τις ανάγκες. Σε περιόδους αιχμής, ωστόσο, πρέπει να τεθούν σε λειτουργία μονάδες που λειτουργούν με φυσικό αέριο, μαζούτ ή άνθρακα, που αποδίδουν λίγο και κοστίζουν πολύ, ή να γίνει εισαγωγή από τις γειτονικές χώρες.
Και από εκείνη τη στιγμή αρχίζει να ξεδιπλώνεται η αλλοπρόσαλλη λογική της αγοράς: ένας κλάδος παραγωγής (πυρηνική ενέργεια, αέριο κ.λπ.) θα καθορίσει την τιμή του ρεύματος όχι αναλογικά με το μερίδιο που κατέχει στο ηλεκτρικό μείγμα, αλλά με βάση τον αριθμό των ωρών κατά τη διάρκεια των οποίων διασφαλίζει την ισορροπία του δικτύου. Το ίδιο ισχύει και για τις εισαγωγές. Λαμβάνοντας υπόψη τις τελευταίες, οι μονάδες παραγωγής που λειτουργούν με άνθρακα, αέριο ή μαζούτ είναι εκείνες που, στις περισσότερες περιπτώσεις, παρέχουν τις μεγαβατώρες οι οποίες θα αποτρέψουν την κατάρρευση του δικτύου. Αποτέλεσμα: στη Γαλλία, όπου σχεδόν τα τρία τέταρτα του ηλεκτρικού ρεύματος προέρχονται από την ατομική και την υδροηλεκτρική ενέργεια, οι τιμές εξαρτώνται περισσότερο από εκείνες των ορυκτών καυσίμων παρά από τα πραγματικά κόστη παραγωγής. Έτσι, όταν οι τιμές του αερίου εκτοξεύονται στα ύψη, όπως το 2021, οι τιμές του ηλεκτρισμού εκρήγνυνται στην αγορά spot, που χρησιμεύει ως αναφορά για τις υπόλοιπες συναλλαγές (2). Και το ακόμα καλύτερο: οι τιμές αυξομειώνονται κάθε ώρα, σε συνάρτηση με τον κλάδο παραγωγής που κυριαρχεί εκείνη τη στιγμή στο Χρηματιστήριο. Για παράδειγμα, μεταξύ 13:00 και 19:00 το απόγευμα, η τιμή χονδρικής του γαλλικού ηλεκτρικού ρεύματος μπορεί να περάσει από τα 160 σε πάνω από 600 ευρώ ανά μεγαβατώρα, όπως συνέβη την Τρίτη 4 Οκτωβρίου 2022.
Παρά την έντασή της, η κρίση των τιμών της ενέργειας δεν απέτρεψε την ΕΕ από τη συνέχιση της απορρύθμισης. Το σχέδιο REPowerEU (3), το οποίο κοινοποιήθηκε από τις Βρυξέλλες στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο στις 18 Μαΐου του 2022, προσαρμόζει την ενεργειακή στρατηγική των Είκοσι Επτά στη νέα διεθνή κατάσταση που διαμορφώθηκε από τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο. Στην προσπάθεια να περιοριστεί η έκθεσή τους στην άνοδο των τιμών, το έγγραφο παροτρύνει τις επιχειρήσεις, τα κράτη, τους φορείς τοπικής αυτοδιοίκησης και τα νοικοκυριά να ελαττώσουν τις καταναλώσεις τους. Η κίνηση δεν στερείται ειρωνείας: ως λάτρεις της ανάπτυξης, η Κομισιόν και οι εθνικές κυβερνήσεις συνήθως περιφρονούν τις πολιτικές νηφαλιότητας και εκθειάζουν τις «πράσινες» τεχνολογίες, όπως τα ηλεκτρικά οχήματα, τις ιδιωτικές ανανεώσιμες πηγές ηλεκτρικής ενέργειας ή, πιο πρόσφατα, το υδρογόνο. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, τα λιγοστά διαθέσιμα μέσα επιρροής που μπορούν να ανταποκριθούν βραχυπρόθεσμα στο ζητούμενο είναι η ελάττωση της θερμοκρασίας θέρμανσης των κτιρίων ή η μείωση της οικονομικής δραστηριότητας. Ευτυχώς, ο χειμώνας 2022-2023 ήταν ήπιος. Οι επόμενοι όμως;
Όπως ήταν αναμενόμενο, η Κομισιόν αρνείται να τροποποιήσει τη χρέωση με οριακό κόστος, που είναι απαραίτητη για την πραγμάτωση της ενιαίας αγοράς. Αφουγκράζεται όμως και τους μεγαλοβιομήχανους που, ζεματισμένοι, ζητούν μεγαλύτερη σταθερότητα των τιμών. Προκειμένου να τους ικανοποιήσουν, οι Βρυξέλλες βασίζονται σε δύο μηχανισμούς: στις «Συμφωνίες Αγοράς Ενέργειας» (Power Purchase Agreements ή PPA) και στα «Συμβόλαια επί της Διαφοράς» (Contracts for Difference, CFD). Χάρη στις πρώτες, ένας ιδιοκτήτης ηλεκτροπαραγωγικού σταθμού και ένας καταναλωτής δεσμεύονται απευθείας μεταξύ τους για μεγάλο χρονικό διάστημα —συνήθως δέκα με είκοσι χρόνια: οι όροι της παροχής και ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού των τιμών προσφέρουν μια κάποια προβλεψιμότητα. Τα CFD έχουν τον ίδιο στόχο, αλλά εμπλέκουν τις δημόσιες αρχές ώστε να απορροφώνται οι κλυδωνισμοί της αγοράς: ο παραγωγός πουλά το ηλεκτρικό ρεύμα του στο Χρηματιστήριο, ωστόσο το κράτος καθορίζει μια τιμή αναφοράς που λειτουργεί ταυτόχρονα ως κατώτατο και ως ανώτατο όριο. Εάν από την πορεία του Χρηματιστηρίου προκύπτει τιμή χαμηλότερη της τιμής αναφοράς, το κράτος καταβάλλει τη διαφορά στον παραγωγό. Εάν πάλι η αγοραία τιμή είναι υψηλότερη, ο παραγωγός επιστρέφει το πλεόνασμα στις δημόσιες αρχές. Σταθεροποιώντας με αυτόν τον τρόπο την τιμή χονδρικής, η Κομισιόν ελπίζει πως θα εξομαλύνει τις τιμές της λιανικής που πληρώνει ο τελικός καταναλωτής.
Αυτοί οι πολύπλοκοι μηχανισμοί, που εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 2010 για να διασφαλίσουν τα μεγάλα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και προορίζονται πρωτίστως για τους μεγάλους παραγωγούς και για καταναλωτές με σημαντικές οικονομικές εγγυήσεις, θα επεκταθούν σε περισσότερες δραστηριότητες και παραγωγές με χαμηλό αποτύπωμα άνθρακα. Η Γαλλία απαιτεί να εφαρμοστούν στους υπάρχοντες πυρηνικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής, κάτι που η Γερμανία αρνείται. Όποιο και αν είναι το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων, αυτά τα συμβόλαια δεν θα αντικαταστήσουν το Χρηματιστήριο Ενέργειας, αλλά θα συνυπάρχουν με αυτό. Διαμορφώνεται έτσι μια αγορά δύο ταχυτήτων: μια σχετικά ασφαλής περίμετρος για τις μεγάλες επιχειρήσεις και μια απορρυθμισμένη και ασταθέστατη αγορά για όλους τους υπόλοιπους καταναλωτές.
Οι τελευταίοι θα είναι ακόμα περισσότερο εκτεθειμένοι στις διακυμάνσεις της αγοράς, καθώς η Κομισιόν επιθυμεί να ευθυγραμμίσει τις τιμές λιανικής με τις τιμές χονδρικής. Σε εφαρμογή αυτής της αρχής που υποτίθεται πως θα ενθαρρύνει την ανάπτυξη του κλάδου της ενέργειας, η Οδηγία 2019/944 επιβάλλει στους κύριους παρόχους να προσφέρουν τουλάχιστον ένα πρόγραμμα με το σύστημα της «δυναμικής τιμολόγησης»: ο συνδρομητής πληρώνει, σε ωριαία βάση, το ρεύμα που καταναλώνει στην τιμή της αγοράς spot. Στις αρχές του 2021, εμφανίστηκαν στη Γαλλία οι πρώτες συνδρομές αυτού του τύπου, καμία όμως δεν άντεξε την εκρηκτική άνοδο των τιμών τους επόμενους μήνες. Πρωτοπόρος στον τομέα αυτόν, η φινλανδική επιχείρηση Barry «την κοπάνησε» γρήγορα από τη γαλλική αγορά. Ο πάροχος E.Leclerc énergies, που ετοιμαζόταν να διαθέσει στην αγορά ένα πρόγραμμα με δυναμική τιμολόγηση, ανέστειλε και εκείνος τις δραστηριότητές του. Αυτή άτακτη υποχώρηση, για την οποία οι δημόσιες αρχές και τα μέσα ενημέρωσης πολύ λίγο μιλούν, δεν επικυρώνει κάποια παταγώδη εμπορική αποτυχία αλλά την κατατρόπωση ενός συστήματος παροχής και τιμολόγησης βασισμένο στον ανταγωνισμό και στον υποτιθέμενο «νόμο» της προσφοράς και της ζήτησης: δεν λειτουργεί, οι καταναλωτές το απορρίπτουν, αλλά οι Βρυξέλλες το επιβάλλουν με τη θρησκοληπτική προσκόλλησή τους στον οικονομικό φιλελευθερισμό.
Διακοπή της παροχής εξ αποστάσεως
Η σύγκλιση τιμών χονδρικής και λιανικής γίνεται και με άλλα μέσα. Το 2014, η ισπανική κυβέρνηση δημιούργησε ένα ρυθμιζόμενο από τις αρχές πρόγραμμα που βαφτίστηκε «προαιρετική τιμή για τον μικρό καταναλωτή». Ο συνδρομητής βλέπει τις τιμές της κιλοβατώρας να επανυπολογίζονται καθημερινά, στη βάση τριών τύπων χρονοθυρίδας, ανταποκρινόμενων σε τρεις διαφορετικές τιμές: για περιόδους χαμηλής ζήτησης, ενδιάμεσες περιόδους και περιόδους αιχμής. Κάθε ημέρα της εβδομάδας, η τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος αλλάζει έξι φορές! Από την πλευρά τους, οι ιδιώτες πάροχοι αναπτύσσουν κυμαινόμενα τιμολόγια, συχνά σε τιμές χαμηλότερες από εκείνες των συμβολαίων με σταθερές τιμές. Στο Βέλγιο, από την κρίση του 2021 και έπειτα, η μέθοδος της σταθερής τιμής απλώς έχει εξαφανιστεί. Όταν υπογράφει το συμβόλαιό του, ο καταναλωτής δεν γνωρίζει παρά την τιμή που θα ισχύει τον επόμενο μήνα. Στη Γαλλία, οι ρυθμιζόμενες από τις αρχές τιμές πώλησης (TRV) που προτείνει η κρατικά ελεγχόμενη εταιρεία παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος Électricité de France (EDF) μεταβάλλονται μόνο δύο φορές τον χρόνο, τον Φεβρουάριο και τον Αύγουστο. Προκειμένου να τις ανταγωνιστούν, οι ιδιώτες πάροχοι αναγκάστηκαν να διατηρήσουν προγράμματα με παρόμοια χαρακτηριστικά. Αυτό όμως μάλλον θα αλλάξει: στις 13 Ιουλίου 2022, η οικονομική εφημερίδα «La Tribune» αποκάλυπτε ότι η υπουργός Ενεργειακής Μετάβασης Ανιές Πανιέ-Ρυνασέ απαιτούσε από τους παρόχους να αναθεωρήσουν τις τιμολογιακές προτάσεις τους. Στόχος: υψηλότερες χρεώσεις σε περιόδους αιχμής (4).
Έτσι, κατανοούμε καλύτερα τη μανία των Βρυξελλών και των εθνικών δημόσιων αρχών να αντικαταστήσουν τους παλιούς μηχανικούς μετρητές με ψηφιακές συσκευές που χαρακτηρίζονται «επικοινωνούσες» ή «έξυπνες». Ο «έξυπνος» χαρακτήρας τους στην πραγματικότητα επιτρέπει την εναλλαγή, πολλές φορές μέσα στην ημέρα, από μια περίοδο αιχμής σε μια περίοδο χαμηλής ή μεσαίας ζήτησης, ή ακόμα και την εφαρμογή, σε πραγματικό χρόνο, των χρηματιστηριακών τιμών στην κατανάλωση του πελάτη. Επιπλέον, οι πάροχοι σκοπεύουν να περιορίσουν τους απλήρωτους λογαριασμούς χάρη σε μια λειτουργία των νέων μετρητών ρεύματος που ελάχιστα έχει κοινοποιηθεί από τα μέσα ενημέρωσης: επιτρέπουν την εξ αποστάσεως διακοπή της παροχής. Αυτό το επιπλέον χαρακτηριστικό διευκολύνει τη θέσπιση της προπληρωμής. Αντί να εξοφλεί το ρεύμα που έχει ήδη καταναλωθεί, ο καταναλωτής πληρώνει προκαταβολικά: εάν ο λογαριασμός του πάψει να πιστώνεται, σταματά η τροφοδοσία.
Στη Βαλονία, ο νόμος υποχρεώνει την εγκατάσταση ενός ψηφιακού μετρητή με σύστημα προπληρωμής που ονομάζεται «μετρητής με προϋπολογισμό» από τη στιγμή που ένα νοικοκυριό θα βρεθεί σε αδυναμία πληρωμής χρέους ύψους τουλάχιστον 100 ευρώ. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, περίπου τέσσερα εκατομμύρια νοικοκυριά οφείλουν να πληρώνουν προκαταβολικά το ηλεκτρικό ρεύμα. Από την αρχή της κρίσης, κάποιοι πάροχοι μετέθεσαν αυτομάτως εκατοντάδες χιλιάδες καταναλωτές σε καθεστώς προπληρωμής: οι «έξυπνοι» μετρητές τους έχουν τη δυνατότητα να εφαρμόζουν τις μετατροπές εξ αποστάσεως… Στη Γαλλία, οι προδιαγραφές του μετρητή Linky δεν ενσωματώνουν απευθείας την επιλογή της προπληρωμής, ωστόσο μια διαδικασία επιτρέπει την εξ αποστάσεως διακοπή από τον διαχειριστή του δικτύου κατόπιν αιτήματος του παρόχου. Ο οποίος θα μπορούσε να υποχρεώσει τους συνδρομητές του να πληρώνουν προκαταβολικά και να απαιτήσει τη διακοπή εάν ο λογαριασμός του πελάτη δεν χρηματοδοτείται πλέον, έτσι ώστε να καθιερωθεί, ουσιαστικά, ένα σύστημα προπληρωμής. Τη στιγμή ακριβώς όπου ο γενικός εξηλεκτρισμός επιβάλλεται μπροστά στην υπερθέρμανση του πλανήτη, οι ιδιωτικοί φορείς και ο κηδεμόνας τους από τις Βρυξέλλες φαίνεται πως έχουν κατορθώσει κάτι ασυναγώνιστο: να υποβαθμίσουν την παρεχόμενη υπηρεσία, να αυξήσουν τις τιμές και να μετακυλήσουν το ουσιαστικό μέρος του κινδύνου στους πιο ευάλωτους —αποκομίζοντας ταυτόχρονα παχυλά κέρδη.