el | fr | en | +
Accéder au menu

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ποιος κατασκευάζει το διεθνές δίκαιο;

Η επίθεση του Ισραήλ στη Λωρίδα της Γάζας και η εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία παραβιάζουν σε πολλά σημεία τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ και μας υπενθυμίζουν τις αδικίες που προκύπτουν από τους γεωπολιτικούς συσχετισμούς δυνάμεων. Ωστόσο, κανένα κράτος, είτε ισχυρό είτε αδύναμο, δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα της ύπαρξης κανόνων στο παιχνίδι της παγκόσμιας ισχύος. Αυτό είναι το αντικείμενο του διεθνούς δικαίου, του οποίου το περιεχόμενο και η ερμηνεία πυροδοτούν διαρκώς έντονους πολέμους επιρροής μεταξύ των τριών παραγόντων που το καθορίζουν: των κρατών, των μεγάλων εταιρειών και της κοινωνίας των πολιτών.

«Αυτό το παγκόσμιο χρηματοοικονομικό σύστημα δημιουργήθηκε από τους πλούσιους για να εξυπηρετεί τα συμφέροντά τους. (…) Βαθαίνει και διαιωνίζει τις ανισότητες», τόνιζε με ιδιαίτερη έμφαση ο Αντόνιο Γκουτιέρες ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ στις 20 Σεπτεμβρίου 2022. «Οι αποκλίσεις ανάμεσα στις ανεπτυγμένες και στις αναπτυσσόμενες χώρες, ανάμεσα στον Βορρά και στον Νότο, ανάμεσα στους προνομιούχους και στους υπόλοιπους, γίνονται κάθε μέρα και πιο επικίνδυνες.» Προτείνοντας τη «δημιουργία μηχανισμών διαλόγου και διαμεσολάβησης ώστε να κατευναστούν οι διαιρέσεις», ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ αμφισβητεί τα ίδια τα θεμέλια του διεθνούς δικαίου.

Στη σημερινή του μορφή, το διεθνές δίκαιο, θεμελιωμένο ιστορικά πάνω στο κυρίαρχο έθνος-κράτος, όπως αυτό διατυπώθηκε θεωρητικά από τον Ζαν Μποντέν τον 16ο αιώνα και επικυρώθηκε από τις συνθήκες της Βεστφαλίας (1648), είναι επίσης ο άμεσος κληρονόμος της βιομηχανικής επανάστασης του 19ου αιώνα, του καπιταλισμού που στηρίχθηκε στην ουτοπία του «doux commerce» (του «ήπιου» χαρακτήρα του εμπορίου, παράγοντα εκπολιτισμού και μείωσης της βίας), μετασχηματισμένου στη συνέχεια σε παγκοσμιοποίηση, όπως και στη σταθερή πεποίθηση των διανοουμένων στα τέλη του 19ου αιώνα (στις ΗΠΑ όπως και στην Ευρώπη) ότι η ειρήνη οικοδομείται μέσω του δικαίου. Οι πρώτες παγκόσμιες διακυβερνητικές οργανώσεις –η Διεθνής Ένωση Τηλεγράφου, η οποία στη συνέχεια εξελίχθηκε σε Διεθνή Ένωση Τηλεπικοινωνιών (IUT), δημιουργήθηκε το 1865 και η Παγκόσμια Ταχυδρομική Ένωση (UPU) το 1874– ήταν απαραίτητες για την άνθηση των εμπορικών συναλλαγών.

Κάθε κανόνας, προκειμένου να γίνει κατανοητός και αποδεκτός από εκείνους στους οποίους απευθύνεται, οφείλει να είναι προσαρμοσμένος στην κοινωνία για την οποία δημιουργήθηκε. Έτσι, το διεθνές δίκαιο αποτελεί τον κανόνα του παιχνιδιού εκείνου που είναι προτιμότερο να αποκαλείται «διεθνής κοινωνία» αντί για «διεθνής κοινότητα». Η γεωπολιτική του 19ου αιώνα όντως δεν σχηματίζει έναν ομοιογενή χώρο, μια «κοινότητα» της οποίας τα μέλη θα μπορούσαν να επιδιώξουν κοινούς σκοπούς και παρόμοια συμφέροντα και θα συνεργάζονταν αρμονικά για την επίτευξη του κοινού καλού. Το διεθνές δίκαιο είναι επίσης το προϊόν διαπραγματεύσεων και συσχετισμών δυνάμεων, συχνά ωμών, μεταξύ παραγόντων με διαφορετικό ειδικό βάρος: των κρατών, των επιχειρήσεων και της κοινωνίας των πολιτών.

Συνεδριάσεις κεκλεισμένων των θυρών

Τα κράτη διαθέτουν όλα εξίσου ισχυρή εθνική κυριαρχία. Όμως, παρ’ ότι ένα πλάσμα δικαίου θεωρεί όλες τις κυβερνήσεις ίσες όταν πρόκειται να ψηφίσουν –για παράδειγμα στη γενική συνέλευση του ΟΗΕ με βάση την αρχή «ένα κράτος, μία ψήφος»– υπάρχει ένα βαθύτατο χάσμα ανάμεσα σε μια αναπτυγμένη χώρα που, χάρη στην οικονομική ισχύ της, βρίσκεται στις πρώτες θέσεις των υπερδυνάμεων και σε ένα κράτος με ΑΕΠ που αντιστοιχεί σε ένα μικρό ποσοστό του κύκλου εργασιών μιας πολυεθνικής επιχείρησης. Πόσες διπλωματικές αντιπροσωπείες διαθέτει ένα κράτος ανά τον κόσμο; Πόσοι υπήκοοί του εργάζονται στις γραμματείες των διακυβερνητικών οργανώσεων; Διαθέτει άραγε ένα δίκτυο συγκρίσιμο με εκείνο των Ινστιτούτων Γκαίτε της Γερμανίας ή των Ινστιτούτων Κομφούκιος της Κίνας (1);

Για τη δημιουργία του διεθνούς δικαίου, τα κράτη ενεργούν από κοινού, με διμερή ή πολυμερή τρόπο, εντός ή εκτός πλαισίου μιας οργάνωσης, σε περιφερειακό ή σε παγκόσμιο επίπεδο. Κυρίως όταν συνεργάζονται στο επίπεδο ενός διακυβερνητικού θεσμού, είναι απαραίτητη η τήρηση ορισμένων τυπικών διαδικασιών, ενώ η απαίτηση για διαφάνεια που κυριαρχεί στις μέρες μας τα υποχρεώνει να δέχονται παρατηρητές στην αίθουσα διαπραγματεύσεων. Αυτή η εξέλιξη δεν αρέσει πάντα στα ισχυρότερα κράτη, τα οποία έχουν επινοήσει έναν πιο άτυπο τρόπο δημιουργίας, αν όχι των νομικών προδιαγραφών με την αυστηρή έννοια του όρου, τουλάχιστον των πολιτικών που θα μπορέσουν αργότερα να μετατραπούν σε νομικές προδιαγραφές, στο πλαίσιο ενός φόρουμ που θα έχει επιλεγεί επειδή προσφέρεται για την εξυπηρέτηση αυτού του σκοπού. Έτσι, είδαμε να ανθίζουν οι πάσης φύσεως «G»: G7, G8, G15, G20 (2) και, τώρα, η G44 ή «ευρωπαϊκή πολιτική κοινότητα». Τα κράτη που δεν συμμετέχουν σε αυτές τις άτυπες ομάδες αμφισβητούν την αντιπροσωπευτικότητα και τη νομιμοποίησή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους πολίτες, επειδή οι συνεδριάσεις των φόρουμ αυτών πραγματοποιούνται κεκλεισμένων των θυρών.

Η δεύτερη κατηγορία παραγόντων του διεθνούς δικαίου αποτελείται από τις πολυεθνικές ή υπερεθνικές επιχειρήσεις (ανάλογα με το αν λαμβάνουμε υπόψη ότι δραστηριοποιούνται σε πολλές χώρες ή ότι επιθυμούν να απαλλαγούν από την κηδεμονία των κρατών), μερικές από τις οποίες έχουν ένα οικονομικό –αν όχι και πολιτικό– ειδικό βάρος σημαντικότερο από εκείνο πολλών κρατών. Διαθέτουν τμήμα «δημοσίων υποθέσεων» (Huawei, Microsoft, Warner Bros κ.λπ.) που οφείλει να παρακολουθεί με προσοχή τις εξελίξεις στο πεδίο των θέσπισης κανόνων και προδιαγραφών και να προωθεί τα συμφέροντα της επιχείρησης ενώπιον των δημόσιων αρχών ή των διεθνών οργανισμών.

Οι παρεμβάσεις αυτές μπορούν να αποδειχθούν αντίθετες με το δημόσιο συμφέρον. Στον τομέα της καταπολέμησης της παραπληροφόρησης λόγου χάρη, τα κράτη εν μέρει εξαρτώνται από τις επιχειρήσεις τεχνολογίας για την υιοθέτηση κανόνων: οι επιχειρήσεις μπορούν να προλάβουν τις κινήσεις των κρατών τροποποιώντας τους γενικούς όρους χρήσης των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, ενώ μπορούν επίσης να επηρεάσουν τη διαδικασία θέσπισης κανόνων. Έτσι, το 2018, με κοινή πρωτοβουλία της Microsoft και της γαλλικής κυβέρνησης, δρομολογήθηκε η Έκκληση του Παρισιού για την Εμπιστοσύνη και την Ασφάλεια στον Κυβερνοχώρο. Με περισσότερους από 1.200 υπογράφοντες (εκ των οποίων οι 706 ήταν ιδιωτικές επιχειρήσεις) και με τη δημιουργία έξι ομάδων εργασίας, επιτεύχθηκε o στόχος της στενής συνεργασίας των εμπλεκόμενων στην πρωτοβουλία. Έχουν ήδη συνταχθεί τέσσερις αναφορές, που προτείνουν ενδιαφέρουσες ιδέες, οι οποίες θα πρέπει ωστόσο να συγκεκριμενοποιηθούν.

Ο τρίτος παράγοντας, η «διεθνής κοινωνία των πολιτών», όπου κυριαρχούν οι μη κυβερνητικές οργανώσεις (ΜΚΟ), αποτελείται από ένα νεφέλωμα με διαστάσεις και ειδικό βάρος που είναι δύσκολο να εκτιμηθούν, όπως αποδεικνύεται από την παγκόσμια κινητοποίηση των νέων για το κλίμα. Η χρηματοδότησή τους είναι διαφοροποιημένη σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό: προέρχεται από μεγάλα ιδρύματα, ερευνητικά κέντρα, κρατικές επιχορηγήσεις, εκκλήσεις για συμμετοχική χρηματοδότηση. Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν είναι η προσέλκυση πτυχιούχων με μισθούς που δεν είναι ανταγωνιστικοί, αλλά και η εξεύρεση των αναγκαίων μέσων ώστε να είναι σε θέση να παρακολουθήσουν με αποτελεσματικότητα τις διεθνείς διαπραγματεύσεις, καθώς οι συναντήσεις πραγματοποιούνται συχνά μακριά από την έδρα των οργανώσεων (κάτι που συνεπάγεται, μεταξύ άλλων, έξοδα ταξιδιού και διαμονής). Η αποστολή τους γίνεται ιδιαίτερα δύσκολη όταν οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται ατέρμονα ή όταν οφείλουν να συμμετέχουν σε μόνιμα φόρουμ για τις διαδικασίες εφαρμογής (για παράδειγμα, τις αλλεπάλληλες «Διασκέψεις των Μερών», γνωστές και ως COP). Κατά κάποιον τρόπο, η συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών προσκρούει σε υπερβολικά πολλά εμπόδια, με αποτέλεσμα να μην είναι πραγματικά αποτελεσματική και να μην είναι εύκολο να επαληθευθεί η επιρροή της.

Δεδομένων των συσχετισμών δυνάμεων, η «ουδετερότητα» της διεθνούς έννομης τάξης δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο από ένας μύθος. Στα ζητήματα των επενδύσεων, οι διμερείς εμπορικές συνθήκες –τουλάχιστον της πρώτης γενιάς– σχεδιάστηκαν ή εφαρμόστηκαν κατά τρόπο ώστε να αποτελούν ένα εργαλείο για την εξασφάλιση της προστασίας των συμφερόντων των επιχειρήσεων των ανεπτυγμένων ή των πρώην αποικιοκρατικών χωρών, σε βάρος των χωρών που φιλοξενούσαν την επένδυση, κυρίως την περίοδο όπου οι πρώην αποικίες αποκτούσαν την ανεξαρτησία τους. Με τις νεότερες συνθήκες, αυτή η κατάσταση έχει γίνει λιγότερο έντονη.

Η μάχη εξουσίας αρχίζει ήδη από τη στιγμή όπου ένα κράτος, ή μια ομάδα κρατών, προτείνει τη δημιουργία δικαίου. Ποιος προεδρεύει στην ομάδα εργασίας; Ποια θα είναι η σύνθεσή της; Οι συνεδριάσεις της θα είναι δημόσιες; Ποιος θα είναι ο εισηγητής; Η διαδικασία θα απαιτεί ψηφοφορίες ή τα κείμενα θα εγκρίνονται ομόφωνα; Ποια θα είναι η γλώσσα εργασίας; Οι απαντήσεις που θα δοθούν σε αυτά τα προκαταρκτικά ερωτήματα θα επηρεάσουν σημαντικά τις διαπραγματεύσεις και το περιεχόμενο των κανόνων που θα υιοθετηθούν.

Έτσι, όταν η Επιτροπή των Ηνωμένων Εθνών για το Διεθνές Εμπορικό Δίκαιο (UNCITRAL) θέλησε το 2016 να μεταρρυθμίσει τον κανονισμό για τις διενέξεις σε ζητήματα ξένων επενδύσεων, σχέδιο που υποστηριζόταν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τον Καναδά και ορισμένες λατινοαμερικάνικες χώρες, αλλά έβρισκε αντίθετες τις ΗΠΑ, τη Ρωσία και αρκετές άλλες χώρες, πρόεδρος της ομάδας εργασίας εξελέγη ένας Καναδός, φανερώνοντας με αυτόν τον τρόπο ποιο «στρατόπεδο» είχε κερδίσει την πρώτη μάχη για την οργάνωση της διαδικασίας. Επιπλέον, το πρόσωπο που επελέγη ήταν εκπρόσωπος κράτους, γεγονός που θεωρήθηκε ως μια πρώτη νίκη της πλευράς των κυβερνήσεων, οι οποίες δεν ήθελαν να χάσουν το «πάνω χέρι» σε ένα τόσο ευαίσθητο ζήτημα. Ο πρόεδρος της ομάδας εργασίας διαθέτει πράγματι ορισμένα περιθώρια ελιγμών που του επιτρέπουν να κατευθύνει τις συζητήσεις, ενώ μπορεί επίσης να επιλέξει να στρέψει τις διαπραγματεύσεις προς μία κατεύθυνση και όχι προς κάποια άλλη, επηρεάζοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο το αποτέλεσμα των συζητήσεων.

Οι μάχες επιρροής είναι πολύ πιο εμφανείς κατά την ερμηνεία και την εφαρμογή των κανόνων. Για παράδειγμα, αν και υπάρχει ομοφωνία των κρατών όσον αφορά την εφαρμογή του διεθνούς δικαίου στον κυβερνοχώρο, δεν υπάρχει καμία συμφωνία για τις διαδικασίες υλοποίησής του. Έτσι, παραμένει πλήρως ανοικτό το ερώτημα κατά πόσον μπορεί μια κυβερνοεπίθεση να χαρακτηριστεί παραβίαση της εθνικής κυριαρχίας ενός κράτους, ή ακόμα και ένοπλη επίθεση, και συνεπώς να στοιχειοθετηθεί η ευθύνη ενός κράτους ή να δικαιολογηθεί η αντίδραση στο πλαίσιο της νόμιμης άμυνας με βάση αυτή τη νομική θεμελίωση. Εάν τα κράτη δεν συναινέσουν να παραχωρήσουν σε ένα όργανο –κατά προτίμηση δικαιοδοτικό, με δικαστικές αρμοδιότητες– την εξουσία ερμηνείας του κανόνα και να αναγνωρίσουν μεταξύ τους αυτόν τον ορισμό ως υποχρεωτικό, τότε οι δικές τους ερμηνείες, πιθανότατα αποκλίνουσες, θα συνεχίσουν να συνυπάρχουν, με την μία να μην μπορεί να επιβληθεί στην άλλη, παρά μόνο στο πλαίσιο του υπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων.

Για παράδειγμα, στην περίπτωση όπου όρος για τη χορήγηση βοήθειας είναι ο σεβασμός των ατομικών δικαιωμάτων, η χώρα-χρηματοδότης είναι εκείνη που αποφασίζει κατά πόσον έχουν τηρηθεί οι κανόνες από τη χώρα-αποδέκτη. Κατά τον ίδιο τρόπο, η Δύση (δηλαδή το τμήμα του κόσμου που έχει υιοθετήσει τον καπιταλισμό ως οικονομικό μοντέλο και τη φιλελεύθερη δημοκρατία ως πολιτικό μοντέλο) εφηύρε την «ευθύνη προστασίας των πληθυσμών» (R2P) ως συνέχεια των εννοιών της «ανθρωπιστικής επέμβασης» και του «καθήκοντος παρέμβασης» για τη συνδρομή απειλούμενων πληθυσμών, υποκαθιστώντας ένα αποσαθρωμένο ή διαλυμένο κράτος. Ωστόσο, η Δύση ήταν εκείνη που διέστρεψε, και συνεπώς «σκότωσε», τη συγκεκριμένη έννοια, όταν την χρησιμοποίησε για να δικαιολογήσει την επέμβαση στη Λιβύη το 2011 προκειμένου να ανατρέψει το καθεστώς που βρισκόταν στην εξουσία και όχι για να προστατεύσει τον άμαχο πληθυσμό.

Απογοήτευση των πολιτών

Το ίδιο συμβαίνει και όταν οι διχασμοί μεταξύ κρατών εμποδίζουν την επίτευξη συμφωνίας για μια νομοθετική ρύθμιση με δεσμευτικό χαρακτήρα. Συνεννοούνται κατ’ ελάχιστο σε κανόνες που αποκαλούνται soft law, «ήπιο δίκαιο». Έτσι, η απουσία συμφωνίας μεταξύ κρατών σε θέματα κυβερνοασφάλειας άφησε χώρο για την ανάπτυξη περισσότερων από 600 μη δεσμευτικών κανονιστικών οργάνων, δημιουργημένων από διακυβερνητικές οργανώσεις, από υβριδικούς οργανισμούς ή και από τους ίδιους τους ιδιωτικούς φορείς. Αφημένοι στην καλή θέληση των συμμετεχόντων φορέων και οργάνων, αυτοί οι κανόνες πυροδοτούν μεγάλη νομική ανασφάλεια, αλλά και απογοήτευση στους πολίτες, όσο κι αν επιχειρείται να επαναπροσδιορισθεί η σχέση μεταξύ hard law (του θεσμοθετημένου νομικού πλαισίου) και soft law, προκειμένου να δημιουργηθεί συνέχεια και όχι αντίθεση μεταξύ τους.

Η γλώσσα των διαπραγματεύσεων παίζει καθοριστικό ρόλο, όσο κι αν αποτελεί μια υποτιμημένη πλευρά του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεων. Η παράδοση να πραγματοποιούνται οι εργασίες τουλάχιστον σε δύο γλώσσες παράλληλα (και όχι σε μετάφραση), που κυριαρχούσε σε ορισμένους παγκόσμιους οργανισμούς, έχει χαθεί ολοκληρωτικά προς όφελος μίας και μόνης γλώσσας, της αγγλικής. Σε ορισμένους θεσμούς, η Ελβετία μιλάει αγγλικά, παρ’ ότι τα γαλλικά (μία από τις τρεις γλώσσες της χώρας) αποτελούν επίσημη γλώσσα εργασίας του συγκεκριμένου οργανισμού. Εδώ και πολύ καιρό, το Βέλγιο έχει εγκαταλείψει τη γαλλική γλώσσα στο πλαίσιο του ΟΗΕ. Σήμερα, μονάχα μερικές αφρικανικές χώρες αντιστέκονται στην πλήρη «αγγλοφωνία».

Η πτυχή αυτή των διαπραγματεύσεων δεν πρέπει να παραμελείται, διότι έχει μείζονες συνέπειες στην ουσία και στη δομή των κειμένων που υιοθετούνται. Καταρχάς, με την έκφραση μονάχα σε μία γλώσσα, η σκέψη φτωχαίνει. Επιπλέον, όσοι δεν έχουν γεννηθεί αγγλόφωνοι, εκφράζονται χρησιμοποιώντας μια εντελώς στοιχειώδη γλώσσα, που μερικές φορές αποκαλείται «globish», «desperanto» ή και «International Business English», η οποία είναι ανεπαρκής για την έκφραση αποχρώσεων κατά τη διατύπωση ιδεών. Αντίθετα, η χρήση περισσότερων γλωσσών, όταν είναι κατάλληλα σχεδιασμένη, δηλαδή όταν χρησιμοποιείται ως εργαλείο για την κατανόηση του άλλου (3), εμπλουτίζει τη σκέψη, επιτρέπει να φανταστούμε κανόνες που εμπνέονται από τις καλύτερες πρακτικές των νομικών συστημάτων ανά τον κόσμο και παρακινεί κάθε πολιτισμό να ξαναβρίσκει τις καταβολές του ή να επανασυνδέεται με ένα μέρος των αρχών και των οραμάτων του, χωρίς να του επιβάλλεται μια μοναδική κυρίαρχη κουλτούρα.

Catherine Kessedjian

Ομότιμη καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Paris-II (Panthéon-Assas) και πρόεδρος στον γαλλικό κλάδο της Ένωσης Διεθνούς Δικαίου (International Law Organisation)

Anne-Thida Norodom

Καθηγήτρια στο πανεπιστήμιο Paris Cité
μετάφραση: Βασίλης Παπακριβόπουλος

(1Βλ. Sylvain Anciaux, «Au nom de Confucius», στο «Manière de voir», τ. 170, «Chine -États-Unis, le choc du XXIe siècle », Απρίλιος-Μάιος 2020. Όσον αφορά το γαλλικό πολιτιστικό δίκτυο, βλ. επίσης Pascal Corazza, «Un rayonnement voilé», «Le Monde diplomatique», Νοέμβριος 2020.

(2Βλ. Anne-Cécile Robert, «L’ordre international piétiné par ses garants», «Le Monde diplomatique», Φεβρουάριος 2018.

(3Βλ. Guy Deutscher, Through the Language Glass: Why the World Looks Different in Other Languages, Metropolitan Books, Νέα Υόρκη, 2010.

Μοιραστείτε το άρθρο