Το πολιτικό πεδίο, το πεδίο των κοινωνικών επιστημών και το δημοσιογραφικό πεδίο αποτελούν τρία κοινωνικά σύμπαντα σχετικά αυτόνομα και ανεξάρτητα, τα οποία όμως ασκούν επιρροή το ένα στο άλλο. Για παράδειγμα, σε μια τηλεοπτική βραδιά αφιερωμένη σε μια εκλογική αναμέτρηση, και τα τρία αυτά πεδία είναι παρόντα, αλλά υπό την μορφή προσώπων. Ένας γνωστός ιστορικός θα σχολιάσει το εκλογικό αποτέλεσμα, καθισμένος δίπλα σε έναν δημοσιογράφο και στον διευθυντή του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών, που είναι μέλος του ακαδημαϊκού πεδίου και του πεδίου των κοινωνικών επιστημών μέσω των εταιρειών δημοσκοπήσεων, στις οποίες εξάλλου παρέχει συμβουλές. Θα μπορούσαμε να κάνουμε μια διαδραστική περιγραφή, δηλαδή περιορισμένη στις αλληλεπιδράσεις μεταξύ των ατόμων, ή μια ανάλυση λόγου, επικεντρωμένη στη ρητορική που χρησιμοποιήθηκε, στις διαδικασίες, στις στρατηγικές κ.λπ.
Το μοντέλο της ανάλυσης πεδίων είναι εντελώς διαφορετικό: επιτρέπει να τεθεί η υπόθεση ότι, όταν ο ιστορικός θα απευθυνθεί στον δημοσιογράφο, δεν θα πρόκειται για έναν ιστορικό που μιλάει σε έναν δημοσιογράφο: έχουμε έναν ιστορικό που κατέχει μια καθορισμένη θέση στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών και μιλάει σε έναν δημοσιογράφο που κατέχει μια καθορισμένη θέση στο δημοσιογραφικό πεδίο: οπότε, τελικά, το δημοσιογραφικό πεδίο είναι εκείνο που μιλάει στο πεδίο των κοινωνικών επιστημών. Και οι ιδιότητες αυτής της αλληλεπίδρασης –λόγου χάρη το γεγονός ότι ο δημοσιογράφος θα απευθυνθεί στον ιστορικό σαν να επρόκειτο για ένα είδος υπερβατικού διαιτητή σε σχέση με τον αυστηρά πολιτικό διάλογο, σαν να επρόκειτο για κάποιον που μπορεί να έχει την τελευταία λέξη– εκφράζουν τη δομή της σχέσης μεταξύ του δημοσιογραφικού πεδίου και του πεδίου των κοινωνικών επιστημών. Για παράδειγμα, η καταστατική αντικειμενικότητα που αναγνωρίζουμε στον ιστορικό δεν συνδέεται με κάποιες εγγενείς ιδιότητες του συγκεκριμένου ατόμου, αλλά με το πεδίο όπου ανήκει και το οποίο, μέσω ενός ορισμένου συσχετισμού, διατηρεί μια αντικειμενική σχέση συμβολικής κυριαρχίας απέναντι στο δημοσιογραφικό πεδίο (το οποίο μπορεί με τη σειρά του να ασκεί μια συμβολική κυριαρχία στο ιστορικό πεδίο, μέσω ενός διαφορετικού συσχετισμού: για παράδειγμα, όσον αφορά τον έλεγχο της πρόσβασης στο κοινό). Συνεπώς, το τηλεοπτικό πλατό, υπό το πρίσμα της έννοιας του πεδίου, μας αποκαλύπτει ένα πλήθος ιδιοτήτων που δεν εντοπίζονται από τη διαίσθηση.
Ένα από τα ερωτήματα που πρέπει να τίθενται σε ένα πεδίο αφορά τον βαθμό της αυτονομίας του. Για παράδειγμα, συγκριτικά με το πεδίο της κοινωνιολογίας (και ακόμη περισσότερο συγκριτικά με το πεδίο των μαθηματικών), το δημοσιογραφικό πεδίο χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό ετερονομίας. Πρόκειται για ένα πεδίο με ιδιαίτερα χαμηλή αυτονομία. Όμως, αυτή η αυτονομία, όσο χαμηλή και αν είναι, κάνει ένα μέρος όσων συμβαίνουν στον κόσμο της δημοσιογραφίας να μπορεί να κατανοηθεί μονάχα εάν σκεφθούμε αυτόν τον μικρόκοσμο ως τέτοιον και εάν προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τις επιδράσεις που ασκούν αναμεταξύ τους τα άτομα που εμπλέκονται σε αυτόν τον μικρόκοσμο.
Η λογική του πεδίου
Το ίδιο ισχύει περίπου και για το πεδίο της πολιτικής με τη στενή έννοια. Ο Μαρξ λέει σε κάποιο σημείο ότι το πολιτικό σύμπαν που προσδιορίζεται από τον κοινοβουλευτικό κόσμο αποτελεί ένα είδος θεάτρου, που προωθεί μια θεατρική αναπαράσταση του κοινωνικού κόσμου, της κοινωνικής σύγκρουσης, η οποία δεν είναι εντελώς σοβαρή και βρίσκεται αποκομμένη από την πραγματικότητα επειδή τα πραγματικά διακυβεύματα και οι πραγματικές συγκρούσεις βρίσκονται αλλού. Με αυτόν τον τρόπο, υποδεικνύει μία από τις σημαντικές ιδιότητες του πολιτικού πεδίου: αν και είναι ελάχιστα αυτόνομο ως πεδίο, διαθέτει παρ’ όλα αυτά μια κάποια αυτονομία, μια κάποια ανεξαρτησία, έτσι ώστε, προκειμένου να κατανοήσουμε τι ακριβώς συμβαίνει εντός του, να μην αρκεί να περιγράψουμε τους πολιτικούς παράγοντες απλώς ως άτομα στην υπηρεσία των βιομηχάνων χάλυβα ή των παραγωγών ζαχαρότευτλου, όπως έλεγαν κάποτε, ή στην υπηρεσία των μεγαλοεργοδοτών κ.λπ. Πρέπει επιπλέον να λάβουμε υπόψη και τη θέση που κατέχουν μέσα στο πολιτικό παιχνίδι: εάν βρίσκονται προς την πλευρά του πιο αυτόνομου πόλου του πεδίου ή, αντίθετα, κοντά στον πιο ετερόνομο πόλο του, εάν ανήκουν σε ένα κόμμα που βρίσκεται στην περισσότερο ή τη λιγότερο αυτόνομη πλευρά και εάν, στο εσωτερικό του συγκεκριμένου κόμματος, τα εν λόγω άτομα διαθέτουν ένα περισσότερο ή λιγότερο αυτόνομο καθεστώς.
Ουσιαστικά, όσο μεγαλύτερη είναι η αυτονομία ενός πεδίου τόσο περισσότερο αυξάνεται το μερίδιο όσων μπορούν να εξηγηθούν μέσα από τη λογική του. Το πολιτικό πεδίο, παρότι φαινομενικά υπόκειται σε μια συνεχή πίεση από τη ζήτηση, σε έναν συνεχή έλεγχο από την πελατεία του (διαμέσου του μηχανισμού των εκλογών), είναι σήμερα πολύ έντονα ανεξάρτητο από αυτή τη ζήτηση και έχει ολοένα περισσότερο την τάση να περιχαρακώνεται και να κλείνεται στον εαυτό του, επικεντρωνόμενο στα δικά του διακυβεύματα (για παράδειγμα στον ανταγωνισμό για την εξουσία ανάμεσα στα διάφορα κόμματα, αλλά και στο εσωτερικό κάθε κόμματος). Ένα ιδιαίτερα σημαντικό μέρος όσων προκύπτουν μέσα στο πολιτικό πεδίο (και αυτό ακριβώς συλλαμβάνει η λαϊκιστική διαίσθηση) οφείλεται στις συνέργειες που αναπτύσσονται λόγω της συμμετοχής στο ίδιο πολιτικό πεδίο. Αυτές οι συνέργειες, μεταφρασμένες στην αντικοινοβουλευτική και αντιδημοκρατική γλώσσα των φασιστοειδών κομμάτων, παρουσιάζονται ως συμμετοχή σε ένα είδος διεφθαρμένου παιχνιδιού. Στην πραγματικότητα, αυτού του είδους οι συνέργειες είναι σύμφυτες με τη συμμετοχή στο ίδιο παίγνιο –και μία από τις γενικές ιδιότητες των πεδίων είναι ότι υπάρχουν διαμάχες στο εσωτερικό τους προκειμένου να επιβληθεί η κυρίαρχη θεώρηση κάθε πεδίου. Αυτές όμως οι διαμάχες στηρίζονται πάντα στο γεγονός ότι ακόμα και οι πλέον αδιάλλακτοι αντίπαλοι έχουν ως κοινό γνώρισμα ότι αποδέχονται έναν ορισμένο αριθμό προϋποθέσεων που είναι αναγκαίες για την ίδια την λειτουργία του πεδίου. Για να πολεμήσεις με τον άλλο, πρέπει να συμφωνείς σχετικά με τα σημεία διαφωνίας.
Επιχείρησα την περιγραφή του πολιτικού πεδίου χωρίς να προσδιορίσω τα κοινά του σημεία με το πεδίο των πολιτικών επιστημών και με το δημοσιογραφικό πεδίο. Αν προσέγγισα τα τρία αυτά σύμπαντα για να προσπαθήσω να εξετάσω τις σχέσεις τους, το έκανα επειδή έχουν ως κοινό σημείο ότι αξιώνουν την επιβολή της νομιμοποιημένης θεώρησης του κοινωνικού κόσμου, επειδή έχουν ως κοινό σημείο ότι αποτελούν χώρους εσωτερικής σύγκρουσης για την επιβολή των κυρίαρχων αρχών θεώρησης και διαχωρισμού. Προσεγγίζουμε τον κοινωνικό κόσμο μέσα από αντιληπτικές κατηγορίες, με αρχές θεώρησης και διαχωρισμού, που και οι ίδιες είναι, εν μέρει, προϊόν της ενσωμάτωσης των κοινωνικών δομών. Εφαρμόζουμε στον κόσμο κατηγοριοποιήσεις (για παράδειγμα αρσενικό/θηλυκό, υψηλό/χαμηλό, σπάνιο/συνηθισμένο, εκλεκτό/αγοραίο κ.λπ.) μέσω επιθέτων που συχνά λειτουργούν ανά ζεύγη.
Οι επαγγελματίες της εξήγησης και του λόγου –κοινωνιολόγοι, ιστορικοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι κ.λπ.– έχουν δύο κοινά σημεία. Αφενός, επεξεργάζονται πρακτικές αρχές θεώρησης και διαχωρισμού. Αφετέρου, συγκρούονται, καθένας μέσα στο σύμπαν του, για να επιβάλουν αυτές τις αρχές θεώρησης και διαχωρισμού και για να κατορθώσουν να τις κάνουν να αναγνωριστούν ως οι νομιμοποιημένες κατηγορίες κατασκευής του κοινωνικού κόσμου. Όταν ο τάδε επίσκοπος δηλώνει, κατά τη διάρκεια μιας συνέντευξης σε εφημερίδα, ότι θα απαιτηθεί μια εικοσαετία για να θεωρηθούν οι Γάλλοι αλγερινής καταγωγής ως μουσουλμάνοι Γάλλοι, προβαίνει σε μια πρόβλεψη με βαρύτατες κοινωνικές συνέπειες. Πρόκειται για ένα καλό παράδειγμα της αξίωσης για νομιμοποιημένη χειραγώγηση των αντιληπτικών κατηγοριών, της συμβολικής βίας που βασίζεται στη σιωπηρή, δόλια και συγκαλυμμένη επιβολή συγκεκριμένων αντιληπτικών κατηγοριών, επενδυμένων με το κύρος της αυθεντίας και προορισμένων να μετατραπούν σε νομιμοποιημένες αντιληπτικές κατηγορίες. Πρόκειται ακριβώς για τον ίδιο τύπο χειραγώγησης που επιχειρείται όταν ολισθαίνουμε ανεπαίσθητα από το «ισλαμικός» στο «ισλαμιστικός» και από το «ισλαμιστικός» στο «τρομοκράτης».
Συνεπώς, οι επαγγελματίες της αποσαφήνισης των κατηγοριών κατασκευής της πραγματικότητας και της επιβολής αυτών των κατηγοριών οφείλουν καταρχάς να μετατρέψουν τις σχηματοποιήσεις σε ρητώς εκπεφρασμένες κατηγορίες. Η πρώτη έννοια της λέξης «κατηγορία», καθώς προέρχεται από το ρήμα «κατηγορώ», υποδηλώνει τη δημόσια καταγγελία: οι πράξεις κατηγοριοποίησης που χρησιμοποιούνται στην καθημερινή ζωή συνίστανται συχνά σε προσβολές («είσαι ένας…», «αναθεματισμένε…», «παλιο…»). Και οι προσβολές –για παράδειγμα οι ρατσιστικές– αποτελούν κατηγορήματα όπως τα εννοούσε ο Αριστοτέλης, δηλαδή πράξεις κατάταξης και ταξινόμησης που βασίζονται σε μια –συχνά σιωπηρή– αρχή κατάταξης, η οποία δεν είναι υποχρεωμένη να διατυπώνει ανοιχτά τα κριτήριά της ούτε να είναι συνεπής με τον εαυτό της. Στην Πολιτική Οντολογία του Μάρτιν Χάιντεγκερ, η ανάλυση του φιλοσοφικού πεδίου καταδεικνύει ότι, κάτω από έναν σημαντικό αριθμό κομβικών φιλοσοφικών θέσεων του Χάιντεγκερ, υπάρχουν ταξινομήσεις της κοινής λογικής όπως η αντίθεση του «μοναδικού» ή του «σπάνιου» με το «συνηθισμένος» ή το «αγοραίος», του «αυθεντικού υποκειμένου», του «μοναδικού υποκειμένου» κ.ο.κ. με το «οι πολλοί», το «συνηθισμένο», το «αγοραίο» κ.ο.κ. Καθώς αυτά τα αντιθετικά δίπολα καθημερινού ταξικού ρατσισμού –οι «διακεκριμένοι» απέναντι στους «αγοραίους» ανθρώπους– μετατρέπονται σε δυσδιάκριτες φιλοσοφικές αντιθέσεις, θα διαφύγουν της προσοχής τού –κατά τα άλλα δημοκρατικότατου– καθηγητή φιλοσοφίας, που θα σχολιάζει το διάσημο κείμενο του Χάιντεγκερ για την έννοια του «οι πολλοί» (das Man), χωρίς να συνειδητοποιεί ότι πρόκειται για χαρακτηριστική περίπτωση εξιδανικευμένου ρατσισμού.
Όσοι λοιπόν εμπλέκονται στα τρία προαναφερθέντα πεδία επεξεργάζονται τις σιωπηρές, πρακτικές αρχές αξιολόγησης, τις συστηματοποιούν και τους προσδίδουν συνεκτικότητα (ή, όπως συμβαίνει στο θρησκευτικό πεδίο, μια οιονεί συστηματικότητα). Στη συνέχεια, κατά τον ίδιο τρόπο, συγκρούονται για να τις επιβάλουν –και οι αγώνες για το μονοπώλιο της νόμιμης συμβολικής βίας αποτελούν αγώνες για την απόκτηση της συμβολικής βασιλείας. Η ετυμολογία της λατινικής λέξης rex (βασιλιάς), σύμφωνα με το Λεξιλόγιο των Ινδοευρωπαϊκών Θεσμών του γλωσσολόγου Εμίλ Μπενβενίστε, προέρχεται από το ρήμα regere, που σημαίνει «καθορίζω», «διευθύνω», «κυβερνώ». Και μία από τις κυριότερες αρμοδιότητες του βασιλιά είναι το regere fines, ο καθορισμός των συνόρων, όπως ακριβώς έπραξε και ο Ρωμύλος, χαράσσοντας τα όρια της μελλοντικής Ρώμης με το άροτρό του. Έτσι, μία από τις λειτουργίες των ταξινομήσεων είναι να μας λένε ποιοι είναι in, ποιοι είναι out, ποιοι είναι οι «ντόπιοι» και ποιοι οι «ξένοι» κ.ο.κ. Για παράδειγμα, μία από τις τραγωδίες της πολιτικής σύγκρουσης στη σημερινή Γαλλία είναι ότι, με την ορμητική εμφάνιση ενός νέου παίκτη στο πεδίο, του λεπενικού Εθνικού Μετώπου, η αρχή του διαχωρισμού σε «ντόπιους» και «ξένους» επιβλήθηκε γενικότερα σε όλους τους παίκτες του πολιτικού πεδίου, εις βάρος μιας αρχής που παλιότερα έμοιαζε κυρίαρχη: της αντίθεσης ανάμεσα στους «πλούσιους» και στους «φτωχούς» («Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε!»).
Πραγματικές έννοιες και δυναμικές έννοιες
Πέρα από τα κοινά διακυβεύματα, οφείλουμε να δούμε την ιδιαίτερη λογική καθενός από αυτά τα πεδία. Το πολιτικό πεδίο δηλώνει ρητά ότι αναγνωρίζει στον εαυτό του τον στόχο να λέει τι ισχύει στον κοινωνικό κόσμο. Σε μια συζήτηση μεταξύ δύο πολιτικών ανδρών που συγκρούονται αντιπαραθέτοντας αριθμούς, το διακύβευμα είναι να παρουσιαστεί από κάθε πλευρά η δική της θεώρηση του πολιτικού κόσμου ως θεμελιωμένη, θεμελιωμένη στην αντικειμενικότητα, επειδή διαθέτει αναφορές στον πραγματικό κόσμο, και επίσης θεμελιωμένη στο κοινωνικό σύστημα, μέσω της επικύρωσης που λαμβάνει από όλους εκείνους που την συμμερίζονται και την υιοθετούν. Με άλλα λόγια, εκείνο που είναι μια υποθετική έννοια μετατρέπεται σε μια δυναμική έννοια, μέσω της ικανότητάς της να κινητοποιεί ανθρώπους, οδηγώντας τους να υιοθετήσουν τις αρχές μιας θεώρησης που τους προτείνεται. Η επιβολή ενός ορισμού του κόσμου αποτελεί από μόνη της μια πράξη κινητοποίησης, που τείνει να επιβεβαιώσει ή να μετασχηματίσει τους συσχετισμούς δυνάμεων. Μια έννοια μετατρέπεται σε δυναμική έννοια μέσω της δύναμης που επιδεικνύει καθώς επιβάλλεται ως αρχή θεώρησης. Σε μια πραγματική έννοια, το μόνο που μπορούμε να αντιτάξουμε είναι η αντίκρουσή της, ενώ σε μια δυναμική έννοια πρέπει να αντιτάξουμε μια άλλη δυναμική έννοια, ικανή να κινητοποιήσει μια αντιθετική δύναμη, μια αντιθετική εκδήλωση.
Το δημοσιογραφικό πεδίο, που είναι ολοένα και πιο ετερόνομο, δηλαδή υπόκειται ολοένα και περισσότερο στους περιορισμούς της οικονομίας (κυρίως μέσω των μετρήσεων αναγνωσιμότητας και τηλεθέασης) και της πολιτικής, επιβάλλει ολοένα και περισσότερο τους περιορισμούς του σε όλα τα υπόλοιπα πεδία και ιδίως στα πεδία της παραγωγής πολιτισμού –όπως το πεδίο των κοινωνικών επιστημών, της φιλοσοφίας κ.ο.κ.– και στο πολιτικό πεδίο. Το πεδίο είναι ένα πεδίο δυνάμεων και ένα πεδίο συγκρούσεων, των οποίων το διακύβευμα είναι ο μετασχηματισμός του πεδίου των δυνάμεων. Με άλλα λόγια, μέσα σε ένα πεδίο υπάρχει ανταγωνισμός για τη νόμιμη ιδιοποίηση εκείνου που αποτελεί το διακύβευμα της σύγκρουσης μέσα στο πεδίο. Και, στο εσωτερικό του δημοσιογραφικού πεδίου, υπάρχει ένας διαρκής ανταγωνισμός για την ιδιοποίηση του κοινού, αλλά και για την ιδιοποίηση εκείνου που θεωρείται ότι προσφέρεται στο κοινό, δηλαδή η προτεραιότητα στην ενημέρωση, η είδηση-«λαβράκι», η αποκλειστική ενημέρωση, αλλά και η διακριτή σπανιότητα, οι «μεγάλες υπογραφές» κ.λπ.
Ένα από τα παράδοξα είναι ότι αυτός ο ανταγωνισμός, για τον οποίο πάντα λέγεται ότι αποτελεί την προϋπόθεση της ελευθερίας, έχει αντιθέτως ως αποτέλεσμα, στα πεδία της παραγωγής πολιτισμού υπό εμπορικό έλεγχο, την παραγωγή ομοιομορφίας, λογοκρισίας, ακόμα και συντηρητισμού. Ένα πολύ απλό παράδειγμα: η σύγκρουση ανάμεσα στα τρία εβδομαδιαία περιοδικά, το (κεντροαριστερό) «Le Nouvel Observateur», το (κεντροδεξιό) «L’Express» και το (δεξιό, συχνά με ξενοφοβικές τάσεις) «Le Point» έχει ως αποτέλεσμα να δυσκολευόμαστε να διακρίνουμε τις μεταξύ τους διαφορές. Σε μεγάλο βαθμό επειδή η σύγκρουση του ανταγωνισμού, που τα φέρνει αντιμέτωπα και οδηγεί στην εμμονική αναζήτηση της διαφοράς, της προτεραιότητας κ.λπ., τείνει όχι στη διαφοροποίησή τους, αλλά στη σύγκλισή τους. Κλέβουν το ένα από το άλλο πρωτοσέλιδα, αρθρογράφους, θέματα. Αυτό το είδος ξέφρενου ανταγωνισμού επεκτείνεται από το δημοσιογραφικό πεδίο και στα άλλα πεδία.