el | fr | en | +
Accéder au menu

ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Πολωνία: Αναλαμπή ελπίδας για το δικαίωμα στην άμβλωση

Ύστερα από οκτώ χρόνια κυριαρχίας των συντηρητικών, ο Ντόναλντ Τουσκ ανέλαβε επικεφαλής της πολωνικής κυβέρνησης. Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου προαναγγέλλει ένα νέο ειδύλλιο με τις Βρυξέλλες και περισσότερες ελευθερίες –ανάμεσά τους και το δικαίωμα στην άμβλωση. Η υπόσχεση αυτή, καθώς επιβλήθηκε στο φιλελεύθερο στρατόπεδο από τις ογκώδεις φεμινιστικές κινητοποιήσεις, εξακολουθεί να προκαλεί συζητήσεις στους κόλπους του νέου συνασπισμού.

«Η ουσία του προγράμματός μας είναι να επιστρέψουμε στις Πολωνές την αξιοπρέπειά τους και να εγγυηθούμε την ασφάλειά τους», δήλωνε ο Ντόναλντ Τουσκ κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής συνάντησης στο Γκλίβιτσε της Σιλεσίας τον περασμένο Σεπτέμβριο, ενόσω η άμβλωση παρέμενε σχεδόν απαγορευμένη στη χώρα. Επικεφαλής της κυβέρνησης από τις 11 Δεκεμβρίου, υπόσχεται να θεσπίσει ελεύθερη πρόσβαση στην εκούσια διακοπή κύησης έως τη δωδέκατη εβδομάδα και να καταργήσει τη ρήτρα επίκλησης λόγων συνείδησης για τους γιατρούς που εργάζονται στα δημόσια νοσηλευτικά ιδρύματα. Ωστόσο, όντας πρωθυπουργός από το 2007 έως το 2014, στο Συνέδριο των Γυναικών του 2013 στη Βαρσοβία αυτοχαρακτηριζόταν «αντιτιθέμενος στην απελευθέρωση του “συμβιβασμού”». Ο όρος αυτός περιγράφει μία από τις πλέον περιοριστικές νομοθεσίες στην Ευρώπη, που υιοθετήθηκε το 1993 προκειμένου να ικανοποιηθεί η παντοδύναμη Καθολική Εκκλησία, και έγινε ακόμα πιο σκληρή από το υπερσυντηρητικό κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη (PiS), που είχε τα ηνία της χώρας από το 2015. Στο μεταξύ, έντονες φεμινιστικές κινητοποιήσεις συντάραξαν τη χώρα. Θα μπορέσουν άραγε να κερδίσουν από τις κάλπες εκείνο που δεν κατάφεραν με τις πορείες στους δρόμους;

Η ανάληψη καθηκόντων από τον Ντόναλντ Τουσκ ήταν πια αναμφίβολη ύστερα από τις βουλευτικές εκλογές της 15ης του περασμένου Οκτωβρίου. Με 35% των ψήφων, το PiS βρέθηκε πρώτο σε ψήφους, χωρίς να μπορέσει να κλείσει τον δρόμο σε έναν συνασπισμό τριών κομμάτων της αντιπολίτευσης: οι φιλελεύθεροι του Συνασπισμού Πολιτών (κεντροδεξιά) υπό την ηγεσία του Τουσκ, οι αγροτιστές και χριστιανοδημοκράτες του κόμματος Τρίτος Δρόμος, μαζί με τους σοσιαλδημοκράτες του κόμματος Η Αριστερά συγκεντρώνουν την πλειοψηφία των εδρών (248 στις 460). Με τη συμμετοχή στο 74% (έναντι 61% το 2019), τα εκλογικά κέντρα προσέλκυσαν ψηφοφόρους σε αριθμούς-ρεκόρ. Οι ψήφοι των γυναικών επηρέασαν ιδιαίτερα το αποτέλεσμα: 56% των γυναικών ψηφοφόρων έριξε στην κάλπη το όνομα ενός από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, ενώ μόνο το 36% εξ αυτών προτίμησε να ψηφίσει υπέρ του PiS.

Η κινητοποίησή τους σπάει τον «συμβιβασμό», που είχε κλειδώσει την Πολωνία στο αντίθετο ρεύμα του κινήματος απελευθέρωσης του δικαιώματος για άμβλωση που σημειώνεται στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες και είναι βαθιά ριζωμένο στο παρελθόν. Όπως στην Ελλάδα και στην Ιρλανδία, στην Πολωνία η θρησκεία συνδέθηκε στενά με τη διατήρηση της εθνικής συνείδησης κατά τη διάρκεια των περιόδων όπου τα κράτη αυτά είχαν απορροφηθεί αντίστοιχα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπου επικρατούσε το Ισλάμ, το αγγλικανικό Ηνωμένο Βασίλειο και την ορθόδοξη Ρωσία. Όταν, στη δεκαετία του 1980, ένα κοινωνικό κίνημα επιζητούσε να μεταρρυθμίσει το μονοκομματικό σύστημα, διαμορφωμένο υπό την επιρροή της Μόσχας, η πίστη, καθώς και οι θεσμοί της Καθολικής Εκκλησίας, όπως ήταν αναμενόμενο διαδραμάτισαν μείζονα ρόλο στην ανατροπή του. «Χωρίς τον Ιωάννη-Παύλο Β’, ο κομμουνισμός θα είχε διαρκέσει για πολύ καιρό ακόμη», μας επισημαίνει ο Λεχ Βαλέσα, που υπέγραψε με ένα στυλό με την απεικόνιση του Πάπα τη συμφωνία του Γκντανσκ του 1980, η οποία επέτρεπε τα ελεύθερα συνδικάτα, ξεκινώντας με τη Solidarność (Αλληλεγγύη), της οποίας τότε ήταν ο ηγέτης. Δέκα χρόνια μετά από αυτό το πρώτο βήμα πολιτικής φιλελευθεροποίησης, οι ιερείς συμμετείχαν στην οργάνωση περιφερειακών επιτροπών της αντιπολίτευσης, διένειμαν φυλλάδια, βοηθούσαν στη συλλογή χρηματοδοτήσεων και υπογραφών για τους υποψηφίους των πρώτων ελεύθερων εκλογών του 1989. Ορισμένα ιερά κηρύγματα καλούσαν ανοιχτά στην υπερψήφιση της επιτροπής πολιτών Solidarność, που προερχόταν από το ομώνυμο συνδικάτο, και οι καθολικοί ιεράρχες πρόσφεραν στήριξη στο στρατόπεδο της αντιπολίτευσης. Ωστόσο, αυτή η αποφασιστικής σημασίας ενίσχυση είχε ένα τίμημα: η Εκκλησία σκόπευε να επιστρέψει στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και να εγγράψει την ηθική της στο δίκαιο του νέου υπό κατασκευή κράτους.

Διπλό παιχνίδι της Εκκλησίας

Στην κορυφή των προτεραιοτήτων της: η αμφισβήτηση της εκούσιας διακοπής κύησης. Το 1956, το κομμουνιστικό καθεστώς νομιμοποίησε την άμβλωση για τέσσερις λόγους: βιασμό, εμβρυϊκή δυσπλασία, κίνδυνο για τη ζωή της γυναίκας και «δύσκολες συνθήκες διαβίωσης για την έγκυο». Αυτή η τελευταία προϋπόθεση, που ποτέ δεν ελεγχόταν, εκ των πραγμάτων επέτρεπε στις γυναίκες που το επιθυμούσαν να προχωρήσουν σε εκούσια διακοπή της κύησης. Κατά τις πρώτες δύο κοινοβουλευτικές θητείες της μετακομμουνιστικής περιόδου (1989-1993), πολλά νομοσχέδια, άλλα λίγο και άλλα πολύ δρακόντεια, προτάθηκαν στη Δίαιτα (Κάτω Βουλή), ένα εκ των οποίων είχε προετοιμαστεί από τους ειδικούς της πολωνικής Εκκλησίας. Πολλά μέλη της αντικομμουνιστικής αντιπολίτευσης εμπλέχθηκαν σε αυτή την εκστρατεία που υποστηριζόταν από τον Πάπα. «Ήταν μια σχέση δούναι και λαβείν. Η Εκκλησία ενεπλάκη στον αγώνα για τη Δημοκρατία προκειμένου να υλοποιήσει τους πολιτικούς στόχους της και το συντηρητικό άκρο της Solidarność την βοηθούσε με μεγάλη προθυμία», θυμάται η Βάντα Νοβίτσκα, βουλευτής του κόμματος Η Ενωμένη Αριστερά και στρατευμένη φεμινίστρια.

Στις 7 Ιανουαρίου του 1993, το Κοινοβούλιο υιοθέτησε έναν νόμο που επέτρεπε την εκούσια διακοπή κύησης μόνο σε περίπτωση βιασμού, αιμομειξίας, κινδύνου για την υγεία είτε τη ζωή της γυναίκας ή λόγω εμβρυϊκής δυσπλασίας. Οι γιατροί που πραγματοποιούσαν τις αμβλώσεις έξω από το πλαίσιο αυτών των περιπτώσεων και τα άτομα που βοηθούσαν μια γυναίκα να διακόψει την κύησή της διέτρεχαν τον κίνδυνο να καταδικαστούν σε τριετή φυλάκιση. Ο πρόεδρος Βαλέσα τον θέσπισε αμέσως, ωστόσο αυτός ο «συμβιβασμός» δεν ικανοποίησε ούτε τους υποστηρικτές της εκούσιας διακοπής κύησης ούτε τα πιο συντηρητικά τμήματα του πολιτικού πεδίου. Ασκώντας βέτο την επόμενη χρονιά σε ένα νομοσχέδιο που αποσκοπούσε στην απελευθέρωση του δικαιώματος στην άμβλωση και είχε υιοθετηθεί από το Κοινοβούλιο, ο αρχηγός του κράτους πάγωσε για πολλά χρόνια τη νομοθεσία γύρω από αυτό το ασταθές σημείο ισορροπίας.

Ο νόμος του 1993 προέκυψε από τη νέα, πιο γενική, ισορροπία, που διαμορφώθηκε μεταξύ εκκλησιαστικής εξουσίας και κράτους και ονομάστηκε «μεγάλος συμβιβασμός», η οποία υπερβαίνει το μεμονωμένο ζήτημα της άμβλωσης. Αυτή η διευθέτηση αποκρυσταλλώθηκε εκ νέου στις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν οι Πολωνοί ετοιμάζονταν να αποφασίσουν με δημοψήφισμα για την ένταξη της χώρας τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αφού πρώτα εκστράτευσε υπέρ του δικαιώματος στην εκούσια διακοπή κύησης, η κεντροαριστερή κυβέρνηση, που είχε εκλεγεί το 2001, υποχώρησε. «Οι επίσκοποι απείλησαν να κινητοποιήσουν τον πληθυσμό για να ψηφίσει εναντίον της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν η κυβέρνηση προχωρούσε τη μεταρρύθμισή της. Για να κατευνάσει την Εκκλησία, το κόμμα της πλειοψηφίας, το SLD [Συμμαχία Δημοκρατικής Αριστεράς], προτίμησε να εγκαταλείψει το σχέδιο», γράφει η ανθρωπολόγος Τζοάνα Μίσταλ (1). Το 2002, η αγωνίστρια για τα ανθρώπινα δικαιώματα και δοκιμιογράφος Αγκνιέσκα Γκραφ και η φεμινιστική συλλογικότητα στην οποία ανήκει αποφασίζουν να δράσουν και συντάσσουν μια ανοικτή επιστολή προς το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, υπογεγραμμένη από εκατό γυναίκες, μεταξύ των οποίων οι βραβευμένες με Νόμπελ Όλγκα Τοκάρτσουκ και Βισουάβα Σιμπόρσκα. Η έκκληση, που κατήγγελλε τις παρεμβάσεις της Εκκλησίας στο πολιτικό πεδίο, παρέμεινε νεκρό γράμμα. Οι κινητοποιήσεις διανοουμένων γυναικών προσέκρουαν σε έναν διπλό αποκλεισμό: δεν διέθεταν κοινωνική βάση, αλλά ούτε και πολιτική επιρροή μετά την ευθυγράμμιση των κυβερνητικών κομμάτων με τον συμβιβασμό του 1993.

Οι βουλευτικές εκλογές του 2015 και του 2019 ενίσχυσαν περαιτέρω τις σχέσεις μεταξύ της κυβέρνησης, που βρισκόταν στα χέρια των συντηρητικών του PiS, και της Εκκλησίας. «Τα καθολικού προσανατολισμού μέσα ενημέρωσης του Ταντέους Ρίτζικ υποστήριξαν σε μεγάλο βαθμό το κόμμα Νόμος και Δικαιοσύνη κατά τη διάρκεια αυτών των δύο προεκλογικών εκστρατειών», υπενθυμίζει η Ρενάτα Μιενκόφσκα-Νόρκιεν, πολιτική επιστήμονας στο πανεπιστήμιο της Βαρσοβίας. Ο εθνικιστής ιερέας, διάπυρος επικριτής της άμβλωσης, διαθέτει σημαντικούς φορείς διάχυσης της επιρροής του, κυρίως τον σταθμό Radio Maryja, που ίδρυσε το 1991 και είναι πολύ δημοφιλής στους καθολικούς συνταξιούχους, οι οποίοι αποτελούν ένα μεγάλο μέρος του συντηρητικού εκλογικού σώματος. Το 2019, την παραμονή των βουλευτικών εκλογών, ο Ρίτζικ απευθύνθηκε ως εξής στους ακροατές του: «Στα ψηφοδέλτια, θα βρείτε διάφορους υποψηφίους του PiS. Ψηφίστε τους!» (2). Ύστερα από τη νίκη στις βουλευτικές εκλογές του 2015, ο Γιαρόσλαφ Κατσίνσκι, ο αρχηγός του κόμματος, που θα συνέχιζε να ασκεί την επιρροή του στην κυβέρνηση χωρίς να είναι πρωθυπουργός, είχε τιμήσει τον άνθρωπο της Εκκλησίας με αυτά τα λόγια: «Χωρίς εσάς, πάτερ διευθυντά, αυτός ο θρίαμβος δεν θα ήταν εφικτός» (3).

Η κατάσταση αυτή θα ανατρεπόταν το φθινόπωρο του 2016, κατά τη διάρκεια της κοινοβουλευτικής συζήτησης για ένα νομοσχέδιο κατατεθειμένο μετά από πρωτοβουλία πολιτών προερχόμενων από φονταμενταλιστικά καθολικά περιβάλλοντα. Με την ονομασία «στοπ στην άμβλωση», στόχο είχε την τιμωρία με πενταετή φυλάκιση των γυναικών που αποφασίζουν να διακόψουν την κύησή τους. Ως ανταπάντηση, «μαύρες πορείες» (4) πλημμύρισαν τους δρόμους: 100.000 διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν σε 143 πόλεις της χώρας και κατάφεραν να κάνουν την κυβέρνηση να οπισθοχωρήσει.

Ήταν ο πρώτος γύρος μιας αναμέτρησης που έφερε αντιμέτωπη τη συντηρητική κυβέρνηση, σύμμαχο της Εκκλησίας, με ένα μαζικό φεμινιστικό κίνημα. Η δεύτερη φάση έλαβε χώρα το φθινόπωρο του 2020, όταν η κυβέρνηση βρήκε στην πανδημία της Covid-19 την ευκαιρία να ανακτήσει το προβάδισμα. Στις 22 Οκτωβρίου, το Συνταγματικό Δικαστήριο —φέουδο του PiS μετά τη μεταρρύθμιση του 2015— αποφάσισε ότι η έγκριση της εκούσιας διακοπής κύησης δεν ήταν σύμφωνη με το Σύνταγμα σε περίπτωση εμβρυϊκής δυσπλασίας. Το χρονοδιάγραμμα δεν όφειλε τίποτα στην τύχη: την περίοδο εκείνη οι συγκεντρώσεις απαγορεύονταν. Παρά τις απαγορεύσεις, ξέσπασε ο μεγαλύτερος γύρος διαδηλώσεων από την πτώση του κομμουνισμού και μετά (5). Οι γυναίκες κατέκλυσαν τους δρόμους και τις εκκλησίες διεκδικώντας το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματός τους μέσα από συνθήματα κατά του κλήρου και του PiS. «Η ατμόσφαιρα σε εκείνες τις διαδηλώσεις δεν περιγράφεται. Εκείνο που με σημάδεψε ήταν οι αντιπαραθέσεις με τους εκπροσώπους του κλήρου. Για τη γενιά μου, είναι μια εξέγερση απαραίτητη απέναντι σε μια απολιθωμένη εξουσία», θυμάται η Αλεξάντρα Βάντουχ που, στα 29 χρόνια της, έλαβε μέρος στην εξέγερση του 2020.

Παρά τις πορείες που συγκέντρωσαν έως και 430.000 άτομα, η κυβέρνηση επέμεινε στη θέση της: η απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου τέθηκε σε ισχύ τον Ιανουάριο του 2021. «Οι διαδηλωτές αισθάνθηκαν ότι, παρά το μέγεθος του κινήματος, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Η πραγματικότητα είναι πως οι προσπάθειές τους ανταμείφθηκαν: ένας ιδιαίτερα θεσμοποιημένος πολιτικός σχηματισμός, ο Συνασπισμός Πολιτών, προωθεί σήμερα το ζήτημα, προτείνοντας την πλήρη απελευθέρωση της πρόσβασης στην άμβλωση, πράγμα αδιανόητο στην Πολωνία πριν από το 2020», μας εξηγεί η Καταρζίνα Βένζικ, δημοσιογράφος της «Gazeta Wyborcza».

Η αυστηροποίηση της πολιτικής το 2020 παραδόξως διεύρυνε το στρατόπεδο των υπερασπιστών της απελευθέρωσης της εκούσιας διακοπής κύησης: σύμφωνα με τη δημοσκόπηση του ερευνητικού ινστιτούτου IBSP του Ιουλίου 2023, το 56,7% των ερωτηθέντων επιθυμεί ελεύθερη πρόσβαση στην εκούσια διακοπή κύησης έως τη δωδέκατη εβδομάδα της εγκυμοσύνης (6), έναντι 23% το 2016 (7). Ένα τέτοιο αποτέλεσμα εξηγείται επιπροσθέτως από την απώλεια της επιρροής της Καθολικής Εκκλησίας: η αύρα που της είχε προσδώσει η συμβολή της στην πτώση του κομμουνισμού με τον καιρό ξεθώριασε, ενώ σκάνδαλα παιδοφιλικών εγκλημάτων και αποκαλύψεις σχετικά με την παθητική συνενοχή –σε τουλάχιστον τρεις υποθέσεις– του αρχιεπισκόπου Κάρολ Βοϊτίλα, του μετέπειτα Πάπα Ιωάννη-Παύλου Β’, αμαύρωσαν την υπόληψή της.

Οι δυναμικές αυτές σίγουρα επηρέασαν την τελευταία προεκλογική εκστρατεία. Αντί να το κάνει κεντρικό επιχείρημα στην εκστρατεία του, το PiS απέφυγε να αγγίξει το θέμα της άμβλωσης, καθώς υπήρχε κίνδυνος να κλονίσει την κοινωνική βάση του. Τον Δεκέμβριο του 2020, το 72% των ψηφοφόρων της Ενωμένης Δεξιάς (συνασπισμός των κομμάτων Νόμος και Δικαιοσύνη, Αλληλέγγυα Πολωνία και Συμμαχία) εκφραζόταν υπέρ μιας νέας σκλήρυνσης του «συμβιβασμού». Όμως, ενώ το κέντρο βάρους της πολωνικής κοινωνίας μετατοπίζεται, το κόμμα σήμερα δηλώνει «ικανοποιημένο» από την τρέχουσα νομοθεσία.

Κίνδυνος προεδρικού βέτο

Στους κόλπους του δημοκρατικού συνασπισμού που μόλις ανέλαβε την εξουσία, οι θέσεις σχετικά με την εκούσια διακοπή της κύησης αποκλίνουν. Τρίτος κατά σειρά στις εκλογές (σχεδόν 13,5%), ο Τρίτος Δρόμος αποτελεί τον πιο συντηρητικό σχηματισμό της νέας πλειοψηφίας. Χωρίς να αποσαφηνίζει τις λεπτομέρειες της νομοθετικής διαδικασίας, ο Συνασπισμός Πολιτών στο πρόγραμμά του εξέφραζε την πρόθεση για άμεση επαναφορά του «συμβιβασμού» και στη συνέχεια τη διοργάνωση ενός δημοψηφίσματος σχετικού με την πρόσβαση στην άμβλωση (δεν δημοσιοποιούσε όμως το ερώτημα που θα τίθεται σε αυτό). Τέλος, το κόμμα Η Αριστερά επιμένει και διαχρονικά εγγράφεται στους υποστηρικτές της θέσης υπέρ του δικαιώματος επιλογής για τη διακοπή της κύησης. «Η άμβλωση είναι μια ιατρική πράξη που θα έπρεπε να είναι προσβάσιμη σε όλες τις γυναίκες έως τη δωδέκατη εβδομάδα της εγκυμοσύνης», επαναλαμβάνει αδιάκοπα η Γιοάνα Σόιρινγκ-Βιέλγκους, βουλευτής του κόμματος. Αφιερωμένο στον αγώνα κατά των διακρίσεων στα άτομα ΛΟΑΤΚΙ και στην οικολογία, το κόμμα έχασε σχεδόν τις μισές έδρες του, καθώς σίγουρα απώλεσε ένα μέρος της «αποκλειστικότητάς» του όσον αφορά το ζήτημα της άμβλωσης. Παρά την αποδυναμωμένη θέση του, το κόμμα τήρησε τις προεκλογικές υποσχέσεις του καταθέτοντας στη Δίαιτα, έναν μήνα μετά τις εκλογές του Οκτωβρίου, ένα σχέδιο νόμου που απελευθέρωνε την πρόσβαση στην εκούσια διακοπή της κύησης και απάλλασσε από ποινικές κυρώσεις τα άτομα που βοηθούσαν τις γυναίκες να κάνουν άμβλωση.

Αφού όρισε δύο μαχητικές φεμινίστριες στην κυβέρνηση (την Καταρζίνα Κοτούλα, υπουργό υπεύθυνη για την ισότητα και τα δικαιώματα των γυναικών, και την Μπαρμπάρα Νοβάτσκα στην παιδεία), ο Τουσκ επιθυμεί να νομοθετήσει άμεσα για την άμβλωση, μια βούληση που επιβεβαίωσε με τη διακήρυξη της γενικής πολιτικής του στις 12 του περασμένου Δεκεμβρίου. Παραμένει εντούτοις το ακανθώδες ζήτημα του προέδρου Αντρζέι Ντούντα (PiS), από τον οποίον εξαρτάται η κύρωση όλων των νόμων της Πολωνίας (εκτός του προϋπολογισμού). Η θητεία του λήγει το 2025. Θα θέσει άραγε βέτο στους νόμους για την άμβλωση, όπως έκανε ο Λεχ Βαλέσα το 1994, με κίνδυνο να δημιουργήσει πολιτική κρίση;

Malgo Nieziolek

Δημοσιογράφος
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Joanna Mishtal, The Politics of Morality. The Church, The State, and Reproductive Rights in Postsocialist Poland, Ohio University Press, Άθενς, 2015.

(2Jacek Hołub, «Rydzyk pomógł PiS jak mógł», «Gazeta Wyborcza», Βαρσοβία, 15 Οκτωβρίου 2019

(3Michał Wilgocki, «Urodziny Radia Maryja. Kaczyński: Każda ręka podniesiona na Kościół to ręka podniesiona na Polskę», «Gazeta Wyborcza», 5 Δεκεμβρίου 2015.

(4(Σ.τ.Μ.) Έτσι ονομάστηκαν οι διαδηλώσεις διαμαρτυρίας του Σεπτεμβρίου και του Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς, καθώς όσοι συμμετείχαν φορούσαν μαύρα ρούχα.

(5Βλ. Audrey Lebel, «Εκτρώσεις: Σκοταδισμός στην Πολωνία», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», Νοέμβριος 2016.

(6«Η άμβλωση μέχρι τη δωδέκατη εβδομάδα της κύησης», έρευνα που διεξήχθη από το Ινστιτούτο Έρευνας για τις Δημόσιες Υποθέσεις, 25 Ιουλίου 2023, www.stanpolityki.pl.

(7«Jakiego prawa aborcyjnego oczekują Polacy?», Centrum Badania Opinii Społecznej (Κέντρο Έρευνας Κοινής Γνώμης), Βαρσοβία, Οκτώβριος 2016.

Μοιραστείτε το άρθρο