Από το Μπάρνσλεϊ του Γιόρκσαϊρ έως το Ίστμπορν του Σάσεξ, από το Κουμπράν του Τόρβαεν έως το Κίλμαρνοκ του Έιρσαϊρ, σε εκατόν πενήντα γιγαντοαφίσες έβλεπες το ίδιο πρόσωπο. Την περασμένη άνοιξη, οι περαστικοί συναντούσαν διάφορες παραλλαγές των μορφασμών απογοήτευσης του Νάιτζελ Φάρατζ να συνοδεύουν την πρόσφατη εξομολόγησή του: «Το Brexit απέτυχε» (BBC, 15 Μαΐου 2023). Η εκστρατεία αφισοκόλλησης ενορχηστρώθηκε από τους ακτιβιστές κατά του Brexit της ομάδας Led by Donkeys («Με γαϊδάρους για αρχηγούς») και ενθουσίασε όσους αντιτίθενται στο διαζύγιο μεταξύ Λονδίνου και Βρυξελλών. Δέκα μήνες αφότου ο Μπόρις Τζόνσον υποχρεώθηκε να παραιτηθεί από τη θέση του πρωθυπουργού, ο Φάρατζ, η έτερη κεντρική φυσιογνωμία της εκστρατείας του «Leave» (για την αποχώρηση από την Ευρωπαϊκή Ένωση) στο δημοψήφισμα του 2016, δίνει την αίσθηση ότι έχει ταπεινωθεί. Οι «remainers» (υπέρμαχοι της παραμονής στην Ε.Ε.) παίρνουν την εκδίκησή τους από τους δύο πολιτικούς που, κατά την άποψή τους, επιτάχυναν την εξασθένιση του Ηνωμένου Βασιλείου.
Πράγματι, οι δυσοίωνες αναλύσεις της οικονομικής κατάστασης δείχνουν να πολλαπλασιάζονται. Τον Οκτώβριο του 2022, ο Καναδός Μαρκ Κάρνεϊ, πρώην διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας (2013-2020), διαβεβαίωνε ότι «η βρετανική οικονομία, η οποία αντιστοιχούσε στο 90% του μεγέθους της γερμανικής το 2016», τώρα αντιστοιχεί σε «λιγότερο από το 70%» (1). Οι «Financial Times» εξέφραζαν τη λύπη τους για την «εκκωφαντική σιωπή γύρω από τις οικονομικές επιπτώσεις του Brexit» και φοβούνταν, αργά ή γρήγορα, τη συρρίκνωση του βρετανικού ΑΕΠ κατά 4% (2). Η εφημερίδα παραμένει το ευαγγέλιο των οικονομικών ελίτ, τόσο των βρετανικών όσο και των ευρωπαϊκών. Οι συντάκτες και οι αναγνώστες της βίωσαν πολύ δυσάρεστα την αποχώρηση από μια ενιαία αγορά που είχε προωθηθεί με πρωτοβουλία της πρωθυπουργού των Συντηρητικών Μάργκαρετ Θάτσερ (1979-1990) και, στη συνέχεια, είχε επεκταθεί προς την Ανατολική Ευρώπη με την ενθάρρυνση του πρωθυπουργού των Εργατικών Τόνι Μπλερ (1997-2007). Μήπως επειδή ουσιαστικά βρίσκονται συγκεντρωμένοι στο Λονδίνο, μία από τις περιφέρειες όπου καταγράφηκαν οι μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς μετά το δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 (3); Σε κάθε περίπτωση, το ίδιο τραύμα παρατηρούμε και στον «Guardian»: για την εφημερίδα της κεντροαριστεράς και των αστικών κέντρων, τα οικονομικά και τα κοινωνικά προβλήματα πάντα οφείλονται στο Brexit.
Όταν δεν αρθρογραφούν σε αυτές τις εφημερίδες, οι Βρετανοί οικονομολόγοι παραδέχονται μεν την πραγματικότητα των δυσκολιών που προέκυψαν λόγω της αποχώρησης από την Ε.Ε., αλλά θεωρούν συζητήσιμη την έκτασή τους. Έτσι, πολλοί ανάμεσά τους έχουν επικρίνει τη σύγκριση με τη γερμανική οικονομία που επιχείρησε ο Κάρνεϊ. Ο Τζόναθαν Πόρτες, καθηγητής Οικονομίας στο King’s College του Λονδίνου, επικριτής του Brexit, προσάπτει στον πρώην διοικητή ότι είναι «παράλογη» η μέθοδος υπολογισμού: «Εάν εξετάσετε τους ρυθμούς αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ υπολογισμένου σε εθνικό νόμισμα, το Ηνωμένο Βασίλειο και η Γερμανία έχουν αναπτυχθεί περίπου το ίδιο από το 2016» (4).
Αυξήσεις μισθών
Από την πλευρά του, ο Τζούλιαν Τζέσοπ, οικονομολόγος που συνεργάζεται με το Institute of Economic Affairs και υποστηρικτής του Brexit, αμφισβητεί την απώλεια 4% του εθνικού πλούτου. Επισημαίνει ότι, στο σενάριο επικράτησης του «Remain» το 2016, ο υπολογισμός του σημερινού ΑΕΠ με βάση αναφοράς την περίοδο 2010-2015 είναι μεροληπτικός: «Ήταν μία περίοδος πολύ ισχυρής ανάκαμψης μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2007-2008, με τη βρετανική οικονομία να αποδίδει καλύτερα από τις οικονομίες της ευρωζώνης, που ήταν βυθισμένη στην κρίση δημόσιου χρέους», εξηγεί. «Εάν μελετήσουμε την τάση κατά την τελευταία εικοσαετία, οι απώλειες που συνδέονται με το Brexit παραμένουν οριακές.». Ο Τζέσοπ τις υπολογίζει στο 1%, ο Πόρτες στο 2,5%.
Το βέβαιο είναι ότι, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, το Ηνωμένο Βασίλειο θα καταγράψει τη χειρότερη οικονομική επίδοση μεταξύ των χωρών του G7 το 2023, ύστερα όμως από την καλύτερη επίδοση ανάμεσά τους που σημείωσε και το 2021 και το 2022 και πριν υποσκελίσει, σύμφωνα πάντα με το ΔΝΤ, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία από το 2025 έως το 2028 (5). Κατά τα λοιπά, το Γραφείο Εθνικών Στατιστικών του Ηνωμένου Βασιλείου (ONS) προχώρησε σε μια αναθεώρηση στοιχείων τον περασμένο Σεπτέμβριο: στο τέλος του 2021, το ΑΕΠ δεν ήταν κατά 1,2% χαμηλότερο, αλλά κατά 0,6% υψηλότερο από το αντίστοιχο πριν από την πανδημία –και τον Ιούνιο του 2023 ήταν υψηλότερο κατά 1,8% (6). Επομένως, το Ηνωμένο Βασίλειο όχι μόνο δεν έχασε έδαφος σε σχέση με τις άλλες μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες μετά το Brexit και την κρίση της Covid-19, αλλά, αντίθετα, τα πήγε τουλάχιστον εξίσου καλά.
Ωστόσο, η δημόσια συζήτηση στη Βρετανία περιστρέφεται λιγότερο γύρω από την οικονομία και περισσότερο γύρω από τη μετανάστευση. Στο πεδίο αυτό, οι υποστηρικτές της παραμονής στην Ευρωπαϊκή Ένωση προέβαλλαν επίμονα τον κίνδυνο φυγής των πολιτών από χώρες της Ε.Ε. Όμως, στα τέλη Φεβρουαρίου 2020, λίγο πριν από την πανδημία, στο Ηνωμένο Βασίλειο εργάζονταν 2,61 εκατομμύρια πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επίπεδο πολύ κοντά στο ιστορικό υψηλό που είχε καταγραφεί τον Νοέμβριο του 2019 (2,66 εκατομμύρια) και, πάντως, υψηλότερο κατά 301.600 άτομα από την εποχή του δημοψηφίσματος, τον Ιούνιο του 2016. Από το δημοψήφισμα και μετά, ο αριθμός των κατοίκων Βρετανίας που προέρχονται από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης αυξήθηκε κατά 334.800, φθάνοντας τα 2,11 εκατομμύρια, σύμφωνα με την Υπηρεσία Δημοσίων Εσόδων και Τελωνείων (HMRC) (7).
Αντίθετα, δέκα μήνες αργότερα, τον Ιανουάριο του 2021, όταν το κοινοτικό δίκαιο έπαψε να ισχύει στο Ηνωμένο Βασίλειο, υπήρχαν 164.400 λιγότεροι εργαζόμενοι από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 9.300 περισσότεροι υπήκοοι άλλων χωρών. Η τάση αυτή εδραιώθηκε, με αποτέλεσμα «τον Φεβρουάριο του 2022, ο αριθμός των μισθωτών απασχολούμενων από τρίτες χώρες να έχει ξεπεράσει για πρώτη φορά τον αντίστοιχο αριθμό πολιτών από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης», σημειώνει η HMRC. «Τον Δεκέμβριο του 2022, ο αριθμός των πρώτων ήταν υψηλότερος κατά 497.100 σε σχέση με τους δεύτερους.»
Σήμερα, οι πολίτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης ακόμη αντιπροσωπεύουν το 7,7% των εργαζομένων, τους έχουν όμως ξεπεράσει κατά πολύ οι υπήκοοι τρίτων χωρών (9,3% των εργαζομένων). Για τον Πόρτες, ειδικό σε θέματα μετανάστευσης, «η νέα μεταναστευτική πολιτική μετά το Brexit, βάζοντας τέλος στην ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων, έχει μειώσει τις εισροές των σχετικά λιγότερο καταρτισμένων και χαμηλότερα αμειβόμενων εργαζομένων σε ορισμένους κλάδους. Αλλά ταυτόχρονα έχει αυξήσει τον αριθμό των εργαζομένων μέσης ή υψηλής ειδίκευσης και μέσων ή υψηλών αποδοχών, εξαιτίας της απελευθέρωσης των μεταναστευτικών ροών που αποφάσισε η κυβέρνηση. Μακροπρόθεσμα, επομένως, το συγκεκριμένο σύστημα φαίνεται να είναι σε μεγάλο βαθμό επωφελές για την οικονομία. Η μετανάστευση αποτελεί, προς το παρόν, την επιτυχία του Brexit. Εμείς οι οικονομολόγοι δεν είχαμε προβλέψει μια τόσο ταχεία και σημαντική αλλαγή».
Ο Ρίτσαρντ Νίκλες, υπεύθυνος λειτουργίας του αγροκτήματος Castlemead Poultry στο Ράντστοκ του Σόμερσετ, φωτίζει και άλλες εξελίξεις. Πριν από την πανδημία, όταν ο εργοδότης του σήκωνε το τηλέφωνο, οι Πολωνοί εργάτες κατέφθαναν χωρίς καθυστέρηση. «Έμεναν για τέσσερις έως έξι μήνες, πριν αντικατασταθούν από άλλους που ήδη είχαν μάθει τη δουλειά», θυμάται ο Νίκλες. «Δούλευαν γρήγορα και ήθελαν να καλύψουν το μέγιστο των ωρών για να βγάλουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα. Αντίθετα, οι Βρετανοί δεν ήθελαν να δουλέψουν περισσότερο από το ελάχιστο απαιτούμενο και ήταν δύο έως τρεις φορές πιο αργοί» (8).
Έκτοτε, τα δύο πολωνικά παντοπωλεία της γειτονικής κωμόπολης έκλεισαν. «Περάσαμε τα μαρτύρια της κόλασης για έναν χρόνο μέχρι να βρούμε ανθρώπους πρόθυμους να κάνουν αυτή τη σκληρή δουλειά και να τους εκπαιδεύσουμε», λέει ο Νίκλες. Από τους εικοσιπέντε υπαλλήλους, μόνο πέντε είναι πια Πολωνοί. Οι υπόλοιποι είναι όλοι Άγγλοι, στη συντριπτική τους πλειονότητα από τα γύρω χωριά. Και οι μισθοί αυξήθηκαν κατά περισσότερο από 25% μετά το 2020. Στη γεωργία, την ιχθυοκαλλιέργεια και τη δασοκομία, οι προσλήψεις 10.000 αλλοδαπών από χώρες εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης και 15.000 Βρετανών εργαζομένων αντιστάθμισαν αριθμητικά την αποχώρηση των Ευρωπαίων εργαζομένων. Στο γενικότερο πλαίσιο, η HMRC εκτιμά ότι 1,05 εκατομμύρια άνεργοι Βρετανοί βρήκαν εργασία στη χώρα μετά το δημοψήφισμα.
Τον Σεπτέμβριο του 2015, στο αποκορύφωμα της προσφυγικής κρίσης στην Ευρώπη που έδινε τροφή στα λαϊκίστικα ταμπλόιντ, το 56% των Βρετανών κατέτασσε τη μετανάστευση στην κορυφή του καταλόγου των ανησυχιών του. Λίγο πριν από το δημοψήφισμα του 2016, το ποσοστό αυτό είχε ήδη πέσει κάτω από το 40%: επομένως, η απόρριψη των μεταναστών δεν αποτελούσε το πρωταρχικό κίνητρο όσων ψήφισαν υπέρ της αποχώρησης από την Ε.Ε. Και συνέχισε να υποχωρεί στις σφυγμομετρήσεις ακόμη και μετά την επικράτηση των «leavers», τουλάχιστον μέχρι την πρόσφατη αύξηση των μεταναστών χωρίς βίζα που προσπαθούν να διασχίσουν τη Μάγχη με φουσκωτές βάρκες και την εργαλειοποίηση της κρίσης από την κυβέρνηση των Συντηρητικών, μέσω του προγράμματος αποστολής των αιτούντων άσυλο στη Ρουάντα (9).
Στη διαδικασία αποδραματοποίησης της νόμιμης μετανάστευσης από το 2016 και μετά, «είναι προφανές ότι ο έλεγχος των εισροών έχει παίξει ρόλο», αναλύουν οι Ανάντ Μένον και Σόφι Στάουερς, από τη δεξαμενή σκέψης UK in a Changing Europe. «Το βρετανικό κοινό έχει καθησυχαστεί από την εξουσία που πλέον διαθέτει η κυβέρνηση να αποφασίζει ποιος εισέρχεται στη χώρα. Πολλοί ψηφοφόροι υποστηρίζουν τη σημαντική μείωση της μετανάστευσης στο σύνολό της, αλλά οι περισσότεροι τάσσονται υπέρ της αύξησης του αριθμού των ατόμων που εργάζονται στο δημόσιο σύστημα υγείας, στον αγροτικό τομέα και στην εκπαίδευση.»
Οι δύο ερευνητές αποδίδουν αυτή τη μεταστροφή της βρετανικής κοινής γνώμης και στις συνέπειες των νέων προϋποθέσεων για την απόκτηση άδειας εργασίας: κατώτατο όριο μισθού 26.200 βρετανικές λίρες (30.500 ευρώ) ετησίως, το οποίο η κυβέρνηση σκοπεύει να αυξήσει σε 38.700 βρετανικές λίρες (45.100 ευρώ) την άνοιξη του 2024 για όλους τους κλάδους εκτός από την υγεία και την προσωπική φροντίδα και περίθαλψη. Έτσι, σύμφωνα με τους Μένον και Στάουερς, «οι μη Ευρωπαίοι μετανάστες είναι πολύ πιθανότερο να εγκατασταθούν στο Λονδίνο –ή σε περιοχές όπου η παρουσία τους δεν προκαλεί δυσαρέσκειες– παρά στις δοκιμαζόμενες πόλεις της βόρειας Αγγλίας» (10).
Έχοντας εστιάσει στην παράτυπη μετανάστευση, «οι πολιτικοί δεν φαίνεται να έχουν συνειδητοποιήσει τη μεταστροφή της κοινής γνώμης σχετικά με το ζήτημα», αναφέρει με έκπληξη ο Ρόμπερτ Φορντ, καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο του Μάντσεστερ. Έτσι, τον περασμένο Μάιο, ο Φάρατζ παρομοίασε στο BBC τη νέα μεταναστευτική πολιτική με «πόρτα ανοιχτή για όλο τον κόσμο».
Μολονότι η δήλωση του Φάρατζ περί αποτυχίας του Brexit –στην ίδια συνέντευξη στη δημόσια τηλεόραση– προκάλεσε πολύ θόρυβο, στην πραγματικότητα στόχο είχε την αδυναμία των Συντηρητικών να υλοποιήσουν την υπόσχεση μιας ακραία φιλελεύθερης στροφής. «Εάν δείτε απλά πράγματα, όπως η φορολογία των επιχειρήσεων», υποστήριξε ο Φάρατζ, «διώχνουμε τις επιχειρήσεις από τη χώρα μας. Ανακτούμε τον έλεγχο, βέβαια, αλλά μόνο για να επιβάλουμε στις επιχειρήσεις μας ακόμη περισσότερες ρυθμίσεις από όσες όταν ήμασταν μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης». Είναι μια άποψη που μοιράζονται και οι πιο ριζοσπαστικοί υπέρμαχοι του Brexit στο εσωτερικό του Συντηρητικού Κόμματος.
Κάποιοι δεν ξέρουν να χάνουν
Αντίθετα, αρκετές επιχειρήσεις καλούν σε επαναπροσέγγιση με την Ευρωπαϊκή Ένωση. «Για να ενισχύσει τη βιωσιμότητα των εργοστασίων παραγωγής του, το Ηνωμένο Βασίλειο πρέπει να επανεξετάσει τις εμπορικές συμφωνίες του με την Ευρώπη», δήλωσε ο όμιλος Stellantis στα μέσα του περασμένου Μαΐου. «Εάν το κόστος κατασκευής ηλεκτρικών οχημάτων στο Ηνωμένο Βασίλειο γίνει μη ανταγωνιστικό και μη βιώσιμο, οι εταιρείες θα κλείσουν τα εργοστάσια.» Οι υπόλοιπες εταιρείες του κλάδου της αυτοκινητοβιομηχανίας ακολούθησαν στην ίδια γραμμή, υποστηρίζοντας ότι απειλούνται εκατοντάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας. Ακριβώς όπως, πριν από το Brexit, είχαν υπερασπιστεί, μαζί με όλους σχεδόν τους υπόλοιπους κλάδους της οικονομίας, τη μετανάστευση από χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έτσι ώστε να διατηρούν τους μισθούς σε χαμηλά επίπεδα.
Παρά την πίεση των εργοδοτών, το ενδεχόμενο μιας ριζικής επαναδιαπραγμάτευσης, η οποία θα οδηγούσε σε ευθυγράμμιση με πολλές ευρωπαϊκές προδιαγραφές, μοιάζει αβέβαιο. «Ψήφισα υπέρ του Brexit», υπενθύμισε ο πρωθυπουργός Ρίσι Σούνακ, στις 21 Νοεμβρίου 2022, ενώπιον της μεγαλύτερης εργοδοτικής οργάνωσης. «Πιστεύω στο Brexit και γνωρίζω ότι το Brexit μπορεί να μας προσφέρει πολλά –και ήδη μας προσφέρει τεράστια οφέλη και νέες δυνατότητες», μεταξύ των οποίων «ελευθερία στις κανονιστικές ρυθμίσεις».
Οι γενικές εκλογές, που θα διεξαχθούν το αργότερο στις 28 Ιανουαρίου 2025, θα μπορούσαν να ξαναμοιράσουν την τράπουλα. Οι Συντηρητικοί είναι πιθανό να χάσουν την εξουσία. Ωστόσο, κατά τη διάρκεια μιας συζήτησης στο Μόντρεαλ, τον περασμένο Σεπτέμβριο, ο ηγέτης των Εργατικών Κιρ Στάρμερ δήλωσε ότι δεν επιθυμεί να διευρύνει την απόσταση μεταξύ Ηνωμένου Βασιλείου και Ευρωπαϊκής Ένωσης: «Δεν θέλουμε να καταργήσουμε τις περιβαλλοντικές προδιαγραφές, τις εργασιακές προδιαγραφές για τα άτομα που εργάζονται, τις προδιαγραφές στον διατροφικό τομέα και όλα τα υπόλοιπα». Πάντως, είναι πολύ πιθανό ο προαναγγελθείς νέος ένοικος της Ντάουνινγκ Στριτ να μην κάνει κάτι παραπάνω από δηλώσεις για ένα πρώτο διάστημα. Παρά τα λεγόμενα όσων δεν ξέρουν καθόλου να χάνουν στο στρατόπεδο των remainers, παρά τη ρητορική περί αποτυχίας του Brexit, η κοινή γνώμη παραμένει διστακτική ως προς την απαξίωση της εξόδου από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σε κάθε περίπτωση, πιο διστακτική από όσο αφήνει να φανεί η ανάγνωση των «Financial Times», του «Guardian», αλλά και του διεθνούς Τύπου που εμπνέεται από τις δύο βρετανικές εφημερίδες αναφοράς.