Μετά από τριανταπέντε χρόνια απόλυτης εξουσίας στη Λαϊκή Δημοκρατία της Βουλγαρίας, ο Τοντόρ Ζίβκοφ, ο σημαντικότερος ηγέτης της, παραιτήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1989, την επαύριο της πτώσης του Τείχους του Βερολίνου. Μέσα σε λιγότερα από δύο χρόνια, ο κομμουνιστικός κρατικός μηχανισμός κατέρρευσε. Το προσωπικό της αστυνομίας και του στρατού γνώρισε ραγδαία μείωση, τη στιγμή που η χώρα ανακάλυπτε με απότομο τρόπο την ανασφάλεια, τόσο στο οικονομικό επίπεδο όσο και σε εκείνο της εγκληματικότητας (1). Το 1993, ο αριθμός των καταδικαστικών αποφάσεων που εκδίδονταν από τα δικαστήρια είχε μειωθεί στο ένα τρίτο, ενώ το ποσοστό της εγκληματικότητας είχε διπλασιαστεί, διογκωμένο από την εκρηκτική αύξηση των κλοπών.
Η επείγουσα ζήτηση για ασφάλεια και προστασία συνάντησε άφθονη προσφορά, και μάλιστα ακριβώς πάνω στις ανάγκες του πελάτη: πρώην αστυνομικοί ή στρατιωτικοί που είχαν μόλις απολυθεί, αλλά και μεγάλος αριθμός πρώην αθλητών (πυγμάχοι, παλαιστές, αρσιβαρίστες) που είχαν πλέον στερηθεί τα προνόμια και την ειδική μεταχείριση που τους επεφύλασσε το προηγούμενο καθεστώς. Η δραστική μείωση των δημόσιων επιδοτήσεων και το κλείσιμο των αθλητικών δομών έσπρωξαν τους τελευταίους να επαναπροσανατολίσουν την καριέρα τους, ποντάροντας στη σωματική δύναμή τους και στις σχέσεις τους με τη μυστική αστυνομία (2).
Από το 1991, εταιρείες φύλαξης ανέλαβαν την ασφάλεια των λιμανιών, των μικρών εμπορικών επιχειρήσεων ή των δημόσιων υπηρεσιών. Επιπλέον, ένα μέρος της παλαιάς κομμουνιστικής ελίτ ανακυκλώθηκε στον επιχειρηματικό κόσμο και επιθυμούσε να εξασφαλίσει την προστασία των δραστηριοτήτων της, είτε ήταν νόμιμες είτε κινούνταν στο χώρο της παραοικονομίας ή του εγκλήματος. Ο Ιλίγια Παβλόφ, πρώην στέλεχος του υπουργείου Πολιτισμού, έκανε σχολή. Το 1990 ίδρυσε την Multigroup, μία από τις πρώτες ιδιωτικές εταιρείες της χώρας. Αρχικά πλούτισε χάρη στη διοργάνωση εκθέσεων και συναυλιών, ενώ στη συνέχεια επιδόθηκε στην εξαγορά καζίνων. Για την ασφάλεια των επιχειρήσεών του, ο Μλάντεν Μιχάλεφ, πρώην παλαιστής και ιδρυτής της ιδιωτικής εταιρείας ασφάλειας Sic, του διέθετε οδηγούς και σωματοφύλακες. Σε αυτούς προστέθηκαν και πρώην αστυνομικοί, των οποίων οι γνώσεις γύρω από τα δίκτυα λαθρεμπορίας χρησιμοποιήθηκαν για παράνομες δραστηριότητες, κυρίως τη διακίνηση λαθραίου πετρελαίου (ιδιαίτερα κατά την περίοδο του εμπάργκο εναντίον της πρώην Γιουγκοσλαβίας). Τη δεκαετία του 1990, οι υπάλληλοι της Sic οργάνωσαν μεγάλης έκτασης λαθρεμπόριο ζάχαρης για λογαριασμό της Bartex, μιας θυγατρικής της Multigroup. Εκείνη την εποχή, αυτοί ακριβώς οι σεκιουριτάδες είχαν αναλάβει την εκφόρτωση των φορτίων και την επίβλεψη των εμπορικών συναλλαγών στο λιμάνι του Μπουργκάς στη Μαύρη Θάλασσα (3).
Μεταξύ 1994 και 1997, ο αριθμός των εταιρειών ασφαλείας τετραπλασιάστηκε (4). Παλαιστές και πρώην αστυνομικοί εξασφάλιζαν την επιτήρηση δημαρχείων ή μεγάλων τραπεζών, ενώ διευκόλυναν –με τη βία ή με τις απειλές– την είσπραξη οφειλών από πορνεία ή από μικρεμπόρους. Όταν εργάζονταν για λογαριασμό μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων αλλά και μαφιόζικων δικτύων, εξουδετέρωναν τους ανταγωνιστές, συνόδευαν μεταφορές μετρητών, αναλάμβαναν τη δωροδοκία μελών του Κοινοβουλίου και της αυτοδιοίκησης ή πραγματοποιούσαν συκοφαντικές εκστρατείες εναντίον τους. Σύμφωνα με την κοινωνιολόγο Μαρίνα Τζβετκόβα, ο πολιτικός κόσμος δημιούργησε πολύ γρήγορα στενές σχέσεις με τις ιδιωτικές εταιρείες υπηρεσιών ασφαλείας, κυρίως με τη Sic, που συνδέεται με την τράπεζα ΡΙΜΒ, στο διοικητικό συμβούλιο της οποίας περιλαμβάνονται αρκετοί βουλευτές.
Το 1994, πρώην πράκτορες της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας της αστυνομίας ίδρυσαν την Apollo Security. Ο ιδρυτής της Ζλάτομιρ Ιβανόφ μετατράπηκε μέσα σε λίγα χρόνια σε έναν από τους μεγαλύτερους παίκτες στο λαθρεμπόριο ναρκωτικών και στη συνέχεια στράφηκε στο μαφιόζικο pizzo: την εκβιαστική παροχή «προστασίας» μεταμφιεσμένη σε ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Όσοι αρνούνται να «ασφαλιστούν» βλέπουν συχνά την περιουσία τους (αυτοκίνητο, κατοικία, εμπορική επιχείρηση) να καταστρέφεται ή να κλέβεται (5). Αυτό το σύστημα γενικεύτηκε, με αποτέλεσμα, μετά το 1995, τέσσερις εταιρείες (μεταξύ των οποίων η Sic και η Apollo Security) να ασφαλίζουν για παράδειγμα το 90% των καινούργιων αυτοκινήτων που εισάγονται από τις δυτικές χώρες, ενώ ταυτόχρονα διαχειρίζονται και τα δίκτυα κλοπής και μεταπώλησης των κλεμμένων αυτοκινήτων στην εσωτερική αγορά. Έτσι, οι εταιρείες αυτές αποδεικνύονται κατά πολύ αποτελεσματικότερες από την αστυνομία στην ανεύρεση των κλεμμένων οχημάτων των πελατών τους.
Το pizzo πλήττει όλο τον κόσμο, ακόμα και τις μεγάλες επιχειρήσεις ή τους δημόσιους θεσμούς. Για τον Φίλιπ Γκούνεφ, κοινωνιολόγο και πρώην υφυπουργό Εσωτερικών και Δημόσιας Τάξης, αυτά ακριβώς τα συστήματα εκβίασης είναι εκείνα που έχουν δημιουργήσει στέρεους και μόνιμους δεσμούς μεταξύ των ισχυρών του χρήματος, των εγκληματιών και του πολιτικού κόσμου, παρ’ όλες τις νομοθετικές μεταρρυθμίσεις.