el | fr | en | +
Accéder au menu

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ρέκβιεμ για την αμερικανική Αριστερά

Οι προκριματικές εκλογές των δύο κομμάτων για την ανάδειξη των υποψηφίων προέδρων βρίσκονται στην κορύφωσή τους. Ακόμα και οι ενενήντα μία κατηγορίες που έχουν απαγγελθεί εναντίον του δεν θα εμποδίσουν τον Ντόναλντ Τραμπ να γίνει τον Νοέμβριο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών. Και, από την πλευρά των Δημοκρατικών, ο απερχόμενος πρόεδρος Τζο Μπάιντεν κυριαρχεί, σχεδόν χωρίς αντίπαλο. Μα πού έχει πάει λοιπόν η Αριστερά που, συσπειρωμένη πίσω από τον Μπέρνι Σάντερς, φαινόταν τόσο ισχυρή στις εκλογές του 2020;

Στις 28 Φεβρουαρίου του 2020, ο Μπέρνι Σάντερς, ένας σοσιαλιστής, μπορούσε να ελπίζει πως θα γινόταν πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο γερουσιαστής του Βερμόντ ήταν το φαβορί στην κούρσα για το χρίσμα του υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος, διέθετε σημαντικούς πόρους και ενθουσιώδεις ακτιβιστές σε κάθε Πολιτεία. Ο αντίπαλός του, ο πρώην αντιπρόεδρος Τζο Μπάιντεν, σημείωνε τη μία απογοητευτική επίδοση μετά την άλλη, δεν προκαλούσε κανέναν ενθουσιασμό και του έλειπαν χρήματα.

Ένα εικοσιτετράωρο αργότερα, το τρένο του προοδευτικού ριζοσπαστισμού εκτροχιάστηκε στη Νότια Καρολίνα. Καταλήγοντας πολύ πιο πίσω από τον Μπάιντεν (με ποσοστό 48,4%), ο Σάντερς (με 19,9%) υπέστη μια αποφασιστική ήττα, οφειλόμενη σε μεγάλο βαθμό στις ψήφους των μαύρων ψηφοφόρων υπέρ του ανταγωνιστή του. Πολύ σύντομα, όλοι οι άλλοι μετριοπαθείς και συντηρητικοί Δημοκρατικοί υποψήφιοι άρχισαν να παραιτούνται υπέρ του τωρινού προέδρου.

Στις φετινές προκριματικές εκλογές των Δημοκρατικών, ο Σάντερς δεν παίρνει μέρος, ούτε και οι λιγοστοί αντάρτες στο Κογκρέσο που τον στήριξαν το 2020. Όλοι ζήτησαν να ψηφιστεί εξαρχής ο απερχόμενος πρόεδρος. Έτσι, στην Αριστερά, η προσμονή και ο ενθουσιασμός που χαρακτήρισαν την τελευταία κούρσα για τον Λευκό Οίκο έδωσαν τη θέση τους στην παραίτηση που σηματοδοτεί η «ψήφος ανάσχεσης». Εάν έως τις εκλογές υπάρξει και πάλι κινητοποίηση-ρεκόρ, δεν θα συμβεί πια υπέρ κάποιου προτάγματος αλλά εναντίον κάποιου προσώπου.

Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πριν από μερικούς μήνες, ο ίδιος ο Σάντερς διατυπώνει «το ουσιώδες ερώτημα»: «Πώς μπορέσαμε να στηρίξουμε έναν υποψήφιο απείρως πιο συντηρητικό από εμένα χωρίς να διακυβεύσουμε τις προοδευτικές αρχές μας ή να απογοητεύσουμε τους υποστηρικτές μας;» Πράγματι, το έργο του, με τίτλο «Είναι ΟΚ να είμαστε θυμωμένοι με τον καπιταλισμό» (1), βρίθει αναφορών στη διαρκή και ανθεκτική ισχύ των λόμπι εντός του Δημοκρατικού Κόμματος, στους «230 δισεκατομμυριούχους [που] συνεισέφεραν στην εκστρατεία του Μπάιντεν, σε σχέση με τους 133 για την εκστρατεία του Τραμπ και τους 61 για εκείνη του Πιτ Μπούτιτζετζ [του σημερινού υπουργού Μεταφορών]» και στον ρόλο που διαδραμάτισαν τα τελευταία τριάντα χρόνια οι Δημοκρατικοί, αρχιτέκτονες των συμβάσεων ελεύθερου εμπορίου και καλοί Σαμαρείτες της Γουόλ Στριτ. Ο Σάντερς ξεκαθαρίζει μάλιστα: «Θα έπρεπε να είχαν πάρει το μάθημά τους, ωστόσο πολύ λίγα πράγματα δείχνουν ότι ισχύει κάτι τέτοιο».

Βρόμικα χτυπήματα από τα μέσα ενημέρωσης

Σύμφωνα με τον ίδιο, από όλα αυτά απορρέει η αυξανόμενη προτίμηση για τον Τραμπ στους κόλπους των λαϊκών τάξεων. Προτίμηση που εκδηλώνεται στους λευκούς, βεβαίως, αλλά και στους Λατινοαμερικανούς και στους μαύρους, «ιδίως στους άντρες». Αντιθέτως, «οι Δημοκρατικοί βγήκαν σημαντικά κερδισμένοι στα εύπορα προάστια που άλλοτε ψήφιζαν υπέρ των Ρεπουμπλικανών». Αυτή η νέα εκλογική κοινωνιολογία δεν μπορεί να μην αναστατώσει τον Σάντερς. Καθώς η έδρα του στη Γερουσία βρίσκεται στην πλευρά των Δημοκρατικών, επερωτά λοιπόν το κόμμα: «Θέλει άραγε να είναι στο πλευρό της εργατικής τάξης και να αγωνίζεται για να αλλάξουν τα πράγματα ή να βρίσκεται υπό την κυριαρχία των μεγάλων επιχειρήσεων και να προστατεύει τους πλούσιους;» Η απάντησή του είναι ξεκάθαρη: «Στη μεγάλη πλειοψηφία των Πολιτειών όπου βρέθηκα, το κατεστημένο του Δημοκρατικού Κόμματος δεν ήταν απλώς ικανοποιημένο από το υφιστάμενο καθεστώς, αλλά και σκληρά αποφασισμένο να το διαφυλάξει».

Μολαταύτα, τρομοκρατημένος από την ιδέα ότι ο Τραμπ, «ένας παθολογικός ψεύτης που επιδιώκει να μας διχάσει», μπορεί να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο, ο Σάντερς αισθάνεται υποχρεωμένος να κάνει αρκετές παραχωρήσεις στο όνομα της ενότητας. Διατρέχοντας τον κίνδυνο, στηρίζοντας έναν μη δημοφιλή απερχόμενο πρόεδρο πριν από τις εκλογές, να συσχετιστεί με το ίδιο το κατεστημένο που αντιμάχεται.

Ως πρόεδρος της Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Γερουσίας, μπόρεσε πράγματι να παρατηρήσει από κοντά σε ποιον βαθμό οι δεσμεύσεις του Μπάιντεν για μέτρα κοινωνικής ισότητας θάφτηκαν από το παιχνίδι των λόμπι. Επέζησαν μόνο ένα σχέδιο ανάπτυξης των υποδομών στις μεταφορές, ένα ανώτατο όριο στις μη επιστρεφόμενες φαρμακευτικές δαπάνες για τους ηλικιωμένους, ένας κατώτατος φόρος 15% στα κέρδη των ειδικευμένων στη φοροδιαφυγή πολυεθνικών και, κυρίως, ο Νόμος για τη Μείωση του Πληθωρισμού, ένα πρόγραμμα ενεργειακής μετάβασης (στην ηλιακή και αιολική ενέργεια) 369 δισεκατομμυρίων δολαρίων για δέκα χρόνια. Ο οικονομικός προστατευτισμός που χαρακτηρίζει ορισμένες από τις διατάξεις του έχει ως πολιτικό στόχο να επισημάνει στους Αμερικανούς εργάτες ότι, αντί να τους μέμφεται, όπως την εποχή των Κλίντον, ώστε να προσαρμοστούν στη νέα οικονομία της γνώσης, το κράτος επιτέλους ενθαρρύνει τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων εργασίας στη βιομηχανία, προορισμένων για εκείνους. Ο Τραμπ μιλούσε γι’ αυτό πολύ, οι Δημοκρατικοί λίγο.

Δεν αρκεί, αποφαίνεται ο Σάντερς: «Έχουμε βάλει ένα τσιρότο επάνω σε μια ανοιχτή πληγή. Ο περισσότερος κόσμος δεν θα προσέξει και, πολύ περισσότερο, δεν θα θυμάται τι έχουμε κάνει». Αυτό μοιάζει με δήλωση αποτυχίας της αμερικανικής Αριστεράς, που πλέον έχει υποβιβαστεί σε μαχητική υποστηρικτική δύναμη και σε συμπλήρωμα ψυχής του Δημοκρατικού Κόμματος, ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η ανάλυση του απογοητευτικού αποτελέσματος του Σάντερς το 2020 βοηθά στην κατανόηση αυτού του αδιεξόδου.

Όπως είναι αρκετά λογικό, ο γερουσιαστής από το Βερμόντ επιρρίπτει την κύρια ευθύνη της τότε αποτυχίας του στην εχθρική στάση των μέσων ενημέρωσης και του κομματικού μηχανισμού των Δημοκρατικών. Όμως, θα πρέπει άραγε ένας ανοιχτά αντικαπιταλιστής υποψήφιος να περιμένει την παραμικρή συμπάθεια —ή έστω εντιμότητα— εκ μέρους τους μόλις πάψει να είναι ακίνδυνος; Ακόμα και αν δεν εξηγεί τα πάντα, ο κατάλογος των βρόμικων χτυπημάτων που προορίζονταν για τον Σάντερς κατά τη διάρκεια των τελευταίων εκλογών δεν παύει να προκαλεί σύγχυση: η «Washington Post» ισχυρίστηκε ότι η Ρωσία έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να κερδίσει εκείνος τις προκριματικές εκλογές καθώς, κατά την ίδια, ήταν σίγουρο ότι θα έχανε στη συνέχεια από τον Τραμπ, που θεωρούνταν ο χαϊδεμένος του Κρεμλίνου. Όταν ο Σάντερς θριάμβευσε σε μια εκλογική αναμέτρηση στη Νεβάδα, ένας αρθρογράφος του MSNBC παρομοίασε τη νίκη του με την «πτώση της Γαλλίας το καλοκαίρι του 1940». Μια δημοσιογράφος του CBS απευθύνθηκε προκλητικά στην αριστερή βουλεύτρια Αλεξάντρια Οκάσιο-Κορτές: «Πώς μια έγχρωμη γυναίκα όπως εσείς μπορεί να υποστηρίζει έναν ηλικιωμένο λευκό άντρα και να βλέπει σε εκείνον το μέλλον του κόμματός σας;» Η «Wall Street Journal» και το NBC σκάρωσαν μαζί μια δημοσκόπηση που αποκάλυπτε ότι οι ψηφοφόροι θα προτιμούσαν ξεκάθαρα να εκλέξουν μια λεσβία κάτω των 40 αντί ενός σοσιαλιστή υποψήφιου, θύματος πρόσφατης καρδιακής προσβολής και ηλικίας άνω των 75 ετών —και είναι προφανές για ποιον χτυπάει η καμπάνα…

Εάν σε αυτά προσθέσουμε ότι ο Σάντερς, «ακριβώς όπως ένας γραφειοκράτης του Κόμματος με τη ντάτσα του», είχε τρία σπίτια ή ότι ορισμένοι από τους υποστηρικτές του είχαν κατηγορηθεί για παρενόχληση, η ετυμηγορία ήταν προφανής: όλοι οι Δημοκρατικοί όφειλαν να συστήσουν ένα κοινό μέτωπο προκειμένου να τον νικήσουν. Η επιχείρηση ολοκληρώθηκε σε λιγότερες από τρεις ημέρες: υποψήφιοι που είχαν συγκεντρώσει εκατομμύρια δολάρια και είχαν επιτύχει ενθαρρυντικά πρώτα αποτελέσματα απέσυραν ξαφνικά την υποψηφιότητά τους προς όφελος του Μπάιντεν. Θεωρείται ότι ο Μπαράκ Ομπάμα τούς ξεκαθάρισε πως το πολιτικό μέλλον τους εξαρτιόταν από το πόσο γρήγορα θα υποστήριζαν τον πρώην αντιπρόεδρό του. Ο Σάντερς συνοψίζει: «Το κατεστημένο χτύπησε». Τέσσερα χρόνια πρωτύτερα, είχε αντιμετωπίσει έναν παρόμοιο καταιγισμό πυρών (2).

Πάντως, ούτε η εχθρική στάση των μίντια και του μηχανισμού του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος εμπόδισαν τον Τραμπ να επιβληθεί στους δικούς του. Συνεπώς έπαιξαν ρόλο άλλοι παράγοντες, που σχετίζονται με στρατηγικές επιλογές. Παράγοντες που συνεχίζουν να κρατούν την αμερικανική Αριστερά σε μειονεκτική θέση —και εξηγούν γιατί δεν πιστεύει πια πως μπορεί να κερδίσει.

Σύμφωνα με τον Σάντερς, δεκάδες εκατομμύρια απέχοντες, συχνά νέοι, φτωχοί ή προερχόμενοι από διάφορες μειονότητες, είχαν πάψει να ψηφίζουν, κρίνοντας πως το πολιτικό σύστημα είναι ανίκανο να τους προσφέρει τις θεμελιώδεις αλλαγές που περιμένουν. Εκεί λοιπόν υπήρχε μια τεράστια δεξαμενή ψήφων για έναν υποψήφιο της Αριστεράς. Αυτό το στοίχημα, της «ριζοσπαστικής» κινητοποίησης, χάθηκε το 2020. Σχεδόν ογδόντα ετών τότε, το μόνο που μπόρεσε 0 Σάντερς ήταν να πάρει κουράγιο από τις ψήφους των νέων υπέρ του κατά τις προκριματικές εκλογές. Θα πρέπει να διαπίστωσε, εντούτοις, ότι οι πρεσβύτεροί τους είχαν κινητοποιηθεί σε μεγαλύτερο βαθμό —και μάλιστα εναντίον του.

Όσο για τις «μειονότητες», οι ισπανόφωνοι ψηφοφόροι υποστήριξαν τον Σάντερς, ωστόσο ο Μπάιντεν κέρδισε με ακόμα μεγαλύτερη διαφορά στους Αφροαμερικανούς. Προσπαθώντας να προσελκύσουν τους στρατευμένους οπαδούς του κινήματος Black Lives Matter και θέτοντας σε προτεραιότητα το θέμα της φυλετικής δικαιοσύνης, οι υπεύθυνοι της εκστρατείας του γερουσιαστή του Βερμόντ έλπιζαν να βρουν αντίβαρο στους μακροχρόνιους δεσμούς που είχε συνάψει ο Μπάιντεν με πολλούς μαύρους βουλευτές ή δημάρχους, συχνά μετριοπαθείς. Ωστόσο, οι τελευταίοι ενεργοποιήθηκαν για ακόμα μία φορά υπέρ του κατεστημένου του Δημοκρατικού Κόμματος, και μάλιστα με μεγαλύτερο αυθορμητισμό καθώς για εκείνους ήταν θέμα συμφερόντων. Και διέθεταν ένα σημαντικό πλεονέκτημα: την υποστήριξη του Ομπάμα, που πάντα έχαιρε τεράστιας δημοφιλίας στην κοινότητα των μαύρων και είχε κάνει τον Μπάιντεν αντιπρόεδρό του επί οκτώ έτη.

Από την πρώτη στιγμή, το στοίχημα της Αριστεράς στηριζόταν σε ένα παράδοξο. Επειδή συνάδει με τις πεποιθήσεις της, επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης (τα οποία λατρεύει σε υπερβολικό βαθμό) αντιμάχονται σθεναρά την παραμικρή αμφιβολία επί του θέματος και επειδή βλέπει πως εκεί υπάρχει ένας τρόπος να ριζοσπαστικοποιηθεί το εκλογικό σώμα, παρουσιάζει αδιάκοπα τον Τραμπ (και τους Ρεπουμπλικανούς) ως τον άνθρωπο που θα φέρει τη συντέλεια του κόσμου: φασίστα, ρατσιστή, πραξικοπηματία, σεξιστή, ομοφοβικό, ξενοφοβικό κ.λπ. Όμως, από μια τέτοια αλήθεια, μία μόνο προτεραιότητα μπορεί να προκύψει: να κινητοποιηθούν όλοι οι αντίπαλοι του πρώην προέδρου προκειμένου να τον νικήσουν. Και, σε αυτή την περίπτωση, είναι προτιμότερο να επιλέξεις εξαρχής τον υποψήφιο που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να νικήσει, ακόμα και αν, αντί να είναι «θυμωμένος με τον καπιταλισμό», είναι αφοσιωμένος υπέρμαχός του. Πράγματι, ένας μετριοπαθής Δημοκρατικός έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να συσπειρώσει γύρω του, σχεδόν χωρίς να κάνει εκστρατεία, έναν ετερόκλητο συνασπισμό γυναικών, κατοίκων εύπορων προαστίων (συμπεριλαμβανομένων Ρεπουμπλικανών ή κεντρώων), ακτιβιστών φοιτητών και μαύρων ή ισπανόφωνων ψηφοφόρων. Με δύο λόγια, αντί να προκαλέσει τη ριζοσπαστική κινητοποίηση, η λεκτική κλιμάκωση μπορεί να οδηγήσει σε εκλογική μετριοπάθεια.

Κινηματικά και ταυτοτικά θέματα

Ένας άλλος τύπος πιθανού συνασπισμού ευνοεί μια λαϊκή κοινωνική πλατφόρμα που αποσκοπεί να ενώσει τους Αμερικανούς ανεξάρτητα από την καταγωγή, το φύλο και τον σεξουαλικό προσανατολισμό τους. Όμως, μια τέτοια συσπείρωση, την οποία προτιμά ο Σάντερς, δεν δημιουργείται αυθόρμητα. Απαιτεί συνεχή πολιτική δουλειά. Ο φόβος ή το μίσος για τον Τραμπ αρκούν για να ψηφίσει κάποιος τους Δημοκρατικούς. Η επιλογή ενός αριστερού υποψηφίου επιτάσσει βαθύτερη δέσμευση, ειδικά όταν ένα τμήμα των ενεργών μελών δεν αποδέχεται τον περιορισμό σε λίγο-πολύ ενοποιητικά ζητήματα, όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού, η δωρεάν περίθαλψη ή η αμφισβήτηση του ελεύθερου εμπορίου. Στο στρατόπεδο των πιθανών κληρονόμων του Σάντερς, η αυξανόμενη απήχηση κινηματικών και ταυτοτικών θεμάτων (αστυνομία, διεμφυλική ταυτότητα, μετανάστευση, περιορισμός των πυροβόλων όπλων κ.λπ.) περιπλέκει την ανάκτηση των ψηφοφόρων που γοητεύτηκαν από τους φιλιππικούς του Τραμπ κατά των ελίτ. Για παράδειγμα, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες αυτοί οι ψηφοφόροι να αποδεχθούν την περικοπή της χρηματοδότησης της αστυνομίας, όταν ακόμα και αφροαμερικανικές οργανώσεις όπως η Εθνική Ένωση για την Προώθηση των Εγχρώμων (NAACP, National Association for the Advancement of Colored People) δηλώνουν σφόδρα αντίθετοι σε αυτή (3). Καθώς, στην καλύτερη περίπτωση, είναι αβέβαιη, η κοινή ψήφος των κατοίκων της υπαίθρου και των πόλεων, των άνευ σπουδών και των πτυχιούχων, των κηρύκων του προοδευτισμού και εκείνων που αντιδρούν στις αγαθές προθέσεις τους, είναι συνεπώς κάτι που θα αργήσει να συμβεί.

Στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ο πόλεμος του Βιετνάμ είχε χρησιμεύσει ως συγκολλητική ουσία για τον αριστερό ακτιβισμό, ενώνοντας τη ριζοσπαστική νεολαία, μια αυξανόμενη μερίδα της διανόησης και το κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα. Ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, που αποτελούσε την αιχμή του δόρατος εκείνης της συσπείρωσης, είχε μάλιστα παρατηρήσει, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης συνάντησης στη Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 1967, ότι η στρατιωτική εμπλοκή στην Ινδοκίνα καθιστούσε δυσκολότερη την πορεία των ΗΠΑ προς την κοινωνική ισότητα: «Ενώ τα προγράμματα του αγώνα κατά της φτώχειας εφαρμόζονται φειδωλά, ελέγχονται διαρκώς και οφείλουν να σημειώνουν άμεση επιτυχία, δισεκατομμύρια δαπανώνται γι’ αυτόν τον απερίσκεπτο πόλεμο. Την ασφάλεια που επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε τις περιπέτειές μας στο εξωτερικό θα την χάσουμε στις πόλεις μας που βρίσκονται υπό διάλυση. Οι βόμβες του Βιετνάμ εκρήγνυνται στη χώρα μας». Κρίνοντας ότι οι ΗΠΑ δεν είναι ούτε ένοχες ούτε υπεύθυνες για τον πόλεμο στην Ουκρανία, η πλειονότητα των προοδευτικών Αμερικανών αμφισβητούν τον ιστορικό παραλληλισμό με την Ινδοκίνα. Και από τη στιγμή που εγκρίνουν, τουλάχιστον σιωπηρά, την τρέχουσα αύξηση των προϋπολογισμών του Πενταγώνου, και σε αυτό το πεδίο δυσκολεύονται να ξεχωρίσουν από το πολιτικό κατεστημένο.

Η απουσία υποψηφιότητας της Αριστεράς για το 2024 οδήγησε τον Κορνέλ Γουέστ, Αφροαμερικανό καθηγητή Φιλοσοφίας που χαίρει μεγάλου σεβασμού, να υποβάλει τη δική του ως εκπρόσωπος του People’s Party (Κόμμα του Λαού), κάνοντας δυναμικές δηλώσεις, πως ούτε οι Δημοκρατικοί ούτε οι Ρεπουμπλικανοί «θέλουν να πουν την αλήθεια για τη Γουόλ Στριτ, την Ουκρανία ή τους τεχνολογικούς κολοσσούς». Υιοθετεί έτσι το κατηγορητήριο του Σάντερς κατά της πολιτικής διαφθοράς στις ΗΠΑ. Αυτή τη φορά όμως, απλώς και μόνο για να δείξει ότι η αμερικανική Αριστερά συνεχίζει να υπάρχει.

Serge Halimi

Συντάκτης της «Le Monde diplomatique»
Μετάφραση: Γιάννης Κυπαρισσιάδης

(1Bernie Sanders, It’s OK to Be Angry About Capitalism, Crown, Νέα Υόρκη, 2023.

(2Βλ. Thomas Frank, «Πυρ ομαδόν από τα μέσα ενημέρωσης κατά του Μπέρνι Σάντερς», «Le Monde diplomatique – ελληνική έκδοση», Δεκέμβριος 2016

(3James Bickerton, «Oakland NAACP blames “Defund the Police” for rampant crime in city», «Newsweek», 28 Ιουλίου 2023.

Μοιραστείτε το άρθρο