Στα περίχωρα της νορβηγικής πόλης Μπέργκεν, η Lerøy, η δεύτερη μεγαλύτερη εταιρία εκτροφής σολομού παγκοσμίως, μας ξεναγεί στο πιλοτικό ιχθυοτροφείο Sagen 2. Ένα υπόστεγο στεγάζει τις δεξαμενές όπου εκτρέφεται μια ολόκληρη στρατιά από κυκλόπτερους: το ψάρι βεντούζα έχει μετατραπεί σε σύμμαχο των υδατοκαλλιεργειών, καθώς είναι θηρευτής του παράσιτου που είναι γνωστό ως «ψείρα του σολομού» (lakselus ή Lepeophteirus salmonis).
O Χάραλντ Σβέιερ, τεχνικός διευθυντής της Lerøy μας εξηγεί: «Παράγουμε περίπου 6 εκατομμύρια κυκλόπτερους ετησίως, γεγονός που μας επιτρέπει να μειώσουμε κατά 90% την φαρμακευτική αγωγή ενάντια στις ψείρες». Μας παρουσιάζει επίσης ένα μοναδικό πρωτότυπο μηχάνημα που αποκαλείται «σωλήνας». 300.000 νεαροί σολομοί εκτρέφονται για αρκετούς μήνες σε μια κατασκευή από πλαστικό, μήκους 50 μέτρων, η οποία επιπλέει στα νερά του φιόρδ: τροφοδοτείται με ένα ρεύμα νερού που αντλείται από τα βάθη του: «Σε βάθος 35 μέτρων, το νερό είναι τόσο κρύο ώστε δεν το αντέχουν οι ψείρες. Οι σολομοί που κολυμπάνε στο ρεύμα είναι σε καλύτερη φυσική κατάσταση. Τα περιττώματα και τα κατάλοιπα τροφής συλλέγονται και υφίσταται επεξεργασία», αντί να συσσωρεύονται στον βυθό του φιόρδ ρυπαίνοντάς τον.
Η Lerøy έχει προγραμματίσει την έναρξη της λειτουργίας ενός δεύτερου «σωλήνα», «τετραπλάσιου μεγέθους, δυναμικότητας 1,2 νεαρών εκατομμυρίων σολομών». Το κόστος του συστήματος, σαφώς υψηλό, παραμένει απόρρητο. Στο Όσλο, στα γραφεία της Cermaq, ενός άλλου κολοσσού της εκτροφής σολομού και θυγατρικής της Mitsubishi, μας παρουσιάζουν και άλλα καινοτόμα προγράμματα όπως το iFarm. Όπως μας εξηγεί η Βένσε Γκρόενμπρεκ, υπεύθυνη αειφορίας και διαχείρισης κινδύνων «θα είμαστε σε θέση να χορηγούμε φαρμακευτική αγωγή μονάχα σε όσους σολομούς την χρειάζονται. Κάθε ψάρι θα αναγνωρίζεται και θα ταυτοποιείται χάρη σε ένα σύστημα φυσιογνωμικής εξακρίβωσης».
Τα θαύματα της βιοτεχνολογίας θα μπορούσαν σχεδόν να μας κάνουν να ξεχάσουμε ότι, στις αρχές της, η εκτροφή σολομού αποτελούσε μια βιοτεχνική δραστηριότητα στην οποία επιδίδονταν οι αγρότες για να συμπληρώσουν το εισόδημά τους. Σήμερα η υδατοκαλλιέργεια αποτελεί έναν υπερσύγχρονο και αυτοματοποιημένο κλάδο που δημιουργεί λίγες θέσεις εργασίας (7.650 σε ολόκληρη τη Νορβηγία) αλλά αποφέρει τεράστια κέρδη. Το 2017, η Νορβηγία εξήγαγε 1,2 εκατομμύρια τόνους σολομού (54,8 της παγκόσμιας παραγωγής) αξίας περίπου 6 δισ. ευρώ (1). Στον κλάδο δημιουργήθηκαν τεράστιες περιουσίες: ο Γκούσταβ Μάγκναρ Βίτζοε (γεννηθείς το 1993), κληρονόμος του ομίλου Salmar, είναι ένας από τους νεαρότερους δισεκατομμυριούχους παγκοσμίως.
Ωστόσο, εξαιτίας της ψείρας του σολομού, η δημιουργία νέων ιχθυοτροφείων έχει παγώσει από το 2013 ενώ η δραστηριότητα έχει επιπτώσεις και στο περιβάλλον. Έτσι, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, ο πληθυσμός των άγριων σολομών μειώθηκε την τελευταία τριακονταετία (470.000 το 2016 έναντι 1 εκατομμύριο τη δεκαετία του 1980), ενώ η διασταύρωσή τους με σολομούς που έχουν ξεφύγει από τα ιχθυοτροφεία καθιστά το είδος περισσότερο ευάλωτο (2). Το 2015, 17 οργανώσεις (οικολογικές, ψαράδων, κυνηγών, πεζοπόρων-φυσιολατρών) κατέθεσαν καταγγελία κατά της νορβηγικής κυβέρνησης ενώπιον της εποπτικής αρχής της Ευρωπαϊκής Ζώνης Ελεύθερων Συναλλαγών (ΕΖΕΣ), κατηγορώντας την ότι δεν σεβάστηκε την οδηγία πλαίσιο για το νερό (της 23ης Οκτωβρίου 2000) επειδή αγνοεί τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις των υδατοκαλλιεργειών.
Αντιμέτωποι με τις κριτικές και κυρίως με την απώλεια της εμπιστοσύνης των καταναλωτών, οι βιομήχανοι του κλάδου αντιδρούν. Επιχειρούν να μειώσουν την ρύπανση, να περιορίσουν τις αποδράσεις ψαριών από τους κλωβούς, να περιορίσουν τις τοξικές θεραπευτικές αγωγές, να βρουν άλλους τρόπους να καταπολεμήσουν τους ιούς και τα παράσιτα. Με τη χρήση φυσικών θηρευτών της ψείρας επιδιώκεται να περιοριστεί η προσφυγή στα εντομοκτόνα (diflubenzuron και teflubenzuron). Ωστόσο, η Ένωση Αλιέων Fiskarlaget τους κατηγορεί ότι εξοντώνουν τα οστρακόδερμα [μεταξύ άλλων τις μικρές γαρίδες κριλ (3) που κατέχουν σημαντική θέση στην θαλάσσια τροφική αλυσίδα]. Η βιομηχανία του σολομού απαντάει ότι το ίδιο πρόβλημα παρατηρείται και σε ζώνες όπου δεν υπάρχει η παραμικρή υδατοκαλλιέργεια. Υποστηρίζεται δε από έναν κρατικό οργανισμό, το Νορβηγικό Ινστιτούτο Θαλάσσιας Έρευνας (Hafvorskningsinstituttet, IMR) που εδρεύει στο Μπέργκεν. Η Ρίτα Χάνισνταλ δηλώνει ότι «δεν υπάρχει εμφανής σχέση ανάμεσα στα δύο φαινόμενα. Διαπιστώσαμε επεισόδια υψηλής θνησιμότητας του κριλ πολύ πριν την εμφάνιση της υδατοκαλλιέργειας. Ορισμένοι τα συσχετίζουν, αλλά δεν υπάρχει μια σχέση αιτιότητας ανάμεσά τους. Χρειαζόμαστε αποδείξεις και, για την ώρα, δεν υπάρχουν έρευνες πάνω σε αυτό το ζήτημα.» Ωστόσο, εμείς βρήκαμε μια έρευνα του 1982 που αποδεικνύει ότι το diflubenzuron σκοτώνει τους νεοσσούς των καβουριών (4)…
Το IMR, το οποίο τον Ιανουάριο του 2018 συγχωνεύτηκε με το Νορβηγικό Ινστιτούτο Έρευνας για την Διατροφή και τα Θαλασσινά Προϊόντα (Nifes), εποπτεύεται από το Υπουργείο Αλιείας. Την περίοδο 2009-2013, το υπουργικό χαρτοφυλάκιο κατείχε η Λίσμπεθ Μπεργκ-Χάνσεν (Εργατικό Κόμμα), η οποία κατείχε μετοχές επιχειρήσεων υδατοκαλλιέργειας. Ο δε δεξιός διάδοχός της Περ Σάντμπεργκ (Κόμμα της Προόδου) φιλοδοξούσε να πενταπλασιάσει την παραγωγή σολομού μέχρι το 2050 (5). Το 2016, χαρακτήρισε «σκοτεινές δυνάμεις» όλους όσους τολμούν να ασκήσουν κριτική στις υδατοκαλλιέργειες. Και δεν πρόκειται μονάχα για λόγια: η εβδομαδιαία εφημερίδα «Morgenbladet» και το διαδυκτιακό περιοδικό Harvest ανακάλυψαν μια μαύρη λίστα στην οποία είχαν ενταχθεί δώδεκα επιστήμονες που αμφισβητούσαν τον κυρίαρχο λόγο (6).
Περιλάμβανε και το όνομα του Ζερόμ Ρυζέν, Γάλλου ειδικού σε ζητήματα περιβαλλοντικής τοξικολογίας, ο οποίος εργάζεται ως πανεπιστημιακός-ερευνητής στο πανεπιστήμιο του Μπέργκεν. Οι έρευνές του είναι επικεντρωμένες στην μελέτη των έμμονων οργανικών ρύπων (ΡΟΡ). Τα λιπαρά ψάρια όπως ο σολομός είναι περιζήτητα για τις πρωτεΐνες τους αλλά και για τα ωμέγα 3 μακράς αλύσου που είναι πολύτιμα για το νευρικό σύστημα. Όμως, στο λίπος τους συσσωρεύονται επίσης και ρύποι όπως η διοξίνη και οι πολυχλωροδιφαινόλες (PCB). To IMR προσπαθεί να φανεί καθησυχαστικό: «παρακολουθεί κάθε χρόνο το επίπεδο των ρύπων και ανακοινώνει τα αποτελέσματα στον ιστότοπό του». Επιπλέον, υπογραμμίζει ότι «οι τιμές είναι κατώτερες των ανώτατων ορίων που καθορίζονται από την Ευρωπαϊκή Ένωση».
Η βιομηχανία του σολομού πλειοδοτεί. Η Γκρόενμπρεκ διαβεβαιώνει: «προβαίνουμε σε τακτικούς ελέγχους και συμμορφωνόμαστε με τις αυστηρές απαιτήσεις που θεσπίζει η κυβέρνηση. Είμαστε πολύ πιο κάτω από τα ανώτατα επιτρεπτά όρια». Μάλιστα, προβάλει το εξής επιχείρημα υπέρ της υδατοκαλλιέργειας: «Πρόσφατες έρευνες απέδειξαν ότι ο σολομός ιχθυοτροφείου περιέχει λιγότερους περιβαλλοντικούς ρύπους σε σχέση με τα λιπαρά ψάρια που αλιεύονται στην ανοιχτή θάλασσα». Πράγματι, μια μελέτη που δημοσιεύτηκε στο (γαλλικό) περιοδικό «60 Millions de consommateurs» υποστήριζε ότι ο αλιευόμενος σολομός αλλά και οι σολομοί των βιολογικών εκτροφείων (που τρέφονται με αλιευόμενα ψάρια) περιέχουν μεγαλύτερες ποσότητες ρύπων σε σχέση με τον κλασικό σολομό εκτροφείου, καθώς η τροφή του τελευταίου περιέχει περισσότερα φυτικά συστατικά και λιγότερα ζωικά άλευρα.
Ωστόσο, για τον Ρυζέν, τα ανώτατα επιτρεπτά όρια θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με επιφυλακτικότητα: «Τον Νοέμβριο του 2000, η Ε.Ε. είχε καθορίσει το όριο στα 7 picogram εβδομαδιαίως. Ωστόσο, πολλοί καταναλωτές ξεπερνούσαν αυτή τη δόση. Έτσι, έξι μήνες αργότερα, αυτό το όριο διπλασιάστηκε στα 14 picogram.» Εκείνη την εποχή, η γερμανική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Περιβάλλοντος άσκησε κριτική στη χειραγώγηση των επιστημονικών μεγεθών (7). Ο Ρυζέν εργαζόταν στο Nifes, όπου μελέτησε τις επιπτώσεις που έχει για την υγεία η κατανάλωση σολομού ο οποίος περιέχει ΡΟΡ: «διαπίστωσα εξαιρετικά αρνητικές επιπτώσεις στον μεταβολισμό των ποντικών που τρέφονταν με λάδι σολομού, συγκριτικά με την ομάδα που τρεφόταν με λάδι από το οποίο είχαν αφαιρεθεί οι ρύποι. Τα ζώα ανέπτυσσαν σοβαρότατη παχυσαρκία και διαβήτη τύπου Β (8). Το Nifes μου απαγόρευσε να μιλήσω απ’ ευθείας στα ΜΜΕ και να συμμετέχω σε επιστημονικά συνέδρια, ενώ περιόρισε σημαντικά το ερευνητικό μου έργο. Τα πάντα ελέγχονταν από το Α ως το Ω.»
Εξάλλου, δεν γνωρίζουμε επαρκώς τις επιπτώσεις της συσσώρευσης των τοξικών ουσιών, καθώς και των κοκτέιλ ρύπων που δημιουργείται από αυτή τη συσσώρευση. Όσο για τα πολυδιαφημισμένα ωμέγα 3, ο καθηγητής Ρυζέν αμφισβητεί τις υποτιθέμενες αρετές τους: «Οι Ινουίτ καταναλώνουν πολλά ωμέγα 3 και παρουσιάζουν λίγες καρδιοαγγειακές ασθένειες. Συνεπώς, συμπεραίνεται ότι το να τρως ωμέγα 3 είναι καλό για την υγεία… Στην πράξη, σήμερα γνωρίζουμε ότι οι Ινουίτ διαθέτουν μια ιδιαίτερη γενετική κληρονομιά (9). Σε ασθενείς που έχουν υποστεί έμφραγμα συνταγογραφούνται ωμέγα 3, χωρίς να παρατηρείται καμία βελτίωση.» Μας παρουσιάζει δε μια δημοσίευση του νορβηγικού Υπουργείου Έρευνας η οποία το 2012 παραδεχόταν ότι «δεν είναι επαρκώς τεκμηριωμένες οι θετικές επιπτώσεις των ωμέγα 3 στην υγεία». Ο Ρυζέν εγκατέλειψε το Nifes το 2010 και «δεν τρώει πλέον σολομό ιχθυοκαλλιέργειας». Ωστόσο, στη Γαλλία, ο Εθνικός Οργανισμός για την Υγειονομική Ασφάλεια των Τροφίμων (Anses) συνιστά την κατανάλωση ψαριού δύο φορές την εβδομάδα –μια φορά λιπαρού ψαριού και μια φορά άπαχου- «για να εξασφαλίζονται όλα τα οφέλη που προσφέρει η κατανάλωση ψαριού και για να καλύπτονται οι ανάγκες του πληθυσμού σε ωμέγα 3 μακράς αλύσου, με παράλληλη ελαχιστοποίηση του κινδύνου της υπερβολικής έκθεσης σε ορισμένους επιμολυντές (10)».
Στην μαύρη λίστα βρίσκεται και η Αν Λιζ Μπζέρκε Μόνσεν, βιοχημικός και παιδίατρος στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο Haukeland του Μπέργκεν. Στις 10 Ιουνίου του 2013, μέσα από τις στήλες της εφημερίδας «Verdens Gang», είχε συμβουλεύσει να αποφεύγεται η κατανάλωση σολομού από τα παιδιά και τις έγκυες γυναίκες. Η συνέντευξή της είχε τεράστιο αντίκτυπο, τόσο στη Νορβηγία, όσο και στο εξωτερικό. Οι ιεραρχικά ανώτεροί της την αποδοκίμασαν δημόσια. Κατηγορεί τη βιομηχανία του σολομού ότι «εξαγοράζει την έρευνα». Ως απόδειξη των ισχυρισμών της, μας παρουσιάζει μια έρευνα που συντονίστηκε από το Nifes και χρηματοδοτήθηκε από τον… γίγαντα της ιχθυοκαλλιέργειας Marine Harvest. «Συνάντησα νεαρούς ερευνητές που περνούσαν από τη μια σύμβαση επισφαλούς εργασίας στην άλλη. Στο εξής, εργάζονται για τη βιομηχανία του σολομού, η οποία τους εξασφαλίζει μια άνετη ζωή.»
Άλλο ανησυχητικό γεγονός: η Βικτόρια Μπον, ερευνήτρια του Nifes, ανακάλυψε το 2008 ότι η αιθοξυκίνη που εντοπίστηκε στην τροφή των σολομών μπορούσε να διαπεράσει τον αιματο-εγκεφαλικό φραγμό που προστατεύει τον εγκέφαλο. Κατηγορεί δε το Nifes ότι «την ώθησε προς την έξοδο (11)». Οι παραγωγοί ζωικών αλεύρων επέλεξαν την αιθοξυκινη ως αντιοξειδωτικό (Ε324) για να αποφύγουν το τάγγισμα των αλεύρων ή την αυτανάφλεξή τους κατά την αποθήκευσή τους όμως ο Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός (ΟΜΙ) επιβάλλει να λαμβάνεται υπόψη ο κίνδυνος (12). Αρχικά, το Ε324 χρησιμοποιούνταν από τη βιομηχανία του καουτσούκ για να προλαμβάνονται οι ρωγμές στα ελαστικά αυτοκινήτων. Τα σταθεροποιητικά αποτελέσματά του πάνω στις λιποδιαλυτές βιταμίνες και η ικανότητά του να εμποδίζει την οξείδωσή τους οδήγησαν στη χρησιμοποίησή του ως συντηρητικού τροφίμων. Έτσι, παραγόταν από την Monsanto την δεκαετία του 1960 και με αυτό ψεκάζονταν κυρίως φρούτα και λαχανικά για να διατηρούνται καλύτερα. Στη συνέχεια, απαγορεύτηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τον Ιούνιο του 2017, οι Βρυξέλες απαγόρευσαν επίσης τη χρήση του Ε324 στις ζωοτροφές. Ο όμιλος Cermaq μας διευκρινίζει ότι «τα τελευταία χρόνια, έχει περιορίσει τη χρήση της αιθοξυκίνης, χάρη στο διάλογο που έχει αναπτύξει με του προμηθευτές ζωοτροφών για τον σολομό», αντικαθιστώντας αυτήν την ουσία στα ιχθυοτροφεία του στη Νορβηγία με «ένα φυσικό αντιοξειδωτικό, την τοκοφερόλη (βιταμίνη Ε)».
Η προσφυγή σε ζωοτροφές για τα ψάρια των υδατοκαλλιεργειών οι οποίες παράγονται με βάση διάφορα αλιεύματα ακυρώνει το κυριότερο επιχείρημα που προβάλλει ο κλάδος: την προστασία των αλιευτικών πόρων. Καθώς μάλιστα ο κλάδος χρησιμοποιεί επίσης ως εμπορικό επιχείρημα το σχετικά χαμηλό «αποτύπωμα άνθρακά» του, προσπαθεί να διαφοροποιήσει την διατροφή που παρέχεται στους σολομούς. Όπως εξηγεί η Γκρόενμπρεκ της Cermaq, «τα φυτικής προέλευσης συστατικά οφείλουν να προέρχονται από αειφόρες πηγές. Διεξάγουμε έρευνες για να χρησιμοποιήσουμε φύκια και έντομα. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΟΗΕ, το 30% των αποθεμάτων των μη εκτρεφόμενων ψαριών υφίσταται υπερεκμετάλλευση. Όμως, η κατάσταση δεν είναι βιώσιμη.» Και καταλήγει, αναφερόμενη στον ωκεανογράφο Ζαν Ζακ Κουστώ (1910-1997): «Για να διασφαλίσουμε το μέλλον μας, είναι σημαντικό να χρησιμοποιούμε τη θάλασσα συμπεριφερόμενοι ως γεωργοί και όχι ως κυνηγοί.»
Και άλλες εναλλακτικές λύσεις εξετάζονται: ο Καναδάς, είναι «η μοναδική χώρα που έχει εγκρίνει την εκτροφή ενός γενετικά τροποποιημένου ψαριού που προορίζεται να καταναλωθεί από τον άνθρωπο», σύμφωνα με την διατύπωση της οργάνωσης Vigilance OGM. Ο συγκεκριμένος σολομός, που εκτρέφεται στον Παναμά από την αμερικανική εταιρία AquaBounty, φτάνει στην ενηλικίωση «δύο φορές γρηγορότερα από τον φυσιολογικό». Ελλείψει υποχρέωσης αναγραφής στην ετικέτα του προϊόντος ότι περιέχει ΓΤΟ, και δεδομένου ότι η θυγατρική της εταιρίας Intrexon δεν δίνει στη δημοσιότητα τα ονόματα των επιχειρήσεων που διανέμουν τα προϊόντα της, το 2017 διατέθηκαν με κάθε μυστικότητα στην καναδική επαρχία του Κεμπέκ 4,5 τόνοι γενετικά τροποποιημένου σολομού… Και όπως εκστασιάζεται η ιστοσελίδα της AquaBounty, «πρόκειται για τον πλέον αειφόρο σολομό παγκοσμίως»!
(1) Νορβηγικό Κεντρικό Γραφείο Στατιστικών, Όσλο.
(2) Έκθεση (2017) της επιστημονικής συμβουλευτικής επιτροπής για τον σολομό του Ατλαντικού, Νορβηγικός Οργανισμός Περιβάλλοντος, Τροντχάιμ, www.vitenskapsradet.no
(3) «Lusemidler ødelegger», Norges Fiskarlag, 19 Ιανουαρίου 2008, fiskarlagnet.no
(4) Marit Ellen Christiansen και John D. Costlow junior, «Ultrastructural study of the exoskeleton of the estuarine crab (Rhinthropanopeus harrisii ): Effects of the insect growth regulator Dimilin (diflubenzuron) on the formation of the larval cuticle» «Marine Biology», τ.66. n° 3, Βερολίνο, 1982.
(5) Per Sandberg, «The future is bright blue», «The European Files», n° 47, Βρυξέλες, Ιούνιος Παραιτήθηκε στις 13 Αυγούστου 2018.
(6) «De forbannede lakseforskerne» («Οι καταραμένοι επιστήμονες του σολομού»), «Morgenbladet», Όσλο, 9 Ιουνίου 2017, και Harvest, 16 Ιανουαρίου
(7) Andreas Gies, Günther Neumeier,Marianne Rappolder και Rainer Konietzka, «Risk assessment of dioxin and dioxin-like PCBs in food. Comments by the German Federal Environment Agency», «Chemosphere», τ. 67, n° 9, Λονδίνο, Απρίλιος
(8) Jérome Ruzzin και άλλοι, «Persistent organic pollutant exposure leads to insulin resistance syndrome», «Environmental Health Perspectives», τ. 118, n° 4, Ντάρχαμ (Βόρεια Καρολίνα), Απρίλιος
(9) Matteo Fumagalli και άλλοι, «Greenlandic Inuit show genetic signatures of diet and climate adaptation», «Science», τ. 349, n° 6254, Ουάσιγκτον-Κέμπριτζ, 18 Σεπτεμβρίου
(10) «Manger du poisson : pourquoi? Comment ?», Agence nationale de sécurité sanitaire de l’alimentation, de l’environnement et du travail (Anses), Μαιζόν Αλφόρ, 14 Απριλίου
(11) Nicolas Daniel και Louis de Barbeyrac, «Poissons : élevage en eaux troubles», «Envoyé Spécial», France 2, 7 Νοεμβρίου
(12) «Ethoxyquin in fish feed», Νορβηγικό Ινστιτούτο Θαλάσσιας Έρευνας, Μπέργκεν, 26 Μαρτίου 2011, https://nifes.hi.no