Από τον επικεφαλής της Ανυπότακτης Γαλλίας Ζαν-Λυκ Μελανσόν ώς το Υπουργείο Πολιτισμού, η ιδέα της δημιουργίας ενός συμβουλίου δεοντολογίας του Τύπου κερδίζει έδαφος μεταξύ του πολιτικού κόσμου της Γαλλίας. Αυτό το όργανο αυτορρύθμισης, που δεν είναι ούτε δικαστήριο ούτε ένωση, και υπάρχει σε ένα μεγάλο μέρος των ευρωπαϊκών χωρών, προωθεί το δικαίωμα των πολιτών στην ποιοτική πληροφόρηση, με επιρροή ανάλογη της σύνθεσής του και των διατιθέμενων σε αυτό μέσων και πόρων.
«Μπάι-μπάι Βέλγιο!» Στις 13 Δεκεμβρίου 2006, στις 8 το βράδυ, το γαλλόφωνο βελγικό κανάλι Une ανακοινώνει τη διάσπαση του Βελγίου. Καθισμένος στην πολυθρόνα του, ο διάσημος παρουσιαστής της Βελγικής Ραδιοτηλεόρασης της Γαλλικής Κοινότητας (RTBF) Φιλίπ Ντυτιγιέλ επιβεβαιώνει, με σοβαρό βλέμμα, ότι η Φλάνδρα κήρυξε μονομερώς την ανεξαρτησία της. Ακολουθούν ζωντανά ρεπορτάζ που περιγράφουν τη διάλυση ενός βασιλείου που ιδρύθηκε το 1830, με σκηνές πανηγυρισμών στην Αμβέρσα και εικόνες μέσων δημόσιας συγκοινωνίας να σταματούν πλέον σε ένα σύνορο φρουρούμενο από τον στρατό. Σε ζωντανή σύνδεση με το βασιλικό ανάκτορο στις Βρυξέλλες, ένας δημοσιογράφος περιγράφει τη διαφυγή του βασιλιά Αλβέρτου Β΄ στην πρώην βελγική αποικία της Λαϊκής Δημοκρατίας του Κονγκό.
Το τηλεφωνικό κέντρο του RTBF είναι στα πρόθυρα της κατάρρευσης και χρειάζεται περισσότερη από μισή ώρα για να εμφανιστεί, στο κάτω μέρος της οθόνης, ένα μήνυμα που λέει «Πρόκειται για μυθοπλασία». Στις μέρες που ακολουθούν, το Βέλγιο είναι χωρισμένο στα δύο – αυτή τη φορά πραγματικά. Από τη μία πλευρά βρίσκονται οι υπέρμαχοι του χιούμορ κι από την άλλη εκείνοι για τους οποίους είναι απαράδεκτο να εξαπατάται το κοινό. Οκτώ μέρες μετά τη φάρσα, η γενική γραμματέας και ο πρόεδρος του Συλλόγου Επαγγελματιών Δημοσιογράφων (AJP) υπενθυμίζουν τη σημασία της δεοντολογίας: «Είναι ενδεχομένως ο μόνος ορατός φάρος μέσα σε αυτή την “ομίχλη” πληροφόρησης, σ’ αυτόν τον πυκνό πολτό που την αναμειγνύει με τη διασκέδαση και τα διαφημιστικά ρεπορτάζ, μέσα στην ψευδαίσθηση της εικονικής πραγματικότητας, μέσα στην απώλεια των σημείων αναφοράς εξαιτίας των γοργών μεταλλαγών στον τομέα των μέσων ενημέρωσης και συγκεκριμένα στη δημοσιογραφία» (1). Εξ ονόματος της αντιπροσωπευτικής οργάνωσης των Βέλγων δημοσιογράφων επισύρουν την προσοχή σε μία λύση: «Αν υπήρχε μια εξωτερική επιτροπή δεοντολογίας, κοινή για το σύνολο του τομέα, θα είχε συγκληθεί εκατοντάδες φορές. Και όντως υπάρχει στη Γαλλική Κοινότητα αυτή η επιτροπή… αλλά στα χαρτιά!».
Αν και οι επαγγελματίες του χώρου το σκέφτονταν από καιρό, χρειάστηκε να περιμένουν τρία ακόμη χρόνια προκειμένου να δουν να γεννιέται στη χώρα ένα Συμβούλιο Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας (CDJ), ανεξάρτητο από τις επιχειρήσεις των μέσων ενημέρωσης. Συστήνεται επίσημα στις 7 Δεκεμβρίου 2009, για τα γαλλόφωνα και τα γερμανόφωνα μέσα, από την Ένωση για την Αυτορρύθμιση της Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας και χρηματοδοτείται ισομερώς από τους εκδότες του Τύπου και από τους δημοσιογράφους. «Ο κίνδυνος τότε ήταν οι ρυθμίσεις να αφορούν συγκεκριμένα το RTBF ή ακόμη και να συμπεριληφθεί, στη δημόσια σύμβαση διαχείρισής του, η δυνατότητα παρέμβασης ενός διοικητικού οργάνου σε θέματα πληροφόρησης», θυμάται η Μυριέλ Ανό, γενική γραμματέας του CDJ. «Αφιερώσαμε επίσης χρόνο ώστε να σκεφτούμε καλά και να αφομοιώσουμε τις ορθές πρακτικές των ξένων συναδέλφων μας».
Το βελγικό συμβούλιο απαρτίζεται από είκοσι μέλη και τους αναπληρωτές τους: έξι μέλη που ορίζονται από δημοσιογραφικές ενώσεις, έξι μέλη που ορίζονται από τους ιδιοκτήτες Τύπου ή από την ένωσή τους, δύο αρχισυντάκτες και έξι αντιπροσώπους της κοινωνίας των πολιτών, που είναι σε θέση να τεκμηριώσουν ότι διαθέτουν την κατάλληλη εμπειρογνωμοσύνη επί του θέματος. Το συμβούλιο είναι σε θέση να γνωμοδοτεί είτε αυτοβούλως είτε κατόπιν αίτησης του Ανώτατου Ραδιοτηλεοπτικού Συμβουλίου (CSA) ή κάποιας άλλης διοικητικής ή δικαστικής αρχής. Διερευνά κυρίως τις καταγγελίες από φυσικά ή νομικά πρόσωπα –με δυνατότητα να απορρίψει οτιδήποτε δεν εμπίπτει στο πεδίο αρμοδιοτήτων του, να προτείνει κάποια συναινετική λύση ή να γνωμοδοτήσει. Η γνωμοδότηση οφείλει να δημοσιευθεί στο σχετικό μέσο ενημέρωσης, στην ιστοσελίδα του CDJ και στην ετήσια έκθεσή του. Το 2017 το συμβούλιο δέχθηκε εκατόν δεκαέξι καταγγελίες –το 70% των οποίων προερχόταν από ιδιώτες– πρότεινε τέσσερις διαμεσολαβήσεις και παρείχε σαράντα οκτώ γνωμοδοτήσεις. «Το CDJ είναι αρμόδιο για όλα τα μέσα, είτε είναι είτε δεν είναι μέλη», εξηγεί η Μυριέλ Ανό. «Όσα δεν είναι ακόμη μέλη καλούνται να γίνουν και να ακολουθήσουν τις συστάσεις του συμβουλίου. Εντούτοις, το CDJ δεν είναι διοικητικό όργανο και δεν είναι σε θέση να επιβάλει τίποτα. Η προσχώρηση είναι εθελοντική. Αν ένα μέσο δεν είναι μέλος, δεν έχει καμία υποχρέωση να δημοσιεύσει την απόφαση του συμβουλίου. Μολαταύτα, τα υπόλοιπα μέλη αναλαμβάνουν να το κάνουν αντ’ αυτού…», προσθέτει χαμογελώντας.
Μετά την κάλυψη –η οποία, μάλιστα, από κάποια ειδησεογραφικά κανάλια ήταν συνεχής– των επιθέσεων του Ιανουαρίου του 2015, το CDJ μελέτησε τους προβληματισμούς της Γαλλίας. Στις 10 Ιουνίου του ίδιου έτους, εξέδωσε μια σύσταση με αποδέκτες όλα τα γραφεία σύνταξης και όλους τους επαγγελματίες δημοσιογράφους (2). «Πώς να μιλήσουμε για τα γεγονότα στη Γαλλία; Έπρεπε άραγε να ανακοινώσουμε στην τηλεόραση ότι ένα άτομο ήταν κρυμμένο στο τυπογραφείο που είχαν καταλάβει οι δολοφόνοι των δημοσιογράφων του “Charlie Hebdo” ή ότι ένα ακόμη κρυβόταν στον ψυκτικό θάλαμο του παντοπωλείου Hyper Cacher, ενόσω ο Αμεντί Κουλιμπαλί κρατούσε ομήρους πελάτες στον υπερκείμενο όροφο;», αναρωτιέται η Μυριέλ Ανό. «Όλες αυτές οι ερωτήσεις αποτέλεσαν θέμα έντονων συζητήσεων και στο Βέλγιο. Είμαστε πεπεισμένοι ότι η προπαρασκευαστική δουλειά που έγινε επέτρεψε να αποφύγουμε κάποιους σκοπέλους. Και έτσι, μετά τις επιθέσεις στις Βρυξέλλες, στις 22 Μαρτίου 2016, είχαμε πολύ λίγες καταγγελίες. Οι προβληματισμοί που εκφράστηκαν στους κόλπους του CDJ επέτρεψαν να δημοσιευθούν αυτές οι συστάσεις εκτός περιόδου έκτακτης ανάγκης και να ευαισθητοποιηθούν οι λειτουργοί του επαγγέλματος αναφορικά με ερωτήματα που όφειλαν να θέσουν εκ των προτέρων».
«Βλέποντας τα πράγματα από απόσταση, είμαστε σε θέση να πούμε ότι το βελγικό CDJ λειτουργεί καλά», εκτιμά η Αντελίν Υλέν, συγγραφέας μιας σχετικής με το θέμα διατριβής στις πολιτικές επιστήμες (3), την οποία συνεχίζει πλέον για λογαριασμό της UNESCO, αφού προηγουμένως εργάστηκε για τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ). Προκειμένου να εμποδίσει τον πολλαπλασιασμό των νόμων εναντίον της ελευθερίας του Τύπου στην Ευρώπη, και ιδίως στις χώρες του πρώην κομμουνιστικού συνασπισμού, ο ΟΑΣΕ προωθεί τέτοιου τύπου μηχανισμούς (4). «Το συμβούλιο Τύπου αποτελεί την πιο συνηθισμένη μορφή οργάνου αυτορρύθμισης», εξηγεί η ερευνήτρια. «Αυτά τα συμβούλια, αποτελούμενα από επαγγελματίες των μέσων ενημέρωσης, οφείλουν να είναι ανεξάρτητα από την πολιτική εξουσία. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο να καταρτιστεί κάποια τυπολογία: κάθε τέτοια αρχή αποκτά μοναδικό χαρακτήρα, ανάλογα με το πολιτικό, το οικονομικό και το μιντιακό πλαίσιο της κάθε χώρας. Εξάλλου, η αυτορρύθμιση είναι εφικτή όταν ήδη υπάρχει μια δημοκρατική κανονιστική ρύθμιση, ιδίως εκείνη που εγγυάται την ελευθερία της έκφρασης και δίνει τη δυνατότητα προσφυγής στη δικαιοσύνη σε περίπτωση παράβασης του νόμου (δυσφήμιση, εξύβριση κ.λπ.)».