Με την υποστήριξή της στο Αζερμπαϊτζάν κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης για το Ναγκόρνο Καραμπάχ, η Τουρκία κατόρθωσε να παρεμβάλει μια σφήνα στη ζώνη επιρροής της Ρωσίας στον Καύκασο, προκαλώντας ταυτόχρονα τη Ρωσία στους αιθέρες χάρη στους τελευταίας γενιάς δρόνους της. Μήπως αυτά τα νέα στρατηγικά δεδομένα ενδέχεται να οδηγήσουν σε μια κλιμάκωση; Όχι απαραίτητα, καθώς οι δύο δυνάμεις έχουν συχνά επιλέξει τον συμβιβασμό από την αντιπαράθεση.
Μετά την αντιπαράθεσή τους στη Συρία και στη Λιβύη, η Ρωσία και η Τουρκία ενεπλάκησαν σε μια σύγκρουση διά αντιπροσώπων μέσα στο πλαίσιο ενός ακόμα πόλεμου: στον Καύκασο, στη σύρραξη μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν, στα υψίπεδα του Ναγκόρνο Καραμπάχ (1). Οι σφαίρες επιρροής και οι συσχετισμοί δυνάμεων βρίσκονται στην καρδιά της σχέσης που διατηρούν η Μόσχα και η Άγκυρα. Οι φιλοδοξίες τους συγκρούονται μέσα σε ένα τόξο κρίσεων που εκτείνεται από τη Βόρεια Αφρική ώς την Κασπία Θάλασσα, περνώντας και από τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και τη Μαύρη Θάλασσα.
Οι δύο χώρες έχουν οικοδομήσει μια γεωοικονομική συνεργασία που περιστρέφεται γύρω από ενεργειακά προγράμματα στους τομείς της πυρηνικής ενέργειας και του φυσικού αερίου. Από το 2003, ο αγωγός Blue Stream, μέρος του οποίου είναι ποντισμένο στη Μαύρη Θάλασσα, τροφοδοτεί την Τουρκία με ρωσικό φυσικό αέριο. Τον Ιανουάριο του 2020, το μικρό του αδελφάκι, ο Turkish Stream, συνδέθηκε με τις αγορές της Νότιας και της και της Νοτιοανατολικής Ευρώπης μέσω του τουρκικού λιμανιού Κιγίκοϋ στον Εύξεινο Πόντο. Παράλληλα, η ρωσική εταιρία Rosatom κατασκευάζει αυτή τη στιγμή στο Ακούγιου τον πρώτο τουρκικό σταθμό παραγωγής πυρηνικής ενέργειας κόστους 25 δισ. δολαρίων (21 δισ. ευρώ). Επιπλέον, οι εμπορικές συναλλαγές των δύο χωρών (ύψους 26,1 δισ. ευρώ το 2019) (2) χαρακτηρίζονται από μια μορφή συμπληρωματικότητας μεταξύ αγροτικού και τουριστικού τομέα: το 2019 6,7 εκατομμύρια Ρώσοι τουρίστες επισκέφθηκαν την Τουρκία, τον δεύτερο μεγαλύτερο εισαγωγέα ρωσικών μεταποιημένων τροφίμων (3) για το 2020. Τέλος, η αγορά του ρωσικού αντιαεροπορικού συστήματος S-400 στα τέλη του 2017 αποτέλεσε χαρακτηριστικό παράδειγμα του δυναμισμού της στρατιωτικοβιομηχανικής συνεργασίας των δύο χωρών, προς μεγάλη δυσαρέσκεια της Ουάσιγκτον.
Στο πολιτικό επίπεδο, η Άγκυρα και η Μόσχα έχουν μια παρόμοια ανάγνωση για τις παγκόσμιες υποθέσεις, βασισμένη στην κοινή δυσπιστία και το κοινό αίσθημα ματαίωσης απέναντι στη Δύση, αλλά και σε ένα κοινό συμφέρον για μια πολυπολική τάξη πραγμάτων, που θεωρούν ότι θα τους επέτρεπε να προωθήσουν τα αντίστοιχα σχέδιά τους για απόκτηση ισχύος. Από αυτήν την άποψη, η εξωτερική πολιτική τους τα τελευταία χρόνια έχει την τάση να στρατιωτικοποιείται, αποκαλύπτοντας μια νέα διευθέτηση στον συσχετισμό δυνάμεων.
Ωστόσο, αυτός ο οδικός χάρτης απέδειξε ότι υπάρχουν ζώνες τριβής και εντάσεων όπου συγκρούονται ή αλληλεπικαλύπτονται οι παραδοσιακές ζώνες επιρροής των δύο χωρών. Ο πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προσπαθεί να παλινορθώσει τον στρατηγικό ρόλο της Τουρκίας στην Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή, δύο περιοχές που ανήκαν στην οθωμανική αυτοκρατορία όταν αυτή είχε φτάσει στο απόγειο της δύναμής της τον 17ο αιώνα (βλ. χάρτη). Ήδη ο Αχμέτ Νταβούτογλου –πρώην υπουργός Εξωτερικών (2009-2014) και στη συνέχεια πρωθυπουργός, πριν εκδιωχθεί το 2016– περιέγραφε τη χώρα του ως περιφερειακή δύναμη, που ήταν ωστόσο σε θέση να ασκήσει την πολιτιστική και την πολιτική επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο. Διακηρύσσοντας το δόγμα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες», την ίδια στιγμή εγκαινίαζε μια εξωτερική πολιτική που κινητοποιούσε το πολιτικό Ισλάμ ή και τον παντουρκισμό, απευθυνόμενη στους τουρκόφωνους πληθυσμούς, διάσπαρτους κατά μήκος του τόξου που ξεκινάει από την Νότια Ρωσία και καταλήγει στο Ξινγιάνγκ της Κίνας, περνώντας από τον Καύκασο (Αζερμπαϊτζάν) και την Κεντρική Ασία (Καζακστάν, Τουρκμενιστάν, Ουζμπεκιστάν και Κιργιστάν). Στη σύγκρουση του Ναγκόρνο Καραμπάχ εκφράζεται αυτός ακριβώς ο παντουρκισμός –με ένα επιπλέον πολεμοχαρές ύφος, που εντείνεται διαρκώς μετά την αποτυχία των «αραβικών ανοίξεων» στην Αίγυπτο και στη Συρία και, στη συνέχεια, την απόπειρα πραξικοπήματος εναντίον του Ερντογάν το 2016. Ο Τούρκος πρόεδρος υποστηρίζει ανοιχτά το ρεβανσιστικό πρόγραμμα του Αζερμπαϊτζάν: ο πληθυσμός αυτής της τουρκόφωνης χώρας θεωρείται ότι ανήκει στο τουρκικό έθνος βάσει της αρχής «Ένα έθνος, δύο κράτη», την οποία ο Ερντογάν δεν έπαψε να υπενθυμίζει καθ’ όλη τη διάρκεια των έξι εβδομάδων της σύρραξης.
Από την πλευρά του, ο Βλαντιμίρ Πούτιν έχει τοποθετήσει την ισχυρή εθνική κυριαρχία στην καρδιά του σχεδίου για την ισχύ της Ρωσίας, στην οποία επιθυμεί να ξαναδώσει τη θέση που κατείχε στο παρελθόν, όταν ήταν πρωταγωνιστικός παίκτης στην παγκόσμια σκακιέρα. Η επιτυχία της στρατιωτικής εκστρατείας στη Συρία χρησιμεύει ως πολλαπλασιαστής της ρωσικής επιρροής. Εξάλλου, στη καρδιά των συμφερόντων που η Μόσχα θεωρεί ως ζωτικά παραμένει ο μετασοβιετικός χώρος, τον οποίο οι πολιτικές και στρατιωτικές ρωσικές ελίτ εκλαμβάνουν ως μια ισχυρή προστατευτική ζώνη, πολύτιμη για την ασφάλεια της χώρας. Όμως, δεδομένης της στάσης της Τουρκίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ, φαίνεται ότι η Άγκυρα είναι πλέον έτοιμη να προκαλέσει τη Μόσχα σε αυτήν ακριβώς τη ζώνη.
Η Άγκυρα μπορεί να υπερηφανεύεται για ορισμένες επιτυχίες στον Καύκασο. Διαθέτοντας την εμφατική πολιτική στήριξη της Τουρκίας και τη στρατιωτική βοήθεια που του παρείχε, ο στρατός του Αζερμπαϊτζάν ανακατέλαβε στον Νότο ένα τμήμα των εδαφών που εξασφάλιζαν την εδαφική συνέχεια μεταξύ της Αρμενίας και της αυτοαποκαλούμενης Δημοκρατίας του Αρτσάχ, ενώ στη συνέχεια κατέλαβε την πόλη-σύμβολο Σουσί, στην καρδιά του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Προκειμένου να αποφύγουν μια ακόμα πιο ταπεινωτική ήττα, οι Αρμένιοι δέχθηκαν στις 10 Νοεμβρίου μια συμφωνία για κατάπαυση του πυρός που τους υποχρέωνε να εκκενώσουν ορισμένες περιοχές που εξακολουθούσαν να κατέχουν: το Αγκντάμ και τους αζερικούς θύλακες μέσα στην επικράτεια της Αρμενίας (προθεσμία για την εκκένωση η 20ή Νοεμβρίου), καθώς και τις στρατηγικές περιοχές του Κελμπατζάρ (25η Νοεμβρίου) και του Μπερτζόρ/Λατσίν (1η Δεκεμβρίου). Η σύνδεση του Ναγκόρνο Καραμπάχ με την Αρμενία θα πραγματοποιείται πλέον μονάχα μέσω ενός διαδρόμου πλάτους 5 χιλιομέτρων, υπό ρωσικό έλεγχο.
Η συμφωνία, η οποία συνήφθη με την παρέμβαση της Μόσχας, προβλέπει τη δημιουργία ενός κέντρου παρακολούθησης της κατάπαυσης των εχθροπραξιών στο αζερικό έδαφος, υπό ρωσοτουρκική επίβλεψη (όπως συμφωνήθηκε τηλεφωνικά μεταξύ των προέδρων Πούτιν και Ερντογάν την ημέρα της υπογραφής της συμφωνίας). Έχοντας κατορθώσει να αποκτήσει ένα προκεχωρημένο φυλάκιο στο Αζερμπαϊτζάν, η Τουρκία δείχνει ότι στο εξής έχει τη δυνατότητα να επεκτείνει αποτελεσματικότερα την επιρροή της στην τουρκόφωνη Κεντρική Ασία. Επιπλέον, θα δημιουργηθεί ένας νέος διάδρομος μεταξύ της αζερικής Δημοκρατίας του Ναχιτσεβάν (αζέρικος θύλακας μέσα στο έδαφος της Αρμενίας, που συνορεύει με την Τουρκία) και του Αζερμπαϊτζάν. Έτσι, μέσω των συνόρων της με το Ναχιτσεβάν, η Τουρκία θα διαθέτει πρόσβαση προς την Κασπία Θάλασσα και τα πολύτιμα αποθέματα φυσικού αερίου που κρύβονται στον βυθό της. Δεδομένου ότι η συμφωνία κατάπαυσης του πυρός έχει συναφθεί για πέντε έτη και δύναται να ανανεωθεί, θα πρέπει να περιμένουμε για να δούμε εάν η Τουρκία θα αρκεστεί στα κέρδη που έχει ήδη αποκομίσει. Παρά το γεγονός ότι στη συμφωνία δεν αναφέρεται πουθενά η Τουρκία, ο πρόεδρος του Αζερμπαϊτζάν Ιλχάμ Αλίεφ γνωστοποίησε ότι Τούρκοι στρατιώτες θα κληθούν να συμμετάσχουν στην ειρηνευτική δύναμη, είδηση που διαψεύστηκε από το Κρεμλίνο.
Απ’ ό,τι φαίνεται, η επιθυμία της Άγκυρας για δημιουργία ενός συσχετισμού δυνάμεων με την Μόσχα ακόμα και εντός του μετασοβιετικού χώρου έχει ως κίνητρο την εδραίωση των τουρκικών θέσεων απέναντι στο Κρεμλίνο σε άλλα μέτωπα (Συρία, Λιβύη, Ανατολική Μεσόγειος). Επιπλέον, αυτή η πρωτοβουλία αποτελεί έναν ελιγμό που έχει ως στόχο να σπάσει η περικύκλωση και να μειωθεί η πίεση που είναι βέβαιο ότι αισθάνεται η Τουρκία λόγω της εντατικοποίησης της ρωσικής παρουσίας στον άμεσο περίγυρό της (τον Εύξεινο Πόντο, τον Καύκασο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο). Η Άγκυρα θέλει να δείξει ότι δεν επιθυμεί πλέον να παρακολουθεί ανίσχυρη τη ρωσική επάνοδο σε αυτές τις περιοχές. Έτσι, τον περασμένο Ιούνιο, ένα τουρκικό αεροσκάφος εναέριου ανεφοδιασμού προμήθευσε εν πτήσει καύσιμα σε ένα αμερικανικό στρατηγικό βομβαρδιστικό μακράς ακτίνας δράσης Β-1Β Lancer που πετούσε πάνω από τον Εύξεινο Πόντο, πραγματοποιώντας προσομοίωση πλήγματος κατά ναυτικών στόχων. Εξάλλου, δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο η Άγκυρα να επιθυμεί να αποκτήσει μια στρατιωτική βάση στο Αζερμπαϊτζάν προκειμένου να εξισορροπήσει τον στρατηγικό συσχετισμό δυνάμεων με τη Μόσχα, τον οποίο θεωρεί δυσμενή γι’ αυτήν μετά την απόκτηση από τη Ρωσία το 2017 βάσεων στη Συρία, στο Ταρτούς (ναυτικό) και στο Χμεϊμίμ (αεροπορία) για μια περίοδο 49 ετών. Αυτές οι βάσεις βρίσκονται στα παράλια της Συρίας, εξαιρετικά κοντά στην Τουρκία.
Από τη σκοπιά της Μόσχας, ανησυχία προκαλεί η εγκατάλειψη του μοντέλου της κεμαλικής κοσμικής δημοκρατίας, με χαρακτηριστικό δείγμα τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί τον περασμένο Ιούλιο. Ο παντουρκισμός, εξαιτίας της ίδιας του της φύσης, αναζωπυρώνει τους ρωσικούς φόβους για τις φιλοδοξίες της Άγκυρας στον μετασοβιετικό χώρο, όπου εκτιμάται ότι ζουν –ακόμα και σε ρωσικό έδαφος– 120 εκατομμύρια άτομα που μιλούν κάποια τουρκογενή γλώσσα (4). Κατ’ επέκταση, η Μόσχα φοβάται ότι η εργαλειοποίηση του Ισλάμ θα αποσταθεροποιήσει ακόμα και την ίδια την επικράτεια της Ρωσικής Ομοσπονδίας (το 15% του πληθυσμού της είναι σουνίτες μουσουλμάνοι), δεδομένου ότι ο Βόρειος Καύκασος σπαρασσόταν από δραματικές συγκρούσεις τη δεκαετία του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000 (Τσετσενία, Νταγκεστάν). Η μεταφορά από τις τουρκικές υπηρεσίες ασφαλείας εκατοντάδων τζιχαντιστών από τη Λιβύη και τη Συρία στο μέτωπο του Ναγκόρνο Καραμπάχ μετά τις 29 Σεπτεμβρίου δεν μπορεί παρά να προκαλεί συναγερμό στη Μόσχα. Στον Εύξεινο Πόντο και στην Κασπία Θάλασσα, η Ρωσία δεν διστάζει να απευθυνθεί σε εταίρους της που διατηρούν εύθραυστες σχέσεις με την Τουρκία: στην Κασπία, ιρανικά πολεμικά πλοία συμμετείχαν στο ναυτικό σκέλος της ρωσικής στρατιωτικής άσκησης Καβκάζ-2020, που διεξήχθη στα τέλη Σεπτεμβρίου. Επιπλέον, τον Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά στον Εύξεινο Πόντο η ρωσοαιγυπτιακή ναυτική άσκηση «Γέφυρα Φιλίας».
Οι Τούρκοι όμως διαθέτουν ακόμα ένα χαρτί: την Ουκρανία. Η Άγκυρα, που ποτέ δεν αναγνώρισε την προσάρτηση της Κριμαίας στη Ρωσία το 2014, χωρίς ωστόσο να υιοθετήσει κυρώσεις εναντίον της, έχει διευρύνει τη συνεργασία της με το Κίεβο στον στρατιωτικό και στον τεχνικό τομέα. Το 2018, η Ουκρανία παρήγγειλε έξι επιθετικούς δρόνους Bayraktar-TB2, από εκείνους που χρησιμοποιήθηκαν στο Ιντλίμπ, στη Λιβύη και στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Εκτός από τη συγκεκριμένη αγορά, εκτιμάται ότι οι Ουκρανοί και οι Τούρκοι έχουν αναπτύξει συνέργεια σε αυτόν τον τομέα με τον νέο δρόνο Bayraktar Akinci, που θα μπορούσε μελλοντικά να παραχθεί καθ’ ολοκληρία στην Ουκρανία (5). Η χρήση του στο Ντονμπάς θα μπορούσε να προκαλέσει την ανάπτυξη ρωσικών αντιαεροπορικών δυνάμεων, για παράδειγμα των συστοιχιών Pantsir, που αποδείχθηκαν αρκετά αποτελεσματικές κατά των τουρκικών δρόνων στη Συρία και στη Λιβύη. Η Ρωσία θα μπορούσε επίσης να ποντάρει σε κινητά συστήματα ηλεκτρονικού πολέμου, όπως το ραντάρ Krasukha-4 που αναπτύχθηκε φανερά στο Ναγκόρνο Καραμπάχ για να αντιμετωπιστεί η απειλή τόσο των τουρκικών δρόνων (Bayraktar-TB2) όσο και των ισραηλινής κατασκευής «δρόνων καμικάζι» (τύπου Harop) που έχει προμηθευτεί το Αζερμπαϊτζάν.
Πράγματι, ο «πόλεμος των δρόνων» αποτελεί ένα από τα δεδομένα του νέου συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στη Ρωσία και την Τουρκία, μέσα στην αλυσίδα των κρίσεων που απλώνεται στον εκτεταμένο χώρο της Μεσογείου και φτάνει μέχρι τις παρυφές του Καυκάσου. Η κατοχή επιθετικών δρόνων προσφέρει στην Τουρκία ένα πλεονέκτημα απέναντι στη Ρωσία, η οποία για την ώρα δεν διαθέτει παρόμοια οπλικά συστήματα. Πρόκειται για την τουρκική απάντηση στον ρωσικό αμυντικό μηχανισμό που στερεί στην Τουρκία την πρόσβαση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο και στον Εύξεινο Πόντο (6) , καθώς ελέγχει απόλυτα τον εναέριο και θαλάσσιο χώρο των δύο περιοχών χάρη στην προηγμένη τεχνολογία της Ρωσίας στον τομέα των πυραύλων.
Η χρήση των δρόνων απέδειξε την αποτελεσματικότητά της στο Ιντλίμπ τον περασμένο Μάρτιο, όταν η περιοχή σπαρασσόταν από βίαιες συγκρούσεις μεταξύ φιλότουρκων τζιχαντιστών και δυνάμεων του συριακού καθεστώτος υποστηριζόμενων από τη Ρωσία. Κατά τη διάρκεια του επεισοδίου, οι Ρώσοι δυσκολεύτηκαν σημαντικά να προσφέρουν αποτελεσματική αντιαεροπορική κάλυψη στους προστατευόμενούς τους που δεινοπαθούσαν από τα πλήγματα των τουρκικών δρόνων. Χάρη στην συγκεκριμένη τεχνολογία, η Άγκυρα κατόρθωσε κάτι σχεδόν μοναδικό: να αμφισβητήσει σε τοπικό επίπεδο τον έλεγχο των αιθέρων από τους Ρώσους. Με εξαίρεση τη ζώνη που κατείχαν οι Αμερικανοί στα ανατολικά του Ευφράτη, δεν είχε ποτέ συμβεί κάτι ανάλογο καθ’ όλη τη διάρκεια της σύρραξης στη Συρία.
Μετά την άνοδο του Πούτιν και του Ερντογάν στην εξουσία, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, Ρώσοι και Τούρκοι έχουν επιλέξει να εξετάζουν κάθε ζήτημα ανεξάρτητα και ξεχωριστά, συνεπείς προς την αγαπημένη τους ρεαλπολιτίκ. Με βάση αυτήν την προσέγγιση, οι διαφωνίες τους για την Ουκρανία, λόγου χάρη, δεν παγώνουν συνολικά τη συνεργασία τους, σε αντίθεση με όσα συνέβησαν στην περίπτωση των σχέσεων της Ρωσίας με την ευρωατλαντική κοινότητα. Μόνο η συριακή κρίση αποτέλεσε εξαίρεση για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, όταν οι σχέσεις τους διαταράχτηκαν με την κατάρριψη ενός ρωσικού Su-24 από ένα τουρκικό F-16 στα τέλη Νοεμβρίου του 2015. Η επιστολή συγγνώμης του Ερντογάν στο Κρεμλίνο, τον Ιούνιο του 2016, επέτρεψε την επίλυση της κρίσης.
Η αναζωπύρωση ζητημάτων που προκαλούν έντονο εκνευρισμό (Ναγκόρνο Καραμπάχ), το γεγονός ότι εξακολουθούν να υπάρχουν υφέρπουσες διαφωνίες σε ορισμένα ζητήματα (Κουρδικό, Κύπρος, Ντονμπάς, το διακύβευμα του φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο) και η ύπαρξη ανοιχτών κρίσεων όπου Ρώσοι και Τούρκοι έχουν ανταγωνιστικές προσεγγίσεις (Συρία, Λιβύη) προκαλούν προβληματισμό για το πώς θα εξελιχθεί στο μέλλον η σχέση των δύο χωρών. Σε ποιο βαθμό θα καταστεί δυνατόν να διατηρηθεί ο σημερινός τρόπος λειτουργίας των σχέσεών τους; Μήπως μπουν στον πειρασμό να εξετάσουν μια σφαιρικότερη προσέγγιση για τις κρίσεις που τους φέρνουν αντιμέτωπους, όπως συνέβη τον Ιούλιο του 2005; Κατά τη διάρκεια της συνάντησης που είχε τότε πραγματοποιηθεί στο Σότσι, υποστηρίζεται ότι ο Πούτιν και ο Ερντογάν είχαν συνεννοηθεί να προσφέρουν ο ένας στον άλλο αμοιβαία βοήθεια απέναντι στην αυτονομιστική και στην τρομοκρατική απειλή που αντιπροσώπευαν εκείνη την εποχή οι Τσετσένοι μαχητές για τη Ρωσία και οι Κούρδοι ακτιβιστές για την Τουρκία (7). Με άλλα λόγια, εκτιμάται ότι είχαν συνάψει ένα σύμφωνο μη ανάμειξης στις εσωτερικές υποθέσεις τους, αλληλοεξαρτώντας τα προβλήματα ασφάλειας στις δύο υποθέσεις όπου σκόνταφταν οι διμερείς σχέσεις τους.
Σε κάθε περίπτωση, οι δύο εταίροι διαθέτουν την εμπειρία που θα τους επέτρεπε να επιδοθούν σε παζάρια όπου κυριαρχούν οι συμβιβασμοί και τα ανταλλάγματα. Η αποδοχή από την πλευρά τους της λογικής των σφαιρών επιρροής, η ατονία της Ευρώπης στα ενεργειακά ζητήματα της Μεσογείου και η διστακτικότητα των Αμερικανών να εμπλακούν σε νέες στρατιωτικές περιπέτειες τούς παρέχουν ένα επιπλέον περιθώριο ελιγμών για να επιτύχουν τη συνύπαρξη των συμφερόντων τους. Διότι, σε τελική ανάλυση, καμία από τις δύο χώρες δεν επιθυμεί την άμεση αντιπαράθεση.
(1) Βλ. Sergueï Markedonov, «Haut-Karabakh, l’embrasement», «Le Monde diplomatique», Νοέμβριος 2020.
(2) Σύμφωνα με τη βάση δεδομένων της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Τελωνείων της Ρωσίας.
(3) Σύμφωνα με την Rostourim (Ρωσική Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Τουρισμού).
(4) «Nezavissimaïa Gazeta», Μόσχα, 15 Δεκεμβρίου 2017 (στη ρωσική γλώσσα).
(5) Laurent Lagneau, «L’Ukraine envisage d’acquérir et de produire 48 drones tactiques turcs Bayraktar-TB2», Zone Militaire, 11 Οκτωβρίου 2020.
(6) Βλ. «La Russie s’affirme en mer Noire», «Le Monde diplomatique», Ιανουάριος 2019.
(7) Fiona Hill και Omer Taspinar, «Turkey and Russia: Axis of the excluded?», «Survival», τόμος 48, τ. 1, Λονδίνο, 2006.