Ένας αντίπαλος που τον έχει αποκηρύξει το κόμμα του, ευνοϊκή εξέλιξη των δημογραφικών ομάδων, σημαντικά οικονομικά μέσα: οι Δημοκρατικοί κρατούσαν στα χέρια τους όλα τα χαρτιά για να νικήσουν στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. Και τελικά κατάφεραν να ηττηθούν, πέφτοντας θύματα της δικής τους καταστροφικής στρατηγικής.
«Ο Ρόναλντ Ρήγκαν μετασχημάτισε την Αμερική με τρόπο που δεν κατάφεραν ούτε ο Ρίτσαρντ Νίξον ούτε ο Μπιλ Κλίντον», εκτιμούσε ο Μπαράκ Ομπάμα σε συνέντευξη που είχε δώσει δέκα μήνες πριν εκλεγεί πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, το 2008. Ο πρώην ηθοποιός είχε βάλει τη χώρα «σε έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο» (1). Το μήνυμα ήταν σαφές: σε αντίθεση με τη Χίλαρι Κλίντον, την κύρια αντίπαλό του για το χρίσμα των Δημοκρατικών, ο Ομπάμα θα ήταν «πρόεδρος της αλλαγής». Οκτώ χρόνια αργότερα, τίποτε θεμελιώδες δεν έχει αλλάξει στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο Ομπάμα, που βρέθηκε στον Λευκό Οίκο εν μέσω της σοβαρότερης οικονομικής κρίσης που γνώρισε η χώρα από τη δεκαετία του 1930, προσπάθησε πρώτα απ’ όλα να αποφύγει μια γενική κατάρρευση. Μολονότι, με το σχέδιο ανάκαμψης που εγκαινίασε, τονώνοντας την οικονομία με 800 δισεκατομμύρια δολάρια, πήρε αποστάσεις από το δόγμα της λιτότητας, φρόντισε να κρατήσει ανέπαφους τους υπόλοιπους πυλώνες της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας, αποφεύγοντας να λάβει το παραμικρό μέτρο που θα μπορούσε να πλήξει την «επιχειρηματική εμπιστοσύνη» και διασώζοντας τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μεταξύ τους και όσα ήταν υπεύθυνα για την κρίση. Τον Απρίλιο του 2015, όταν η Κλίντον ανακοίνωσε την υποψηφιότητά της για τις προεδρικές εκλογές, τα προειδοποιητικά σημάδια δεν έλειπαν: οι Δημοκρατικοί είχαν χάσει καθαρά στις ενδιάμεσες εκλογές του 2010 και του 2014, η οικονομική ανάκαμψη παρέμενε αναιμική και τα κινήματα Tea Party από τα δεξιά και Occupy Wall Street από τα αριστερά αποτύπωναν μια εκρηκτική δυσφορία. Επομένως, η πρώην πρώτη κυρία, πρώην γερουσιαστής της Νέας Υόρκης και πρώην υπουργός Εξωτερικών, ζωντανή ενσάρκωση του κατεστημένου, ξεκίνησε την εκστρατεία της μέσα σε ατμόσφαιρα γενικευμένης δυσαρέσκειας. Είχε τη σχεδόν ομόφωνη υποστήριξη της ηγεσίας του Δημοκρατικού Κόμματος –των επαγγελματικών στελεχών, των χρηματοδοτών, των υπερ-εκλεκτόρων (μελών του Κογκρέσου ή του Εθνικού Συμβουλίου του κόμματος), οι οποίοι είχαν όλοι πειστεί από καιρό ότι ο Λευκός Οίκος τής άξιζε δικαιωματικά. Ο Ομπάμα έπεισε τον αντιπρόεδρό του Τζο Μπάιντεν να μην θέσει υποψηφιότητα και, στη συνέχεια, υποστήριξε την Κλίντον στη λυσσαλέα μάχη της με τον Μπέρνι Σάντερς για το χρίσμα των Δημοκρατικών. Ο κεραυνός της 8ης Νοεμβρίου δεν μπορεί να γίνει κατανοητός εάν δεν ληφθεί υπόψη η απόφαση των Δημοκρατικών να γαντζωθούν στην υποψηφιότητα της Κλίντον, παρά το διάχυτο κλίμα λαϊκής οργής. Οι σύμβουλοι της πρώην γερουσιαστού χάρηκαν όταν ανακάλυψαν ότι το μοναδικό εμπόδιό τους στον δρόμο για τον Λευκό Οίκο ήταν ο Ντόναλντ Τραμπ: ο δισεκατομμυριούχος είχε προβεί σε αμέτρητες ρατσιστικές, ξενοφοβικές και σεξιστικές δηλώσεις κατά τη διάρκεια των προκριματικών εκλογών του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος και η απρόβλεπτη προσωπικότητά του είχε πείσει τους ψηφοφόρους ότι «δεν έκανε» για πρόεδρος –τουλάχιστον έτσι έδειχναν τα δημοσκοπικά στοιχεία από τις «ομάδες ελέγχου» που είχαν συγκροτήσει οι υπεύθυνοι εκλογικής στρατηγικής των Δημοκρατικών… Σε αντίθεση με τους Τραμπ και Σάντερς, η Κλίντον δυσκολεύτηκε πολύ να βρει σύνθημα: δοκίμασε τουλάχιστον 85, για να σταματήσει τελικά στο άνοστο «Stronger Together» («Μαζί Πιο Δυνατοί») (2). Η υποψηφιότητα της Κλίντον υπέφερε από έλλειψη περιεχομένου σε τέτοιο βαθμό ώστε, τον Φεβρουάριο του 2016, ο σύμβουλος δημοσκοπήσεων Τζόελ Μπένενσον, σε ηλεκτρονικό μήνυμά του, ρωτούσε με παράπονο τον υπεύθυνο της προεκλογικής εκστρατείας της, Τζον Ποντέστα: «Έχουμε την παραμικρή ιδέα για το τι θέλει να περάσει ως βασικό μήνυμα;» (3) Στην προεκλογική εκστρατεία του 2012, ο Ομπάμα είχε σκιαγραφήσει τον αντίπαλό του Ουίλαρντ Μιτ Ρόμνεϋ ως έναν πλουτοκράτη χωρίς καρδιά, που εμπλεκόταν στην απώλεια θέσεων εργασίας για Αμερικανούς. Αυτή η γραμμή επίθεσης είχε επιτρέψει στον τότε πρόεδρο να αποσπάσει αρκετές ψήφους από τους λευκούς εργάτες ώστε να κερδίσει την Πενσυλβάνια, το Ουισκόνσιν, το Οχάιο και το Μίσιγκαν, τις παρηκμασμένες βιομηχανικές Πολιτείες της Rust Belt («ζώνη της σκουριάς») που εκτείνεται γύρω από τις Μεγάλες Λίμνες. Ο Τραμπ, δισεκατομμυριούχος που ποτέ δεν δίστασε να προσλάβει παράνομους μετανάστες ούτε να συντρίψει μικροεπιχειρηματίες, αποτελούσε και αυτός ιδανικό στόχο. Όμως, οι επαγγελματικές δραστηριότητες της Χίλαρι Κλίντον είχαν γνωρίσει άνθηση με χρήματα των πολυεθνικών –κάπως έτσι, μεταξύ Ιανουαρίου 2013 και Ιανουαρίου 2015, η Κλίντον είχε εισπράξει 21,7 εκατομμύρια δολάρια για 92 ομιλίες που απευθύνονταν κυρίως σε ανώτατα διοικητικά στελέχη μεγάλων επιχειρήσεων. Και η εκστρατεία της δεν μπορούσε να αποκλίνει καθόλου από τα συμφέροντα της Γουόλ Στριτ, η οποία την χρηματοδοτούσε.
Το εκλογικό επιτελείο της Χίλαρι Κλίντον, συνειδητοποιώντας ίσως ότι η υποψήφια πρόεδρος δεν ήταν σε θέση να γοητεύσει τους ξεχασμένους της παγκοσμιοποίησης και της αποβιομηχάνισης, επέλεξε μια στρατηγική που εστίαζε στην κοινωνική ταυτότητα. Επιχείρησε να συγκροτήσει ξανά την πολυφυλετική συμμαχία του Ομπάμα, επικεντρώνοντας σε πέντε κοινωνικές ομάδες-στόχους: τους Αφροαμερικανούς, τους ισπανόφωνους, τους Ασιάτες, τους ψηφοφόρους ηλικίας 25-35 ετών και τις λευκές γυναίκες. Η επιλογή αυτή είναι εμφανής σε σημείωμα του Ποντέστα με ημερομηνία 17 Μαρτίου 2016. Σε αυτό αναφέρει τα ονόματα πιθανών υποψήφιων αντιπροέδρων και επισημαίνει ότι «έχει χονδρικά κατατάξει τα ονόματα ανά ομάδες τροφίμων [sic]».
Ωστόσο, μια τέτοια στρατηγική δεν μπορεί να υποκαταστήσει την έλλειψη πολιτικού μηνύματος. Οι κοινωνικές ομάδες που συνέβαλαν στην επιτυχία του Ομπάμα το 2012 ψήφισαν βεβαίως την Κλίντον το 2016, αλλά σε μικρότερα ποσοστά: 88% των Μαύρων έναντι 93% το 2012, 65% των ισπανόφωνων (έναντι 71%), 65% των Ασιατών (έναντι 71%) και 55% των νέων μεταξύ 25-35 ετών (έναντι 60%). Μοναδική εξαίρεση; Οι γυναίκες, οι οποίες ψήφισαν σε ποσοστό 55% την Κλίντον, δηλαδή κατά 1% περισσότερο από το 2012. Παρότι μισογύνης και με τις κατηγορίες για σεξουαλική παρενόχληση να τον ακολουθούν, ο Τραμπ απέσπασε εντούτοις την ψήφο του 53% των λευκών γυναικών και του 67% των γυναικών χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα (4).
Οι στρατηγικές κινητοποίησης των κοινωνικών ομάδων-στόχων έχουν το επικίνδυνο στοιχείο ότι μπορούν να προκαλέσουν αντισυσπειρώσεις στο εσωτερικό άλλων κοινωνικών ομάδων. Ο Τραμπ επωφελήθηκε από το γεγονός αυτό. Σε εθνικό επίπεδο, η πολυφυλετική συμμαχία της Κλίντον λειτούργησε σχετικά καλά, καθώς η υποψήφια των Δημοκρατικών έλαβε δύο εκατομμύρια ψήφους περισσότερες από τον αντίπαλό της. Όμως, οι αμερικανικές εκλογές κρίνονται από Πολιτεία σε Πολιτεία. Έτσι, σε αυτό το επίπεδο, ο τόπος αποτυχίας της Κλίντον είναι επακριβώς προσδιορισμένος: Οχάιο, Ουισκόνσιν, Πενσυλβάνια και Μίσιγκαν, όπου διακυβεύονταν 64 κρίσιμοι εκλέκτορες.
Ο Τραμπ υπερίσχυσε στις τέσσερις αυτές Πολιτείες της «ζώνης της σκουριάς» γιατί εξέπεμψε ένα σαφές μήνυμα: γυρίζοντας την πλάτη στη ρεπουμπλικανική ορθοδοξία, καταφέρθηκε σταθερά εναντίον των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου και της μετεγκατάστασης επιχειρήσεων. Κατήγγειλε επίσης την παρουσία εκατομμυρίων παράνομων μεταναστών στο αμερικανικό έδαφος και την αδυναμία της χώρας να προστατεύσει τα σύνορά της. Τέλος, επέκρινε την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών σε ανώφελους πολέμους, στο Ιράκ, στη Λιβύη ή αλλού. Το σύνθημά του («Make America Great Again»: «Να ξανακάνουμε σπουδαία την Αμερική), οι διαρκείς εκκλήσεις του να μπει «Πρώτα η Αμερική» και οι επανειλημμένες αναφορές του στους «ξεχασμένους Αμερικανούς» ήταν όλα σχεδιασμένα για να γοητεύσουν τους λευκούς εργάτες.
Πολλοί σχολιαστές απέδωσαν την ήττα της Κλίντον στην ξενοφοβία και τον ρατσισμό των λευκών λαϊκών στρωμάτων. Μολονότι ο συγκεκριμένος παράγοντας μπορεί να έπαιξε τον ρόλο του –αρκετές έρευνες δείχνουν ότι οι ψηφοφόροι του Τραμπ έχουν πιο ισχυρά αισθήματα ξενοφοβίας από τους ψηφοφόρους των υπόλοιπων υποψηφίων (5) – πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι ένας Αφροαμερικανός με το όνομα Μπαράκ Ομπάμα είχε κερδίσει τις τέσσερις αυτές Πολιτείες το 2008 και το 2012. Επικράτησε, συχνά με μεγάλη διαφορά, και σε πολλές κομητείες που κατοικούνται στη μεγάλη πλειοψηφία τους από λευκούς εργάτες.
Φέτος, το ποσοστό των Αφροαμερικανών που ψήφισαν τους Δημοκρατικούς μειώθηκε και στις τέσσερις συγκεκριμένες Πολιτείες, ενώ τον Τραμπ ψήφισε το 71% των λευκών ανδρών χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα στην Πενσυλβάνια, το 70% στο Οχάιο, το 69% στο Ουισκόνσιν και το 68% στο Μίσιγκαν. Όσο για τις λευκές γυναίκες χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα, τον Τραμπ ψήφισε το 58% στην Πενσυλβάνια, το 57% στο Μίσιγκαν, το 55% στο Οχάιο…
Η Κλίντον αμέλησε να απευθυνθεί στους ψηφοφόρους αυτούς. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας της, δεν πήγε ούτε μία φορά στο Ουισκόνσιν. Δεν φάνηκε ποτέ να νοιάζεται για τις συνθήκες ζωής της εργατικής τάξης, οι οποίες ωστόσο υποβαθμίζονται διαρκώς τα τελευταία σαράντα χρόνια: μεταξύ 1975 και 2014, το μέσο εισόδημα των λευκών εργατών χωρίς πανεπιστημιακό δίπλωμα μειώθηκε πάνω από 20%, με μια πτώση της τάξης του 14% μεταξύ 2007 και 2014.
Η ρήξη μεταξύ των λευκών λαϊκών στρωμάτων και των Δημοκρατικών υπερβαίνει το οικονομικό ζήτημα. Προστίθεται πλέον και μια πολιτιστική διάσταση, η οποία συνδέεται με το (όχι εντελώς αδικαιολόγητο) αίσθημα πολλών λευκών εργατών ότι η προοδευτική ελίτ τούς περιφρονεί. Η Κλίντον συνέβαλε στην ενίσχυση του συγκεκριμένου αισθήματος όταν δήλωσε, σε εκδήλωση συγκέντρωσης χρημάτων από τη λεσβιακή, ομοφυλοφιλική, αμφισεξουαλική και τρανσεξουαλική κοινότητα (LGBT) της Νέας Υόρκης: «Μπορούμε να βάλουμε τους μισούς οπαδούς του Τραμπ σε αυτό που αποκαλώ “πανέρι με τους αξιοθρήνητους”. Έτσι δεν είναι; Είναι ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικοί, ξενοφοβικοί, ισλαμοφοβικοί και πολλά άλλα πράγματα», πριν συμπληρώσει ότι πολλοί είναι «χαμένες περιπτώσεις».
Μετά την πανωλεθρία της 8ης Νοεμβρίου, οι Ρεπουμπλικανοί δεν ελέγχουν μόνο τον Λευκό Οίκο, το Κογκρέσο, τη Γερουσία και (σύντομα) το Ανώτατο Δικαστήριο: ελέγχουν επίσης τους 31 από τους 50 κυβερνήτες Πολιτειών, την τοπική Γερουσία σε 35 Πολιτείες και το τοπικό κοινοβούλιο σε 32. Ωστόσο, πολιτικές ανατροπές μπορούν να συμβούν με εκπληκτική ταχύτητα. Στις προεδρικές εκλογές του 1964, τον θρίαμβο του Δημοκρατικού Λύντον Τζόνσον επί του Ρεπουμπλικανού Μπάρι Γκολντγουότερ, με 23 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά, ακολούθησε, τέσσερα χρόνια αργότερα, η νίκη του Ρεπουμπλικανού Ρίτσαρντ Νίξον…
Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και αλλού, το 2016 ήταν η χρονιά μιας «λαϊκίστικης» εκλογικής εξέγερσης. Σύμφωνα με τον αναλυτή Τζον Τζούντις, οι κοινωνικές κινήσεις αυτού του τύπου αποτελούν «ένα σύστημα πρόωρου εντοπισμού σοβαρών προβλημάτων που τα μεγαλύτερα κόμματα έχουν υποβαθμίσει ή αγνοήσει» (6). Ο Τζούντις υπογραμμίζει όμως ότι ο αριστερός και ο δεξιός λαϊκισμός είναι θεμελιωδώς διαφορετικοί. Και οι δύο υπερασπίζονται «τον λαό απέναντι στις ελίτ», αλλά ο δεξιός λαϊκισμός κατηγορεί την ελίτ ότι «μεροληπτεί υπέρ μιας τρίτης κοινωνικής ομάδας, που μπορεί να είναι οι μετανάστες, οι μουσουλμάνοι ή οι Αφροαμερικανοί ακτιβιστές». Με τον Τραμπ, θριάμβευσε η δεξιά εκδοχή του λαϊκισμού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες πάντως, σε αντίθεση με αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, υπήρχε αξιόπιστη προοδευτική εναλλακτική, την οποία ενσάρκωνε η υποψηφιότητα του Μπέρνι Σάντερς…
(1) Βλ. Chuck Raasch, «Obama aspires to a transformational presidency», «USA Today», ΜακΛιν (Βιρτζίνια), 16 Απριλίου 2009.
(2) Matt Flegenheimer, «When Hillary Clinton tested new slogans –85 of them», «The New York Times», 19 Οκτωβρίου 2016.
(3) Βλ. Maureen Dowd, «Obama lobbies against obliteration by Trump», «The New York Times», 12 Νοεμβρίου 2016.
(4) «General election exit polls», CNN.com, 9 Νοεμβρίου 2016.
(5) Zack Beauchamp, «These 2 charts explain how racism helped fuel Trump’s victory», Vox, Ουάσιγκτον, 10 Νοεμβρίου 2016.
(6) John Judis, «The Populist Explosion. How the Great Recession Transformed American and European Politics», Columbia Global Report, Νέα Υόρκη, 2016.